Ο Ιησούς ως ιστορικό πρόσωπο (του Παναγιώτη Τσιαμούρα)

0
278

 

του Παναγιώτη Τσιαμούρα(*) 

 

Ο Πιέρο Μαρτινέτι (1872-1943) δίδαξε θεωρητική και ηθική φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Μιλάνου. Υπήρξε ένας από τους ελάχιστους ακαδημαϊκούς δασκάλους που αρνήθηκαν να ορκιστούν πίστη στον φασισμό – και ο μοναδικός καθηγητής φιλοσοφίας (1931). Στην απόφασή του αυτή δεν επικαλέστηκε καμιά ιδεολογία και καμιά πολιτική πεποίθηση παρά μόνο τη συνείδησή του. Μετά το γεγονός αυτό απομακρύνθηκε από το πανεπιστήμιο και οδηγήθηκε σε υποχρεωτική συνταξιοδότηση και από την άνοιξη του 1932 μέχρι τον θάνατό του θα αφιερωθεί αποκλειστικά στις προσωπικές φιλοσοφικές μελέτες του, αποσυρμένος στην εξοχική του κατοικία λίγο έξω από το Τορίνο. Στην είσοδο του σπιτιού είχε αναρτήσει μια πινακίδα που έγραφε: «Πιέρο Μαρτινέτι, αγροκαλλιεργητής». Επρόκειτο για ένα μικρό σπίτι μέσα στα δέντρα, δίχως την παραμικρή σύγχρονη άνεση. Απουσίαζε ακόμη και η ξυλόσομπα, διότι φοβόταν μήπως λόγω κάποιας κακοτυχίας καταλήξει στις φλόγες η μοναδική περιουσία του, η βιβλιοθήκη του, μία από τις μεγαλύτερες ιδιωτικές βιβλιοθήκες στην Ιταλία της εποχής. Εκεί έζησε έντεκα χρόνια, μέσα «στο αμπέλι» του, μαζί με τις «κότες» και τις πολυάριθμες «γάτες» του, ακολουθώντας έναν σπαρτιάτικο τρόπο ζωής: ξυπνούσε πολύ νωρίς το πρωί, χειμώνα καλοκαίρι, έπεφτε νωρίς το βράδυ, έγραφε όρθιος και καθόταν μονάχα όταν έπρεπε να συμβουλευτεί κάτι ή να διαβάσει. Αραιά και πού δεχόταν την επίσκεψη κάποιου πιστού φίλου ή μαθητή του που επιθυμούσε να συμβουλευτεί τον ίδιο ή τη βιβλιοθήκη του.

O Μαρτινέτι καταπιάστηκε ιδιαίτερα με το μεταφυσικό-θρησκευτικό ζήτημα και τη σχέση μεταξύ φιλοσοφίας και θρησκείας και εναντιώθηκε στον θετικισμό και στον εγελιανό ιδεαλισμό. Βαθιά επηρεασμένος από την ανατολική φιλοσοφία, τον Καντ και τον Σοπενχάουερ, κράτησε πάντα κριτική στάση απέναντι σε κάθε μορφή δογματισμού, απ’ όπου και αν προερχόταν, και η σκέψη του είναι διαποτισμένη με μια βαθιά θρησκευτικότητα η οποία εν πολλοίς φέρει μέσα της τη διδασκαλία του Πλωτίνου και τις ιδέες του Σπινόζα. Μεταξύ των κυριότερων έργων του αξίζει να μνημονευτούν τα: Il sistema Sankhya (1897)· Introduzione alla metafisica. I, Teoria della conoscenza (1904)· Breviario spirituale (1923) και La libertà (1928).

Κατά τη δεκαετία του 1930 η τριλογία που ο Μαρτινέτι αφιέρωσε στον χριστιανισμό: Gesù Cristo e il cristianesimo, Ragione e fede. Introduzione ai problemi religiosi και Il Vangelo θα προκαλέσει την οργή του Βατικανού και θα τεθεί στον Πίνακα των απαγορευμένων βιβλίων της Αγίας Έδρας, καθώς ήταν καταφανώς στραμμένη εναντίον κάθε θεσμικής εκκλησίας, και κυρίως εναντίον του καθολικισμού.

