Ο ορίζοντας της πολιτικής νεωτερικότητας (του Στέφανου Δημητρίου)

0
205
A Reading in the Salon of Mme Geoffrin, 1755, oil on canvas, 129 x 196 cm, Châteaux de Malmaison et Bois-Préeau, Paris.

του Στέφανου Δημητρίου

 

 

I

Η έβδομη έκδοση αυτού του σημαντικού βιβλίου φέρει τον υπότιτλο «Θεωρίες της Ελευθερίας». Και όντως περί αυτού πρόκειται. Ο κόσμος μας φέρει το ανεξάλειπτο γνώρισμα αυτών των θεωριών και της σχέσης τους με τη δικαιοσύνη και την πολιτική οργάνωση, καθώς και τη διακριτή επίδραση του ελληνορωμαϊκού κόσμου και ως προς τους διαφορετικούς προσδιορισμούς της ελευθερίας και της δικαιοσύνης, αλλά και ως προς τη σημασία και τη σύσταση της θεσμικής οργάνωσης και της συνταγματικής τάξης. Οι εξεταζόμενες θεωρίες αντιστοιχούν στον Τόμας Χομπς, τον Τζων Λοκ, τον Ζαν-Ζακ Ρουσσώ, τον Τζέρεμυ Μπένθαμ, τον Τζων Στιούαρτ Μιλλ, τον Μοντεσκιέ, τον Μπένγιαμιν Κονστάντ και τον Αλέξις ντε Τοκβίλ. Το πρώτο, όμως, που θα πρέπει να γνωρίζει ο αναγνώστης είναι ότι δεν πρόκειται απλώς και μόνο για μια ιστορική έκθεση της διαμόρφωσης αυτών των θεωριών, καθώς και του πώς επηρέασαν και διαμόρφωσαν, σε μεγάλο βαθμό, τον σύγχρονο κόσμο μας. Το ότι δεν πρόκειται, όμως, για απλή ιστορική έκθεση δεν σημαίνει ότι η Ιστορία είναι απούσα. Άλλωστε ποτέ δεν είναι απούσα, εφόσον, με μια έννοια, της ανήκουμε. Η Ιστορία, στο βιβλίο του Πασχάλη Κιτρομηλίδη, είναι ενεργός δύναμη υπό την έννοια ότι είναι το πλαίσιο κατανόησης. Με άλλα λόγια, ο Πασχάλης Κιτρομηλίδης εξετάζει το φιλοσοφικό έργο των παραπάνω πολιτικών φιλοσόφων στη δική τους εποχή, χωρίς να προβάλει τη δική μας, με τα επιτεύγματά της, τα λάθη της, τα στερεότυπά της, και οτιδήποτε άλλο, στο παρελθόν. Έτσι, αποφεύγει την απολυταρχική δεσποτεία και επιβολή του παρόντος μας σε αυτό το παρελθόν. Ο συγγραφέας ανασυγκροτεί κάθε μία από τις εξεταζόμενες θεωρίες μέσα από την εννοιολογική παράσταση της καλύτερης δυνατής εκδοχής τους, των προϋποθέσεων και των παραδοχών τους και όχι των δικών μας. Και για τις δικές μας παραδοχές, ως σημερινών ανθρώπων, υπάρχει χώρος στο εξεταστικό εγχείρημα του Πασχάλη Κιτρομηλίδη, αλλά όχι χώρος επιβολής. Υπάρχει χώρος για δημιουργικά κριτικά ερωτήματα και αντίστοιχες κριτικές ανακατασκευές. Αυτό το τελευταίο επιτρέπει και το καίριο ερώτημα «και τι μας ενδιαφέρουν όλα αυτά εμάς σήμερα;». Μπορεί, δηλαδή, οι εξεταζόμενες θεωρίες να ερευνώνται στο ιστορικό πεδίο, εντός του οποίου σχηματίστηκαν, αλλά οι θεμελιώδεις αρχές και παραδοχές τους, ακόμη και οι συστατικές τους προϋποθέσεις, δεν παραμένουν, ως προς την εξέτασή τους, σε αυτό. Αντιθέτως, εκτείνονται στον ορίζοντα του δικού μας κόσμου, διότι εξετάζονται με συστηματικό τρόπο, έτσι ώστε τα θεμελιώδη ερωτήματα που τίθενται στο πεδίο αυτών των θεωριών – και τα οποία χαλκεύτηκαν αρχικώς στο εργαστήριο του ελληνορωμαϊκού στοχασμού, με πολύ έντονα διακριτή την πλατωνική και αριστοτελική επίδραση και σφραγίδα – να συναρτώνται ευθέως με την ίδια τη συγκρότηση και προβολή του νεότερου και σύγχρονου δημοκρατικού ιδεώδους, αλλά και των διαφορετικών του εκφράσεων, αναλόγως προς τις αντίστοιχες δοκιμασίες του. Διόλου περίεργο, ιδίως αν αναλογιστούμε ότι υπάρχουν επιχειρήματα, που καλλιεργήθηκαν στο γόνιμο πεδίο του αρχαιοελληνικού, καθώς και του νεωτερικού στοχασμού, τα οποία είναι εξόχως επίκαιρα σήμερα. Συχνά μόνο η εκφραστική τους παράσταση διαφέρει. Ο πυρήνας, όμως, παρέμεινε ανέρεικτος στο διάβα της ιστορικής τους πορείας. Αυτή η τελευταία χαρτογραφείται με σαφήνεια, σε αυτό το βιβλίο, και «τοπογραφικά» και εννοιολογικά. Με το πρώτο, που φαίνεται ίσως λίγο περίεργο, εννοώ τους επιμέρους τόπους των αναβαθμών και των μεταπτώσεων που έχει κάθε μεγάλη θεωρία. Με το δεύτερο, αναφέρομαι στην αυτονόητη εννοιολογική τους οργάνωση και διάρθρωση, ανάλογα με τις αντίστοιχες σκοπεύσεις κάθε θεωρίας.

