Ο Κύριος Πηνελόπη και οι αναγνώστες (του Νίκου Χρυσού)

1
765
Fred-Herzog

 

του Νίκου Χρυσού

Αν έγραφα  για το σπονδυλωτό αφήγημα της Ελένης Γιαννάτου ( Ο Κύριος Πηνελόπη) πριν από ένα χρόνο (λίγες μόνο βδομάδες μετά την κυκλοφορία του), θα αρκούσε να απαριθμήσω τις αρετές του και να αναφερθώ στα λογοτεχνικά επιτεύγματα της Γιαννάτου, χωρίς να ανησυχώ αν οι εκτιμήσεις αυτές έχουν ήδη διατυπωθεί ή διαπιστωθεί χωρίς τη συνδρομή μου. Θα μπορούσα τότε να διατρανώσω πως πρόκειται για ένα βιβλίο «στοχαστικό, ευφυές, εκκεντρικό, ένα πανηγύρι της γλώσσας και της φαντασίας»[1] είτε να αποφανθώ πως «η Γιαννάτου χρησιμοποιεί ως όχημα το αφήγημά της για να αρθρώσει έναν λόγο γύρω από την ουσία της τέχνης».[2] Θα σημείωνα πως «ο καταιγιστικός μακροπερίοδος λόγος, η συνειρμική μέθοδος, η υπερρεαλιστική ενίοτε υφή, ο πυρετώδης αφηγηματικός ρυθμός καθώς και η πληθώρα των διακειμενικών αναφορών χαρακτηρίζουν το σπονδυλωτό αφήγημά της»[3] είτε ότι τα οκτώ κεφάλαιά του «αποσυνθέτουν και επανασυνθέτουν, ράβουν και ξηλώνουν, διαχωρίζουν και συμφύρουν, διασπείρουν και συμπυκνώνουν […] φτιάχνοντας ένα πανοραμικό καλλιτεχνικό πλέγμα, όπου όλα τα στοιχεία είτε είναι σε θέση να επικοινωνήσουν μεταξύ τους είτε μοιάζουν έτοιμα να χωριστούν το ένα από το άλλο, γκρεμίζοντας οποιαδήποτε ενδιάμεση γέφυρα».[4]

Θα συμπλήρωνα ότι η συγγραφέας «γλωσσοκοπεί τις επιμελημένες γλωσσικές συμβάσεις, και τις προσδόκιμες αφηγηματικές εκδοχές, που έχουμε γνωρίσει μέχρι σήμερα στο σώμα της ελληνικής λογοτεχνικής ευταξίας»[5] και ίσως κατέληγα επισημαίνοντας πως η φράση της: άφησα τη θέση μου με την απροθυμία που αφήνει κανείς την ποίηση για την πεζογραφία, σαν ναυαγός που εγκαταλείπει τη σανίδα του κι ακολουθεί το Λεοπόλδο Μπλουμ μήπως και μάθει στις λέξεις του να επιπλέουν, «θα μπορούσε να λειτουργήσει κάλλιστα ως υπαινικτική κριτική οδηγία και συνάμα αυτοβιογραφική ομολογία μιας συγγραφέως που προσέρχεται στην πεζογραφία φέροντας ατόφια τη σκευή της ποίησης, έως πνιγμού εμβαπτισμένη σε έναν τρικυμιώδη λεκτικό χείμαρρο».[6]

Όλες αυτές οι διατυπώσεις θα μπορούσαν να είναι δικές μου, τις ανθολόγησα ωστόσο από κριτικές που έχει ήδη λάβει το Κύριος Πηνελόπη στους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας του, συνειδητοποιώντας πως θα ’ταν ίσως προτιμότερο να εγκαταλείψω κάθε προσπάθεια κατάθεσης πρωτότυπων κριτικών αποτιμήσεων και να αναζητήσω έναν άλλον τρόπο να τραβήξω το ενδιαφέρον σας.

