Της Νίκης Κώτσιου.
Δέκα χρόνια χρειάστηκε ο Καζούο Ισιγκούρο για να γράψει το νέο του μυθιστόρημα « Ο Θαμμένος Γίγαντας», μια θαυμαστή παραβολή για τη μνήμη, την αγάπη και την απώλεια, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ψυχογιός, σε ωραία μετάφραση της συγγραφέως Αργυρώς Μαντόγλου . Ο Ιάπωνας συγγραφέας που από μικρός ζει στην Αγγλία και γράφει στα αγγλικά είναι ήδη καταξιωμένος παγκοσμίως και βλέπει κάθε καινούριο του βιβλίο να εκτοξεύεται στη λίστα των μπεστ-σέλερ, ενώ τα δύο πιο γνωστά έργα του, τ’ «Απομεινάρια μιας Μέρας»(βραβείο Booker) και το «Μη μ’αφήσεις ποτέ» (αμφότερα από εκδόσεις Καστανιώτη), έχουν ήδη γίνει ταινίες με λαμπρούς συντελεστές.
Ο Ισιγκούρο γεννήθηκε το 1954 στο Ναγκασάκι, όπου και πέρασε τα πρώτα πέντε χρόνια της ζωής του, πριν η οικογένειά του εγκατασταθεί στην Αγγλία. Ωστόσο, έχει πολιτογραφηθεί ευρωπαίος-βρετανός συγγραφέας δείχνοντας την προτίμησή του σε θέματα «δυτικού» τύπου, που αντλούν από τη δυτική παράδοση και αρδεύονται από την ευρωπαϊκή ιστορία. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα είναι τ’ Απομεινάρια μιας Μέρας, με πρωταγωνιστή έναν μπάτλερ-ενσάρκωση μιας παλαιού τύπου ιδανικής «βρετανικότητας»(τον υποδύθηκε μοναδικά ο Άντονι Χόπκινς στην ταινία του Τζέιμς Άιβορι), που, κάνοντας απολογισμό της ζωής του, αποτιμά πτυχές της βρετανικής ιστορίας, όπως τις έζησε εκ του σύνεγγυς στην οικία του φιλοναζί αριστοκράτη, όπου εργαζόταν επί σειρά ετών. Το τέλος του πολέμου φέρνει και το τέλος της αποικιοκρατίας μαζί με τον ταχύ εξαμερικανισμό της κοινωνικής ζωής που, για τον μπάτλερ, δεν μπορεί να σημαίνει παρά μόνο παρακμή.
Όμως, η ευρωπαϊκή οπτική του Ισιγκούρο φαίνεται και στο έτερο μείζον έργο του «Μη μ’ αφήσεις ποτέ», μια μελλοντολογική δυστοπία με θεολογικό προβληματισμό,(έργο «επιστημονικής φαντασίας», θα λέγαμε), που εκτυλίσσεται και πάλι στη Βρετανία, με πρωταγωνιστές μια παρέα ειδικά κλωνοποιημένων από το κράτος παιδιών, προορισμένων να πεθάνουν αφού πρώτα δώσουν τα όργανά τους ώστε να χρησιμοποιηθούν σε μεταμοσχεύσεις κανονικών πολιτών. Πέρα από τα στενά ζητήματα βιο-ηθικής, το έργο διερευνά τη θνητότητα και τα όρια της ανθρώπινης ελευθερίας, για να διαπιστώσει πόσο ασφυκτικό είναι το πλαίσιο μέσα στ’οποίο καλείται να υπάρξει το ανθρώπινο πλάσμα και πόσο περιορισμένες είναι τελικά οι επιλογές του. Διαβάζοντας το βιβλίο, καταλαβαίνει κανείς ότι οι κλώνοι-πρωταγωνιστές βρίσκονται ενώπιον των ίδιων διλημμάτων που τίθενται επιτακτικά και στους κανονικούς ανθρώπους, όταν έρχεται η ώρα να αναμετρηθούν με κρίσιμα ερωτήματα ζωής και θανάτου.
