του Θανάση Αγάθου (*)
Το μυθιστόρημα του Βαγγέλη Ραπτόπουλου Ανέγγιχτη (Κέδρος, 2022), «εμπνευσμένο από τη ζωή και το έργο του Νίκου Καζαντζάκη, συχνά πιστό αντίγραφό τους» (σ. 341), όπως ο ίδιος ο συγγραφέας εξομολογείται στο σημείωμα που παρατίθεται στο τέλος της έκδοσης, εγγράφεται σε μιαν ευρύτερη τάση του δημιουργού του να συνομιλήσει με το έργο παλαιότερων ομοτέχνων του: θυμίζω το μυθιστόρημα Η απίστευτη ιστορία της Πάπισσας Ιωάννας (2000), επανεγγραφή του αριστουργήματος του Εμμανουήλ Ροΐδη, που εκφράζει τον προβληματισμό του συγγραφέα πάνω στο ζήτημα της μητριαρχίας, και το μυθιστόρημα Μοιρόλα3 (2014), σύγχρονη παραλλαγή του Παραμυθιού χωρίς όνομα της Πηνελόπης Δέλτα. Αν προχωρήσουμε στην αρχαία ελληνική γραμματεία, μπορούμε να εντάξουμε στην ίδια ομάδα και το μυθιστόρημα Αρχαία συνταγή: Ηρόδοτος, Ηράκλειτος, Λουκιανός (2006), μια πρωτότυπη σύνθεση βασισμένη σε επτά ιστορίες του Hροδότου, πέντε διαλόγους του Λουκιανού και σαράντα αποσπάσματα από τον Hράκλειτο.
Αυτό που διαφοροποιεί την Ανέγγιχτη από τις προηγούμενες περιπτώσεις είναι ότι εδώ ο Ραπτόπουλος δεν ανοίγει διάλογο με ένα συγκεκριμένο πεζογράφημα του νεοελληνικού λογοτεχνικού κανόνα ή με μια ομάδα εμβληματικών συγγραφέων του αρχαιοελληνικού σύμπαντος, αλλά με το σύνολο του έργου του Νίκου Καζαντζάκη, του πιο επιδραστικού, του πιο διάσημου Έλληνα συγγραφέα του εικοστού αιώνα, ενώ ταυτόχρονα αντλεί υλικό από το πολυσυζητημένο μυθιστόρημα Άνθρωποι και Υπεράνθρωποι (1957) της πρώτης συζύγου του, της σημαντικής πεζογράφου και θεατρικής συγγραφέως Γαλάτειας Καζαντζάκη.
Για την ακρίβεια, το μυθιστόρημα Ανέγγιχτη ξεκινά με την ηρωίδα Μελίνα, μιαν ηλικιωμένη συγγραφέα, να εκφράζει την πρόθεσή της να γράψει ένα νέο αυτοβιογραφικό έργο, που θα ανασκευάζει πολλά αρνητικά σημεία του προηγούμενου αυτοβιογραφικού της βιβλίου, που είχε τον τίτλο Ο υπεράνθρωπος από την Κρήτη και επικεντρωνόταν στην οδυνηρή εμπειρία της συμβίωσής της με τον πρώτο σύζυγό της, τον διεθνώς καταξιωμένο συγγραφέα Αλέξανδρο Καστρινάκη, που έχει φύγει από τη ζωή. Το κείμενό της λοιπόν δεν είναι το ίδιο το βιβλίο, αλλά οι σημειώσεις που κρατά για αυτό το βιβλίο, που ελπίζει να γράψει πριν το αναπόφευκτο βιολογικό τέλος της.