«Οι ήρωες του βιβλίου, μανιώδεις αναγνώστες, διαβάζουν και περιμένουν, γράφουν και σβήνουν, μαθαίνουν ξένες γλώσσες και περιμένουν, κεντούν και ξηλώνουν. Αποτελούν παραλλαγές ενός ήρωα που διεκδικεί ξανά και ξανά τη θέση του στην αφήγηση ή μήπως πρόκειται για έναν ακόμη συγγραφέα που αδυνατεί να βγάλει ένα διαβατήριο και δεν γνωρίζει πώς να φτιάξει μια βαλίτσα; Στην κόλαση τέτοιων συγγραφέων τι καίγεται γρηγορότερα, μια καρδιά ή ένας χάρτης;», διαβάζω στο αυτί του βιβλίου.

Δοκιμάζοντας να μιμηθώ το ύφος του εισαγωγικού κειμένου αποφασίζω να απευθύνω ερωτήματα που μου προκλήθηκαν διαβάζοντας το βιβλίο, και επιδεικνύοντας έτσι την αναγνωστική οξυδέρκειά μου διερωτώμαι: «Η συγγραφέας έκανε το βιβλίο ή το βιβλίο την συγγραφέα;» «Γιατί να θέλει κάποιος να γίνει συγγραφέας αν δεν μπορεί να γράψει ένα βιβλίο βιβλιοκτόνο;» «Στις πόσες τρίχες θεωρείται κάποιος φαλακρός;» «Έχετε ποτέ ακούσει να αμφισβητούν την μητρότητα ενός βιβλίου;» Κανένα ωστόσο από αυτά τα ερωτήματα δεν μου ανήκει, ανήκουν όλα στο Κύριος Πηνελόπη και στην Ελένη Γιαννάτου.

Συμπεραίνω γράφοντας, ότι κάθε απόπειρα να κεντρίσω το ενδιαφέρον του αναγνώστη στερείται πρωτοτυπίας και –εντελώς αποκαρδιωμένος– αποφασίζω να ξαναδοκιμάσω διατυπώνοντας μία ξεδιάντροπη κοινοτοπία: Κάθε βιβλίο αναζητά και επιδέχεται αμέτρητες αναγνωστικές προσεγγίσεις. Καταγράφοντας με ένα μολύβι τη φράση, το χέρι μου –αγνοώντας ή παραφράζοντας ηθελημένα την ακριβή εντολή– σημειώνει στο χαρτί: Κάθε βιβλίο αναζητά και επιδέχεται αναμάρτητες αναγνωστικές προσεγγίσεις. Χωρίς αμφιβολία έχω πέσει θύμα του Κύριος Πηνελόπη· η «λάθος» λέξη προκαλεί μια παραχάραξη της αρχικής σημασίας της πρότασης, που θυμίζει τα λεκτικά παιχνίδια των ηρώων του βιβλίου. Συνειδητοποιώ «ότι για κάποιον που θέλει να γίνει συγγραφέας είναι δυσκολότερο να ξεφορτωθεί τα λογοπαίγνια παρά ένα πτώμα». Η φράση, από το βιβλίο της Γιαννάτου, ταιριάζει μια χαρά στην περίσταση.

Αν συμφωνήσουμε πάντως ότι κάθε βιβλίο αναζητά και επιδέχεται αμέτρητες αναγνωστικές προσεγγίσεις είμαι διατεθειμένος να υποδείξω μερικές από αυτές, υποδυόμενος κάθε φορά έναν άλλον αναγνώστη.

Σύμφωνα με μια πρώτη αναγνωστική εκδοχή, το βιβλίο αποτελεί μια συλλογή οκτώ ομοθεματικών διηγημάτων, των οποίων οι ήρωες, άλλοτε συγγραφείς κι άλλοτε αναγνώστες, αναστοχάζονται τα της γραφής και της αφήγησης. Μια τέτοια προσέγγιση βέβαια, εκτός του ότι αγνοεί την υπόδειξη στη σελίδα τίτλου του βιβλίου, που μας πληροφορεί πως πρόκειται για ένα σπονδυλωτό αφήγημα, αποκαλύπτει ολοφάνερα την αναγνωστική οκνηρία εκείνου που θα την διατύπωνε, γι’ αυτό και την προσπερνώ βιαστικά.

