Λουκά Δήμητρα
Το περιστατικό που θα αφηγηθώ έγινε πριν από πολλά χρόνια. Ποτέ μέχρι σήμερα δεν μίλησα γι’ αυτό. Τώρα όμως που ξέρω ότι ο θάνατος μου την έχει στημένη, πρέπει να επιδίδομαι καθημερινά σε πράξεις γενναιότητας για να μη δείχνω αξιολύπητος. Και η αφήγηση ετούτης της ιστορίας είναι, πιστέψτε με, μια τέτοια πράξη. Όχι μόνο γιατί πρέπει να θυμηθώ τα όσα αλλόκοτα έγιναν, που ο καθένας θα ήθελε να ξεχάσει, αλλά και γιατί το να ανακαλείς το παρελθόν με όλες του τις λεπτομέρειες, όταν είσαι σε κάποια ηλικία, είναι από μόνο του κατόρθωμα. Όσα δεν μπορέσω πάντως να τα θυμηθώ ακριβώς, θα τα γράψω στο περίπου.
Για την εξαφάνιση του Βασιλάκη μάθαμε από τον Βρίκο ένα μεσημέρι του Οκτώβρη. Ψηλός, άχαρος, με χέρια που του έφταναν ως τα γόνατα, μπήκε από την πόρτα της κουζίνας στάζοντας νερά στο πάτωμα.
«Ο Βασιλάκης βγήκε για ψάρεμα χτες το βράδυ και δεν ξαναγύρισε», είπε.
Ο πατέρας σηκώθηκε βιαστικά από το τραπέζι, του έγνεψε να περιμένει, φόρεσε το αδιάβροχο και εξαφανίστηκε μαζί του στην καταχνιά. Δεν ήξερα αν ήθελα να τον βρουν. Η μορφή του Βασιλάκη μπλέχτηκε στο κεφάλι μου με τον νεκρικό ήχο της καμπάνας και τα χτυπήματα της τσάπας στο χώμα. Σκέφτηκα ότι αν είχε πνιγεί θα σταματούσα να τρίζω τα δόντια μου στον ύπνο, η γειτόνισσά μας η Ματούλα δεν θα έχανε άλλο παιδί και ο φόβος του θανάτου θα γινόταν χαρά ότι ο φόβος πέθανε.
Θυμάμαι ότι με βασάνιζε συχνά το ερώτημα πώς ήταν δυνατόν να τον φωνάζουν με το χαϊδευτικό του. Υποθέτω επειδή ήταν μικροκαμωμένος με πρόσωπο κατακόκκινο σαν μωρού και πάντα πρόθυμος να σου ανοίξει τον λάκκο. Αρκεί να τον ειδοποιούσε ο παπάς για να παρατήσει το σκάψιμο στο περιβόλι με τις λεμονιές ή το ψάρεμα και να πιάσει το τσαπί στο νεκροταφείο. Ο Βασιλάκης ήταν ο μόνος που καλλιεργούσε λεμόνια στον κάμπο. Όλοι αγόραζαν από αυτόν. Με την πρώτη συγκομιδή γέμιζε ένα ξύλινο τελάρο και το έφερνε δώρο στη μάνα μου. Όταν δρασκέλιζε την αυλόπορτα του σχολείου, με τη σοδειά υπό μάλης, η μάνα έτρεχε να τον βοηθήσει.
«Δεν κάνει εσύ, κυρά δασκάλα. Μόνο, πες μου, πού να τα αφήσω», έλεγε κοιτάζοντας επίμονα το χώμα.
Η μάνα τον οδηγούσε σε μια μικρή αποθήκη που είχαμε δίπλα στο σπίτι, του χτυπούσε φιλικά την πλάτη και του έλεγε χαριτολογώντας: «Τα λεμόνια σου Βασιλάκη ανασταίνουν και πεθαμένους.» Ο Βασιλάκης έσκυβε το κεφάλι και κοκκίνιζε ακόμη περισσότερο.
