Ο Όμηρος με φανταχτερά χρώματα

1
194

Χρήστος Τσιάμης (Γράμμα από το Μανχάταν).

 

 

Οταν στη βαθύτατη, βραδύτατη, παράπλευρη κίνησή τους αγγίζουν κάπου ανάλαφρα οι πελώριες τεκτονικές πλάκες της γής, εκεί γίνονται οι σεισμοί.  Και σε αραιότατεςπεριπτώσεις, σε κοσμογονικές συγκρούσεις, ίσως να ξεφυτρώσει μια εντελώς καινούργια φύση, ένα βουνό ή ένα νησί.  Το ίδιο και όταν συναντιούνται παράπλευρα του κόσμου οι πολιτισμοί.  Εκεί που του ελληνικού πνεύματος η φαντασία αγγίζει τη λατρεία ενός θεού από τη «βάρβαρη» Ασία γεννιέται η αρχαία τραγωδία.  Οταν, αρχές του 20ου αιώνα, η περιπλανώμενη ματιά του κοσμοπολίτη Πάμπλο Πικάσσο αγγίξει τις φοβερές εκφράσεις στις ξύλινες μάσκες της Αφρικής, είναι τότε ακριβώς που ο μοντερνισμός στην τέχνη της Ευρώπης θα ξεκινήσει.  Το ίδιο και στην Αμερική, μιαν άλλη εποχή, όταν στη Νέα Ορλεάνη οι ντόπιοι μαύροι κάτοικοι θα εντυπωσιασθούν από τη λάμψη και τους ήχους των πνευστών οργάνων στις παρελάσεις των Γάλλων εποίκων και θα φυσήξουν στα όργανα αυτά καινούργια ανάσα από τα δικά τους τα μπλουζ και τα σπιρίτσουαλς, κι έτσι θα διαμορφωθεί μια εντελώς καινούργια μουσική, η τζαζ.  Στοιχεία μιας τέτοιας αναταραχής, όχι βέβαια του μεγέθους των παραδειγμάτων που αναφέραμε παραπάνω, από την επαφή παράταιρων πολιτισμικών παραδόσεων, περιείχε και η πρόσφατη έκθεση του Αφρικανο-αμερικανού ζωγράφου Ρομέαρ Μπίαρντεν (Romare Bearden), στο πανεπιστήμιο Κολόμπια (Columbia) της Νέας Υόρκης, με θέμα τα έπη του Ομήρου και με τίτλο «Μια Μαύρη Οδύσσεια» (A black Odyssey).

 

Ο Ρομέαρ Μπίαρντεν γεννήθηκε το 1911 στη Βόρεια Καρολίνα αλλά η οικογένειά του μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, στο Χάρλεμ, όταν ήταν τριών χρόνων.  Εκεί η μητέρα του ήταν αρχισυντάκτης μιας τοπικής εφημερίδας και στον κύκλο της συμπεριλαμβάνονταν προσωπικότητες του Χάρλεμ εκείνης της εποχής όπως οι μουσικοί Duke Ellington και Paul Robeson και ο ποιητής Langston Hughes.  Ο Μπίαρντεν σπούδασε μαθηματικά.  Ομως αμέσως μετά τη αποφοίτησή του αποφάσισε να ασχοληθεί με τις τέχνες.  Επιασε δουλειά σε μια υπηρεσία του δήμου της Νέας Υόρκης και ταυτοχρόνως άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα στη σχολή καλών τεχνών “Art Students League”.  Μετά τον παγκόσμιο πόλεμο, έζησε για λίγα χρόνια στο Παρίσι κι επέστρεψε στη Νέα Υόρκη το 1951.  Παρόλο που δημιουργούσε επί χρόνια, το ταλέντο του αναγνωρίστηκε σχετικώς αργά, στα μέσα της δεκαετίας του 1960.  Η πρώτη ατομική του έκθεση έλαβε χώρα το 1965 και δυό χρόνια αργότερα είχε τη δυνατότητα να παραιτηθεί από τη δουλειά του και να ασχοληθεί αποκλειστικά με την τέχνη του, μέχρι το θάνατό του το 1988.

