Ο Κουρασμένος της Ηδονής (της Βαρβάρας Ρούσσου)

0
346

 

της Βαρβάρας Ρούσσου

Το βιβλίο της Αλεξάνδρας Σαμουήλ ήταν πολυαναμενόμενο όχι μόνο από την εξαγγελία έκδοσής του αλλά ήδη από το 2011 που η ίδια ασχολήθηκε με τη συλλογή του Μεσολογγίτη με τίτλο Ο κουρασμένος της ηδονής, του 1926, και υπότιτλο Εξομολογήσεις σε ελεύθερους ρυθμούς υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για «ένα έργο αναντίρρητα μοντερνιστικό» με «όλα τα χαρακτηριστικά ενός νεοτερικού ποιητικού έργου» που διεκδικεί και πριν από τη συλλογή του Ντόρρου[1] τα πρωτεία της πρώτης μοντερνιστικής συλλογής σε ελεύθερο στίχο.[2]

Κατά συνέπεια η κριτική υποδέχθηκε με τον ανάλογο τρόπο την παρούσα έκδοση επισημαίνοντας τη συμβολή της στην ιστορία της μοντέρνας ελληνικής ποίησης και του ελεύθερου στίχου. Δεν θα επαναλάβω λοιπόν εδώ την αδιαμφισβήτητη σημασία του βιβλίου, την οποία απόλυτα συμμερίζομαι, για τη μελέτη των αναβαθμών και των ποικίλων εκφάνσεων του ελεύθερου στίχου συνδυαστικά και με το μοντερνισμό. Ομοίως παραλείπω στοιχεία για τον Μεσολογγίτη επειδή αναφέρθηκε σε αυτά ήδη η κριτική και αποτελούν πληροφορία που υπάρχει στο βιβλίο.

Η μελέτη αποτελείται εκτός από τον σύντομο Πρόλογο από τέσσερα μέρη: τη συλλογή Ο Κουρασμένος της ηδονής (σ. 13-36), τέσσερα πεζά (σ. 37-52), το επίμετρο της Σαμουήλ Ο ποιητής στην Πόλη. Βασίλης Μεσολογγίτης: Μια πρώιμη μοντερνιστική φωνή (σ. 53-90), το κεφάλαιο «Η Κριτική της εποχής» με παράθεση κριτικών (σ. 91-105) και τα αποσπάσματα από την αυτοβιογραφία του Μεσολογγίτη «Ενθυμήματα και εμπειρίες» (σ. 107-120).

Καθώς η Σαμουήλ δηλώνει (σ. 57 και σ. 67) στόχος της είναι να εναποθέσει ακόμη μια ψηφίδα στο μωσαϊκό της εποχής περί τα στιχουργικά/μετρικά πράγματα ώστε να αποκατασταθεί η εικόνα των ζυμώσεων της περιόδου και φυσικά να κατανοηθεί καλύτερα το έδαφος υποδοχής του ελεύθερου στίχου. Οι ποικίλες δοκιμές είναι περισσότερες από αυτές που έχουν καταγραφεί και περάσει στη συλλογική φιλολογική γνώση. Αποκαλύπτουν δε ένα δυναμικό ποιητικό πεδίο με πρωτότυπες παρουσίες αλλά και παλινωδίες, με δειλές και τολμηρότερες απόπειρες, ακόμα κι αν πρόκειται για συλλογές ή ποιήματα που δε βρίσκονται υψηλά την αξιολογική κλίμακα,.

Το τριάντα σελίδων επίμετρο ξεκινά με σύντομη πλην απόλυτα εύστοχη επιχειρηματολογία για την ανατροπή του μύθου σχετικά με τον ριζοσπαστισμό της καρυωτακικής στιχουργίας (σ.53-57), μια λανθασμένη βάση που στήριξε συχνά  μελέτες για το κλίμα της δεκαετίας του ’20, ως προπαρασκευαστικό για την έλευση του ελεύθερου στίχου. Ο Καρυωτάκης και οι ποιήτριες/ές της εποχής του δεν αποτέλεσαν μια ενιαία ομάδα: αρκετοί δεν μετακινήθηκαν από τις έμμετρες φόρμες ενώ άλλοι υιοθέτησαν ελευθερίες λιγότερο ρηξικέλευθες έως και συντηρητικές συγκριτικά με τις στιχουργικές/μετρικές ρήξεις προηγούμενων όπως π.χ. του Παλαμά ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα. Η Σαμουήλ, λοιπόν εκκινεί από το πεδίο, σημαντικό σε κάθε εποχή, (πολύ δε περισσότερο για περίοδο που προηγείται μιας έκρηξης), και απαραίτητη προϋπόθεση για την ένταξη της συλλογής του Μεσολογγίτη στο κλίμα της εποχής ώστε να διαφανεί ο πρωτοποριακός χαρακτήρας των ποιημάτων του.