 

II

Το βιβλίο ξεκινά με την πολιτική θεωρία του Χομπς, ως θεωρίας νομιμοποίησης της κυριαρχίας, με προϋπόθεση μία αντίστοιχη συνεκτική θεωρία για την ανθρώπινη φύση. Ξεκινά με μία μεθοδολογική υπόθεση για μία, μηδέποτε ιστορικώς υπάρξασα, άρα πραγματική, φυσική κατάσταση των ανθρώπων. Αυτή είναι μία κατάσταση στην οποία οι άνθρωποι βρίσκονται εκεί, χωρίς να είναι μαζί. Αντιθέτως, είναι ο ένας απέναντι στον άλλον, ευρισκόμενοι εν πολέμω και ωθούμενοι από τις επιδιώξεις των παθών, καθώς και με την επικουρική συνδρομή της λογικής, νοούμενης ως ίσης, για όλους, ικανότητας για υπολογιστική στάθμιση και συσχετισμό πρόσφορων μέσων, προς επίτευξη επδιωκόμενων στόχων. Με άλλα λόγια, κατά τον Χομπς, μία εγγενής τάση των ανθρώπων να συγκρούονται και να αλληλοκαταστρέφονται, όταν δεν υπάρχει μία κοινά αποδεκτή εξουσία, ικανή να οριοθετήσει τις μεταξύ τους σχέσεις, απολήγει σε μία κατάσταση πλήρους ανασφάλειας. Ο παρεπόμενος φόβος όλων οδηγεί, μέσω της σύναψης ενός υποθετικού κοινωνικού συμβολαίου, σε μία πολιτεία εκ συστάσεως, δηλαδή συγκροτημένης επί τη βάσει της κοινής συγκατάθεσης όλων, άρα με νομιμοποιημένη κρατική-πολιτική εξουσία.

