της Κωνσταντίνας Κορρυβάντη
Στην εισαγωγή που υπογράφει η Ευαγγελία Κουλιζάκη στο βιβλίο Charles Dickens: Έκκληση στις έκπτωτες γυναίκες (εκδ. Sestina, 2021), μας συστήνει μία λιγότερο γνωστή πλευρά της κοινωνικής δράσης του συγγραφέα μεταφράζοντας μία επιστολή (Έκκληση στις έκπτωτες γυναίκες) κι ένα κείμενό του Ντίκενς (Ένα Σπίτι για τις άστεγες γυναίκες) με θέμα την ανάμειξή του στο εγχείρημα του Urania Cottage. Eνός οπωσδήποτε αντισυμβατικού για τα δεδομένα της εποχής καταφύγιου για τις στιγματισμένες γυναίκες της βικτοριανής νύχτας και του “great social evil” της δεκαετίας του 1850.
Το “μεγάλο κοινωνικό κακό” δεν ήταν άλλο από την πορνεία και την εικόνα εξαθλίωσης των γυναικών κυρίως στους δρόμους του Λονδίνου. Στην εισαγωγή της φροντισμένης έκδοσης της Sestina – που περιλαμβάνει και μερικές πολύ ωραίες εικόνες από εικονογραφήσεις των Luke Fields, Gustave Doré και άλλων – διαβάζουμε:
“Το 1857 υπήρχαν περίπου οκτώμισι χιλιάδες πόρνες γνωστές στην αστυνομία, αλλά ο πραγματικός αριθμός πρέπει να ήταν τουλάχιστον δέκα φορές μεγαλύτερος. Οι βικτοριανοί κατακεραύνωναν την πορνεία και οι απολύτως ανελαστικές αντιλήψεις τους όσον αφορά στη γυναικεία σεξουαλικότητα (την οποία αντιμετώπιζαν στην καλύτερη των περιπτώσεων, ως σύμπτωμα κάποιας μυστηριώδους νόσου που απαιτούσε θεραπεία) δεν τους επέτρεπαν να διακρίνουν κάτι άλλο πέρα από έναν επονείδιστο τρόπο ζωής”.
Ο Ντίκενς δεν στάθηκε αδιάφορος. Οραματίστηκε την ιδέα ενός ασφαλούς μέρους που θα ήταν λιγότερο “ίδρυμα” και περισσότερο “δομή φιλοξενίας” και προχώρησε στην υλοποίηση αυτής της πρωτοβουλίας που σόκαρε την βικτοριανή κοινωνία με την ουσιαστική και οικονομική υποστήριξη της στενής του φίλης και Βαρόνης Burdett-Coutts.
Ο Ντίκενς φιλοδοξούσε να μετατρέψει την Αγροικία της Ουράνιας Αφροδίτης στο Shepherd’s Bush λίγο έξω από το Λονδίνο σε ένα σπιτικό για τις παραστρατημένες και ηθικά έκπτωτες γυναίκες. Το Urania Cottage ξεκίνησε τη λειτουργία του το 1847 και παρέμεινε ανοιχτό για περίπου 15 χρόνια ανταποκρινόμενο στις κοινωνικές αντιξοότητες, την ακραία φτώχεια και δυστυχία, ώστε να μπορούμε να το αναγνωρίσουμε σήμερα ως μία εξωλογοτεχνική απόδειξη ντικενσιανού ακτιβισμού.
Στο φυλλάδιο που έγραψε και μοίρασε ο ίδιος ο Ντίκενς σε φυλακές, πτωχοκομεία και παράνομα στέκια για να διαφημίσει τη διέξοδο του Urania Cottage, σημείωνε: ”Ξέρεις τη ζωή στους κακόφημους δρόμους· γνωρίζεις τη σκληρότητα των ανθρώπων που συναναστρέφεσαι εκεί· […] Είσαι δακτυλοδεικτούμενη από τις άλλες γυναίκες, οι αξιοπρεπείς άνθρωποι σε περιφρονούν, τα παιδιά σε αποφεύγουν […] καταλήγεις συχνά φυλακισμένη – […] αν μάλιστα διαβάζεις αυτό το γράμμα πίσω απ’ τα κάγκελα, τότε η ζοφερή πραγματικότητα που περιγράφω εδώ δεν σου είναι άγνωστη”.
Γνωστή ήταν άλλωστε ήδη κι η αφοσίωση του Ντίκενς στην κοινωνική αλλαγή που θα έπρεπε να φτάσει στα φτωχά σπίτια, τα ορφανοτροφεία και τα δικαστικά μέγαρα, με τον τρόπο που σε πολλά από τα βιβλία του είχε ήδη εκφράσει ως συγγραφέας (Όλιβερ Τουίστ, Ντέιβιντ Κόπερφιλντ, Ζοφερός Οίκος). Τρόπο που κάποιοι από τους οξυδερκέστερους κατοπινούς κριτικούς του, όπως ο Έντμουντ Γουίλσον και ο Τζώρτζ Όργουελ είχαν χαρακτηρίσει ως ένα αινιγματικό κράμα ριζοσπαστικότητας και συντηρητισμού.