 

Εκείνο που αρχικά τράβηξε το ενδιαφέρον των ανθρώπων της τέχνης και του κοινού ήταν τα φωτομοντάζ που είχε δημιουργήσει γύρω στα 1964, έργα τότε μοναδικά, που απεικόνιζαν τη ζωή και τους προβληματισμούς των μαύρων και που είχαν συμπέσει με το ιστορικό μεγάλο πολιτικό κίνημα της εποχής, το Κίνημα των Πολιτικών Δικαιωμάτων (Civil Rights Movement).  Οι εικόνες εκείνες διακρίνονταν για την κινητικότητα των σχημάτων και τη ζωντάνια των χρωμάτων τους.  Τελικά, το κολλάζ (συνδυασμοί από χαρτί, φωτογραφίες, ύφασμα, και άλλα υλικά) έγινε η αγαπημένη του τεχνική.  Μια γνωστή σειρά έργων του Μπίαρντεν είχε σαν θέμα τους μουσικούς της τζαζ.  Αντί για περιγραφή, παραθέτω τις εντυπώσεις μου από μια έκθεση των έργων αυτών, πριν μια δεκαετία περίπου, στην κατασταλαγμένη μορφή ενός ποιήματος εκείνης της χρονικής στιγμής:

Μουσικό κολλάζ

                     τού ζωγράφου Romare Bearden

 

Αχ! αυτοί οι μουσικοί,

κομμένοι και ραμμένοι

από χρωματιστό χαρτί!

Με γιομίζουν ήχους,

στην ψυχή μου ένα ρίγος.

 

Οι γραμμές, τα σχήματα

και τα χρώματα

είναι τών μουσικών τα όργανα

και τα σώματα.

Τίποτ’ άλλο δεν χωράει να μπεί

στην εικόνα αυτή.    

 

Με φέρνει τριάντα χρόνια πίσω

στη  Νέα Ορλεάνη, μεσονύχτιο,

σε αίθουσα μικρή και σκοτεινή. 

Στριμωγμένοι οι θαμώνες, εμείς,

κι η υγρασία ανάμεσά μας πηχτή.

 

Η μπάντα ήτανε μικρή,

συμπαθητικά γερόντια,

η τρομπέτα, τα τύμπανα,

το μπάσσο, το τρομπόνι,

στο πιάνο το πανάρχαιο

η γυναικεία φωνή μόνη.

 

Τίποτα άλλο δεν χωρούσε μεταξύ τους

(ή μεταξύ μας), μόνο εκείνη η μουσική,

που άγγιζε τότε την ψυχή μας ακριβώς

σαν τώρα που κοιτάω τους πίνακες μόνος

στο Μανχάτταν σε μιάν άδεια γκαλλερί.

 

Η έκθεση στο πανεπιστήμιο Κολόμπια συμπεριελάμβανε έργα του Μπίαρντεν που είχαν σαν θέμα την Ιλιάδα, όμως τα περισσότερα και πιό σημαντικά, όπως φαίνεται και από τον τίτλο, συνομιλούσαν με την Οδύσσεια.  Τα έργα για την Ιλιάδα ήταν γραμμικά σχέδια σε υπόλευκο χαρτί, κυρίως ανθρώπινες μορφές σε διάφορες απεικονίσεις σκηνών του έπους, και είχαν δημιουργηθεί το 1948 σαν ένα ολοκληρωμένο έργο υπό τον τίτλο «Η Ιλιάδα: 16 Παραλλαγές του Ρομέαρ Μπίαρντεν». Μας έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση δυό τρία σχέδια που απεικόνιζαν σκηνές από μονομαχίες, όπου το σώμα, τα μέλη του, και τα όπλα των αγωνιστών ζωντάνευαν σε μια εκρηξη ελεύθερων γραμμών που συγκρούονταν επάνω στο χαρτί σε πολλαπλές γωνίες τομών.  Εχει ειπωθεί ότι η Ιλιάδα είναι το ποίημα της νεότητος, κι εδώ ο Μπίαρντεν το αποδεικνύει με τη ρώμη και το νεύρο των γραμμών που αποδίδουν με τον τρόπο του το έπος αυτό.