Ο Πασχάλης Κιτρομηλίδης, έχοντας παρουσιάσει και αναλύσει εναργέστατα την πολιτική θεωρία του Χομπς, προχωρεί στην εξήγηση της φιλελεύθερης πολιτικής θεωρίας του Λοκ. Ο Λοκ, κάνοντας την ίδια μεθοδολογική υπόθεση για μία φυσική κατάσταση, από την οποία οι υποθετικώς ευρισκόμενοι, σε αυτήν, άνθρωποι θα εξέλθουν από αυτήν την κατάσταση, μέσω ενός επίσης υποθετικού κοινωνικού συμβολαίου, για να ενταχθούν σε πολιτική κοινωνία, θεμελιώνει το φιλελεύθερο κράτος. Η ελευθερία και η ισότητα θεμελιώνονται στο φυσικό δίκαιο, έτσι ώστε το αντίστοιχο επιχείρημα του Λοκ να συγκροτείται με σκοπό το να δικαιολογήσει την πραγμάτωση αυτών των αρχών στη φιλελεύθερη πολιτεία. Ο Λοκ προκρίνει το δικαίωμα στην ιδιοκτησία ως ατομικό δικαίωμα, από προνόμιο που ήταν, και θεμελιώνει το ατομικό δικαίωμα στην ιδιοκτησία στην ατομική εργασία, ενώ, προηγουμένως έχει περιγράψει τη φυσική κατάσταση, όχι ως κατάσταση πολέμου όλων εναντίον όλων, όπως ο Χομπς, αλλά ως κατάσταση δυνητικής αλληλεγγύης και συνεργασίας των ανθρώπων. Ως εκ τούτου, από τη σύναψη του υποθετικού κοινωνικού συμβολαίου, θα προκύψει η θεμελίωση και νομιμοποίηση της πολιτικής εξουσίας, που θα εγγυάται δικαιώματα και ελευθερίες. Θα προκύψει το φιλελεύθερο κράτος.

Η έκθεση των θεωριών κοινωνικού συμβολαίου ολοκληρώνεται με το «Κοινωνικό Συμβόλαιο» του Ρουσσώ, δηλαδή με τη θεμελίωση της εύνομης ρεπουμπλικανικής πολιτείας του γενικού συμφέροντος. Ο Ρουσσώ είναι ο κατεξοχήν θεωρητικός της λαϊκής κυριαρχίας και της έννομης ελευθερίας. Πρόκειται για το πολίτευμα της ισονομίας, στο οποίο η γενική βούληση οφείλει τη γενικότητά της στη γενικότητα νόμου. Το περιεχόμενο της γενικής βούλησης δεν είναι άλλο από την αρχή της ισονομίας. Η μείζων θέση του Ρουσσώ, η οποία θεμελιώνει την ίση σχέση δικαιωμάτων προς τις αντίστοιχες υποχρεώσεις, είναι ότι μόνο όπου υπάρχει νόμος υπάρχει και ελευθερία. Αλλιώς, χωρίς τον ισότιμο, έννομο περιορισμό της ελευθερίας όλων, δεν θα διασφαλίζεται η ίση ελευθερία όλων και δεν θα είμαστε εξίσου ελεύθεροι, σε μία πολιτική κοινωνία ισότιμης και εναρμονισμένης συνύπαρξης.

