του Μανώλη Γαλιάτσου
Αν δεν ήταν το ντοκιμαντέρ μιας μυθοπλασίας θα ήταν η μυθοπλασία ενός ντοκιμαντέρ. Ίσως όμως να είναι η λογοτεχνία ως όνειρο, από κάποιον που είδε για πρώτη φορά τις εικόνες της σε άσπρο και μαύρο χρώμα και έτσι έγινε κινηματογραφιστής. Αλλά και το όνειρο της λογοτεχνίας, επίσης, δεν είναι η ποίηση των εικόνων της, όπως τις παράγουν οι λέξεις; Ίσως γι’ αυτό οι Υπέροχες Μέρες (Perfect Days, 2023) του Βιμ Βέντερς έχουν ελάχιστους διαλόγους. Γιατί είναι όλα τα παραπάνω μαζί, χωρίς τη χρεία κάποιας ειδικής φροντίδας για τη μεταξύ τους εξισορρόπηση. Προφανώς ο Βέντερς γνωρίζει πολύ καλά ότι οι εικόνες, απ’ τη φύση τους, διαθέτουν τη δυνατότητα να είναι την ίδια στιγμή περιγραφικές όσο και αφηγηματικές. Ο κινηματογράφος και η λογοτεχνία συναντιούνται στο σημείο εκείνο όπου η δεύτερη έχει ως ιδανικό της τη γραμμή αφετηρίας του πρώτου, χωρίς να υποχρεωθεί γι’ αυτό ν’ αλλάξει το μέσον του εκφραστικού της πεδίου: τις λέξεις. Εδώ όμως η πορεία έχει την ακριβώς αντίστροφη φορά. Ο Γερμανός κινηματογραφιστής δημιουργεί τις εικόνες του με την επιθυμία να τις επιστρέψει σ’ έναν αρχικό τόπο γέννησής τους, εξ ου και οι λογοτεχνικές του αναγωγές, μιας και ο κινηματογράφος σήμερα, με την έννοια της παντοκρατορίας παραγωγής εικόνων, μοιάζει να έχει μείνει χωρίς τα «αρχαϊκά» του ίχνη. Σκοτεινός και απόμακρος ή υπερβολικά φωτισμένος και πανταχού παρών, πράγμα που είναι σχεδόν το ίδιο, παραπαίει συχνά ανάμεσα στην πρωτοτυπία της τεχνολογικής του εξέλιξης και την απουσία του καταγωγικού του ιστού. Αυτόν τον αρχαϊκό τόπο αναζητά ο Βέντερς, ως σημείο εύρεσης και του δικού του εαυτού: Του κινηματογραφιστή δηλαδή ο οποίος, από τις αρχές της δεκαετίας του ’70, ανανέωσε, μαζί με τον συνεργάτη και φίλο του Πέτερ Χάντκε, τη θεματολογία, την οπτική, αλλά και τη συνολική θέαση και θεώρηση του κινηματογράφου σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, με ταινίες όπως: Η Αγωνία Του Τερματοφύλακα Πριν Από Το Πέναλτι (1972), Η Αλίκη Στις Πόλεις (1974), Στο Πέρασμα Του Χρόνου (1976), Ένας Αμερικανός Φίλος (1977- πρώτη συνάντησή του με τον μεγάλο «Αμερικανό φίλο» του, τον Νίκολας Ρέι- και στη συνέχεια το ντοκιμαντέρ για τον Ρέι, μέχρι το αμερικάνικο –και πάλι- όνειρό του να εκπληρωθεί με το υπερατλαντικό του ταξίδι: Χάμετ (1982) και Παρίσι, Τέξας (1984). Ενδιαμέσως Η Κατάσταση Των Πραγμάτων (1982) και η συνάντησή του με τον Σάμουελ Φούλερ. Ταξίδι στην Ιαπωνία για το Tokyo-Ga (1985) -το ντοκιμαντέρ-προσκύνημα για τον Γιασουχίρο Όζου- και ξανά Ευρώπη. Τα Φτερά Του Έρωτα (1987), Τόσο Μακριά, Τόσο Κοντά! (1992)… Και μετά, μια απ’ τις πιο παρατεταμένες απουσίες, παρ’ όλο που στην πραγματικότητα δεν έλειψε ποτέ – πάντα ήταν εδώ και έκανε τις ταινίες του. Φαινόταν όμως να έχει χαθεί το νήμα, η γενεσιουργός αιτία που διαμορφώνει τον χαρακτήρα ενός έργου.