 

Πέρασαν σχεδόν τρείς δεκαετίες μέχρι να δημιουργήσει τη δική του «μαύρη» Οδύσσεια. Και τα αποτελέσματα αυτής της δημιουργίας ήταν φαντασμαγορικά.  Πίνακες που ξεκινούν από τις ιστορίες της Ομηρικής Οδύσσειας και λένε τη δική τους ιστορία, με χρώματα που δεν τα χορταίνει το μάτι, με συνθέσεις πλήρεις που τις διέπει ένας διάχυτος αισθησιασμός κι ένας πλούτος από οπτικούς ρυθμούς που κάνουν το θεατή να επιστρέφει ξανά και ξανά μπροστά σ’ έναν πίνακα.  Οπως ένα τραγούδι που όλο στο νού γυρίζει και σε κάνει διαρκώς να το σφυρίζεις.  Από της έκθεσης τον κατάλογο μαθαίνουμε οτι ο ίδιος ο Μπίαρντεν είχε πεί: «Τραγουδάς στον καμβά.  Αυτοσχεδιάζεις- βρίσκεις το ρυθμό και τον αρπάχνεις, και πάς φτιάχνοντας- τότε εσύ ο ίδιος γίνεσαι το τραγούδι αυτό».  Και σ’ ένα μικρό ντοκιμαντέρ, που επροβάλλετο κατ’ επανάληψη σ΄ένα μικρό δωμάτιο της γκαλλερί, τον ακούμε να λέει για την τεχνική του: «Ζωγραφίζω σύμφωνα με την παράδοση των μπλουζ, που έχουν προσφώνηση κι αντιφώνηση (call and recall)».

 

Στις οπτικές ιστορίες της Οδύσσειας του Μπίαρντεν όλοι οι χαρακτήρες είναι μαύροι.  Ειχε πεί: «…αυτό που προσπάθησα να κάνω στα κολλάζ μου ήταν να φέρω την Αφρο Αμερικανική εμπειρία στο πεδίον της τέχνης και να της δώσω μια παγκόσμια διάσταση».