Πριν λίγες εβδομάδες κυκλοφόρησε η ελληνική μετάφραση ενός εκ των τίτλων της τριλογίας, Το ευαγγέλιο, το οποίο, αφήνοντας κατά μέρος τα μυθικά και δογματικά στοιχεία σχετικά με τη μορφή του Ιησού, επιδιώκει να οργανώσει το ευαγγελικό υλικό με έναν ορθολογικό τρόπο: με δυο λόγια η ορθολογική προσέγγιση των ευαγγελίων και του Ιησού είναι εκείνο που εδώ προτείνεται. Όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, είναι πολύ παράξενο το γεγονός ότι, ενώ σε όλες τις άλλες έρευνες και σε όλα τα άλλα προβλήματα της ζωής ο ορθός λόγος αποτελεί το ύψιστο κριτήριο και την πλέον εξέχουσα ανθρώπινη ικανότητα, και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό ώστε ωθούμαστε να θεωρούμε πως η αξιοπρέπεια του ανθρώπου συνίσταται στον ορθολογικό χαρακτήρα του, αυτός αποκλείεται από την πραγμάτευση των θρησκευτικών ζητημάτων με το αιτιολογικό ότι πρόκειται για αναρμόδιο κριτή, ή καλύτερα ότι συνιστά πηγή σφαλμάτων και εκτροπών. Έτσι ενώ, όταν διαβάζουμε ότι τον Ρωμύλο και τον Ρώμο τούς θήλαζε μια λύκαινα, αμέσως σκεφτόμαστε ότι πρόκειται για ιστορία που ανήκει στη σφαίρα του θρύλου, δεν σκεφτόμαστε το ίδιο για τον κατακλυσμό του Νώε και ακόμη λιγότερο τολμάμε να θέσουμε υπό αμφισβήτηση τη θαυματουργό γέννηση του Ιησού, την ανάστασή του και τα θαύματά του. Ωστόσο μονάχα η ιστορική πραγματικότητα του Ιησού επιτρέπει να κατανοήσουμε τη γέννηση και το ιστορικό ξετύλιγμα του χριστιανισμού, που δίχως αυτή θα παρέμεναν ένα αίνιγμα, ή καλύτερα ένα «θαύμα».

Δεδομένου όμως ότι Το ευαγγέλιο θέλει να είναι ένα αληθινό «προσευχητάριο για λαϊκούς» και τα προλεγόμενα στην αναζήτηση μιας προσωπικής πίστης, από τα τέσσερα ευαγγέλια –κυρίως από τα τρία συνοπτικά– διατηρεί μόνο τα στοιχεία που είναι ουσιώδους σημασίας για μια αυθεντικά θρησκευτική και όχι δογματική συνείδηση. Εδώ ο Ιησούς της Ναζαρέτ, και όχι της Βηθλεέμ, είναι ένας Εβραίος προφήτης, ο τελευταίος και ο μεγαλύτερος των προφητών. Δεν είναι «Υιός του Θεού», ούτε αναστήθηκε ούτε εμφανίστηκε πραγματικά στους δικούς του ανθρώπους. Ο Ιησούς είναι πρωτίστως ένας δάσκαλος ηθικής φιλοσοφίας που παροτρύνει τους ανθρώπους να παραιτηθούν από τα εγκόσμια, προκειμένου να ενωθούν πνευματικά και εσωτερικά με τον Θεό, το υπέρτατο αγαθό, αγαπώντας τον πλησίον.