Ένας άλλος ίσως εκλάμβανε το βιβλίο σαν μια παράθεση ονομάτων και καλλιτεχνικών επιτευγμάτων. Θα ανάλωνε τον χρόνο του συντάσσοντας λίστες, παραβλέποντας τις φανερές και τις μυστικές αλληλεπιδράσεις των λέξεων: Γεράσιμος Σκλάβος, Άλβαρο ντε Κάμπος, Αντόνιο Ταμπούκι, Κώστας Χατζής, Ντέηβ Χόλλαντ, Ζακ Μπρελ, Κικέρων, Καραβάτζο, Μπονιουέλ, Μορίς Μπλανσό, οι σάτιρες του Γιουβενάλη, τα μπλουζ του Μέμφις Σλιμ, τα Ημερολόγια του Σεφέρη, ο Πόρτσια, ο Μπολάνιο, η ζωγράφος Πάουλα Ρέγκου, ο Ρινόκερος του Ιονέσκο, η Λένα Πλάτωνος, ο Ράσσελ και ο Βιτγκενστάιν, ένας μακρύς κατάλογος με ονόματα και αναφορές σε βιβλία, πίνακες, ταινίες. Ένας τέτοιος επισωρευτής δεδομένων με αφήνει αδιάφορο.

Κάποιος άλλος σίγουρα θα μιλούσε για ένα αφήγημα που αναπτύσσεται με την μορφή επάλληλων κύκλων, έτσι που κάθε επόμενος να περικλείει τον προηγούμενο. Την υπόθεση αυτή ίσως ενισχύει το πρώτο αφήγημα του βιβλίου: «Τις νύχτες η μνήμη του αναβοσβήνει σαν επιγραφή στο Λας Βέγκας. Καθισμένος στο γραφείο του, ακούει μουσικές που κάνουν τα παράθυρα της σκέψης του να τρίζουν και βαλσαμώνει λέξεις. Είναι ποιητής», διαβάζουμε στην πρώτη σελίδα. Ο αφηγητής –ή μήπως η αφηγήτρια;– ο οποίος παραμένει ανώνυμος, περιγράφει μια νυκτερινή συνάντησή του με τον γείτονά του και ποιητή Κοσμά Λ. Λίγο πριν το τέλος της ιστορίας κι ενώ ο Κ. Λ. έχει ήδη φύγει από το προσκήνιο, ο αφηγητής –ή η αφηγήτρια;– αλλάζει δίσκο στο πικάπ, δυναμώνει ελαφρώς τον ήχο και επιστρέφει στα χαρτιά του, «που υπέμεναν αδιαμαρτύρητα τις γρατζουνιές απ’ το μολύβι του». Βρίσκεται λοιπόν καθισμένος στο γραφείο του, να ακούει μουσικές που κάνουν τα παράθυρα της σκέψης του να τρίζουν και να βαλσαμώνει λέξεις. Η πρόταση δεν εμφανίζεται δεύτερη φορά στις σελίδες του βιβλίου αλλά ο απόηχός της αντηχεί στα αυτιά μας, επιτείνοντας την αίσθηση μιας αφήγησης κυκλικής που κλείνει και ανοίγει ξανά. «Φαντάστηκα», γράφει, «τον ποιητή του διπλανού διαμερίσματος νεκρό» και ίσως δίκαια κάποιος αναρωτηθεί αν πράγματι υπάρχει τοίχος που χωρίζει τα γειτονικά διαμερίσματα ή μήπως στη θέση του βρίσκεται ένας καθρέφτης και είναι ένας ο ήρωας της ιστορίας και όχι δυο;

Συνεπαρμένος από την ανακάλυψη ενός τέτοιου ερμηνευτικού κλειδιού ο αναγνώστης παραλλάσσει την έκβαση της ιστορίας εμμένοντας στα ευρήματά του. Θα αντιληφθεί ασφαλώς μια σχετική σύνδεση μεταξύ των οκτώ κεφαλαίων, η οποία δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό «σπονδυλωτό αφήγημα», οπότε εφησυχασμένος θα υπερασπιστεί ως το τέλος την θεωρία του περί επάλληλων κύκλων, την οποία θα κρίνει εμπνευσμένη και αρκούντως ποιητική. Παρασυρμένοι από τον ενθουσιασμό του ίσως να συμφωνήσουμε κι εμείς μαζί του.