Αν και η απόπειρα του Μεσολογγίτη κρίνεται «πιο νεωτερική από εκείνην του Καρυωτάκη» (σ. 57),  δεν ωραιοποιείται αλλά αντιμετωπίζεται στις πραγματικές της διαστάσεις στον άξονα της συγχρονίας της: «η προσπάθεια για την οποία θα μιλήσω δεν είναι ποιοτικά σημαντική, δεν μπορεί να συγκριθεί καλλιτεχνικά με την ποίηση του Καρυωτάκη» (σ. 57). Ωστόσο, στη βάση της αρχής  nihil minor in litteris, ως απαραίτητη προϋπόθεση γνώσης του λογοτεχνικού πεδίου στη σύνολη εικόνα του, χωρίς αποσιωπημένες πτυχές, η συλλογή ορθά γίνεται αντικείμενο μελέτης. Έτσι έχει απαντηθεί το πιθανό ερώτημα «προς τι λοιπόν να εξεταστεί αυτό το έργο;» όπως και προς τι να μετατοπιστεί η άνευ συνέχειας από τον Μεσολογγίτη πρώιμη απαρχή του ποιητικού μοντερνισμού. Η τάση της φιλολογίας να εστιάζεται συχνά σε μείζονα παραδείγματα υποβαθμίζοντας την παρουσία των «ελασσόνων» συχνά στρεβλώνει την εικόνα της λειτουργίας του λογοτεχνικού πεδίου. Η Σαμουήλ σε αυτή την εικόνα επιχειρεί, κατά το δυνατόν, να συνεισφέρει.

Ο Μεσολογγίτης πριν τη συλλογή του 1926 είχε εκδώσει άλλες δύο και στη δεύτερη, του 1923, υπό τον τίτλο Ο κήπος με τα ηλιοτρόπια, με πρόλογο του Τ. Άγρα, εναλλάσσει τον ελευθερωμένο με τον ελεύθερο στίχο. Η στιχουργική αυτή τακτική αποκαλύπτει την τάση του νεαρού (το 1923 είναι μόλις δεκαεπτά ετών) προς την απελευθέρωση του στίχου, όπως διαπιστώνεται από τον πρόλογο Άγρα, μέρη του οποίου παρατίθενται (σ.71-72), αλλά δεν αποτελεί πρωτοτυπία εφόσον τόσο ο παλαιότερος Παλαμάς, ο Σικελιανός αλλά και τα νέα ποιητικά πρότυπα (Καβάφης) κινούνται προς την ποικίλου βαθμού απελευθέρωση από μετρικούς κανόνες.[3]

Η τρίτη συλλογή του Μεσολογγίτη Ο κουρασμένος της ηδονής έχει «διαφορά μεγάλη» (σ. 74) από την προηγούμενη. Απαρτίζεται από εννέα μέρη και θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως σύνθεση, περιήγηση ενός μελαγχολικού, κυρίως νυχτερινού, flaneur, ενός παρατηρητή της ζωής. Ο προσδιοριστικός υπότιτλος «Εξομολογήσεις» υπογραμμίζει το χαρακτήρα των ποιημάτων και προϊδεάζει για τον τόνο της συλλογής ενώ ο τίτλος φαίνεται να αντλείται από τους στίχους «(Κάτι κινιέται μέσ’ την ψυχή μου. Κάτι που ο γρήγορος/κι ορμητικός έρωτας τού κούρασε τις κλειδώσεις)».