Ο κύριος Χιραγιάμα είναι καθαριστής τουαλετών στο Τόκιο και ασκεί την εργασία του με συνέπεια και προσήλωση, αυστηρή σχολαστικότητα και αξιοπρέπεια. Οι υπέροχες μέρες του είναι απαράλλαχτες – και αυτό προφανώς έχει τη σημασία του: ο κύριος Χιραγιάμα έχει βρει τη θέση του σ’ αυτόν τον κόσμο, αυτό όμως δεν έχει να κάνει με την εργασία του αλλά με την ευχαρίστηση ότι ο ίδιος έχει επιλέξει για όσα θέλει να ζει. Νιώθει ευγνωμοσύνη και ικανοποίηση για την κάθε ημέρα, μακριά από μωροφιλοδοξίες και κοινωνικούς ανταγωνισμούς. Σε μιαν απρόβλεπτη συνάντηση με την κοινωνικά «ανώτερη», μεγαλοαστή –και, φυσικά αποστασιοποιημένη απ’ τον ίδιο- αδελφή του, όταν τον ρωτά αν αληθεύει ότι καθαρίζει τουαλέτες, της γνέφει καταφατικά μ’ ένα πλατύ χαμόγελο ανυπόκριτης περηφάνιας. Στο τέλος της συνάντησης, το μόνο που έχει να της «αντιτείνει» για το επιτιμητικό ύφος της είναι η προσφορά μιας ολόθερμης αγκαλιάς, όπου αυτή -πριν αποχωρήσει βιαστικά- δεν ξέρει τι άλλο να κάνει μέσα της απ’ το να παραμείνει παγωμένη, σαν μια πέτρινη, ή, όπως θα άρμοζε καλύτερα στην ομορφιά της, μαρμάρινη στήλη άλατος.
Ο άνθρωπος αυτός εκτελεί καθημερινά το ίδιο, πάντα, απαρέγκλιτο προσωπικό τελετουργικό: Σηκώνεται το πρωί, τακτοποιεί το επιδαπέδιο κρεβάτι του, χαιρετίζει, κατά την περίσταση, τον ήλιο ή τη βροχή, περιποιείται επιμελώς με το ψαλίδι το μουστάκι του και ξεκινά για τη δουλειά του. Επισκέπτεται τα δημόσια λουτρά για να καθαρίσει το σώμα του αλλά και το μικρό βιβλιοπωλείο της προτίμησής του για να προμηθευτεί τα προσεκτικά επιλεγμένα βιβλία του. Στις διαδρομές με το μικρό και κομψό φορτηγό του για την εργασία του, το βλέμμα του δεν παραλείπει κάθε φορά ν’ αφιερώσει το πιο μεγάλο του θαυμαστικό για το «Ουράνιο δέντρο του Τόκιο», την επιβλητική, ψηλόλιγνη φουτουριστική κατασκευή στην καρδιά της πρωτεύουσας. Ταυτόχρονα ακούει την αγαπημένη του μουσική από τις κάποτε ξεπερασμένες, ανεκτίμητης αξίας σήμερα, κασέτες του, σε μιαν εντυπωσιακή συνύπαρξη της σύγχρονης τεχνολογικής εξέλιξης με τον αναλογικό κόσμο, του καινούργιου με το παλιό, της πιο ρηξικέλευθης καινοτομίας με το πνεύμα της παράδοσης, αντίληψη τυπική ενός πολιτισμού των αφομοιωμένων αντιφάσεων και των αναπάντεχων εκπλήξεων. Και σε ποιους εμπιστεύεται την ψυχική ευφορία των ηχητικών του μεταβάσεων; Velvet Underground, Otis Redding, Kinks, Van Morrison, Rolling Stones, Animals, Patti Smith, Lou Reed στο Perfect Day, φυσικά. Στους ίδιους ακριβώς δηλαδή που προέτασσε -και για τους οποίους μιλούσε με πάθος- ο Βέντερς, ως επίδοξος κινηματογραφιστής και νεαρός ακόμη κριτικός κινηματογράφου.
