της Όλγας Σελλά
Χορταστική, ως προς τη διάρκεια, ήταν η θεατρική έναρξη της cult έδρας του Φεστιβάλ Αθηνών, στην Πειραιώς 260. Ο Πολωνός Κριστόφ Βαρλικόφσκι ήταν στη φετινή θεατρική αφετηρία, με μια 4ωρης διάρκειας παράσταση, βασισμένης σε τρία βιβλία του νομπελίστα, το 2003, Νοτιαφρικανού συγγραφέα Τζον Μάξγουελ Κουτσί (Τζ. Μ. Κουτσί όπως γράφεται συνήθως): στο «Ελίζαμπεθ Κοστέλο», στο «Moral Tales» και στο «Ένας αργός άνθρωπος», το πρώτο μυθιστόρημα που έγραψε ο Κουτσί μετά το Νόμπελ.
Με κεντρικό πρόσωπο τη φανταστική συγγραφέα Ελίζαμπεθ Κοστέλο, δηλαδή με κεντρικό θέμα τη δημιουργία, τη διαδικασία της, τις αγωνίες της, τα όριά της, τη σχέση του δημιουργού με τους ήρωές του, ο Κρ. Βαρλικόφσκι αγγίζει τα θέματα που θεωρεί κυρίαρχα και βασανιστικά στις σύγχρονες κοινωνίες: τη βάναυση συμπεριφορά των ανθρώπων απέναντι στα ζώα (η ηρωίδα του παραλληλίζει τα βαλσαμωμένα άλμπατρος με την κρυψώνα της Άννας Φρανκ), την αποξένωση των ανθρώπων, το έλλειμμα επικοινωνίας, τον τρόπο προβολής της τέχνης, το ολοένα και μεγαλύτερο αίσθημα της ήττας και του αδιεξόδου που νιώθουν οι άνθρωποι, τη φθορά, τα γηρατειά, το θάνατο, την αναζήτηση της αγάπης. Θέματα που κυριαρχούν και στα βιβλία του Τζ. Μ. Κουτσί φυσικά, θέματα που αναλαμβάνει η Ελίζαμπεθ Κοστέλο να αναδείξει, να επισημάνει, να σχολιάσει. Στην τεράστια σκηνή του Χώρου Δ της Πειραιώς 260 έχει στηθεί ένα σκηνικό απρόσωπο, αποστειρωμένο σχεδόν, ομοιόμορφο, χωρίς προσωπικά αντικείμενα, που δεν παραπέμπει πουθενά, δεν έχει ηλικία και ιστορία. Σα να ήθελε ο Βαρλικόφσκι να μη αποσπάται η προσοχή του θεατή από τα σκηνικά αντικείμενα, αλλά να εστιάζει στο λόγο και στη σκέψη του Κουτσί, έτσι όπως εκφέρεται από τους θαυμάσιους ηθοποιούς του.
Κι είναι πολλά αυτά που σχολιάζονται: «Είμαι ένα προϊόν» λέει η Κοστέλο και στη φράση της αποτυπώνεται ο τρόπος προβολής της τέχνης, το χρηματιστήριό της, οι σταρ της. «Έπεσα στην παγίδα του κλισέ και αμφιβάλλω αν η ιστορία θα το σταματήσει», λέει αλλού, φράση που δεν αφορά, ασφαλώς, μόνο τη διαδικασία της τέχνης. Μόνο που πολύ γρήγορα οι θεατές μπλέκονται στο γοητευτικό αλλά σύνθετο κείμενο του Κουτσί και πρέπει να παρακολουθούν (στην ουσία να διαβάζουν στους υπέρτιτλους) σκέψεις απολύτως μη θεατρικές (ή μη θεατροποιήσιμες) όπως η διάλεξη περί ρεαλισμού, ή η εκτενής αναφορά στον Κάφκα, παρότι αυτό το κομμάτι από μόνο του θα μπορούσε να είναι μια ξεχωριστή παράσταση: η «Αναφορά σε μια Ακαδημία» είναι παρούσα, όπως και οι «εξανθρωπισμένοι» πίθηκοί του, αλλά και φράσεις πολύ δηλωτικές, -«Ο κόσμος δεν θέλει ν’ ακούει πια για Κάφκα, αλλά για κάτι πιο προσωπικό» ή «Ο Κάφκα είναι άγρυπνος στα διαλείμματα, όταν εμείς κοιμόμαστε». Οπωσδήποτε επέμεινε ιδιαιτέρως ο Βαρλικόφσκι σ’ αυτό το σημείο, για να υπογραμμίσει την απόσταση που ήδη έχει η Ευρώπη από το πνεύμα του Διαφωτισμού, από τον πολιτισμό και την τέχνη παλαιότερων χρόνων. Όπως έθιξε μ’ έναν πολύ ιδιαίτερο και υπαινικτικό τρόπο το θέμα του Θεού, που έχει ιδιαίτερο έρμα στη χώρα του: «Προτιμώ ν’ αφήσουν το Θεό να υπάρχει, όπως ελπίζω εκείνος αφήνει εμένα να υπάρχω».