Η αντιμετώπιση του Κουρασμένου από τη σύγχρονή του κριτική δεν ήταν διόλου ενθαρρυντική, αντίθετα με τη συλλογή του 1923, ώστε να παροτρύνει τον φέρελπι ποιητή να συνεχίσει (σ. 74-75). Αντίθετα, τον έστρεψε στη σταδιακή υπαναχώρηση προς την αποδεκτή μετρική ελευθεριότητα και στην αποσιώπηση του Κουρασμένου της ηδονής. Η Σαμουήλ παραθέτει κριτικές κυρίως για τη δεύτερη συλλογή (σ. 70-74) αλλά και ανιχνεύει τις συνέπειες της απογοήτευσης του Μεσολογγίτη στην ποιητική του εξέλιξη (σ. 75).

Το εξαιρετικά ενδιαφέρον απόσπασμα που παρατίθεται (σ.77 και σ. 107-120) από την αυτοβιογραφία του Μεσολογγίτη αποκαλύπτει μια άλλη πλευρά των ζυμώσεων στο λογοτεχνικό χώρο τη μεταιχμιακή δεκαετία του 1920-30 και εγείρει ερωτήματα για τον τρόπο που και ο ίδιος ο Μεσολογγίτης αντιμετώπιζε τη συλλογή του 1926 συγκριτικά με εκείνην του 1923.

Η Σαμουήλ τοποθετεί τον Μεσολογγίτη πλάι στον ελευθερόστιχο Παπατσώνη  που έξι χρόνια πρωτύτερα δημοσιεύει «σε πραγματικό ελεύθερο στίχο» (σ. 59) και είχε συμπεριληφθεί στις ανθολογίες Άγρα και Γιοφύλλη (1922) και στον Καβάφη με τον ελευθερωμένο στίχο, δυο ωστόσο ποιητές με σταθερά μοντερνιστική πορεία, χωρίς υπαναχωρήσεις. Η ποίηση του Μεσολογγίτη στην περίοδο 1923-26 ίσως θα άξιζε να συσχετιστεί και με εκείνην του Αναστάσιου Δρίβα που κινείται σε μια ταλάντωση από τον ελευθερωμένο στίχο, σε κάποιες περιπτώσεις αρκετά τολμηρό, στην έμμετρη ποίηση, με μικρές ενίοτε παραβιάσεις ενώ επιχειρεί και ένα μοντερνιστικό άνοιγμα, όχι ωστόσο τολμηρό.

Η ποιητική σύνθεση του Μεσολογγίτη απαρτίζεται από μια σειρά διαρκώς εναλλασσόμενων εικόνων που ισορροπούν μεταξύ λυρισμού και ρεαλιστικής απόδοσης. Αν και η έννοια του θανάτου είναι παρούσα σε κάποια μέρη, ένα κλίμα ασαφούς και αόριστης θλίψης χωρίς άμεσα ορατή αιτία χαρακτηρίζει τη συλλογή.  Ο εξωτερικός κόσμος συστοιχεί με την εσωτερική διάθεση όπου γίνεται συνεχής χρήση των γνωστών από την ποίηση της εποχής συμβόλων. Τα φυσικά στοιχεία υπερτερούν και ως λεξιλόγιο. Η βροχή, ένα σταθερό λεκτικό μοτίβο, τα δέντρα, το φεγγάρι, οι σκιές παντού, η ερήμωση, η απουσία άλλων ανθρώπων που επιβάλλει τη μοναξιά του υποκειμένου φαίνονται να προσεγγίζουν την αισθητική και την τροπικότητα των (μετά)συμβολιστών.

Σε αυτό το περιβάλλον ενοφθαλμίζονται στοιχεία νεωτερικά -λεξιλογικά και θεματικά-. Η αίσθηση του τέλους της εποχής όπου κυριαρχούσε η φύση και η εξοχή υποβάλλεται σε στίχους όπως: «Κι’ απ’ την ψυχή μου κάτι ξεφεύγει και κυλάει/ προς τη φωτισμένη Πόλη,/» που υποδηλώνουν την έλξη του άστεως ενώ η εξοχή ακυρώνεται με σκληρά ρεαλιστική έκφραση.