Το σύνολο αυτών των θεωριών, έτσι όπως τις εκθέτει, τις αναλύει και τις ανασυγκροτεί ο Πασχάλης Κιτρομηλίδης, συνιστούν και ενότητα προϋποθέσεων, ώστε ο αναγνώστης να προχωρήσει στον φιλελευθερισμό και συγκεκριμένα στην ωφελιμιστική εκδοχή του. Ως ωφελιμισμός, εδώ, δεν λογίζεται η εγωιστική επιδίωξη του ατομικού συμφέροντος, αλλά ο προσανατολισμός προς την επίτευξη του κοινού οφέλους, του κοινού καλού. Είναι δηλαδή η αντεστραμμένη σχέση ορθού και αγαθού, που, με αυτήν τη σειρά και ιεράρχηση των δύο όρων της συζυγίας, την προκρίνει ο δεοντοκρατικός φιλελευθερισμός του Καντ και, βεβαίως, ο δεοντοκρατικός πολιτικός φιλελευθερισμός του Τζων Ρωλς, που συνθέτει την ελευθερία με την ισότητα, διασφαλίζοντας το προβάδισμα της πρώτης, ώστε να αποφευχθούν οι ολοκληρωτικές εκτροπές της δεύτερης. Τώρα, η έκθεση αρχίζει με τη θεωρία του Τζέρεμυ Μπένθαμ. Ο Μπένθαμ δεν εγγράφεται στην παράδοση του φυσικού δικαίου. Ως εκ τούτου, δεν εστιάζεται στην έννοια των φυσικών δικαιωμάτων και, βεβαίως, δεν ανάγει το θετικό δίκαιο στο φυσικό. Επιστρέφοντας στην ατομικιστική θεωρία του Χομπς και στον σημαίνοντα ρόλο της ατομικής βούλησης, συνδέει την τελευταία με τη σχέση ευχαρίστησης-ηδονής και λύπης, δυσαρέσκειας και πόνου. Αυτές οι σχέσεις ορίζουν το πεδίο της ατομικής σημασιολόγησης της ευτυχίας, ώστε να είναι δυνατό να εξηγηθεί η ανθρώπινη πρακτική δραστηριότητα και συμπεριφορά μέσα από τα κίνητρα που ωθούν σε αυτήν. Ο Μπένθαμ δεν αποσκοπεί σε μία μηχανιστική εξήγηση των ανωτέρω, αλλά ούτε και είναι σκοπός του, όπως ισχύει για τον Ρουσσώ, η πολιτική παίδευση διά της οποίας θα διαμορφωθούν πολίτες, φορείς της δημόσιας πολιτικής αρετής, αφοσιωμένοι στην πολιτεία. Ο Μπένθαμ εναντιώνεται ακριβώς σε αυτόν τον σκοπό και, γι’ αυτό, εστιάζεται εμμανώς στην προτεραιότητα της ατομικής ευτυχίας, την οποία όμως συνδέει με τη στάση του ατόμου προς τους άλλους, δηλαδή με την κοινωνική αλληλεπίδραση, ώστε να προκύπτει κοινό όφελος.

Η συνέχιση της έκθεσης και ανάλυσης των πολιτικών θεωριών, που μας οδηγεί στην πολιτική φιλοσοφία του Τζων Στιούαρτ Μιλλ, θα μπορούσε, κατά τη γνώμη μου, να γίνει αντιληπτή και ως αναγνώριση του τι οφείλει η σύγχρονη θεωρία της δημοκρατίας στον Μιλλ. Πέρα από μία δογματική ανάγνωση του Μιλλ, η οποία συνδέει την αφοσίωσή του στην ατομική ελευθερία με μία μη πολιτική-δημοκρατική στάση, ο Μιλλ είναι πάντοτε αυτός που, μαζί με τον Ρουσσώ – παρά τις σημαντικές διαφορές τους – μας έδωσε μία κατεξοχήν πολιτική σημασία της ελευθερίας. Ο προσδιορισμός «ατομικός» στην έννοια της ελευθερίας, όπως την αναδεικνύει ο Μιλλ, δεν έχει τη σημασία του ατομικού οφέλους και της εγωιστικής αναδίπλωσης του εαυτού στην επιδίωξη του αντίστοιχου συμφέροντος. Σημασιολογικό κέντρο της έννοιας της ατομικής ελευθερίας, όπως την επεξεργάζεται ο Μιλλ, δεν είναι ο ατομικισμός, αλλά η ατομικότητα. Η διαφορά είναι μεγάλη. Η έννοια «ατομική ελευθερία», με πυρήνα την ατομικότητα, σημαίνει αυτοκρατής προσωπικότητα, ικανή για αυτοκαθορισμό, δηλαδή για αυτονομία, άρα για εκούσιο περιορισμό της ελευθερίας (εδώ ο Μιλλ συναντά τον Ρουσσώ και, βεβαίως, τον Καντ, ο οποίος αντλεί την έννοια της ηθικής αυτονομίας από τον Ρουσσώ, παρόλες τις άλλες  διαφορές), ώστε αυτή να είναι συμβατή με την αυτονομία όλων των άλλων, σε μία κοινή, συνυπαρκτική συνθήκη. Ο Μιλλ είναι αυτός που προκρίνει την αντιπροσωπευτική δημοκρατία ως το πολίτευμα που κατοχυρώνει τον φιλελευθερισμό, ώστε η ελευθερία, ατομική και πολιτική (ο Μιλλ δεν αποδέχεται τη διάκριση αρνητικής και θετικής ελευθερίας), να είναι αδιαπραγμάτευτη, αλλά και τη δημοκρατία ως το μόνο πολίτευμα που σέβεται τη φιλελεύθερη αρχή της διάκρισης, άρα και οριοθέτησης, των εξουσιών, καθώς και των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Στην ύστερη περίοδό του, ο Μιλλ αναγνώριζε ότι οι κοινωνικές ανισότητες είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, διότι εμποδίζουν την ατομική και πολιτική παίδευση και ανάπτυξη της αυτονομίας των ανθρώπων. Συνδύασε επιτυχώς τον δημοκρατικό πολιτικό φιλελευθερισμό με μία ιδέα κοινωνικής δικαιοσύνης και, ως εκ τούτου, είναι –  κατά την προσωπική μου γνώμη – δημιουργικός προπομπός της σοσιαλδημοκρατίας. Είναι σοσιαλδημοκράτης πριν από τη σοσιαλδημοκρατία και πολιτικά φιλελεύθερος σοσιαλιστής πριν από τον δημοκρατικό σοσιαλισμό.