Η Μελίνα, βέβαια, παραπέμπει στη Γαλάτεια Καζαντζάκη, ο Αλέξανδρος Καστρινάκης αντανακλά τον Νίκο Καζαντζάκη και ο υποψιασμένος αναγνώστης διακρίνει την παιγνιώδη διάθεση του Ραπτόπουλου να αλλάξει ονόματα, χαρακτήρες, τίτλους έργων και γεγονότα και τη συνειδητή απόπειρά του να κάνει όλο και πιο δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας. Υπό αυτό το πρίσμα ο Άγγελος Σικελιανός μετονομάζεται σε Χριστόφορο Εμμανουηλίδη και ο Ζορμπάς σε Ζέρβα, η Ελένη Σαμίου γίνεται Ρέα Σταματίου και η Ραχήλ Λιπστάιν γίνεται Ρουθ Λιχτενστάιν, ο Στυλιανός Αλεξίου γίνεται Μηνάς Αναστασίου και η Έλλη Λαμπρίδη Σοφία Φωτιάδη, το μυθιστόρημα Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά γίνεται Νίκος Ζέρβας, ο Έλληνας, η Αναφορά στον Γκρέκο τιτλοφορείται εδώ Η Κρητική Ματιά, το Ο Χριστός ξανασταυρώνεται βαφτίζεται Πρόσφυγες, ο Φτωχούλης του Θεού τιτλοφορείται εδώ Αδελφός Θάνατος κ.ο.κ.
Κεντρικός άξονας της αφήγησης της Μελίνας/Γαλάτειας είναι η προσπάθειά της να εξερευνήσει τους λόγους για τους οποίους ο γάμος της με τον Αλέξανδρο/Νίκο παρέμεινε «λευκός» και η ίδια «ανέγγιχτη» ερωτικά, παρά το γεγονός ότι πριν από τον γάμο οι δυο τους είχαν ολοκληρωμένες σεξουαλικές σχέσεις. Με δεδομένο ότι ο πρώην σύζυγός της αγωνίστηκε σε όλη του τη ζωή να μετουσιώσει τη σάρκα σε πνεύμα και βρισκόταν μονίμως σε έναν επώδυνο αγώνα αναζήτησης του θείου, η Μελίνα, αφού διευκρινίζει ότι στο επίκεντρο του νέου της βιβλίου «θα βρίσκεται η σύγκρουση ανάμεσα στη γυναίκα και στον Θεό» (σ. 11), αρχίζει την πρωτοπρόσωπη αφήγησή της: περιγράφει τα παιδικά και εφηβικά χρόνια του Αλέξανδρου, την προβληματική σχέση του με τον αυταρχικό, μισογύνη πατέρα του, την αντισυμβατική ερωτική σχέση Μελίνας και Αλέξανδρου, την ελεύθερη συμβίωσή τους στην Αθήνα, την ιδιόρρυθμη, σχεδόν μακάβρια τελετή του γάμου τους στην εκκλησία του νεκροταφείου του Ηρακλείου, τον βασανιστικό και ταπεινωτικό για την ίδια γαμήλιο βίο τους και τις σχέσεις του Αλέξανδρου με διάφορες άλλες γυναίκες, μεταξύ των οποίων και η Ρέα, αυτή που αργότερα έγινε η δεύτερη σύζυγός του. Ταυτόχρονα, ενσωματώνονται στην αφήγηση αποσπάσματα από μυθιστορήματα του Αλέξανδρου (που, σε ορισμένες περιπτώσεις παραλλάσσουν, με μικρές διαφορές, αντίστοιχα αποσπάσματα από τα γνωστότερα μυθιστορήματα του Καζαντζάκη), αλλά και επιστολές και ημερολογιακές καταγραφές του Αλέξανδρου, υλικό που προέρχεται από το βιβλίο Αναζητώντας τον Θεό της δεύτερης συζύγου του συγγραφέα (που, με τη σειρά του, παραπέμπει στο βιβλίο της Ελένης Καζαντζάκη Ο ασυμβίβαστος).