Κάθε φορά που τον έβλεπα με το άλογό του στην είσοδο του νεκροταφείου, ήξερα ότι κάποιος πέθανε, ότι θα άκουγα πάλι τη γιαγιά μου να λέει σηκώνοντας τους ώμους της: «ο Θεός τον έφερε, ο Θεός τον πήρε». Και ερχόταν πολύ συχνά, το θυμάμαι καλά αυτό, λες κι ο θάνατος ήταν μια καθημερινότητα εκείνα τα χρόνια, σαν το παιχνίδι στην αυλή του σχολείου, πολύ παιχνίδι και πολύς θάνατος. Στεκόμουν και τον παρατηρούσα πίσω από τα κάγκελα του σχολείου, το πρωί με τους συμμαθητές μου, τα απογεύματα μόνος μου. Η νομαρχία μας είχε παραχωρήσει δύο δωμάτια στον προαύλιο χώρο του σχολείου, όπου δίδασκαν οι γονείς μου, και έτσι μπορούσα να κατασκοπεύω τον Βασιλάκη όλες τις ώρες. Το επόμενο πρωί έδινα αναφορά στους συμμαθητές μου. Κολλούσα συνήθως τα μούτρα μου στα κάγκελα της αυλής και δεν το κουνούσα από εκεί μέχρι να τελειώσει το σκάψιμο. Ο Βασιλάκης, ντυμένος με μαύρο πουκάμισο και μαύρο μπαλωμένο παντελόνι, πηδούσε από τη σέλα του αλόγου του με άνεση πεπειραμένου ιππέα, έλυνε φτυάρι και τσαπί και κατευθυνόταν με σίγουρα βήματα προς το σημείο που του είχε υποδείξει ο παπάς. Αν και του έλειπε ο δείκτης του δεξιού χεριού, κρατούσε επιδέξια την τσάπα. Η θεία του Χαρίλαου έλεγε ότι το δάχτυλό του το είχε αρπάξει ο Κώτσος ο Μαύρος, όταν σκάβοντας δίπλα του για να παραχώσει τη γυναίκα του, του χάλασε την ησυχία. Στην αρχή πετούσε με το φτυάρι τα χώματα, αλλά όσο βάθαινε η εκσκαφή και τα πόδια του εξαφανιζόταν μέσα στον λάκκο, έρχονταν στην επιφάνεια όλο και πιο μακάβρια ευρήματα. Ωμοπλάτες, κλείδες, μηριαία οστά εκσφενδονίζονταν στις βόρειες εσχατιές του νεκροταφείου, όπου οι ασφάκες είχαν πυκνώσει επικίνδυνα και μπορούσαν να κρύψουν τα λάφυρα του θανάτου. Τα οστά, που ήταν πιο καλοδιατηρημένα, τα κρατούσε σε έναν βρώμικο πλαστικό κουβά για να τα πλύνουν οι συγγενείς και να τα βάλουν ξανά στον οικογενειακό τάφο.
Μια μέρα με ένα ξαφνικό τίναγμα του χεριού ο Βασιλάκης πέταξε απ’ το λάκκο ένα ολόκληρο κρανίο που προσγειώθηκε με φθίνουσα πορεία μαλακά μέσα στους θάμνους. Την επομένη, μετά το σχόλασμα, πήγαμε με τον Χαρίλαο και τον Πέτρο να ψάξουμε. Βρήκαμε τη νεκροκεφαλή σε άριστη κατάσταση. Καμιά ραφή δεν είχε πάρει να ξηλώνεται και η κάτω γνάθος, με όλα τα δόντια στη θέση τους, είχε άριστη κινητικότητα. «Γερό σκαρί ο μακαρίτης», είπε ο Χαρίλαος. Έβγαλε από την τσάντα του ένα μαντήλι που είχε για να σκουπίζει τις μύξες του και άρχισε να την καθαρίζει σαν να χάιδευε κεφάλι μωρού. Στις ρινικές κόγχες και τα μάτια έχωσε ένα μικρό ξυλαράκι για να απομακρύνει τους χωμάτινους σβώλους, που είχαν σφηνωθεί. Όσα μικρά αρθρόποδα ξεπρόβαλαν από εκεί, τα συνέθλιψε με τα δάκτυλό του πάνω στα οστά του κρανίου. Έπειτα