Της Έλενας Χουζούρη.
Κάθε φορά που διαβάζω Ζωρζ Σιμενόν κάνω την ίδια σκέψη: “Ό άνθρωπος δεν γράφει, κεντάει και μάλιστα, ψιλοβελονιά». Από κει και πέρα, όλα τα υπόλοιπα έπονται, έχοντας ήδη εξασφαλίσει το 10 το καλό: Δεινή αφηγηματική ικανότητα, μοντερνισμός, σασπένς, θαυμαστή ψυχογραφία των ηρώων, έξοχη παρατηρητικότητα, εντυπωσιακή γνώση της ψυχοσύνθεσης και συμπεριφοράς του μικροαστικού επαρχιακού μικρόκοσμου, κριτική ματιά απέναντι στις κοινωνικές εκτροπές, ανάδειξη των ανθρώπινων παθών και σκοταδιών πάσης φύσεως, στόχευση και ανάδειξη της λεπτομέρειας με ταυτόχρονη αποφυγή του περιττού, υπαινικτικότητα και υποβολή όταν και όπου χρειάζεται, ερωτισμός φανερός και υποδόριος και βέβαια οικονομία, διότι δεν υπάρχει περίπτωση ο Σιμενόν να πλατειάζει, η να πολυλογεί. Όλα αυτά τον αναγορεύουν σε Μετρ της τέχνης του μυθιστορήματος, είτε αυτό λέγεται αστυνομικό, κοινωνικό, ερωτικό ή και όλα μαζί όπως λόγου χάριν είναι το έξοχο «Μπλε Δωμάτιο» που επανακυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΑΓΡΑ [πρώτη κυκλοφορία το 2003] και στάθηκε η αφορμή για να θαυμάσω ακόμη μία φορά τον μυθιστοριογράφο Σιμενόν και να γράψω αυτό το σημείωμα. Δεν είναι όμως μόνον τα προτερήματα της γραφής του γαλλόφωνου Βέλγου συγγραφέα που εντυπωσιάζουν και που θα τα συναντήσουμε όλα μαζί συγκεντρωμένα στο «Μπλε Δωμάτιο» αλλά και η ίδια η ανεξάντλητη σε ενέργεια- πνευματικά και σωματικά- ζωή του. «Το ταλέντο σου και οι υπεράνθρωπες δυνατότητές σου στη δουλειά προκαλούν δέος και θαυμασμό» του γράφει ο Φεντερίκο Φελίνι, τον Σεπτέμβριο του 1969. Και δεν πρόκειται καθόλου για υπερβολή. Ο Ζώρζ Σιμενόν γεννιέται στη Λιέγη τον Φεβρουάριο του 1903 και πεθαίνει στη Γενεύη το 1989. Μόλις στα δεκάξι του αρχίζει να εργάζεται ως δημοσιογράφος. Στα είκοσι κάνει τον πρώτο του γάμο και ξεκινά να δημοσιεύει σε διάφορα περιοδικά νουβέλες με επικρατέστερο από τα ψευδώνυμα που χρησιμοποιεί το Georges Sim. Ανάμεσα στα είκοσι και τα τριάντα του χρόνια γράφει περίπου 200 [!] μυθιστορήματα όλων των ειδών, κυρίως λαικής αναγνωστικής κατανάλωσης. Στα τέλη του 1930 επιβάλλει τον Επιθεωρητή Μαιγκρέ, διοργανώνει μάλιστα σ’ ένα καμπαρέ του Μονπαρνάς, τον περίφημο «Ανθρωποκεντρικό χορό», όπως θα τον ονομάσει, όπου θα παρευρεθεί όλο το κοσμικό Παρίσι και οι καλεσμένοι υποχρεωτικά πρέπει να είναι μεταμφιεσμένοι, οι άνδρες, σε γκάνγκστερς και οι γυναίκες, σε ελαφρών ηθών. Οι πληροφορίες δεν λένε ποιος παρίστανε τον Μαιγκρέ, οπότε μπορεί να εικάσει κανείς ότι τον ρόλο του περίφημου Επιθεωρητή θα είχε κρατήσει ο Σιμενόν για τον εαυτό του!