Στη συνέχεια, ο Πασχάλης Κιτρομηλίδης παρουσιάζει και αναλύει την πολιτική θεωρία του Μοντεσκιέ. Ο συγγραφέας συνδέει τη θεωρητική-εννοιολογική ανάλυση με την ιστορία των ιδεών, για να δείξει στον αναγνώστη τη σχέση ανάμεσα στη θεωρία του Μοντεσκιέ για την πολιτική νομιμοποίηση, καθώς και το ότι αυτός αναβίωσε τον πολιτικό ανθρωπισμό. Χωρίς την παράδοση του πολιτικού ανθρωπισμού, την οποία ο Μοντεσκιέ καθιστά εκ νέου επίκαιρη, δεν μπορούμε να κατανοήσουμε σε βάθος τη θεωρία του για την πολιτική νομιμοποίηση και, χωρίς την τελευταία, δεν θα μπορούμε να καταλάβουμε σε ποιο πλαίσιο συγκροτείται η θέση του για την απόρριψη της απολυταρχίας. Ο Μοντεσκιέ αρνείται την απολυταρχία, έχοντας ως ιστορική και κριτική αναφορά του το πολιτικό παράδειγμα της ρωμαϊκής δημοκρατίας. Την τελευταία την μελετά ως παράδειγμα πολιτικής νομιμοποίησης. Γι’ αυτό και στο διάσημο έργο του, «Το Πνεύμα των Νόμων» συναρτά τη θεωρία περί πολιτικού ανθρωπισμού – σημαντικότατος εκφραστής της οποίας είναι και ο Ρουσσώ – με την επιδιωκτέα μορφή νομιμοποίησης της πολιτικής εξουσίας. Αυτήν τη μορφή νομιμοποίησης αντιτάσσει ο Μοντεσκιέ στο απολυταρχικό πνεύμα του δεσποτισμού. Η ανανέωση της παράδοσης (αρχαιοελληνικής και ρωμαϊκής) του πολιτικού ανθρωπισμού είναι αυτή που δίνει και το διανοητικό «νεύρο» στην πολιτική θεωρία του Διαφωτισμού, ώστε να αποτελέσει ο ίδιος συνθήκη διαρκούς αναζήτησης της ελευθερίας, καθώς και της δέσμευσης στη γενικότητα του νόμου, ο οποίος εγγυάται την ισότιμη ελευθερία όλων.