Μπορεί η Γιαννάτου να στήνει διαρκώς παγίδες στους αναγνώστες, να διασκεδάζει με την φιλομάθειά τους και να περιπαίζει τις βεβαιότητές τους, κάτω ωστόσο από το παλίμψηστο των επεισοδίων και των περιστατικών, στον πυρήνα του βιβλίου εντοπίζεται, κατά τη γνώμη μου, μια αναζήτηση οντολογική, έστω κι αν οι πρωταγωνιστές διατρέχουν τις σελίδες μαθημένοι να επιβιώνουν «σαν τον Αρίωνα· καβάλα στη ράχη ενός βιβλίου», όπως εξομολογείται μια εξ αυτών. Υπό το πρίσμα αυτό, οι ήρωες της Γιαννάτου είναι άνθρωποι καθημερινοί που επέλεξαν μια γλώσσα και η γλώσσα αυτή τους υποβάλλει έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής και θανάτου. Αναγνωρίζοντας την μεταβλητή φύση του κόσμου τραμπαλίζονται αδιάκοπα, δοκιμάζοντας να περιγελάσουν ή ίσως να κατανοήσουν αυτήν την ίδια την αποσπασματικότητά τους και την  ρευστότητα  που τους περιβάλλει.  Συνθέτουν τελικά την χάρτινη ολότητά τους από στοιχεία φαινομενικά ασύνδετα που εδώ αποκτούν διαστάσεις μιας «αποκαλυπτικής» εμπειρίας. Ακόμα κι αν αγνοεί κάποιος τον τάδε συγγραφέα ή τον δείνα ζωγράφο που εμφανίζεται στις σελίδες του βιβλίου, η παράθεση ονομάτων ή καλλιτεχνικών επιτευγμάτων δεν είναι παρά μια φροντισμένη σπουδή για εκφραστική ακρίβεια, μια απόπειρα της συγγραφέως να ξανακαινουργιώσει τη γλώσσα αξιοποιώντας εντυπώσεις από όλο το φάσμα των αισθήσεων κι από κάθε γωνιά της μνήμης της – ή μήπως της μνήμης των ηρώων;

«Oι σταγόνες στο τζάμι του καφενείου μεταμόρφωσαν τη γέφυρα, σύμφωνα με τις επιταγές του πουαντιγισμού, σε γέφυρα του Κομπερβουά», γράφει η Γιαννάτου, υπονομεύοντας ανά πάσα στιγμή τέτοιες δοκιμές, καταλογίζοντάς τους θεατρινισμό ή εκζήτηση, ζωγραφίζοντας ωστόσο μια εικόνα του κόσμου της οποίας η ευκρίνεια ελάχιστα αλλάζει είτε γνωρίζεις είτε αγνοείς τον πίνακα του Ζώρζ Σερά και τις αισθητικές αναζητήσεις των μετα-ιμπρεσσιονιστών.

«Με το γράψιμο οικειοποιούμαι αναμνήσεις που δεν είναι δικές μου», εξομολογείται η Μαρία ή Μελάθη ή Μεθάρμη του βιβλίου, διευρύνοντας τις διαστάσεις του ιδιωτικού χωροχρόνου σε ένα σύμπαν απεριόριστων διαστάσεων. Οι ήρωες μοιάζει να μοχθούν αφ’ εαυτού να ξεκολλήσουν από τη λήθη και να αποκτήσουν υπόσταση, αψηφώντας τη διαμεσολάβηση της Γιαννάτου. Σε αυτή την ελευθερία, που επιτρέπει είτε επιβάλλει η συγγραφέας στους πρωταγωνιστές της, ίσως οφείλονται οι αφηγηματικές ανορθοδοξίες ή πιο σωστά οι αφηγηματικές ακροβασίες (η χαλαρότητα της πλοκής, οι πολλαπλές ταυτότητες των ηρώων, οι αμφισημίες), που συνιστούν τον μαγικό κόσμο του βιβλίου.