Λίγος πριν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ο Σιμενόν είναι πια ένας θρύλος. Παράλληλα με το καθημερινό του γράψιμο αρχίζει να ταξιδεύει. Διατρέχει την Αφρική από άκρου εις άκρον. Περνάει από την Πρίγκηπο της Τουρκίας όπου διαμένει αυτοεξόριστος ο Τρότσκι και του παίρνει συνέντευξη. Ταξιδεύει στον Καναδά και στην Αμερική. Ζει, μαζί με την οικογένειά του, σ’ ένα ποταμόπλοιο με το οποίο αναπλέει όλους τους ποταμούς και τα κανάλια της Γαλλίας. Με δικό του σκάφος λίγο αργότερα, και με άδεια κυβερνήτη, πλέει προς τη Βόρεια Θάλασσα. Και ταυτόχρονα γράφει, γράφει, γράφει. Το τι μίλια κατέγραψαν τα ταξίδια του εκείνα τα χρόνια και πόσες σελίδες η πένα του, δεν γνωρίζω ακριβώς, το σίγουρο είναι ότι οι εμπειρίες που απέκτησε τότε αλλά και τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του, όξυναν στο έπακρο την γνώση του για τους ανθρώπους και τον κόσμο, την παρατηρητικότητά του και την ψυχογραφική του ικανότητα. Πολλά άλλωστε από τα όσα έχει γράψει βασίζονται στις προσωπικές του εμπειρίες. Εξάλλου γνωστή ήταν και η αδυναμία του στο γυναικείο φύλο και οι αναρίθμητες ερωτικές του περιπέτειες. Εν κατακλείδι, ο Σιμενόν, ήταν ένας άνθρωπος του κόσμου και της ζωής, το εντελώς αντίθετο από την εικόνα του συγγραφέα που ζει απομονωμένος από όλους και από όλα και μόνον γράφει.
«Το Μπλε Δωμάτιο» έχει ημερομηνία πρώτης έκδοσης το 1963, μια εποχή που ο Σιμενόν αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα στην προσωπική του ζωή ενώ ο αλκοολισμός δεν φαίνεται να τον έχει εγκαταλείψει. Παρόλα αυτά καταφέρνει και γράφει –συνθέτει θα ήταν η ορθότερη λέξη- ένα άψογο από κάθε άποψη μυθιστόρημα. Η ιστορία φαντάζει απλή και ίσως κοινότοπη –μια ακόμα ικανότητα του Σιμενόν να βγάζει από την κοινοτοπία την κρυμμένη ιδιαιτερότητά της όπως ο ταχυδακτυλουργός τον λαγό από το καπέλο του. Ένα παθιασμένο παράνομο ζευγάρι –παντρεμένοι κι οι δυο- συναντιέται κάθε τόσο και ζει τον παράφορο ηδονικό έρωτά του μέσα στο μπλε δωμάτιο ενός ξενοδοχείου για ταξιδιώτες, ακριβώς δίπλα στο σταθμό των τρένων. Ώσπου μετά από μια απολαυστική ερωτική συνεύρεση η γυναίκα κάνει στον εραστή της δυο τρεις μοιραίες ερωτήσεις του τύπου Μ’ αγαπάς; Ή Θα μπορούσες να περάσεις μαζί μου όλη σου τη ζωή;. Αυτή είναι η πρώτη σκηνή ή επεισόδιο –όπως θέλετε πείτε το- που διαβάζει και παρακολουθεί ο αναγνώστης. Πριν όμως προλάβει να την χαρακτηρίσει χιλιοειπωμένη και χιλιογραμμένη τα πράγματα αλλάζουν άρδην. Διότι αυτές ακριβώς οι ερωτήσεις γίνονται το επίκεντρο μιας σειράς ανακρίσεων που ακολουθούν όπου ο ανακρινόμενος είναι ο αποδέκτης αυτών των ερωτήσεων και εραστής του Μπλε Δωματίου. Από την άλλη πλευρά του τραπεζιού οι επιφορτισμένοι για ανακρίσεις από το