έφτυσε όλα τα σημεία και τα έτριψε με το μαντήλι προσεκτικά για να καθαρίσει τα υπολείμματα. Όταν τελείωσε τη διαδικασία, μας ανακοίνωσε ότι θα έκρυβε τη νεκροκεφαλή στο σπίτι του, ότι έπρεπε να κρατήσουμε πάση θυσία το μυστικό και ότι ο προδότης θα εξαναγκαζόταν σε αυτοχειριασμό. Το μυστικό έπαψε γρήγορα να είναι μυστικό, έγινε το μικρό σύμπαν όλων μας. Την ύπαρξή του την αποκαλύψαμε άθελά μας μια Κυριακή απόγευμα, όταν ο πατέρας μας έπιασε να παίζουμε μήλα με τη νεκροκεφαλή στην πίσω αυλή του σχολείου. Το κήρυγμα για τον σεβασμό της μνήμης των νεκρών και την ασχήμια της πράξης μας, διαδέχτηκε η πιο επώδυνη τιμωρία: το καύκαλο κατασχέθηκε και κάθε παιχνίδι στην αυλή απαγορεύτηκε για μια ολόκληρη εβδομάδα. Στη συνείδησή μου, ωστόσο, η πράξη μας δεν ήταν λιγότερο ανόσια από αυτή του Βασιλάκη. Ο πνιγμός του ήταν κατά τη γνώμη μου μια θεία τιμωρία που του άξιζε, όχι μόνο για τη συμπεριφορά του απέναντι στους νεκρούς, αλλά και για τις φονικές πράξεις του γιού του, του Σωκράτη. Ο Σωκράτης ήταν συμμαθητής μου και σίγουρα το πιο σκληρό καρύδι στο σχολείο. Την άνοιξη ανέβαινε στα κυπαρίσσια της αυλής, μάζευε όλα τα νεογέννητα σπουργίτια απ΄ τις φωλιές τους, τους φούσκωνε την κοιλιά από το ράμφος κι εκείνα έσκαγαν σαν μικρά μπαλόνια πάνω στα μούτρα του. Τα μάγουλά του γέμιζαν πιτσιλισμένο αίμα κι έντερα, τα οποία έγλειφε με ευχαρίστηση. Όταν έβαζα τα κλάματα μου έλεγε, «μην κάνεις σαν γυναικούλα, κοίτα να γίνεις άντρας», κι εγώ κατάπινα τους λυγμούς μου σαν μεγάλες μπουκιές ξερού ψωμιού.
Εκείνο το βράδυ, τρεις μέρες μετά την εξαφάνιση του Βασιλάκη, και ενώ όλοι τον θεωρούσαν νεκρό, εγώ βρέθηκα στις τρεις το πρωί να κοιτάζω έντρομος την είσοδο του νεκροταφείου. Πρέπει να με είχε οδηγήσει εκεί κάποιο προαίσθημα. Μπορεί και όχι, ερμηνεύστε το όπως θέλετε, δεν θυμάμαι. Μέσα στο σκοτάδι, πάντως, ήταν όλα θολά εκτός από τη μορφή του Βασιλάκη που είχε ξεχάσει ότι ήταν νεκρός και προχωρούσε με τη γνωστή του σβελτάδα στο δρόμο που χώριζε το σχολείο από το νεκροταφείο, κρατώντας φτυάρι και τσαπί. Μόλις γύρισε να κλείσει τη βαριά σιδερένια πόρτα με είδε, ακίνητο, αποσβολωμένο, ανίκανο ακόμη και να ψελλίσω το αυτονόητο.
«Ζεις;»
«Μη με κοιτάς έτσι», μου είπε. «Το ξέρουμε καλά κι οι δυο ότι είμαι πεθαμένος. Δεν βλέπεις τα μούτρα μου; Σίμωσε και θα δεις ότι είμαι πιο κίτρινος κι απ΄ τα λεμόνια μου. Αν με πονάς έστω και τόσο», είπε δείχνοντας την άκρη του κομμένου δάχτυλου με τον αντίχειρά του, «έλα να με βοηθήσεις, γιατί όσο περνάει η ώρα πεθαίνω περισσότερο.»
Τα πόδια μου, αν και ήθελαν να με πείσουν να γυρίσω στο σπίτι τρέχοντας, έκαναν ένα βήμα μπροστά.
«Γιατί γύρισες;», τον ρώτησα.