Συνεχίζοντας, με ομαλό μεθοδολογικό βηματισμό, ο Πασχάλης Κιτρομηλίδης οδηγεί τον αναγνώστη στον Μπένζαμιν Κονστάν και τη διάκριση ανάμεσα στην «ελευθερία των αρχαίων» και την «ελευθερία των συγχρόνων», που είναι και η διάκριση η οποία ενέπνευσε την αντίστοιχη διάκριση του Μπερλίν ανάμεσα σε αρνητική και θετική ελευθερία. Με αυτήν τη διάκριση, ο Κονστάν ορίζει την ελευθερία των συγχρόνων, ως ελευθερία ατομικής ικανοποίησης ορισμένων αναγκών, τα οποία είναι θεμελιώδη για τη ζωή και την ανάπτυξη της προσωπικότητας. Εδώ υπάγονται οι ατομικές ελευθερίες, η ελευθερία της έκφρασης των πεποιθήσεων, χωρίς την οποία, όπως θα δείξει πολύ αργότερα ο Μιλλ, στο «Περί Ελευθερίας», στο πρώτο κεφάλαιο, δεν υπάρχει ελευθερία της σκέψης, η ελευθερία της οικονομικής δραστηριότητας, της ανεξιθρησκίας, αλλά και της μετακίνησης. Από την άλλη, η ελευθερία των αρχαίων περιλαμβάνει αρχές οι οποίες αντιστοιχούν στην ελευθερία της πολιτικής δράσης στα δημόσια πράγματα, καθώς και της συμμετοχής στην πολιτική εξουσία. Όπως φαίνεται, η ελευθερία των συγχρόνων αφορά τα άτομα, ενώ η ελευθερία των αρχαίων την πολιτική κοινότητα. Ο Κονστάν συνδέει ιστορικώς την ελευθερία των συγχρόνων με τα κράτη της εποχής του, ενώ την ελευθερία των αρχαίων την συνδέει με την αρχαία πόλη. Έτσι, μέσω αυτής της ιστορικής σύνδεσης, αποσκοπεί στο να θεμελιώσει μία αιτιολογική βάση, για να στερεώσει σε αυτήν την αξιολογική διάσταση των ανωτέρω δύο αρχών-εννοιών ελευθερίας: η πρώτη, η ελευθερία των συγχρόνων, υπερέχει ποιοτικώς και αξιολογικώς, έναντι της δεύτερης, δηλαδή της ελευθερίας των αρχαίων. Με αυτόν τον τρόπο, επιτυγχάνει το να προσδώσει και ιστορικό-αξιολογικό περιεχόμενο στην ισχυρή αντίθεσή του προς την πολιτική θεωρία του Ρουσσώ.

