Της Έλενας Χουζούρη.
Ερχόμενη από το τελευταίο ξεπροβόδισμα του Γιάννη Κοντού, στο κοιμητήριο του Παπάγου, όπου και το πατρικό του σπίτι, το οποίο δεν είχε αλλάξει ποτέ του, μου ήρθε έντονα στο νου μια εικόνα : Ο Γιάννης, καθισμένος πίσω από το ευρύχωρο γραφείο του, εκεί στον πέμπτο όροφο των εκδόσεων «Κέδρος», με το ωραίο βυσινί του κασκόλ – ή ήταν μπλέ μεταξωτό- χαλαρός, κυρίαρχος του χώρου γύρω του, απόλυτος γνώστης των μυστικών και των ψεμάτων των ομοτέχνων του και των έργων τους, ένας μικρός πρίγκιπας εν τέλει με μία μοναδική και απαράβατη επιθυμία: Να τον αγαπούν, να τον αποδέχονται. Κάθεται λοιπόν ο Γιάννης πίσω από το γραφείο του, με τα δεκάδες βιβλία και χειρόγραφα και μπροστά του ακριβώς, στις δύο πολυθρόνες, κάθονται στη μια ο Μένης Κουμανταρέας και στην άλλη ο Αλέξανδρος Κοτζιάς. Τι λένε; Δεν μπορώ να τους ακούσω πάνω όμως που χτυπάει το τηλέφωνο και ο Γιάννης το σηκώνει λέγοντας εκείνο το χαρακτηριστικό του, ελαφρώς μπλαζέ, «ναι αι αι» μπαίνει γεμάτη χαρές η Διδώ Σωτηρίου. Φιλιά, αγκαλιές, γέλια, σκέτη χαρά της ζωής η Διδώ. Ο Γιάννης τώρα αρχίζει να διηγείται με κάθε λεπτομέρεια πώς γνώρισε τον Γιώργο Ιωάννου και πώς ερχόταν να τον δει εκεί στον «Κέδρο», όταν σχολούσε από τη δουλειά του, στο Υπουργείο Παιδείας, που τότε ήταν στην οδό Καραγεώργη Σερβίας, κουβαλώντας πάντα μια, τίγκα χαρτιά, καφετιά δερμάτινη τσάντα. Δεν προλαβαίνει να τελειώσει και άντε πάλι το τηλέφωνο. Το πρόσωπό του Γιάννη φωτίζεται. Είναι ο φίλος του, ποιητής της «Γενιάς του ‘70», Μίμης Σουλιώτης από τη Φλώρινα. «Ναι» λέει ο Γιάννης «έτοιμο είναι και το εξώφυλλο. Ναι, σου λέω όλα εντάξει». Πρόκειται για το καινούργιο ποιητικό βιβλίο του Μίμη ενημερώνει τους άλλους και στη στιγμή πιάνει το μάτι του τη λεπτόκορμη σιλουέτα του έτερου ποιητή της «Γενιάς του ‘70», του αγαπημένου του φίλου, Βασίλη Στεριάδη να περνάει το κατώφλι του γραφείου του. Χαιρετάει σεμνά και χαμηλόφωνα ο Βασίλης όπως το συνηθίζει αλλά ο Γιάννης τον επαναφέρει στην πριγκιπική τάξη των πραγμάτων, την δική του δηλαδή. «Βασιλάκη, δεν θα με φιλήσεις;» Τώρα βλέπω να έχει μαζευτεί η συντροφιά που όμως όσο ανοίγει η εικόνα στο νου μου τόσο προστίθενται σ’ αυτήν κι άλλοι, ο Γιάννης Βαρβέρης, ο Νίκος Θέμελης, η Ρούλα Κακλαμανάκη, αλλά και άλλοι πολλοί και πολλές που τους και τις συνάντησα στο προχθεσινό κατευόδιο και που για χρόνια ολόκληρα περνούσαν από τον «Κέδρο», ανέβαιναν στον 5ο όροφο, της οδού Γενναδίου, για να δουν, να τα πουν με τον Γιάννη. Διότι ο Γιάννης είχε ταυτιστεί με τον «Κέδρο» κι όταν λέγαμε πάμε στον «Κέδρο» εννοούσαμε πάμε να δούμε τον Γιάννη. Κι εκείνος το ήξερε κι ένοιωθε τρισευτυχισμένος, σωστός πρίγκιπας με όλες τις καλοδεχούμενες πριγκιπικές παραξενιές του. «Για δες, πως σου φαίνομαι; Αδυνάτισα ε;. Έχασα πέντε κιλά.» «Που θα πάω το καλοκαίρι; Είκοσι μέρες στo xωριό. Θα κάνω είκοσι μπάνια». «Βήχεις; Μη με φιλάς. Μακριά μου». «Α, κοίτα να δεις. Εγώ έχω πρόγραμμα. Τη μια βραδιά βγαίνω, την άλλη μένω στο σπίτι». «Μην μου τηλεφωνείς πριν τις 7.30 το απόγευμα. Κοιμάμαι.» «Πετρούλα, έλα εδώ παιδί μου, πού τηλεφωνείς τώρα. Έχουμε δουλειά. Πετρούλα, δεν μ’ ακούς;”. Και η μια εικόνα φέρνει την άλλη. Ο Γιάννης να πηγαινοέρχεται στα γραφεία του πέμπτου ορόφου και να πειράζει τους πάντες [μάλλον τις πάσες]. Την Κάτια, τη Μαρία, την άλλη Μαρία, την Πετρούλα, την Ελένη, την Αριάδνη, τη Νινέτα, τη Σταυρούλα, τη Βάσω, τόσες γυναίκες γύρω του- η έτερη χαρά του- έτοιμες να ανταποκριθούν στις …παιδιάστικες απαιτήσεις και χαριτωμένες υποχονδριές του.
Δυστυχώς κάποιες παρεξηγήσεις, παρανοήσεις, υπερβολικές –πριγκιπικές είπαμε ευαισθησίες που δεν γίνονταν πάντα απ’ όλους κατανοητές- μ ένα λόγο η κακιά ώρα που λέει η δημώδης σοφία, τον πήρε μακριά από το …πριγκιπάτο του, τον «Κέδρο». Περιπλανήθηκε λοιπόν σε άλλα εκδοτικά σπίτια αλλά δεν στέριωσε, δεν ξαναβρήκε το χαμένο του παιδικό σκήπτρο. Τέσσερα περίπου χρόνια στο «Μεταίχμιο» και τα δύο τελευταία στις εκδόσεις «Τόπος» από όπου εξέδωσε και τα συγκεντρωτικά του ποιήματα –δεκαέξι ποιητικές συλλογές η άξια συγκομιδή.
Όπως και να ήρθαν όμως τα πράγματα – και ήρθαν όσο χειρότερα μπορούσαν- εγώ θα κρατώ πάντα στη μνήμη μου την εικόνα ενός περήφανου, ευχαριστημένου, χαριτωμένα σχολαστικού, μικρού πρίγκιπα, εκεί πίσω από το γραφείο του, στον πέμπτο όροφο, των εκδόσεων «Κέδρος» να με επιπλήττει τρυφερά «Με φίλησες; Δεν με φίλησες».