Στη δημιουργική επεξεργασία αποσπασμάτων από μυθιστορήματα του Καζαντζάκη τη μερίδα του λέοντος κατέχουν Ο τελευταίος πειρασμός (στο μυθιστόρημα του Ραπτόπουλου Θεάνθρωπος) και Ο Καπετάν Μιχάλης (το οποίο μετονομάζεται από τον Ραπτόπουλο στο Ο Δράκος), δύο κείμενα σαφώς πρόσφορα για μελέτη υπό το πρίσμα των σπουδών φύλου. Τα δύο σχετικά κεφάλαια τιτλοφορούνται «Η πόρνη» και «Ευνουχισμένος», είναι ευφυώς τοποθετημένα στη μέση του βιβλίου και ανασυνθέτουν στην πρώτη περίπτωση το επεισόδιο της επίσκεψης του Ιησού στη Μαγδαληνή και της απόπειράς του να της ζητήσει συγγνώμη για τον ερωτικό αποκλεισμό που της επέβαλε και την οδήγησε στην πορνεία και στη δεύτερη περίπτωση το επεισόδιο του ευνουχισμού του Νουρήμπεη (που στην Ανέγγιχτη μετονομάζεται σε Χουσεΐν Μπέη)· και τα δύο συνδέονται από τη Μελίνα με τη ανύπαρκτη ερωτική ζωή της με τον Αλέξανδρο μετά τον γάμο τους και τον μεταγενέστερο αστικό μύθο περί σεξουαλικής ανικανότητάς του. Στην ίδια κατεύθυνση, αξιοποιείται, επίσης, ένα κομβικό απόσπασμα από την Αναφορά στον Γκρέκο (Κρητική Ματιά, κατά Ραπτόπουλο), όπου περιγράφεται η τυχαία συνάντηση του συγγραφέα με μια νεαρή κοπέλα, σε έναν κινηματογράφο της Βιέννης, την εποχή που αυτός ανακαλύπτει τον βουδισμό, και η παραμόρφωση του προσώπου του, η προσβολή του από τη «νόσο των ασκητών», άμεση συνέπεια της προσπάθειάς του να απωθήσει την έντονη σαρκική επιθυμία που του γεννά η συγκεκριμένη γυναίκα.
Μια άλλη ενδιαφέρουσα διάσταση του μυθιστορήματος του Ραπτόπουλου είναι οι αξιολογικές κρίσεις που εμφανίζεται να εκφέρει η Μελίνα/Γαλάτεια για το έργο του Καστρινάκη/Καζαντζάκη: θεωρεί ότι ως θεατρικός συγγραφέας ήταν μάλλον αποτυχημένος, γιατί «αντιμετώπιζε τα θεατρικά του έργα περισσότερο ως προπαγανδιστικά εργαλεία και λιγότερο ως έργα τέχνης» (σ. 236), ενώ στην προσπάθειά της να ερμηνεύσει την τεράστια αλλά καθυστερημένη διεθνή αναγνώριση του (πεζογραφικού, πρωτίστως) έργου του, ισχυρίζεται ότι πέρα από την πολύτιμη συνδρομή της δεύτερης συζύγου του, που υπήρξε μια αληθινή προωθητική μηχανή του έργου του, καθοριστικό ρόλο έπαιξε η επιλογή του να εκμεταλλευτεί λογοτεχνικά την κωμική φλέβα του στα υστερότερα –και πλέον δημοφιλή– μυθιστορήματά του, με αποτέλεσμα να κατορθώσει ο συγγραφέας «να συλλάβει και να εκφράσει την αίσθηση της ίδιας της ζωής, με την πληρότητα που χρειαζόταν για να εξυψωθεί το έργο του και να λάμψει σε παγκόσμια κλίμακα» (σ. 290).
Το εύρημα της ανασκευής του προηγούμενου βιβλίου της λειτουργεί και ως αφορμή για να προβεί η Μελίνα σε μιαν ειλικρινή, νηφάλια ενδοσκόπηση του εαυτού της. Στη δύση της ζωής της η ηρωίδα, πρότυπο αντισυμβατικής, απελευθερωμένης και άκρως ερωτικής γυναίκας στη νεότητά της, ομολογεί ότι το προηγούμενο, εντελώς απομυθοποιητικό για την προσωπικότητα του πρώην συζύγου της, βιβλίο της περιείχε «λοιδορίες και αδικίες» (σ. 11) και εμφανίζεται μονίμως να παλινδρομεί μεταξύ της περιφρόνησης και της τρυφερότητας που αισθάνεται για αυτόν και το μοντέλο ζωής που πρεσβεύει. Ταυτόχρονα υποστηρίζει ότι ο ερωτικός ασκητισμός που της επέβαλε ο Καστρινάκης από τη στιγμή που παντρεύτηκαν υποδαύλισε την ψυχασθένειά της και της γέννησε τη σκληρή επιθυμία της εκδίκησης, ενώ αυτό που κυριολεκτικά την κάνει να χάνει τον έλεγχο είναι η ιδέα ότι ο πρώην σύζυγός της είχε ερωτικές σχέσεις με άλλες γυναίκες μετά από εκείνην (σ. 225).