Ο Μαρτινέτι πλέκει το εγκώμιο μιας αόρατης εκκλησίας ως αυθεντικής και μοναδικής εκκλησίας «όλων των πνευμάτων», ως ένωσης όλων των ανθρώπων με αγαθή βούληση οι οποίοι υπηρετούν τον Θεό σε μια τέλεια πνευματική κοινωνία. Έτσι ακολουθεί τα χνάρια όσων θεωρεί ότι ανήκουν σε αυτή την «αόρατη εκκλησία» (Σεβαστιανός Φρανκ, Σπινόζα, Καντ, Τολστόι) με την πρόθεση να εκτυλίξει ακόμη περισσότερο την έννοια της αόρατης εκκλησίας στη χριστιανική εκφορά της. Σύμφωνα με τον ίδιο, «καμιά από τις εκκλησίες που αποκαλούνται χριστιανικές δεν γνώρισε τον Χριστό: η ιστορία αυτών των εκκλησιών δεν είναι η ιστορία της εκκλησίας του Ιησού Χριστού. Η αληθινή εκκλησία είναι η αόρατη εκκλησία όλων των πνευμάτων που συνέχισαν και διέδωσαν τη σοφία του Ιησού Χριστού: η οποία δεν βρίσκεται ούτε στην ιεραρχία των εκκλησιών ούτε στις κενολογίες των θεολόγων, αλλά βρίσκεται παντού όπου υπάρχει ο σταυρός: παναπεί όπου υπάρχουν η αγαθοσύνη, η ταπεινότητα της ζωής, ο διωγμός, το μαρτύριο». «Μαρτύριο»: αυτή είναι η λέξη κλειδί, για να αντιληφθούμε ποιο είναι το ενοποιητικό στοιχείο εκείνων που δικαιωματικά ανήκουν στην «αόρατη εκκλησία». Από την άλλη, ο «σταυρός» δεν εννοείται αποκλειστικά στη χριστιανική εκφορά του, αλλά ως γενικό σύμβολο μαρτυρίου για όλους εκείνους οι οποίοι προτίμησαν να μαρτυρήσουν λόγω της πίστης τους, όποια κι αν ήταν αυτή, παρά να προδώσουν τη συνείδησή τους.

Ωστόσο είναι προφανές ότι ο Μαρτινέτι δεν περιορίζεται στη χριστιανική εκδοχή της αόρατης εκκλησίας: ο ορθολογισμός του, το αντικληρικαλιστικό και αντιδογματικό πνεύμα του, ο σεβασμός που έδειχνε έμπρακτα στην ελευθερία της συνείδησης, η κοσμοαντίληψή του αγκάλιαζαν με σεβασμό και ευσπλαχνία την οδύνη εκείνου που καταδικάζεται να σύρει τον σταυρό του μαρτυρίου. Αυτή η «πνευματική αόρατη εκκλησία» έχει μέλη της από όλες τις θρησκείες και από όλα τα πιστεύω∙ αυτή είναι η μόνη ελπίδα για την αναγέννηση του ανθρώπου, αυτή θα μπορούσε να συγκεφαλαιώσει τις υψηλότερες ηθικές αξίες όλων των θρησκειών, δίνοντας έτσι ζωή σε μια παγκόσμια κοινωνία ενωμένη με αδερφικούς δεσμούς. Γιατί «η αληθινή Εκκλησία δεν έγκειται σε καμιά από τις ορατές εκκλησίες, οι οποίες προσφέρουν το θλιβερό θέαμα των μεταξύ τους διαφωνιών και συγκρούσεων, αλλά στην αόρατη ένωση όλων των ειλικρινών ψυχών που έχουν καθαρθεί από τον φυσικό εγωισμό και στη λατρεία του ελέους και της δικαιοσύνης προς όλα τα έμβια όντα, από το πλέον ασήμαντο έως τον άνθρωπο, είχαν την αποκάλυψη της αλήθειας και την υπόσχεση της αιώνιας ζωής».

Ο ηθικός οικουμενισμός της αναγνώρισης της αδελφοσύνης των ανθρώπων στη μοναδική σχέση που ενώνει το τέκνο με τον πατέρα-Θεό· η υπέρβαση της αυστηρής τήρησης του νόμου και της θρησκευτικής τυπολατρίας διά μέσου του «ελάχιστου πιστεύω», όπως συνοψίζεται στις δύο και μόνο εντολές της αγάπης, του Θεού και του πλησίον· η παραίτηση από τον κόσμο, νοούμενη όμως όχι ως ασκητισμός, αλλά ως μαρτυρία ταπεινότητας και πλήρους εγκατάλειψης στον Θεό, εγγυητή μιας προσωπικής και όχι δεισιδαίμονος «πρόνοιας»· μια σχέση «τρυφερότητας» και κοινωνίας με τους «φτωχούς» και τους «ελάσσονες», σε συνδυασμό με την έρευνα για μια «δικαιοσύνη» υπερβατική, αλλά ήδη παρούσα στο αέναο «νυν» της μυστικιστικής συμμετοχής της «εν Θεώ ζωής» του θρησκευτικού ήρωα: αυτά ακριβώς είναι τα κεντρικά σημεία του μηνύματος του «ιστορικού Ιησού» που διερευνά ο Ιταλός φιλόσοφος.

Του Ευαγγελίου προηγείται ένα εργοβιογραφικό σημείωμα με τίτλο «Η κατηγορική προσταγή της συνείδησης», ανασυνθέτοντας το πολιτικό και πνευματικό κλίμα της εποχής, ενώ ο Αμεντέο Βιγκορέλι, εκ των εγκυρότερων Ιταλών μελετητών του έργου του Μαρτινέτι, στην εισαγωγή του θα επισημάνει γιατί, παρά τα ανοίγματα της σημερινής επίσημης εκκλησίας, η σκέψη του μεγάλου στοχαστή εξακολουθεί να είναι επίκαιρη.

Το ευαγγέλιο είναι το δεύτερο βιβλίο του Μαρτινέτι που μεταφράζεται στα ελληνικά: είχε προηγηθεί Η ψυχή των ζώων (Κυαναυγή, 2019), έργο που, μολονότι εμφανίστηκε πριν από έναν αιώνα (1920), εκφράζει εξαιρετικά σύγχρονες απόψεις. Εκεί ο Μαρτινέτι υποστηρίζει ότι τα ζώα, όπως και τα ανθρώπινα πλάσματα, έχουν νοημοσύνη, συνείδηση και συναισθήματα, και συνεπώς η ηθική δεν πρέπει να περιορίζεται στη ρύθμιση των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων, αλλά οφείλει να επεκταθεί στην αναζήτηση της ευημερίας και της ευτυχίας και όλων των αισθανόμενων υπάρξεων που όπως ο άνθρωπος είναι θέση να νιώσουν χαρά και πόνο. Εις επίρρωση των θέσεών του ο Μαρτινέτι προσκομίζει τις αποδείξεις νοημοσύνης που μας δίνουν ζώα όπως τα σκυλιά, τα άλογα ή τα μυρμήγκια και τα μικρά έντομα, τα οποία ο άνθρωπος οφείλει να σέβεται, δίχως να καταστρέφει ό,τι δημιουργεί η φύση. Είναι ενδεικτικό πως ο Μαρτινέτι στη διαθήκη του άφησε ένα σημαντικό χρηματικό ποσό υπέρ της Εταιρείας Προστασίας Ζώων και ήταν πεπεισμένος χορτοφάγος, επιλογή που για τον ίδιο είχε σχεδόν θρησκευτική αξία.


(*) O Παναγιώτης Τσιαμούρας είναι
Διδάκτωρ φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

 

Πιέρο Μαρτινέτι,Το ευαγγέλιο. Με εισαγωγή και σχόλια του Πιέρο Μαρτινέτι, μετάφραση Παναγιώτης Τσιαμούρας, πρόλογος Αμεντέο Βιγκορέλι, Αθήνα, Δρόμων, 2022.

Προηγούμενο άρθροΑνεμοδαρμένη Στύση (της Αλεξάνδρας Σαμοθράκη)
Επόμενο άρθροΠροσωπικές ιστορίες (του Βαγγέλη Καραμανωλάκη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