«Ο Κύριος Πηνελόπη θα μπορούσε να εκληφθεί και ως μια αντιστροφή της Μεταμόρφωσης του Κάφκα (“Όταν το ασημόψαρο ξύπνησε ένα πρωινό από όνειρο κακό, βρέθηκε στο κρεβάτι του μεταμορφωμένο σε ανήμπορο συγγραφέα”) ή, στη χειρότερη περίπτωση, θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως μέσο εξόντωσης ασημόψαρων», όπως μας υποδεικνύει η ίδια η συγγραφέας.

Κλείνοντας επιστρέφω στην αρχή. Υπάρχει μια ιδέα που υποβάλλει η Γιαννάτου σε κάθε σελίδα του Κύριος Πηνελόπη. Ακόμα και αν συμφωνήσουμε πως κάθε βιβλίο αναζητά και επιδέχεται αναμάρτητες αναγνωστικές προσεγγίσεις, αυτό δεν σημαίνει πως οι αναγνώστες είμαστε άμοιροι ευθυνών, ούτε αναμάρτητοι, ούτε αθώοι, αφού είναι βέβαιο ότι διαβάζοντας συχνά παρασυρόμαστε από ακηδία κι άλλες φορές από αναγνωστική λαιμαργία που δεν μας επιτρέπει να αφιερώσουμε την δέουσα προσοχή στο βιβλίο· άλλοτε πάλι υποκύπτουμε στη ζηλοφθονία, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που μας τυφλώνει η αλαζονεία, επιμένοντας σε μια εκδοχή, παραβλέποντας την πολυσημία των κειμένων. Μα ακόμα κι όταν έχουμε ήδη διαπράξει κάποιο ή και περισσότερα από τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα μένουμε μάλλον ατιμώρητοι, εκτός και αν η τιμωρία μας είναι να παραμένουμε εσαεί παθητικοί αναγνώστες, τυφλοί μπροστά στα μαγικά θέλγητρα των αφηγήσεων, και  κλείνοντας το βιβλίο να γυρίζουμε πλευρό και να κοιμόμαστε τον ύπνο του δικαίου μακάριοι, είτε να διαβάζουμε την φράση: «Είμαι μια Πηνελόπη που κεντάει, μια μαϊμού μπροστά στη γραφομηχανή της που γράφει ξανά και ξανά την ίδια ιστορία», και να μειδιούμε αμήχανοι.

 

info: Ελένη Γιαννάτου, Κύριος Πηνελόπη, Κίχλη

 

[1] Κατερίνα Σχινά, «Πλέκοντας και ξηλώνοντας λέξεις», Η Καθημερινή/ Τέχνες και Γράμματα, 12.8.2018.

[2] Διονύσης Μαρίνος, «Δυο νέες φωνές, δυο άλλοι κόσμοι», www.bookpress.gr, 16.10.2018.

[3] Έλενα Μαρούτσου, «Δύο ξεχωριστές φωνές», Εφημερίδα των Συντακτών, 1.9.2018.

[4] Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, «Αναμέτρηση με τις λογοτεχνικές πηγές», Το Βήμα/Βιβλία, 14.10.2018.

[5] Σπύρος Παύλου, «Κύριος Πηνελόπη», frear.gr, Ιούλιος 2018.

[6] Κατερίνα Σχινά, «Πλέκοντας και ξηλώνοντας λέξεις», Η Καθημερινή/ Τέχνες και Γράμματα, 12.8.2018.

Προηγούμενο άρθροΝίκος Ξένιος: γράφω για την ανθρώπινη αθλιότητα (συνέντευξη στην Γιούλη Αναστασοπούλου)
Επόμενο άρθροΣπαρταριστές ιστορίες συγγραφικής αυτο-σάτιρας (του Δημήτρη Φύσσα)

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. H ταξιδεύουν τα βιβλία η οι άνθρωποι που έχουν την καλοσύνη να τα μεταφέρουν. Που θα πάει Ο κύριος Πηνελοπη κάποτε θα συναντηθούμε. Διαβάζοντας το άρθρο του Νίκου Χρυσού θα ήθελα να είναι σύντομα.

Γράψτε απάντηση στο Rozmi Tzanos-Pahlisch Ακύρωση απάντησης

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