Ο Μιχάλης Τριανταφυλλίδης και η αγαπημένη πόλη (της Αγγέλας Καστρινάκη)

0
254
Φωτο του Θεσσαλονικιού Άρι Γεωργίου

της Αγγέλας Καστρινάκη

 

Ας ξεκινήσω με ένα μικρό σχόλιο για τον τίτλο του βιβλίου του Μιχάλη Η πόλη που αγαπούσαμε. Αποσπάσματα μνήμης και απορίας για τη Θεσσαλονίκη. Πολύ σωστός ο πληθυντικός αριθμός «αγαπούσαμε», γιατί η Θεσσαλονίκη είναι η μάνα, η μητέρα, η τροφοδότρα μητέρα (η alma mater) πολλών από εμάς. Η Θεσσαλονίκη με το μεγάλο πανεπιστήμιό της, όπου άλλοτε καθόμασταν στα χορταράκια του και κατεβάζαμε ιδέες και γράφαμε μια μικρούλα ιστορία. Η Θεσσαλονίκη με την παραλία της, με την Αριστοτέλους της και με τις 40 Εκκλησιές της… Αυτό που αρνούμαι στον τίτλο του Μιχάλη είναι ο παρελθοντικός χρόνος. Γιατί, φίλε μου, «αγαπούσαμε», αφού κι εσύ και όλοι όσοι ζήσαμε λίγο ή πολύ στην πόλη την αγαπάμε ακόμα περιπαθώς;

Είχα πολλά χρόνια να συναντήσω τον Μιχάλη. Τον συνάντησα τέλη Αυγούστου στα σκαλάκια ενός παλιού κτιρίου στον Βορρά. Τον είδα από μακριά μες στο σκοτάδι. Αλλά ήταν εκείνος ή μήπως ήταν ο Όρσον Γουέλες; Βεβαιώθηκα όταν πήγα κοντά και είδα τα αθώα και τσαχπίνικα συνάμα μάτια του ν’ ανοιγοκλείνουν τρυφερά, και όταν άπλωσε τη χέρα του και έσφιξε τη δική μου. Ήταν ο Μιχάλης των φοιτητικών μου χρόνων, ο γενειοφόρος, ο πληθωρικός, ο ακαταμάχητος.
Τότε λοιπόν μου ενεχείρισε το αυτοβιογραφικό του πόνημα και με πληροφόρησε αρμοδίως ότι είμαι σε κάποιο βαθμό ηθικός αυτουργός του. Τα αυτοβιογραφικά μου κείμενα για τη Θεσσαλονίκη τον έβαλαν, λέει, στη ρότα της αυτοβιογράφησης. Βέβαια εκείνος έχει πολύ περισσότερα να πει, καθότι γέννημα-θρέμμα της πόλης, από τα γεννοφάσκια του Σαλονικιός, και επίμονος κάτοικος και εραστής της πόλης ως σήμερα. Οπότε ως ηθικός αυτουργός εγώ, «Γράφε, καλή μου κυρία, γράφε!». Και φυσικά γράφω και μιλώ ενώπιόν σας με μεγάλη μου ευχαρίστηση.
Ο Μιχάλης έχει ένα πολύ ιδιαίτερο ύφος. Είναι σχεδόν αδύνατο να μην προσπαθήσεις να το μιμηθείς, να μην προσπαθήσεις να συντονιστείς μαζί του. Επί ματαίω βέβαια! Το λέω εκ πείρας, επειδή κάθε φορά που μιλάμε ή επικοινωνούμε σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης, γίνομαι μια πολύ χλωμή του αντανάκλαση. Γιατί πρόκειται για έναν ιδιωματικό ποταμό λόγου, έναν ευρηματικό διαστροφέα λέξεων, έναν διακορευτή της ευπρέπειας – καμία συμβατικότητα δεν θα βρούμε στον λόγο του, προφορικό τε και γραπτό.
Έτσι θα μας μιλήσει και στο βιβλίο του. Αυτός ο γόνος προσφύγων από τον Πόντο θα μας μιλήσει για τη δική του «Πρωτεύουσα των προσφύγων» (ας θυμηθούμε και τον Γιώργο Ιωάννου), για τα πλήθη των προσώπων της οικογένειάς του και της γειτονιάς του, για τη γιαγιά Τράντα, τους παππούδες, θείους και θειάδες – όλα αυτά με πολλή τρυφερότητα, για τον πατέρα του και τα μπλεξίματά του με τη χούντα. Θα μας μιλήσει και για τη δική του παιδική ηλικία με τα ωραία και τα ευτράπελά της. Θα μας κάνει να χαμογελάσουμε στη σκηνή όπου η μάνα στην παραλία βάζει το αγοράκι της να αλλάξει μαγιό περιβάλλοντάς το με μια πετσέτα (ντρεπόταν εκείνο λιγουλάκι) ή στο επεισόδιο όπου το μικρό, ντυμένο παπάκι στις επιδείξεις του σχολείου, κάνει πως πίνει νερό και τραγουδάει «γλου-γλου» και γελούσε ο κόσμος και ο ντουνιάς με τον καραγκιόζη, χαίρομαν κι εγώ που με κοιτούσαν και γελούσαν

Εννοείται πως ο Μιχάλης θα μιλήσει και για την πολιτική και για τον Ρήγα Φεραίο, που σημάδεψε τη νιότη μας και τη σκέψη μας. Θα στήσει ένα θαυμάσιο μνημόσυνο για τον Πάνο Δημητρίου, το πολύπαθο στέλεχος της Ανανεωτικής Αριστεράς: «Πάνο μας, σ’ ευχαριστούμε που μας έκανες να νιώθουμε περήφανοι για τη μειοψηφική μας παρουσία και την επιμονή για τον ορθό λόγο»(148). Ο Μιχάλης που συχνά τον βλέπουμε σε φωτογραφία, με το μαύρο αγριωπό γένι της εποχής, να συνομιλεί πανευτυχής και περήφανος με τον Λεωνίδα Κύρκο –τον υπέροχο, τον συγκινητικό Λεωνίδα του σοσιαλισμού και της δημοκρατίας– ο Μιχάλης λοιπόν ξέρει πολλά και διάφορα για τα της Αριστεράς πρόσωπα και πράγματα: ενίοτε αποτίει φόρο τιμής και ενίοτε τσεκουρώνει.

Μια νοσταλγία για την παλιά Θεσσαλονίκη αποπνέει το βιβλίο, αλλά μια νοσταλγία με ρέγουλα. Όταν εμφανίζεται ένα γυφτάκι στο μαγαζί όπου τρωγόπινε ο Μιχάλης με την παρέα του κάτω απ’ τον ήλιο και αντί για παπούτσι, καθώς όλοι φορούσαν σαγιονάρες, βάφει ένα πόδι κι έπειτα φεύγει ευτυχισμένο από το αδρό χαρτζιλίκωμα, ο συγγραφέας μας βγάζει βαθύ αναστεναγμό:

 

Πού να ξαναζήσουμε, ρε γαμώτο μου, τέτοια ομορφιά… […] Τα χρόνια έρχονται, φεύγουν, εμείς μεγαλώνουμε, οι πιο πολλοί από τις φυσιογνωμίες της οδού έχουν αποδημήσει εις Κύριον. Στα πεζοδρόμια που καθόντουσαν επάνω σε αναποδογυρισμένο καφάσι ή σε σκαμνί ξεχαρβαλωμένο, τώρα βρίσκεται καρέκλα καλοβαλμένη, έτοιμη να υποδεχτεί το ευγενικό κωλαράκι σου προς ανάπαυσιν (132).

 

Κάπως έτσι θρηνούσε και ο Μάριος Χάκκας την παλιά Καισαριανή που χανόταν στις μέρες του. Αλλά ο Μιχάλης δεν βυθίζεται στη νοσταλγία του‧ ξέρει καλά τα πλεονεκτήματα της προόδου, δεν την βάζει σε πολλά πολλά εισαγωγικά, και καθόλου δεν περιφρονεί ούτε τις «καλοβαλμένες καρέκλες» ούτε την άνοδο του βιοτικού επιπέδου.

Το πιο καταπληκτικό κομμάτι του βιβλίου του είναι ίσως αυτό που ονομάζει «Η γεύση τρυπώνει στη μνήμη και δεν το κουνάει από κει». Και πράγματι με οίστρο τρομερό παρελαύνουν από τις σελίδες του Μιχάλη γεύσεις και οσμές και μάγειροι και ψήστες και μαγειρικά σκεύη και εστιάτορες και θαμώνες. Ο Θεόφιλος με τα «πολύ καλά διαλεγμένα παϊδάκια και τους εκπληκτικής γεύσης κεφτέδες», η Κληματαριά όπου «το τι φαΐ έπεσε εκεί μέσα και το πόσες αποφάσεις πάρθηκαν για την κατάληψη της εξουσίας δεν περιγράφεται» ή η Τσαπατσάραινα με το κρεμμύδι το σπασμένο επάνω στο τραπέζι, με αλάτι, ντομάτα κομμένη και ελιές, όπου «πραγματικά δημιουργούσε όρεξη για να πιεις και να κουβεντιάσεις». Αλλά και τα τηγανητά μύδια του Χαμόδρακα με «εκείνο το πανέμορφο κουρκούτι» ή τα «καταπληκτικά ρεβύθια» στου Μπιμπίλα το μαγέρικο, ή στον Τρούλο ο πατσάς, η θεϊκή αυτή τροφή – για την οποία αξίζει ειδικό αφιέρωμα, λέει τάχα σοβαροφανώς ο Μιχάλης.

Δεν ξέρω αν ο συγγραφέας μας γνωρίζει τον Καισάριο Δαπόντε, τον πληθωρικό λόγιο του 18ου αιώνα, και το ποίημά του «Κανών περιεκτικός πολλών εξαιρέτων πραγμάτων», που εμείς οι φιλόλογοι προσκυνούμε. Αν δεν τον γνωρίζει πάντως, επανανακάλυψε το ύφος εκείνου:

Ἀνοίξω τὸ στόμα μου, καὶ διηγήσομαι πάμπολλα, ἐξαίρετα πράγματα, δεῦτε ἀκούσατε, δεῦτε ἄρχοντες, δεῦτε πραγματευτάδες, δεῦτε καὶ οἱ πλούσιοι, δεῦτε καὶ οἱ πένητες.

Κρασὶ σκοπελίτικο, κουμανταριὰ ἡ κυπριώτικη, μοσχάτο σαμιώτικο, καὶ μερικὰ τῆς φραγγιᾶς, Δάντζκας Βούτκαις δέ, καὶ βλαχομπογδανίας, ῥοσόλια κορφιάτικα, ἐκλεκτὰ πράγματα. […]

Ὀρτύκια μανιάτικα, σουτζοῦκι τὸ γριππιώτικο, τὸ μέλι Ἀθήνας καὶ Σπανίας, ᾑ σκοπελίτικαις ᾑ μουστόπιταις, τὸ πιαζεντὶ τῆς Βενετιᾶς, ταμανιοῦ τὸ βούτυρο, εὐμορφώτατα πράγματα.

Έτσι και ο Μιχάλης περιγράφει εξαίρετα και ευμορφότατα πράγματα, συντάσσοντας σελίδες ανθολογίου, σελίδες που μπορούν να συγκαταλεχθούν στις καλύτερες του είδους τους για τη γεύση και τη μνήμη της.
Σκέφτομαι ακόμα και το εξής. Όταν ο Τζωρτζ Στάινερ κλήθηκε να δώσει μια διάλεξη για την Ιδέα της Ευρώπης, ξεκίνησε από τα καφενεία της, τα καφέ, ως τόπους συναντήσεων, διανοητικών συζητήσεων, τόπους για τους περιπλανώμενους, για τους ποιητές και τους φιλοσόφους. Από τη Λισαβόνα έως την Οδησσό και από την Κοπεγχάγη έως το Παλέρμο: έτσι χωροθετεί τα όρια του καφενείου ο Στάινερ – αφήνοντας απέξω την Αγγλία, εντάξει, με τις παμπ της – και, φευ, την Ελλάδα.

Με πλήγωσε, σ. Μιχάλη, που ο σπουδαίος διανοητής άφηνε απέξω την Ελλάδα και, έτσι, όλους εμάς που παλέψαμε από τη Μεταπολίτευση και δώθε, και παλεύουμε ακόμα για την Ευρώπη και την Ιδέα της. Διαβάζοντας όμως το βιβλίο σου σκέφτηκα πως ναι μεν έχουμε κι εμείς καφενεία και κρίμα που δεν τα γνωρίζει ο κ. Στάινερ, κυρίως όμως έχουμε κάτι άλλο: τις ταβέρνες μας!

Παρέθεσα παραπάνω κομμάτια απ’ το βιβλίο του Μιχάλη που μιλάνε ακριβώς
για τις κουβέντες, για τις πολιτικές αναλύσεις και συζητήσεις, που γίνονταν στις ταβέρνες και τα μαγέρικά μας. Εννοείται πως αυτά δεν προσέφεραν την ησυχία και τη δυνατότητα αυτοσυγκέντρωσης, τη μόνωση μες στον δημόσιο χώρο, που προσέφεραν τα καφέ της Ευρώπης, έδιναν όμως τη δυνατότητα να προχωρήσει η σκέψη και ο διάλογος, κάποτε και με αναπάντεχα συντεταγμένο τρόπο. Θυμάμαι κι εγώ σε τι βαθιά νερά φιλολογίας έπεσα από την πρώτη μέρα που πάτησα στη Θεσσαλονίκη, μες στην ταβέρνα του Θεόφιλου, πάνω από τα περίφημα κεφτεδάκια του.

Λοιπόν ναι, με πιο φασαριόζικο και πιο πληθωρικό τρόπο, είμαστε όμως κι εμείς ένα κομμάτι της σκεπτόμενης Ευρώπης. Κι ο Μιχάλης, ο σπουδαγμένος στο κέντρο της Ενωμένης Ευρώπης, στις Βρυξέλλες, ο Μιχάλης, ο τρυφερός και γενναιόδωρος, συγκερνά άνετα στο φαρδύ του στέρνο τους Πόντιους προγόνους, τον εκδηλωτικό Έλληνα και τον σκεπτόμενο Ευρωπαίο.

Τράβα μπρος, Μιχάλη! Σε αγαπούσαμε – και σε αγαπάμε!

 

 

Μιχάλης Τριανταφυλλίδης, Η πόλη που αγαπούσαμε. Αποσπάσματα μνήμης και απορίας για τη Θεσσαλονίκη, Επίκεντρο

 

Προηγούμενο άρθροΟ ερωτικός Εγγονόπουλος (της Βαρβάρας Ρούσσου)
Επόμενο άρθροΘα σε δω ξανά στο άδοξο τέλος (της Τόνιας Κοσμαδάκη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