«Τι θα πει γιατί γύρισα; Γιατί το χώμα είναι χώμα. Όσο είσαι ζωντανός μπορείς να περπατάς απάνω του, να κυλιέσαι σαν το γουρούνι, να φυτεύεις οπωρικά, λεμόνια, αλλά άμα πεθάνεις, θέλεις να ανοίξει τον κόρφο του και να σε δεχτεί σαν την αγκαλιά της μάνας σου. Η θάλασσα είναι θάλασσα, δεν έχει συμπόνοια άμα ανταριάσει κι εγώ δεν την θέλω την τύχη του πνιγμένου. Τρία μερόνυχτα με πάει και με φέρνει στον πάτο της, δεν μ΄ αφήνει να ησυχάσω, καταλαβαίνεις; Ο πεθαμένος θέλει τη μεριά του για να λουφάξει. Πέρα δώθε σεργιανάνε μόνο οι ζωντανοί. Εγώ όσο ζούσα έφτιασα από μια γωνιά για όλους τους πεθαμένους, δεν πρέπει το λοιπόν να ζητήσω μία και για μένα;»
Μιλούσε λογικά, σαν ζωντανός. Δεν ήξερα τι να του πω, μόνο τον κοίταζα λες και με είχε βαρέσει κεραυνός.
«Τι με κοιτάς; Έλα να βάλεις ένα χεράκι να τελειώνουμε. Στο ζητάω για την ψυχή μου, αλλιώς θα σε κυνηγάει το κρίμα. Και μη βγάλεις άχνα για το αποψινό. Αν πεις ότι εδώ μ’ έθαψες κι έρθουν και με ξεχώσουν, να ξέρεις ότι τα βράδια θα αναμεράω το σεντόνι του Χάρου και θα έρχομαι να σε βρίσκω», είπε.
Άρχισα να τρέμω ανεξέλεγκτα, αλλά κατάλαβα αμέσως πως δεν ήθελα άλλες κουβέντες με τον νεκρό κι ούτε ήθελα να με έχει του χεριού του σε όλη μου τη ζωή. Ούτε εκείνος, ούτε οι γυναίκες με τα φίδια στα μαλλιά που όπως μας έλεγε ο πατέρας, μαστιγώνανε τους αδικητές και τους φονιάδες ακόμη και στην άλλη ζωή. Κάποια στιγμή θα με φώναζαν κι εμένα και θα μου ζητούσαν τον λόγο. Ό,τι κι αν είχε κάνει στη ζωή, ο Βασιλάκης δικαιούνταν μια σπιθαμή γη και έπρεπε να του τη δώσω. Μόλις με είδε να προχωράω προς το μέρος του, κίνησε για την πίσω πλευρά του νεκροταφείου, βρήκε ένα μικρό ξέφωτο, είπε «εδώ θα μπω» κι έπιασε να σκάβει με το τσαπί.
«Μη σε γελάει που σκάβω όπως πρώτα. Η ανάγκη με κάνει. Άμα μπω μέσα, η δύναμή μου θα μαραθεί», είπε.
Όταν άνοιξε τον λάκκο που τον χωρούσε, πήδησε μέσα με το δεξί, έγειρε καταγής, μάζεψε χέρια και πόδια στο στήθος και φώναξε με όση δύναμη του είχε απομείνει: «Σκέπασέ με τώρα, κι άντε στο καλό του Θεού».
Δεν ξέρω αν φτυάρισα με τέτοια γρηγοράδα άλλη φορά στη ζωή μου. Μόλις τελείωσα, μάζεψα χώμα και πέτρες και τα σκόρπισα άτακτα πάνω στον φρεσκοσκαμμένο λάκκο. Μετά έκοψα κάμποσα χόρτα και μικρά κλαδιά, τα έριξα κι αυτά από πάνω με επιμέλεια και εξαφάνισα κάθε ίχνος.
Η παρόρμηση που με οδήγησε εκείνο το βράδυ στα κάγκελα της αυλής παραμένει ανεξήγητη. Όχι όμως και η βοήθεια που πρόσφερα στον νεκρό. Αν ζυγίσω το αίσθημα του δικαίου – όλοι οι νεκροί δικαιούνται μια σπιθαμή γη- με αυτό του φόβου που με κατέκλυσε, όταν άκουσα τις απειλές του, στην απόφασή μου να τον βοηθήσω υπερίσχυσε σίγουρα το δεύτερο. Ο νεκρός δεν είχε ξεχάσει ακόμη πώς κερδίζεται το παιχνίδι στον κόσμο των ζωντανών. Ο φόβος ήταν πάλι αυτός που με έκανε να σιωπήσω τόσα χρόνια. Ο φόβος ότι θα με περάσουν για τρελό. Τώρα όμως που όλοι με θεωρούν έναν γέρο ξεκούτη, τέτοιος φόβος δεν υπάρχει πια. Γι’ αυτό και πήρα την απόφαση να τα πω.