Η έκθεση και η ανάλυση των νεωτερικών πολιτικών θεωριών ολοκληρώνεται με τον Αλέξις ντε Τοκβίλ. Για να κατανοήσουμε την πολιτική θεωρία του Τοκβίλ, είναι σημαντικό να καταλάβουμε τον κόσμο του. Ο Τοκβίλ ζει τη μετάβαση, από τον κόσμο του «παλαιού καθεστώτος», σε αυτόν που δημιουργεί η Γαλλική Επανάσταση. Είναι φίλα διακείμενος προς τη νεότευκτη δημοκρατική πολιτεία, αλλά – και ως αριστοκράτης της εποχής του ο ίδιος – επιφυλακτικός απέναντί της. Οι επιφυλάξεις του είναι περισσότερο νοσταλγικές αναπολήσεις του λήξαντος, καταρρεύσαντος κόσμου, οι οποίες δεν κλονίζουν την πεποίθησή του ότι ο νέος κόσμος της δημοκρατικής ισότητας είναι ο κόσμος του μέλλοντος. Αυτό το γεγονός, αυτή η ισορροπία ανάμεσα στους δύο κόσμους, τον κόσμο των αναμνήσεων και τον νέο κόσμο της αδιαμφισβήτητης πραγματικότητας και του βέβαιου, ως προς τη συνέχισή του, μέλλοντος, του παρέχει και το πλεονέκτημα της εξ αποστάσεως παρατήρησης και ανάλυσης. Εάν ο Τοκβίλ, δεν διέθετε την εν λόγω αριστοκρατική οπτική, δεν θα μπορούσε να παρατηρήσει με κριτική διαύγεια τις λεπτές αποχρώσεις, τις αντινομίες και τις εναργείς διαφορές που χωρίζουν τον προηγούμενο, καταρρεύσαντα κόσμο, από την αρτιγέννητη δημοκρατική κοινωνία και τις αξιακές αρχές της, με – πρώτη και κύρια –  την αρχή της ισότητας. Ο Τοκβίλ έχει επίγνωση και συνείδηση των ορίων. Αυτή η επίγνωση του επιτρέπει να προχωρεί στις διεισδυτικότατες αναλύσεις του, οι οποίες τον οδηγούν στην ψηλάφηση και των ορίων ανάμεσα στη δημοκρατική ελευθερία και την τυραννία της πλειοψηφίας. Έτσι ερώτησε, τότε, και έτσι μας ερωτά και εμάς σήμερα: η δημοκρατία φέρει εντός τις προϋποθέσεις ενός νέου δεσποτισμού, μιας νέας τυραννίας, ή, για να έλθουμε στα καθ’ ημάς, ενός νέου αυταρχισμού; Μας δείχνει, λοιπόν, όπως και ο Μιλλ, όπως και ο Νορμπέρτο Μπόμπιο (με τους δύο τελευταίους να συνδυάζουν ελευθερία, ισότητα και κοινωνική δικαιοσύνη, με τον πολιτικό φιλελευθερισμό) ότι η δημοκρατία, εάν δεν είναι και φιλελεύθερη δεν θα είναι πλουραλιστική, άρα ότι θα συναντήσει, κάποια στιγμή, την ανελεύθερη διάψευσή της, οπότε και θα εκφραστεί μέσω αυτής; Ο Τοκβίλ, διαβλέποντας τέτοιους κινδύνους, θέλησε να συνθέσει τις δημοκρατικές αξίες με τις «αριστοκρατικές». Με τις τελευταίες, δεν εννοούσε την αριστοκρατία του πλούτου και της καταγωγής, αλλά την αριστοκρατία της δημόσιας αρετής και προσφοράς, δηλαδή τις ηθικές και διανοητικές αξίες, που έχουμε δει στα «Πολιτικά» του Αριστοτέλη. Το πνεύμα της δημόσιας αρετής είναι ισχυρό και ζείδωρο και στον Ρουσσώ, οπότε οι αντινομίες τέτοιων συνθέσεων αυξάνουν και το αντίστοιχο διανοητικό ενδιαφέρον. Το σημαντικό είναι ότι οι ανησυχίες και οι αμφιβολίες του Τοκβίλ για μια δημοκρατία, δυνάμενη να εκτραπεί προς την αυταρχική, τυραννική, εξαλλαγή της, είναι επίκαιρη και σήμερα. Το ίδιο επίκαιρη είναι και η ανάγκη για αναζήτηση και των «αριστοκρατικών», στην πραγματικότητα ρεπουμπλικανικών, στοιχείων της πολιτικής αρετής και της υπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος.

 