νόμο, ο Επιθεωρητής Μανί, ο ανακριτής Ντιεμ, ο ψυχίατρος. Ωστόσο πώς και γιατί ο άνθρωπος αυτός από το ηδονικό κρεβάτι μεταπήδησε στην καρέκλα της ανάκρισης και τι έχει μεσολαβήσει ο Σιμενόν δεν το αποκαλύπτει, αντιστρέφοντας έτσι την τυπική σειρά των αστυνομικών μυθιστορημάτων: Πρώτα το πτώμα και στη συνέχεια την έρευνα για το δολοφόνο, και τέλος τη σύλληψη του. Εδώ εικάζουμε ότι ο εραστής του Μπλε Δωματίου αντιμετωπίζεται από τους ανακριτές ως ύποπτος αλλά, για πολλές σελίδες, δεν μας αποκαλύπτεται για ποιο λόγο κατηγορείται, ποιον η ποιους μπορεί να έχει –αν έχει-δολοφονήσει. Και εδώ ακριβώς αρχίζει ο Σιμενόν να στήνει τα ευφυή αφηγηματικά του παιχνίδια και να δημιουργεί μια μοναδική νουάρ ατμόσφαιρα διαποτισμένη με εξαιρετικά ζυγιασμένες δόσεις σασπένς όπου οι ερωτικές σκηνές στο Μπλε Δωμάτιο και σταδιακά ολόκληρη η ερωτική ιστορία των δύο παράνομων εραστών εναλλάσσονται με τις ανακρίσεις που υφίσταται ο εραστής, με σποραδικές παρεμβολές εικόνων και επεισοδίων της οικογενειακής ζωής του καθώς και της επαρχιακής, ασφυκτικής, περιρρέουσας ατμόσφαιρας. Αλλά ούτε και σ’ αυτό αρκείται ο Σιμενόν. Θα έλεγε κανείς ότι εκείνο που κυρίως τον ενδιαφέρει είναι, αφενός, να εισχωρήσει στις ψυχές των ηρώων του-πρωταγωνιστών και δευτεραγωνιστών- και να αναδείξει τα απόκρυφά τους, σκιαγραφώντας έτσι τα ψυχογραφικά τους πορτραίτα και αφετέρου να στήσει την κρυφή του κάμερα και να φωτίσει τις πληγές και το πύον που δηλητηριάζει την καθημερινότητα του επαρχιακού μικρόκοσμου. Από αυτή την μοναδικά λεπτολόγα και εξαιρετικά ρεαλιστική – στα όρια του κυνισμού κάποιες φορές- παρατηρητικότητα και κριτική ματιά του δεν ξεφεύγουν και οι εκπρόσωποι του νόμου, τους οποίους ο Σιμενόν προσεγγίζει επίσης ψυχογραφικά. Ο τρόπος δηλαδή που φέρουν σε πέρας τις ανακρίσεις τους, το πώς «βλέπουν» την υπόθεση, το πώς αντιμετωπίζουν τον ανακρινόμενο, το τι ερωτήσεις του κάνουν σχετίζεται με την προσωπικότητά τους, την ψυχοσύνθεση τους τα βιώματά τους, την θέση τους μέσα στην κοινωνία. Άρα μπορεί κανείς να είναι σίγουρος για την αντικειμενικότητα των ανακρίσεων; Μ’ άλλα λόγια μήπως μέσα από τέτοιου είδους ανακρίσεις είναι δυνατόν ακόμα κι ένας αθώος να επιβαρυνθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε το δικαστήριο να τον κρίνει τελικά ένοχο; Κι ακόμα τι ρόλο μπορούν να παίξουν οι συμπτώσεις που όμως δεν γίνονται συνήθως αποδεκτές από το Νόμο; Και πόσο το τυχαίο μπορεί να μπλέξει έναν απλοικό στη σκέψη και την ψυχή άνθρωπο και να τον οδηγήσει στην καταστροφή του, όπως στην περίπτωση του ήρωα του Σιμενόν, που η μοναδική του επιθυμία ήταν να συνευρίσκεται ερωτικά κάπου κάπου με την ερωμένη του στο Μπλε Δωμάτιο, απολαμβάνοντας τις μοναδικές εκείνες