Το ταξίδι της επιστροφής του Οδυσσέα στη Ιθάκη, στον τόπο του, μετά από μια μεγάλη περιπέτεια, ταυτίζεται με την περιπέτεια των μαύρων της Αμερικής, το ξερρίζωμά τους, τη σκλαβιά τους, και τον αέναο πόθο της επιστροφής στο «τόπο» τους (“home”) που τελικά (όπως εκφράζεται στα σπιρίτουαλς και σ’ άλλες προφορικές παραδόσεις) είναι ένας προορισμός οντότητας κι όχι γεωγραφίας.  Ετσι, οι ιστορίες που λένε οι πίνακες αυτοί είναι ιστορίες απ’ τη βαθιά ελληνική αρχαιότητα και ταυτοχρόνως γίνονται και ιστορίες της οδύσσειας των Αφροαμερικανών, καθώς και ιστορίες του σύγχρονου Χάρλεμ του Μπίαρντεν.  Σ’ εκείνον τον πίνακα τον γεμάτο από ρυθμούς του λευκού, του μπλε και του ροζ (ενας μανδύας, η θάλασσα, τα ψάρια) δεσπόζει η μορφή του μαύρου θεού Ποσειδώνα πίσω από μια μαύρη-κόκκινη μάσκα θυμού.  Ο θεός είναι ο «Εχθρός του Οδυσσέα», όπως υποδεικνύεται στον τίτλο, που για κάποια του ασέβεια θα τον ταλαιπωρήσει.  Ο Οδυσσέας θα υποστεί τα δεινά.  Ομως θα επινοήσει τρόπους για να συνεχίσει το ταξίδι. Ο πίνακας της επιστροφής στην Ιθάκη, με τη μαύρη μορφή ορθή στην πλώρη ενός μαύρου πλοίου με  έγχρωμες διακοσμήσεις και με τεράστιο λευκό πανί, με την επίπεδη γαλάζια λωρίδα θάλασσας μπροστά του και με τα γκρίζα κτίρια, το ένα μετά το άλλο,  να συμπληρώνουν το πλάνο, θα μπορούσε κάλλιστα να εξιστορεί έναν θριαμβευτικό περίπατο ενός απ’ τους μεγάλους της Αναγέννησης του Χάρλεμ, του  Ελλινγκτον, ας πούμε, ή του Λάνγκστον Χιούζ, κατά μήκος της 125ης Οδού, προσπερνώντας το θρυλικό θέατρο Απόλλων, και βαδίζοντας από το ένα παράπλευρο ποτάμι του Μανχάτταν στο άλλο.  Και η μαύρη, η λυγερή μορφή της Κίρκης, στον ομώνυμο πίνακα με τον κόκκινο χτυπητό φόντο, που στέκει εντυπωσιακά ντυμένη δίπλα στο κομοδίνο με τη λάμπα, με όλα τα σύνεργα της τέχνης της (τη νεκροκεφαλή, το φίδι στο χέρι τυλιγμένο, στα δάχτυλα το πουλί) θα μπορούσε να είναι μια θεϊκή μορφή από την πρόσφατη μυθολογία των μαύρων της Αμερικής: η Μπίλλυ Χάλλιντεϊ με τη σαγηνευτική της φωνή στη σκηνή ή και η ίδια η μητέρα του καλλιτέχνη, που προσέλκυε στην παρέα της προσωπικότητες της κοινωνίας του Χάρλεμ εκείνη τη χρυσή εποχή.

 

Καθώς δημιουργούσε τους πίνακες της Οδύσσειας ο Μπίαρντεν ήξερε ότι ήθελε να πεί μια ιστορία δική του.  Του άρεσε, λέει, ν’ ακούει τους γέρους να διηγούνται ιστορίες παλιές.  Στις μικρές πόλεις του Νότου της Αμερικής, στη κεντρική πλατεία, υπήρχε αυτό που το αποκαλούσαν «των ψευταράδων ο πάγκος » (‘liar’s bench’).  Κάθονταν λοιπόν εκεί τα γερόντια και «αντάλασσαν ψευτιές».  Ιστορίες, δηλαδή, της φαντασίας τους.  Κι όμως βαθιά μέσα σε αυτές τις ιστορίες υπήρχε κάτι το αληθινό.  Από εκεί αντλεί ο καλλιτέχνης το δικό του υλικό.  Ετσι, με τις δικές του ιστορίες ο Ομηρος, στη βαθύτατη, βραδύτατη πορεία του στα έγκατα της πανανθρώπινης εμπειρίας, κάπου άγγιξε και τον Αφροαμερικανό καλλιτέχνη Ρομέαρ Μπίαρντεν.  Κι ένα μικρό, καινούργιο τοπίο χρωμάτων φανταχτερών ξεπετάχτηκε στης Νέας Υόρκης το Χάρλεμ.

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΟ αθέμιτος ανταγωνισμός των εφημερίδων
Επόμενο άρθροΑναφορά στον Σπύρο Ασδραχά

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Εξαιρετική παρουσίαση της έκθεσης. Το άρθρο με παρακίνησε να δω αυτούς και άλλους πίνακες του καλλιτέχνη, στο google: romare bearden, Odyssey

Γράψτε απάντηση στο Μαρίζα Ντεκάστρο Ακύρωση απάντησης

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