ΙΙΙ

Ας δούμε, τώρα, σε ποιο πλαίσιο εργάζεται ο συγγραφέας, συνδυάζοντας την ιστορία των ιδεών με την πολιτική εννοιολογία των θεωριών κοινωνικού συμβολαίου, άρα και των αρχών του φυσικού δικαίου. Σε ό, τι αφορά τη διάρθρωση του βιβλίου, ο δεύτερος όρος αυτού του συνδυασμού αφορά κυρίως τις θεωρίες των Χομπς, Λοκ και Ρουσσώ, αλλά, χωρίς αυτές τις θεωρίες για την πολιτική κυριαρχία και τη νομιμοποίησή της, είναι σχεδόν ακατανόητη η ίδια η πολιτική θεωρία της νεωτερικότητας. Ο Πασχάλης Κιτρομηλίδης αντιμετωπίζει εξαρχής το ζήτημα που αφορά τη σημασία αυτών των θεωριών, για τη συγκρότηση της νεωτερικής πολιτικής επιστήμης και θεωρίας, ιδίως σε ό, τι αφορά τη σπουδαιότητα των εν λόγω θεωριών για την πρώτη περίοδο της αστικής κοινωνίας. Το ερώτημα, λοιπόν, που ανακύπτει για τον σύγχρονο αναγνώστη είναι το αν έχουν και σήμερα ενδιαφέρον αυτές οι θεωρίες, λόγω των θεμελιωδών διαφοροποιήσεων και εξειδικεύσεων που παρουσιάζουν οι δικές μας κοινωνίες, σε σχέσεις με αυτήν την πρώτη περίοδο της αστικής κοινωνίας. Εάν, λοιπόν, εστιαστούμε μόνο σε αυτόν τον υψηλό βαθμό εξειδίκευσης και εξατομίκευσης των κοινωνιών, τότε η σημασία των θεωριών κοινωνικού συμβολαίου, ως θεωριών πολιτικής νομιμοποίησης της κυριαρχίας και της θεσμικής της οργάνωσης, ίσως και να έχουν απολέσει μερικώς την αρχική σπουδαιότητά τους. Εάν, όμως, χωρίς να παραβλέψουμε την παραπάνω θεμελιώδη διαφορά, σταθούμε και στις αξιακές προϋποθέσεις της σύσταστης αυτών των κοινωνιών, δηλαδή τις αρχές της ελευθερίας, της ισότητας και του νόμου, χωρίς τις οποίες δεν υφίσταται η αρχή της ισονομίας, άρα και της ισοπολιτείας, διά των οποίων οργανώνονται θεσμικώς και οι σημερινές κοινωνίες, τότε η σημασία τους εξακολουθεί να είναι πάρα πολύ μεγάλη. Το κριτικό περιεχόμενο της νεότερης πολιτικής φιλοσοφίας-θεωρίας και επιστήμης συγκροτείται σε αναφορά προς αυτές τις αρχές. Η καταγωγή του εν λόγω περιεχομένου ανευρίσκεται στα «Πολιτικά» του Αριστοτέλη, ιδίως στο τρίτο βιβλίο, όπου ο Αριστοτέλης συγκροτεί τη θεωρία των πολιτευμάτων. Ακόμη και ο πλέον αντιαριστοτελικός πολιτικός φιλόσοφος, ο Χομπς, την πολιτική θεωρία και επιστήμη των «Πολιτικών» προϋποθέτει, ώστε να διαφοροποιηθεί από αυτήν και να καινοτομήσει πρωτοποριακά για τις απαρχές της νεότερης πολιτικής θεωρίας. Το ζητούμενο, λοιπόν, αυτών των θεωριών είναι το πώς θα πραγματωθούν αυτές οι αρχές, ώστε να συγκροτηθεί μία πολιτεία δικαίου. Ας μη λησμονούμε ότι και στις δικές μας σύγχρονες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις, για το αβέβαιο μέλλον των δυτικών αντιπροσωπευτικών, φιλελεύθερων δημοκρατιών (για τις οποίες, παρά τα σφάλματα, τις αδικίες, τα αδιέξοδα, αξίζει να είμαστε υπερήφανοι), το εριζόμενο θέμα αφορά ακριβώς το αν είναι και το πώς μπορούν – και αν μπορούν – να γίνουν πολιτείες δικαίου, ανεξαρτήτως της όποιας ιδέας και θεωρίας περί δικαιοσύνης, από τις οποίες δύνανται να εμφορούνται οι αντιπαρατιθέμενοι συνομιλητές. Σε αυτή τη συζήτηση, το βιβλίο του Πασχάλη Κιτρομηλίδη κατέχει επαξίως σημαντική θέση, διότι δεν είναι πράγμα απλό το να διδάσκει ένα βιβλίο το πώς μπορεί κανείς να κατανοήσει ένα τόσο πυκνό πλέγμα προβλημάτων, ερωτήσεων και επιχειρημάτων. Χωρίς, όμως, να δοκιμάσουμε να τα βγάλουμε πέρα εισερχόμενοι σε ένα τέτοιο πλέγμα προβλημάτων, τα πράγματα θα είναι αφελώς προφανή μέσα στην αναπαυτική ευκολία που μας υπόσχονται οι ποικίλοι δογματισμοί.

 

(*) Ο Στέφανος Δημητρίου είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.

 

Πασχάλης Κιτρομηλίδης, Νεότερη Πολιτική Θεωρία, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2023.

Προηγούμενο άρθροΜετά τα όρια της λογικής (της Έφης Κατσουρού)
Επόμενο άρθροΟ Μεγαλέξαντρος, του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Η τελευταία επική ταινία» (του Μανώλη Γαλιάτσου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