στιγμές, τις απόλυτα δικές του, αφήνοντας πίσω όλα τα χρέη του, είτε οικογενειακά, είτε κοινωνικά, είτε επαγγελματικά. Ο Τόνυ, ο κεντρικός ήρωας του Σιμενόν, είναι εξαιρετικά συμπαθής όχι όμως εύκολα αναγνώσιμος, ακριβώς γιατί δεν μπορεί να ενταχθεί σ’ ένα λογικοφανές αλλά αμείλικτο, υποκριτικό και ψευδεπίγραφο πλαίσιο κοινωνικών και θεσμικών κανόνων. Το τίμημα είναι η καταστροφή του, ο αποκλεισμός του από αυτό το πλαίσιο και μάλιστα με κίνητρο τον έρωτα. Όσο για τις ηρωίδες του μυθιστορήματος, την ερωμένη του Τόνυ, Αντρέ και τη σύζυγό του, Ζιζέλ, η οπτική του Σιμενόν μπορεί να θεωρηθεί προκατειλημμένη, αν διαβαστεί με τις σημερινές προδιαγραφές. Γενικότερα οι γυναίκες στον Σιμενόν εμφανίζονται εξαρτημένες οικονομικά και κοινωνικά από τους άνδρες τους γι αυτό και καταπιεσμένες ως προσωπικότητες με ακραίες αντιδράσεις καθώς προσπαθούν να διεκδικήσουν την ελευθερία τους ή ένα άλλο αρσενικό. Φέρνω ως παράδειγμα και τις ηρωίδες του μυθιστορήματος ΣΤΡΙΠ ΤΗΖ που επίσης κυκλοφόρησε πρόσφατα από την ΑΓΡΑ και ανατέμνει τις συμπεριφορές των γυναικών ελαφρών ηθών τις οποίες ο Σιμενόν γνώριζε πολύ καλά. Ωστόσο δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η θέση των γυναικών στις εποχές της μυθιστορηματικής ακμής του συγγραφέα ήταν πολύ διαφορετική από την σημερινή και οι όροι τύπου «σεξιστής» και τα παρόμοια δεν έλεγαν τίποτα για τις τότε κοινωνίες. Όσο για την μοιραία Αντρέ, η περίπτωσή της, τηρουμένων των αναλογιών, έχει κάτι από Μαντάμ Μποβαρύ.
Εν κατακλείδι, το Μπλε Δωμάτιο είναι ολικό μυθιστόρημα, με την έννοια ότι, σοφά και ζυγισμένα, καλύπτει μια μεγάλη γκάμα μυθιστορηματικών ειδών. Είναι και ερωτικό, και κοινωνικό, και ψυχογραφικό, και μυθιστόρημα χαρακτήρων, και ηθών με τελευταίο το αστυνομικό. Πιστεύω μάλιστα ότι θα έπρεπε να περιλαμβάνεται στα μυθιστορήματα που διδάσκονται στα Εργαστήρια Δημιουργικής Γραφής. Αν και είναι περιττό δεν μπορώ να μην εξάρω για μια ακόμη φορά την μετάφραση της Αργυρώς Μακάρωφ, αλλά και την προσεγμένη, σε κάθε της λεπτομέρεια, έκδοση του βιβλίου. Από την επιμέλεια έως τις αντιπροσωπευτικές φωτογραφίες του Σιμενόν και τα δύο εξαιρετικά Επίμετρα. Στο πρώτο διαβάζουμε μια σειρά επιστολών που είχαν στείλει στον Σιμενόν γνωστοί άνθρωποι των Γραμμάτων [Αντρέ Ζιντ, Φρανσουά Μωριάκ, Χένρυ Μίλλερ και άλλοι] και της Τέχνης [Φεντερίκο Φελλίνι] και στο δεύτερο μια πλούσια βιογραφία του συγγραφέα γραμμένη με ελκυστικό αφηγηματικό τρόπο. Κλείνοντας το κομψό μικρόσχημο βιβλίο με το χαρακτηριστικό νουάρ εξώφυλλο της σειράς, σκέφτομαι, με αισιόδοξη ευχαρίστηση, ότι η ΑΓΡΑ παρά τις πολλαπλές δυσκολίες των καιρών δεν υποχώρησε ούτε βήμα από τότε –πόσα χρόνια αλήθεια;- που πρωτοεμφανίστηκε στα εκδοτικά μας πράγματα.