Για τους λάτρεις του Ντίκενς, πιστεύω πως ασκεί μεγάλη γοητεία η συνειδητή εξέλιξη του συγγραφέα από informer σε reformer του οποίου οι ενέργειες έχουν πραγματικό κοινωνικό αποτύπωμα, όπως επισημαίνουν οι αγγλόφωνοι σχολιαστές του έργου του κάνοντας χρήση αυτού του λεκτικού παιχνιδιού informer / reformer, για να περιγράψουν την στιγμή που ο συγγραφέας παύει απλώς να παρατηρεί την κοινωνική αδικία και να την υπογραμμίζει βρισκόμενος έξω από αυτήν, αλλά αποφασίζει να αποτελέσει μέρος της κοινωνίας και να πράξει.
Γράφει η Κουλιζάκη στην εισαγωγή της: “Η ιστορία του Σπιτιού φτάνει σε εμάς ως απόηχος ενός άλλου κόσμου – όχι επειδή η βικτοριανή περίοδος είναι μακρινή ή επειδή εκείνοι οι άνθρωποι, τα βάσανά, τα πάθη, οι μικρότητές τους έχουν χαθεί, αλλά επειδή η συνθήκη της τρικυμίας έχει χαθεί: η συνθήκη της τρικυμίας στο κεφάλι του Ντίκενς, χάρη στην οποία περιπλανιόταν τις νύχτες στο Λονδίνο και, στα πρόσωπα των εξαθλιωμένων πλασμάτων που συναντούσε εκεί, έβλεπε ρακένδυτες μαντόνες και νύμφες των πεζοδρομίων · της τρικυμίας που δεν σ΄αφήνει να αποστρέφεις το βλέμμα […]”.
Η τρικυμία αυτή ήταν μία αποστολή, ένας σκοπός. Στη πολυσέλιδη μελέτη The Novel of Purpose της Amanda Claybaugh (Cornell University Press, 2006) διαβάζουμε πως κατά τον 19ο αιώνα η Μεγάλη Βρετανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες μοιράζονταν μια ενιαία λογοτεχνική αγορά που συνέδεε τα μεταρρυθμιστικά κινήματα, καθώς και τη λογοτεχνία, των δύο εθνών. Τα γραπτά των υπερατλαντικών μεταρρυθμιστών -κατά της δουλείας και υπέρ του δικαιώματος ψήφου των γυναικών για παράδειγμα- έδωσαν στους μυθιστοριογράφους μια νέα αίσθηση σκοπού και τους ώθησαν στο να να εφεύρουν νέες λογοτεχνικές μορφές.
Το αποτέλεσμα, λέει η Claybaugh ήταν ένας ευδιάκριτος αγγλοαμερικανικός ρεαλισμός, στον οποίο οι μυθιστοριογράφοι, θεωρώντας τους εαυτούς τους μεταρρυθμιστές, προσπάθησαν να δράσουν για τους αναγνώστες τους αλλά και μέσω των αναγνωστών τους . Πράγματι, το αίτημα της κοινωνικής μεταρρύθμισης κυριάρχησε και πολλοί μυθιστοριογράφοι δανείστηκαν από ρεφορμιστικά κείμενα, παρόλο που οι ίδιοι ήταν δύσπιστοι για την ίδια τη μεταρρύθμιση. Ανάμεσά τους είναι μερικοί από τους σημαντικότερους συγγραφείς του αιώνα: Anne Brontë, Charles Dickens, George Eliot, Thomas Hardy, Henry James, Elizabeth Stoddard και Mark Twain. Η Claybaugh αφιερώνει στον Ντίκενς ένα ολόκληρο κεφάλαιο και δικαίως.
Το Σπίτι που εμπνεύστηκε ο Ντίκενς και στο οποίο ήταν ενεργά παρών για τα δώδεκα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του, έδωσε στέγη και δεύτερη ευκαιρία σε πολλές χαμένες ψυχές με όρους ανθρωπιάς και όχι υπεροπτικής φιλανθρωπίας. Γράφει ο Ντίκενς στο δεύτερο κείμενο που μεταφράζει η Κουλιζάκη για την έκδοση: “Ο σκοπός του Σπιτιού ήταν διπλός: πρώτον, να εμφυσήσει ελπίδα στις νεαρές γυναίκες που είχαν ήδη διαφθαρεί και εμπλακεί σε κατακριτέες, ίσως και αξιόποινες πράξεις · δεύτερον, να σώσει άλλες νεαρές γυναίκες που κινδύνευαν να βρεθούν σε παρόμοια κατάσταση, έτσι ώστε σε περίπτωση που έρχονταν αντιμέτωπες με την προοπτική του εγκλήματος, να είχαν την δυνατότητα να την απορρίψουν”.
Και παρακάτω αναφερόμενος στο προφίλ των γυναικών που φιλοξενήθηκαν στο Σπίτι, ο Ντίκενς λέει: “Από τον Νοέμβριο του 1853 έχουν γίνει δεκτές συνολικά πενήντα έξι κοπέλες. Δεν ανήκαν σε καμία συγκεκριμένη τάξη, μα ήταν αγαθές ραπτεργάτριες στα όρια της λιμοκτονίας, φτωχές ραπτεργάτριες που διέπραξαν κλοπές στα επιπλωμένα δωμάτια που διέμεναν […] κορίτσια από Σχολεία Απόρων […] ταλαιπωρημένες κοπέλες που κατέφυγαν στην Αστυνομία […] υπηρέτριες που αποπλανήθηκαν, δύο κοπέλες που βρέθηκαν υπό κράτηση επειδή αποπειράθηκαν να αυτοκτονήσουν”.
“Από αυτές τις πενήντα έξι¨, συνεχίζει ο Ντίκενς, “επτά έφυγαν αυτοβούλως […] δέκα εκδίωχθηκαν από το Σπίτι λόγω κακής διαγωγής, επτά το έσκασαν, τρεις ακολούθησαν το σχέδιο της μετανάστευσης, τριάντα (επτά από τις οποίες είναι τώρα παντρεμένες), κατά την άφιξή τους στην Αυστραλία ή όπου αλλού, βρήκαν αξιοπρεπή εργασία, έγιναν ευυπόληπτες”.
Στη μελέτη της Jenny Hartley:
(London: Methuen, 2008) μπορεί να διαβάσει κανείς αναλυτικά για πολλές περιπτώσεις νεαρών γυναικών που κατάφεραν να αλλάξουν δραστικά τη ζωή τους και να ανακτήσουν την αξιοπρέπεια και την αυτοκυριαρχία τους χάρη στο Urania Cottage.
Στο Σπίτι της Ουράνιας Αφροδίτης τα κορίτσια έφταναν με τη θέλησή τους, φορούσαν φορέματα σε ζωηρά χρώματα, υπήρχε κήπος όπου μπορούσαν να έχουν τα δικά τους λουλούδια, υπήρχε η δυνατότητα της εκπαίδευσης, υπήρχε ακόμη και πιάνο σε μία προσπάθεια ανασύνταξης ή και εφεύρεσης του εαυτού τους μακριά από τον φαύλο κύκλο του ατιμωτικού παρελθόντος και το στίγμα του περιθωρίου.
Ντίκενς είχε εξ αρχής αποφασίσει πως το Urania Cottage δεν θα ήταν ένα ακόμη ίδρυμα σωφρονιστικού χαρακτήρα ή άλλο ένα Magdalene Hospital για τον περιορισμό και τον εγκλεισμό των “αμαρτωλών” κοριτσιών του Λονδίνου. Το εγχείρημα σχολιάστηκε από την πρώτη στιγμή ως παράτολμο και εξαιρετικά κοστοβόρο, καθώς η καλή κοινωνία του Λονδίνου θεώρησε πως οι κοπέλες αυτές ούτε άξιζαν πολυτελείς παροχές ούτε και θα τις εκτιμούσαν. Ο Ντίκενς, όμως, κινήθηκε στο πρότυπο αντίστοιχων Σπιτιών φιλοξενίας στο Παρίσι που είχαν ήδη αποδείξει τη μεταμορφωτική τους δυνατότητα από το 1830. Ειδικά το πιάνο, σημειώνει η Κουλιζάκη, προκάλεσε τέτοιες αντιδράσεις, που όταν τις πληροφορήθηκε ο Ντίκενς έσπευσε να διαδώσει πως στο Σπίτι δεν θα υπάρχει ένα πιάνο, αλλά ένα πιάνο για κάθε κορίτσι.
Με αυτή την υπόσχεση, κάπου εδώ, κλείνει και το πρώτο HerStory του νέου έτους. Ένα πιάνο για κάθε κορίτσι, λοιπόν, ώστε όλες οι Emily, όλες οι Martha Endell και Rosa Dartle που σκιαγράφησε η ντικενσιανή μυθιστοριογραφία (και επέτρεψε η ανθρώπινη θηριωδία) να έχουν την καλύτερη δυνατή ενορχήστρωση της ζωής τους.
Κι ας κρατήσουμε τα λόγια του Ντίκενς κι όσα έγραφε στο τέλος της παρακλητικής του επιστολής:
Πίστεψέ με ότι είμαι και παραμένω, με κάθε ειλικρίνεια,
ΦΙΛΟΣ ΣΟΥ
—–