Στο καινούριο του βιβλίο, που φλερτάρει και πάλι με τη «λογοτεχνία του φανταστικού» αξιοποιώντας αρκετά στοιχεία του είδους (κάποιοι μάλιστα έσπευσαν να μιλήσουν για έναν καινούριο Τόλκιν), ο Ισιγκούρο επιχειρεί μια αλλαγή οπτικής στρεφόμενος σε ένα παμπάλαιο μυθικό παρελθόν. Ο «Θαμμένος Γίγαντας» εκτυλίσσεται στη μεσαιωνική Βρετανία της εποχής του βασιλιά Αρθούρου αλλά δεν παύει να επαναφέρει, να αναπτύσσει και να επεξεργάζεται υπό διαφορετικό πρίσμα πάγια θέματα, ανησυχίες και μοτίβα αγαπητά στο συγγραφέα. Πρωταγωνιστεί ένα γηραιό ζευγάρι, ο Αξλ και η Μπέατρις, που αποφασίζει να πραγματοποιήσει ένα μακρύ και αβέβαιο ταξίδι στην ενδοχώρα, προκειμένου να επανασυνδεθεί με έναν εξαφανισμένο γιο, που δεν έχει αφήσει και πολλά ίχνη πίσω του. Στο δρόμο, το ζευγάρι διασταυρώνεται με μια σειρά από περίεργα μυθικά πλάσματα, όπως ξωτικά, στοιχειά και δράκους αλλά συγχρόνως αποκτά φίλους και πολύτιμους συνοδοιπόρους. Ανάμεσα στους φίλους συγκαταλέγεται ο Σάξωνας πολεμιστής Γουίνταν, ο μικρός Έντουιν, ένα δωδεκάχρονο παιδί δαγκωμένο από δράκο που ο Αξλ και η Μπέατρις παίρνουν αμέσως υπό την προστασία τους και ο σερ Γκαουέϊν, ένας σπαρταριστός τύπος γηραιού ,ξεπεσμένου ιππότη που, σαν άλλος δον Κιχώτης, τριγυρνά με το γέρικο άλογό του τον Οράτιο και, μολονότι καταπονημένος, δεν παύει να μπλέκεται σε εξωφρενικές περιπέτειες. Οι οδοιπόροι διασχίζουν άγονες εκτάσεις γης, περνούν από εχθρικά χωριά, στοιχειωμένα κάστρα και καταραμένα μοναστήρια έχοντας να αντιμετωπίσουν απερίγραπτες δυσκολίες και εμπόδια που δυσχεραίνουν το δρόμο και θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή τους.( Το μοναστήρι που περιγράφεται στο «Θαμμένο Γίγαντα» ενίοτε θυμίζει κάτι από την ατμόσφαιρα που ανέδιδε το «Όνομα του Ρόδου», αν και τα συμφραζόμενα είναι εδώ διαφορετικά.) Όλα αυτά συμβαίνουν λίγο μετά το θάνατο του βασιλιά Αρθούρου, όταν στη χώρα επικρατεί μία επισφαλής ειρήνη μεταξύ Βρετανών και Σαξώνων αλλά ήδη επικρέμαται η απειλή ενός καινούριου πολέμου ενώ τα ποικίλα τέρατα που παρεπιδημούν στην ύπαιθρο, κάνουν ακόμη περισσότερο εφιαλτική τη ζωή των ανθρώπων.
Κυρίαρχο σύμπτωμα της γενικευμένης παθογένειας είναι η θεαματική απώλεια ατομικής και συλλογικής μνήμης, που εκδηλώνεται πάνω σε μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού προκαλώντας ανάμεικτα αισθήματα. Όχι μόνο οι πρωταγωνιστές,o Aξλ και η Μπέατρις, αλλά ολόκληρη η κοινότητα υποφέρει από μια γενική αμνησία και ζει σε ένα καθεστώς επιβεβλημένης λήθης, που, όπως μαθαίνουμε, οφείλεται στη βαριά ανάσα της δράκαινας Κουερίγκ. Από τη δράκαινα ξεκινάει αυτή η μολυσματική λησμονιά, που δεν επιτρέπει την ανάκτηση της μνήμης , σ’ αυτήν οφείλεται και η πυκνή ομίχλη που σκεπάζει τον ουρανό. Ζώντας ένα διάλειμμα ειρήνης μετά από αλλεπάλληλους πολέμους , οι άνθρωποι του «Θαμμένου Γίγαντα» μοιάζουν ωφελημένοι από την αναγκαστική λήθη, γιατί έτσι λυτρώνονται από μίση και διχόνοιες που ειδάλλως θα οδηγούσαν σε νέες συρράξεις. Από την άλλη, η σχεδόν ολική απουσία μνήμης δεν τους επιτρέπει να έχουν πρόσβαση σ’ένα συνεκτικό αίσθημα προσωπικής ταυτότητας και συγχρόνως τους αποστερεί την ιστορική συνείδηση. Τα ξέφτια από αχνές, αδιευκρίνιστες αναμνήσεις που διασώζονται μέσα τους και βγαίνουν κατά καιρούς στην επιφάνεια, θολώνουν ακόμη περισσότερο την ήδη αποδιοργανωμένη και ομιχλώδη εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους και τον κόσμο. Η εμπειρία του Ναγκασάκι, γενέτειρας του Ισιγκούρο, σίγουρα έχει διαμορφώσει τον προβληματισμό του πάνω στην ιστορική συνείδηση και τη διαχείριση του «τραύματος» και της ιστορικής μνήμης μέσα από την άρνηση, την αποσιώπηση και την απώθηση.
Απέναντι στη φθορά, την αμνησία και την παρακμή, ο Αξλ και η Μπέατρις δεν έχουν να αντιτάξουν παρά μόνο την πιστή και αφοσιωμένη αγάπη που αμοιβαία τους ενώνει ως συζύγους, μαζί με την ευγένεια και τη φυσική καλοσύνη που τους χαρακτηρίζει. Συζυγική αγάπη και βαθιά ανθρωπιά είναι τα φυλαχτά τους και με αυτά θωρακίζονται απέναντι στο παντοειδές κακό που τους περικυκλώνει, χωρίς όμως να κάμπτει το φρόνημά τους. Μολονότι καταβεβλημένοι από το γήρας και την κακουχίες, έχουν αποφασίσει να φτάσουν μαζί μέχρι το τέλος της διαδρομής, όσο επώδυνη κι αν είναι, όσες δοκιμασίες κι αν τους επιφυλάσσει. Οι δυο γηραιοί σύζυγοι διασχίζουν ένα τοπίο Αποκάλυψης παραπαίοντας αλλά διαρκώς υποβαστάζοντας ο ένας τον άλλο, κι αυτή είναι η κυρίαρχη εικόνα που δίνει συνοπτικά το στίγμα ενός βιβλίου που μοιάζει να γράφτηκε για να υμνήσει τη συζυγική αγάπη. Ο «Θαμμένος Γίγαντας» κινείται συνεχώς ανάμεσα σε δύο πόλους: από τη μια η απογοήτευση που προκαλεί ο υπό κατάρρευση κόσμος, και από την άλλη το ιδιωτικό όραμα των καλών ανθρώπων για μια συλλογική αναγέννηση αλλά και για μια ζωή λυτρωμένη από τον πόνο, τη μοναξιά και το πένθος. Είναι φορές που η ατμόσφαιρα και το κλίμα από τις εικόνες ολέθρου φέρνουν στο νου ένα άλλο σπουδαίο βιβλίο, το «Δρόμο» του Κόρμακ Μακάρθυ(Καστανιώτης), όπου ένας πατέρας με το μικρό του γιό, ανυπεράσπιστοι και αβοήθητοι μετά από μια μεγάλη αδιευκρίνιστη καταστροφή, όπως περίπου ο Αξλ και η Μπέατρις, πορεύονται προς το άγνωστο μέσα σε σκηνικά κινδύνου και ερήμωσης προσπαθώντας να βρουν το δρόμο προς τη θάλασσα.
Η αφήγηση στο «Θαμμένο Γίγαντα» είναι απλή, ευθύγραμμη, σε τρίτο πρόσωπο και παρακολουθεί αναλυτικά τη μετακίνηση του ζευγαριού και τους διαδοχικούς σταθμούς του περιπετειώδους ταξιδιού. Σε πολλές περιπτώσεις, ο λόγος παραχωρείται στα ίδια τα πρόσωπα που διαλέγονται εκτενώς μεταξύ τους και μας πληροφορούν απευθείας για τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τις διαθέσεις τους. Τα μεγάλα διαλογικά μέρη, με τον αδιαμεσολάβητο χαρακτήρα τους, προσδίδουν μια έντονη αίσθηση θεατρικότητας και αναζωογονούν την αφήγηση. Ένας κάποιος στόμφος που υπάρχει στα λεγόμενα αναδίδει το παλαιϊκό άρωμα μιας ξεχασμένης ιπποτικής εποχής, βυθισμένης μέσα στο χρόνο. Τα παραμυθικά στοιχεία δίνονται με τρόπο υποβλητικό παράγοντας μια μαγική ατμόσφαιρα. Ο κόσμος που περιγράφεται είναι μανιχαϊστικός, διαιρεμένος απόλυτα σε δυνάμεις του καλού και του κακού, που ανταγωνίζονται μεταξύ τους ανελέητα. Οι πρωταγωνιστές πλαισιώνονται από συμμάχους και αντιμάχους, που συμβάλλουν στην προώθηση μιας πλούσιας, καταιγιστικής δράσης. Τα πολύχρωμα νήματα της αφήγησης υφαίνουν συναρπαστικές εικόνες, που δύσκολα ξεχνιούνται.
INFO: Καζούο Ισιγκούρο: Ο Θαμμένος Γίγαντας, μτφρ. Αργυρώ Μαντόγλου, σελ.440, εκδ. Ψυχογιός, 2015