Η παρουσία εικόνων και λεξιλογίου (πεζοδρόμια, υπόνομοι, τραίνα, σήραγγες, ηλεχτρικά, μπαρ, άσφαλτος/ασφαλτωμένοι δρόμοι) που αντλούν από την αστική θεματική δεν είναι ωστόσο πρωτοφανής. Αρκετοί μεσοπολεμικοί ποιητές στρέφονται στη θεματική της πόλης (Παπανικολάου, Άγρας κ.ά) καθώς εγκλιματίζονται σταδιακά στον αστικό χώρο και απομακρύνονται από την ύπαιθρο, χωρίς να αποκόπτονται τελείως.[4] Η Σαμουήλ ωστόσο επισημαίνει ότι «Κανένας άλλος ποιητής στον τόπο μας πριν από τον Μεσολογγίτη δεν έδωσε μια εικόνα της σύγχρονης μεγαλούπολης όπως αυτός…» (σ. 67). Αναμφίβολα υπάρχουν λέξεις, στίχοι και εικόνες «αντιποιητικές» που διαφέρουν από τη ρητορική της ποίησης του μεσοπολέμου, όπως: «μ’ ένα ήρεμο τσαφ, η μια πίσ’ απ’ την άλλη θα σκορπίσουν.», «φωτισμένο αχνά απ’ τα νυσταγμένα ηλεχτρικά/ που χάσκουν στις γωνίες.», «Λες κ’  αμολύθηκεν σε κάποιο κάμπο/ένα κοπάδι αγριεμένες γάτες/που το φεγγάρι τούς λεκιάζει το τρίχωμα,». Ωστόσο, τα ποιήματα αυτά δεν αφήνουν την ένταση που αποδίδεται με την ποίηση του Ντόρρου λίγο αργότερα.

Φαίνεται ότι το καινοφανές στη συλλογή είναι ένα πρώιμο μοντερνιστικό στοιχείο συναρθρωμένο κάπως με ποιητικά μοτίβα που ανάγονται στη μετασυμβολιστική ποίηση. Το ερώτημα που μπορεί να τεθεί είναι εάν πράγματι η συλλογή αποτιμάται ως «ένα έργο αναντίρρητα μοντερνιστικό», με έμφαση στο «αναντίρρητα». Για τον όποιο δισταγμό μάλλον λειτουργεί η διαπίστωση της Σαμουήλ: «για την ελληνική κριτική τα όρια ανάμεσα στη συμβολιστική και τη νεωτερική ποίηση της δεκαετίας του 1920 δεν είναι πάντοτε ευδιάκριτα.» (σ. 59).

Εξετάζοντας πάντως τη συλλογή από στιχουργική άποψη, συγκριτικά π.χ. με τον Καρυωτάκη αναμφίβολα ο Μεσολογγίτης εμφανίζεται προωθημένος και αυτό όπως είδαμε, επισημαίνεται εξαρχής.

Στα ποιήματά του βιβλίου η παρουσία ρυθμικών σχημάτων είναι μικρή σε βαθμό που επιτρέπει να υποθέσουμε τον απρόθετο χαρακτήρα τους. Συχνότερη είναι η περίπτωση στίχων που ξεκινούν έμμετρα («Στα δέντρα καταστάλαξεν όλη η νυχτερινή φρικίαση») για να συνεχίζουν άμετρα ή η περίπτωση ετερόμετρων στίχων. Η όποια εμμετρότητα δε χρησιμοποιείται εμπρόθετα για επίταση της ρυθμικότητας την οποία ο Μεσολογγίτης δε φροντίζει συστηματικά ούτε και με εναλλακτικούς τρόπους (παρηχήσεις, επαναλήψεις, δομικές ή λεκτικές αντιθέσεις, παραλληλισμούς κλπ) παρά μόνο συμπτωματικά. Ο στίχος διατηρείται αλλά σε μια διαρκή τάση ακύρωσής του: ο συνεχής πεζολογικός τόνος, η διατήρηση της στίξης, η παρουσία τελείας ακόμη και εντός ολιγοσύλλαβων στίχων επιβάλλοντας διπλή παύση -εκείνην της τελείας και την άλλη του τέλους στίχου- επιχειρεί να ακυρώσει τη δυναμική του στίχου ως ρυθμικής μονάδας.