Το αν πραγματικά η Γαλάτεια Καζαντζάκη είχε αντίστοιχα συναισθήματα μετά την έκδοση του μυθιστορήματος Άνθρωποι και υπεράνθρωποι και τον θάνατο του Καζαντζάκη δεν μπορούμε, βέβαια, να το γνωρίζουμε, όπως δεν είμαστε σε θέση να ξέρουμε τη μορφή των σχέσεων που είχε ο Καζαντζάκης με τις γυναίκες που πέρασαν από τη ζωή του. Δεν έχει, άλλωστε, ιδιαίτερη σημασία. Ο Ραπτόπουλος χρησιμοποιεί όλο αυτό το τέχνασμα για να αποτίσει έναν εντελώς προσωπικό φόρο τιμής στον Καζαντζάκη, τον συγγραφέα ο οποίος, κατά δική του ομολογία, τον έχει στοιχειώσει από τα εφηβικά του χρόνια (σ. 342). Η Ανέγγιχτη είναι η αποκρυστάλλωση της εντρύφησης του Βαγγέλη Ραπτόπουλου στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη, το δημιούργημα ενός σύγχρονου συγγραφέα που είναι φανερό ότι αγαπά τον παλαιότερο ομότεχνό του και τον θεωρεί «οικουμενικό Έλληνα» (σ. 341) και «παράδειγμα προς μίμηση» (σ. 341), αλλά και ένα μυθιστόρημα χωρίς παρωπίδες, που είναι σε θέση να αντιμετωπίσει με κριτική διάθεση και σκεπτικισμό ορισμένες πτυχές του Καζντζάκη. Πέρα, ωστόσο, από τον ευφυή διάλογο με το έργο του Καζαντζάκη αλλά και τη Γαλάτεια, όπως αποκαλύπτεται μέσα από το Άνθρωποι και υπεράνθρωποι, ο Ραπτόπουλος δεν χάνει το προσωπικό του συγγραφικό στίγμα ούτε ξεχνά τις εμμονές που χαρακτηρίζουν τη δημιουργική του πορεία: προβαίνει για μιαν ακόμη φορά σε μιαν ευφάνταστη μείξη των λογοτεχνικών ειδών, μπολιάζει το χιούμορ, την παρωδία και τον σαρκασμό με την ευαισθησία και την ενσυναίσθηση, πλάθει στέρεους χαρακτήρες που βιώνουν πολύπλοκες συναισθηματικές καταστάσεις, διερευνούν τη σεξουαλικότητά τους και αισθάνονται εγκλωβισμένοι μέσα στο δυσλειτουργικό οικογενειακό πλέγμα και βρίσκει την ευκαιρία, μέσα από το παράδειγμα της σκληρής σχέσης του Αλέξανδρου/Νίκου και της Μελίνας/Γαλάτειας, να θίξει το θέμα, το οποίο, όπως παραδέχεται ο ίδιος στο σημείωμα του τέλους του βιβλίου, τον ταλανίζει εδώ και χρόνια, «τον παράδεισο και την κόλαση της λαγνείας» (σ. 341).
Με την Ανέγγιχτη ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος όχι μόνον «έκαμε το χρέος του» προς τον αγαπημένο του συγγραφέα, αλλά και έδωσε ένα από τα ωριμότερα μυθιστορήματά του.
(*) Ο Θανάσης Αγάθος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Βαγγέλης Ραπτόπουλος, Ανέγγιχτη, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2022, 344 σελ.