Ο κύριος Χιραγιάμα αγαπά την ηρεμία της αρμονίας, χωρίς τις κίβδηλες σειρήνες των εντυπώσεων: η τάξη περισσεύει στη ζωή του, χωρίς αυτό διόλου να την κάνει πιο μονότονη. Οι λέξεις του είναι τόσο μετρημένες, ζήτημα αν φτάνουν τη μια μόλις στροφή, στη σχετική κλίμακα, πάνω από τα επίπεδα ενός κωφάλαλου. Οι πραγματικές συνομιλίες του συμβαίνουν αλλού και είναι βαθιά εσωτερικές, δεν χρειάζεται τη φωνή του για να τις εξωτερικεύσει: απαιτούν διαφορετικό μέσο έκφρασης. Η ιερή στιγμή στο ημερήσιο τελετουργικό του είναι όταν στο διάλειμμα της βάρδιας του κάθεται στο παγκάκι, για να νιώσει τη χαρούμενη κι ευφρόσυνη θαλπωρή καθώς κοιτάζει κι ακούει –και ενίοτε φωτογραφίζει- το θρόισμα των φύλλων από τ’ απέναντι δέντρα. Γι’ αυτό και τα πρωινά τον βλέπουμε να φροντίζει ως κόρη οφθαλμού τα νεαρά δενδρύλλια που διατηρεί σε μικρές γλάστρες με ευλάβεια στο σπίτι του. Στις ελεύθερες εργασίας μέρες του πηγαίνει τα ρούχα του στο πλυντήριο και περνάει να παραλάβει τις εκτυπώσεις των φωτογραφιών του. Πιο αργά επισκέπτεται -ίσως και χάριν της γοητευτικής ιδιοκτήτριάς του- το παλαιού τύπου ατμόσφαιρας μπαρ στο οποίο συχνάζει. Το κλίμα και η οικειότητα στην επαφή των θαμώνων μεταξύ τους, παραπέμπει στην –γνώριμη από την τελευταία καλλιτεχνική περίοδο του Όζου- εποχή της πρώτης μεταπολεμικής ανάπτυξης της χώρας. Όλη η αβρότητα και η θέρμη που μεταδίδει η σκηνή στο μπαρ, φαίνεται να είναι η σπονδή του Βέντερς στη μνήμη του αγαπημένου του Ιάπωνα κινηματογραφιστή, του Γιασουχίρο Όζου.
Τα βράδια, πριν κοιμηθεί, διαβάζει σελίδες από τα Άγρια Φοινικόδεντρα του Γουίλιαμ Φώκνερ. Στον ύπνο του βλέπει, «σκηνοθετεί», θα ‘λεγε καλύτερα κανείς, σε ασπρόμαυρο χρώμα τις σκιές των φύλλων, σαν να επρόκειτο για τις «καθαγιασμένες» εικόνες από κάποιο ζηλόφθονα φυλαγμένο διαμάντι του βωβού Γιαπωνέζικου κινηματογράφου. Οι εικόνες του, παραδόξως, είναι παλιές αλλά και νέες ταυτόχρονα πράγμα που ο Βέντερς φαίνεται να υπογραμμίζει με διακριτική ευκρίνεια. Το μόνο που τους λείπει είναι τα σημάδια από τις φιλμικές φθορές του χρόνου. Η φυσική αίσθηση του κυρίου Χιραγιάμα για τον αμετάβλητο πυρήνα της πραγματικότητας τον έχει οδηγήσει –άθελά του σχεδόν- στις πηγές του χρόνου, εκεί όπου η Τέχνη στην οποία αυθορμήτως ασκείται, ονειρεύεται ότι όλα ξαναγίνονται – κάθε στιγμή- απ’ την αρχή. Αυτό είναι το λησμονημένο μάθημα που επαναφέρει ο ήρωας της ταινίας στον δημιουργό της.
«Η άλλη φορά είναι η άλλη φορά. Το τώρα είναι τώρα», λέει στην ανιψιά του κατά το σύντομο διάστημα της επίσκεψής της. Ο κύριος Χιραγιάμα έχει την πρωταρχική αρετή του κινηματογραφιστή, να αντιμετωπίζει την πραγματικότητα ως φυσικό αξίωμα. Γι’ αυτό και ο Βέντερς τον κινηματογραφεί με την απλότητα του ανείπωτα οικείου, του συνηθισμένου σχεδόν, αλλά και με τη βαρύτητα που αποκτά η Τέχνη των εικόνων όταν μας αποκαλύπτει το φαινομενικά ασήμαντο μέσα από την ενδόμυχη όψη της πιο κρύφιας χειρονομίας του. Ο Βέντερς αντιλαμβάνεται στον ασκητικό κύριο Χιραγιάμα την ουσία ενός εν δυνάμει κινηματογραφιστή. Για την ακρίβεια, αντιλαμβάνεται ότι η αποψίλωση του ήρωά του από κάθε τι περιττό στη ζωή του είναι αυτή που τον οδηγεί στις πηγές των πραγμάτων. Ο κύριος Χιραγιάμα υπενθυμίζει στον Βέντερς τις αρετές της νιότης του – και ο Βέντερς του ανταποδίδει, πλήρης σεβασμού, την απεριόριστη εκτίμησή του. Λέω «του υπενθυμίζει», γιατί ασφαλώς τα Άγρια Φοινικόδεντρα θα ήταν ένα βιβλίο αναφοράς γι’ αυτόν, κατά τα χρόνια της εντατικής μάθησης, της νεανικής καλλιτεχνικής προετοιμασίας του. Ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, άλλωστε, ήδη από το 1967, στο Δύο Ή Τρία Πράγματα Που Ξέρω Γι’ Αυτήν, έχει κάνει την ειδική μνεία του στον Φώκνερ, δείχνοντάς μας το αναρίγισμα απ’ το ανάλαφρο αεράκι που φύσαγε ήπια στις φυλλωσιές των δέντρων, το καταφώτιστο απόγευμα εκείνης της μέρας.
Στην τελική σκηνή της ταινίας ο κύριος Χιραγιάμα ακούει τη Nina Simone να τραγουδά με σπαραχτική φωνή το Feeling Good και τα συναισθήματά του εναλλάσσονται, όμοια με μικρού παιδιού, σύμφωνα με τις διαρκείς τροπές της μουσικής. Οδηγεί με τα χέρια σταθερά στο τιμόνι, συγκρατημένα βουρκωμένος. «Είναι μια καινούργια αυγή, μια καινούργια μέρα. Είναι μια καινούργια ζωή για μένα. Και αυτός ο παλιός κόσμος είναι ένας καινούργιος κόσμος. Και νιώθω καλά», λέει το τραγούδι. «Η άλλη φορά είναι η άλλη φορά. Το τώρα είναι τώρα», λέει, όπως ειπώθηκε και πριν, ο κύριος Χιραγιάμα. Αλλά τι άλλο σημαίνει αυτή του η φράση; Σημασία δεν έχει ο χρόνος (στη γενικότητά του)· σημασία έχει η στιγμή.
Μετά κι απ’ τους τίτλους του τέλους, ο Βέντερς επιβεβαιώνει τα λόγια του ήρωά του, σημειώνοντας, ως επιστέγασμα των όσων είδαμε σε όλη την ταινία, μια γιαπωνέζικη λέξη: Κομορέμπι, για το παιχνίδι των φωτοσκιάσεων που κάνουν τα φύλλα όταν τρεμοπαίζουν στον άνεμο. Η αξία τους, υπογραμμίζει, έγκειται στο απολύτως ανεπανάληπτό τους, στην ξεχωριστότητα εκείνης ακριβώς της εντελώς μοναδικής στιγμής. Όπως συμβαίνει στο στιγμιαίο κλικ του φωτογραφικού φακού· ή στις συνεχόμενες, εξακολουθητικές στιγμές της κινηματογραφικής λήψης. Όπως στις στιγμές των τρεμάμενων φύλλων που αποτυπώνει ο κύριος Χιραγιάμα στα όνειρά του. Γι’ αυτό, τα βράδια στον ύπνο του, στέκεται πάνω απ’ τις πηγές του και βλέπει το θαύμα του καινούργιου κόσμου να εξελίσσεται μπροστά στα κλειστά –αλλά εντελώς ορθάνοιχτα- μάτια του. Πού τον οδηγούν αυτές οι πηγές; Μπορεί και σε κάποιο απόκρυφο Θέατρο σκιών -την πιο συγγενή Τέχνη με τον κινηματογράφο- της Άπω Ανατολής, που συναντάει κι αυτό τις αρχαίες ρίζες του. Ίσως για να βρει ξανά -και να μας φέρει πίσω- τη νεκρή σύζυγο του Κινέζου αυτοκράτορα, συντετριμμένος που θρηνεί τον αβάσταχτο χαμό της.
Στη συνάντησή του με τον καρκινοπαθή μελλοθάνατο, πρώην σύζυγο της ιδιοκτήτριας του μπαρ, παίζουν μαζί «το κυνήγι της σκιάς». Ο μελλοθάνατος θέλει να μάθει τα πάντα για τις σκιές, πριν την οριστική του «αναχώρηση»: Δυο σκιές μαζί δίνουν πιο σκοτεινό αποτέλεσμα απ’ ό,τι μία μόνη της; Ερώτηση κατάλληλη ίσως για κάθε νεαρό μαθητευόμενο σε εργαστήρι της Αναγέννησης, πάνω στην τεχνική του κιαροσκούρο. Ή, απλώς, το ερώτημα μιας εκκρεμούς μεταφυσικής αγωνίας, διατυπωμένο με κάποια ποιητική διάθεση σκωπτικού περιεχομένου.
Ο κινηματογράφος ήταν απ’ την αρχή το όνειρο του Θεάτρου σκιών. Αν η ευχή αυτή είχε πραγματοποιηθεί νωρίτερα, ο αυτοκράτορας της Κίνας δεν θα ήταν τόσο απαρηγόρητος. Οι σκιές αυτού του θεάτρου θεμελιώνουν την Τέχνη της ανάκλησης των ψυχών. Ας το πούμε καθαρά: Τα σπινθηρίσματα του φωτός μέσα από τα πυκνά φυλλώματα, είναι μια μετωνυμία της ζωής και του θανάτου. Αδιάψευστος μάρτυρας αυτής της αλήθειας η κινηματογραφική κάμερα. Κάθε καταγραφή της κάνει ακριβώς αυτό: συλλαμβάνει τον θάνατο «επί τω έργω». Στην Κατάσταση Των Πραγμάτων ο Βέντερς μας δείχνει ότι μπορεί ακόμα να τον συλλαμβάνει και επ’ αυτοφώρω. Για τον κύριο Χιραγιάμα, αυτός ο μετωνυμικός κόσμος είναι η δική του Δημιουργία. Μέσα της, όπως συμβαίνει με τα έργα της Τέχνης, ανακαλύπτει τα πράγματα -σημείο το σημείο και απ’ την αρχή τους κάθε φορά- στα μέτρα της δικής του καρδιάς. Εκεί όπου, πάντα, θάλλουν εντός του οι ψίθυροι των γερμένων φύλλων. Μέχρι τη μέρα που θα γίνει κι αυτός ένα με τους ανυποψίαστους ίσκιους των αδιατάρακτων, αγέρωχων δέντρων.
Υπέροχες Μέρες (Perfect Days, 2023), του Βιμ Βέντερς
.
Εξαιρετικά διεισδυτικό το άρθρο του κυρίου Μ. Γαλιάτσου για την “ΥΠΕΡΟΧΗ” ταινία
του Βέντερς !!!! Ευχαριστούμε
Ο κύριος Χιραγιάμα είναι όλα αυτά που σημειώνονται στο άρθρο, ωστόσο είναι και κάτι άλλο: είναι αόρατος. Κανείς και καμιά από τους χρήστες στις, υψηλού ντιζάιν, τουαλέτες δεν τον βλέπει. Εκτός από τον άγνωστο που παίζει μαζί του τρίλιζα, αόρατος και αυτός, και ο μόνος που γράφει ”ευχαριστώ”. Η ταινία είναι ένα καταπληκτικό σχόλιο για την ζωή στις μεγάλες, τεράστιες πόλεις.
Ο κύριος Χιραγιάμα είναι όλα αυτά αλλά και κάτι άλλο: ο άνθρωπος που έχει αφήσει πίσω όσα τα πίεσαν, έναν πατέρα που δεν θέλει να ξαναδεί, κάποια περιουσία, και συγχρόνως ανοίγει δρόμο επικοινωνίας με την νέα γενιά που ίσως θέλει κάτι άλλο από αυτό που της προσφέρεται.
Ναι, η ταινία είναι σπουδαία, αναρωτιέμαι πάντως πόσοι και πόσες από εμάς, βλέπουν πραγματικά τον άνθρωπο στις δημόσιες τουαλέτες ή /και πόσοι τον ή την καλημερίζουν.
Νίκη Τρουλλινού, πεζογράφος
Υπάρχει μια συγκινητική στιγμή: το μικρό παιδάκι που ενώ η μαμά του το τραβάει μακριά, γυρνάει και τον χαιρετάει.
Όσα αναφέρονται στα σχόλια είναι σωστά. Σε μια κριτική όμως δεν αναφέρονται τα πάντα, ίσως γιατί δεν πρέπει ν’ αναφερθούν τα πάντα, αυτό θα ακύρωνε το ίδιο το έργο. Αν κριτική σημαίνει ν’ αναπτύσσεις έναν “λόγο παράλληλο με αυτόν του κειμένου” (Ρολάν Μπαρτ), αυτό σημαίνει επίσης την αναγκαιότητα να κάνεις επιλογές. Προσωπικά επιλέγω ό,τι μου φαίνεται πιο “δυσδιάκριτο” αλλά που -κατά τη δική μου εκτίμηση- έχει ιδιαίτερη αξία και σημασία να φωτιστεί.