Εντέλει, τα κριτήρια για την ένταξη  της συλλογής του Μεσολογγίτη στο πρώιμο μοντερνισμό αφορούν τόσο στο περιεχόμενο όσο και στον ελεύθερο στίχο. Συνεπώς, κατά τη γνώμη μου, για το δεύτερο από αυτά, τον ελευθερόστιχο χαρακτήρα θα έλεγα ότι ισχύει η πρωτοπορία του Μεσολογγίτη.

Τα επιχειρήματα για το μοντερνιστικό χαρακτήρα της συλλογής κατατίθενται με σαφήνεια (σ. 59-60) και αναπτύσσονται με τρόπο πειστικό παράγοντας επιπλέον νέα ερωτήματα, ειδικότερης φύσης που δεν έχουν θέση στο παρόν κείμενο. Νομίζω ότι, όπως έχει φανεί στα παραπάνω, η μεθοδικότητα της Σαμουήλ που μελέτησε τη συλλογή του Μεσολογγίτη και συγκριτικά με το ευρύτερο μοντερνιστικό πλαίσιο και βέβαια η βαθιά γνώση της για τα στιχουργικά/μετρικολογικά ζητήματα[5] όσο και τα ερωτήματα και η συζήτηση που παράγονται από το βιβλίο της και συντείνουν σε επαναξιολόγηση του λογοτεχνικού πεδίου της εποχής το ανάγουν σε ιδιαίτερης σημασίας μελέτημα.

[1] Πρόκειται για τη συλλογή του Θεόδωρου Ντόρρου Στου γλυτωμού το χάζι Παρίσι 1930 που γίνεται κυκλοφορεί στην Αθήνα από τις αρχές του 1931

[2] Αλεξ. Σαμουήλ, «Ο ποιητής στην Πόλη. Βασίλης Μεσολογγίτη: μια πρώιμη μοντερνιστική φωνή», στο Νεοελληνική λογοτεχνία και κριτική από το Διαφωτισμό έως σήμερα. Πρακτικά ΙΓ΄ Διεθνούς Επιστημονικής Συνάντησης Μνήμη Π. Μουλλά εκδ. Σοκόλη Αθήνα 2014, 675-686: 677

[3] Η πρώτη του συλλογή του 1922 με τίτλο Σποραδικά και υπότιτλο Τραγούδια 1921-22 περιέχει ποιήματα σε σπασμένο δεκαπεντασύλλαβο, πάλι μια διάθεση ποικιλίας και διαφυγής από την αυστηρή επαναληπτικότητα της έμμετρης ποίησης. Βλ. Α. Σαμουήλ, ό.π., σ. 682 και κυρίως Χρ. Σταματοπούλου-Βασιλάκου, ό.π. όπου και κριτικές για τη συλλογή αυτή που την αποτιμούν γενικά θετικά.

[4] Βλ. Β. Ρούσσου, «Ο χώρος στη μεσοπολεμική ποίηση: η μετάβαση από τη φύση στο άστυ» στο Η Νεοελληνική Λογοτεχνία στον Μεσοπόλεμο. Ιστορική και φιλολογική προσέγγιση. Πρακτικά Συνεδρίου (Πύργος Ηλείας 14-16 Μαΐου 2010) επιμ. Αθ. Θ. Φωτόπουλος, Πύργος 2012, σ. 389-401.

[5] Θυμίζω το βιβλίο της Ο Παλαμάς και η κρίση του στίχου Νεφέλη 2007 αλλά αξίζει να ανατρέξει κανείς στις πρωτότυπες θεματικές των άλλων βιβλίων της.

 

Β. Π. Μεσολογγίτης, Ο κουρασμένος της ηδονής (εξομολογήσεις σ’ ελεύθερο ρυθμό). Φιλολογική επιμέλεια-Επίμετρο Αλεξάνδρα Σαμουήλ, Κίχλη 2022

Προηγούμενο άρθροΓια την «Αριστερή μελαγχολία» της σύγχρονης ποίησης (Ευσταθία Δήμου)
Επόμενο άρθροΟ Καβάφης μέσα από τις λέξεις των άλλων , σε 20 + 1 γλώσσες του κόσμου

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