Ο Πολωνός σκηνοθέτης επέλεξε να μας φέρει αυτή τη φορά ένα αφηγηματικό θέατρο, με πολλούς συμβολισμούς και υπαινιγμούς, να μας υποβάλει σ’ έναν διαφορετικό ρυθμό από τον φρενήρη που επικρατεί –και στο θέατρο. Μόνο που αυτή η αφηγηματική φόρμα κούρασε πολύ, ήταν πολύ μπερδεμένη ανάμεσα σε πολλές αναφορές και συνδηλώσεις, απείχε πολύ από τη θεατρική δράση –συχνά έμοιαζε με θεατροποιημένη διάλεξη- με αποτέλεσμα πολλοί θεατές ν’ αποχωρήσουν στο διάλειμμα.
Όχι ότι δεν υπήρχαν στιγμές ιδιαίτερες, αναγνωρίσιμες του σκηνικού ύφους του Βαρλικόφσκι. Η συνύπαρξη της τεχνολογίας με τους ηθοποιούς (στο video wall που καταλάμβανε όλο το πλάτος της σκηνής στο Χώρο Δ) δημιούργησε εξαιρετικές εικόνες, κι αυτές συμβολικές και υπαινικτικές, αλλά ήταν και ο τρόπος που αρέσει στον Βαρλικόφσκι να ενώνει το παλιό με το σύγχρονο, παρότι «το θέατρό του δεν είναι ένα θέατρο εικόνας, είναι ένα θέατρο σχέσεων τραβηγμένων στα άκρα, έτοιμων να διαρραγούν», όπως γράφει ο κριτικός Ζωρζ Μπανού στο βιβλίο του «Οι ιστορίες του Οράτιου» (εκδ. Καστανιώτης).
Ναι, όλα κινήθηκαν γύρω από τις σχέσεις, άλλοτε ρητά κι άλλοτε άρρητα (σ’ εκείνη την τεράστια στενόμακρη τουαλέτα που ήταν χώρος απομόνωσης, καταφυγής, εκτόνωσης) ή σ’ εκείνη τη γυάλα-νησίδα της οικογένειας. Όλα κινήθηκαν γύρω από όσα ταλαιπωρούν, αγχώνουν, θλίβουν, μελαγχολούν τον άνθρωπο. Άλλωστε, όπως λέει ο Κουτσί μέσω της Ελίζαμπεθ Κοστέλο, «ο ρόλος του συγγραφέα είναι να κάνει τους άλλους να αισθάνονται». Και η αλήθεια είναι ότι αισθανθήκαμε περισσότερα πράγματα στο δεύτερο μέρος της παράστασης, όπου σε πρώτο πλάνο ήταν η φθορά, η σωματική αδυναμία, η εξάρτηση από άλλους, τα γηρατειά, η απομόνωση, η μοναξιά.
Ο Κριστόφ Βαρλικόφσκι καταπιάστηκε με κάτι δύσκολο, σύνθετο, εγκεφαλικό σχεδόν, που σε αρκετά σημεία απείχε από τη θεατρική δράση. Δεν ήταν από τις καλύτερες παραστάσεις του, αλλά ήταν μια παράσταση που μας χάρισε το γοητευτικό σύμπαν ενός κορυφαίου συγγραφέα και οπωσδήποτε τις θαυμάσιες ερμηνείες των ηθοποιών του Nowy Teatr. Και που μας έκανε να σκεφτούμε αν όλα τα λογοτεχνικά κείμενα μπορούν να γίνουν θέατρο.
Η ταυτότητα της παράστασης
Σκηνοθεσία: Krzysztof Warlikowski, Κείμενο: Krzysztof Warlikowski, Piotr Gruszczyński, Συνεργασία: Łukasz Chotkowski, Mateusz Górniak, Anna Lewandowska, Δραματουργία: Piotr Gruszczyński, Σκηνικά – Κοστούμια: Małgorzata Szczęśniak, Μουσική: Paweł Mykietyn, Σχεδιασμός φωτισμού: Felice Ross, Βίντεο – Animations: Kamil Polak, Καλλιτεχνικός συνεργάτης: Claude Bardouil, Μακιγιάζ: Monika Kaleta, Φωτογραφίες: Magda Hueckel
Παίζουν: Mariusz Bonaszewski, Magdalena Cielecka, Andrzej Chyra, Ewa Dałkowska, Bartosz Gelner, Małgorzata Hajewska-Krzysztofik, Jadwiga Jankowska-Cieślak, Maja Komorowska, Hiroaki Murakami, Maja Ostaszewska, Ewelina Pankowska, Jacek Poniedziałek, Magdalena Popławska
Παραγωγή Nowy Teatr
Συμπαραγωγή Schauspiel Stuttgart (Γερμανία), Festival d’Avignon (Γαλλία), Théâtre de Liège (Βέλγιο), La Colline – théâtre national Paris (Γαλλία), Les Théâtres de la Ville de Luxembourg, Malta Festival Poznań 2024 (Πολωνία), Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου