της Όλγας Σελλά
Τρίτο και καλύτερο! Αυτό, το τρίτο έργο του Άντον Τσέχωφ με το οποίο καταπιάνεται ο Δημήτρης Καραντζάς (μετά τις «Τρεις αδελφές» και τον «Θείο Βάνια») είναι το πιο πικρό, το πιο απαισιόδοξο, το πιο βουλιαγμένο στη ρουτίνα, τη ματαιότητα και το αδιέξοδο και την ίδια στιγμή το πιο τρυφερό, το πιο πονεμένο, το πιο άμεσο έργο του Ρώσου δραματουργού. «Ο Γλάρος» είναι «η ίδια η ζωή πάνω στη σκηνή, με τις τραγικές ενώσεις της, την εύγλωττη απερισκεψία, τα σιωπηλά βάσανά της», όπως έγραφε στον Τσέχωφ ο Ανατόλι Φιοντόροβιτς Κόνι στις 7 Νοεμβρίου 1896.
Ένα έργο με όλο το αναγνωρίσιμο τσεχωφικό σύμπαν – «την περίεργα μουντή ατμόσφαιρα», την αδιέξοδη ζωή στην επαρχία, τους συμπιεσμένους και κρυφούς έρωτες, τη διαρκή ελπίδα για κάποια αλλαγή που ολοένα αργεί, τους βουλιαγμένους ανθρώπους, τους ακυρωμένους έρωτες- όλα αυτά για να περιγράψει μια εποχή παρηκμασμένη και μεταιχμιακή, στα τέλη του 19ου αιώνα. «Ο Γλάρος», όμως, είναι και πιο προσωπικό έργο, αφού αγγίζει άμεσα τη ζώνη της δημιουργίας, της θεατρικής και της συγγραφικής. Τα αδιέξοδα του δημιουργού, τη διαρκή πάλη του παλιού και του καινούργιου, τους ανταγωνισμούς, τις ανασφάλειες, τις διαψεύσεις, την αμφιβολία, την απελπισία. Αυτά σ’ ένα πρώτο επίπεδο, σ’ ένα ισχυρό και κυρίαρχο πρώτο επίπεδο, που όμως δεν βάζει καθόλου στη γωνία την κοινωνία και όσα παρατηρεί στις συμπεριφορές των μελών της, αυτό το «κάτι άγνωστο», που διαρκώς τραβούσε την προσοχή του. Στον «Γλάρο» παρακολουθούμε μια ομάδα ανθρώπων, άλλοι συγγενείς, άλλοι περίγυρος, άλλοι υπηρέτες «φύλακες της σταθερότητας», σ’ ένα ωραίο κτήμα (ξανά), σε μια επαρχιακή πόλη (ξανά), που τους περιβάλλει μια λίμνη. Άλλοι είναι φτασμένοι ηθοποιοί ή συγγραφείς, άλλοι, άλλες που δοκιμάζουν τις δυνάμεις τους και επιχειρούν να τολμήσουν το άλμα προς τη δημιουργία. Ερωτικές σχέσεις κατά συνθήκη ή από συνήθεια και ανασφάλεια, άλλες καταδικασμένες εξαρχής, άλλες προορισμένες να προκαλέσουν μόνο πόνο αφού η χυδαιότητα και ο καιροσκοπισμός τις ορίζει, κι ένας γλάρος, ό,τι πιο αέρινο και αιθέριο, που πληγώνεται σε μια στιγμή ανθρώπινης οργής και ξεσπάσματος.
Ο Δημήτρης Καραντζάς δεν μας μετέφερε απλώς το σύμπαν του «Γλάρου». Το αναποδογύρισε, έφερε τα μέσα έξω, μας έδειξε τη φόδρα: του έργου, του θεάτρου, των αναζητήσεων, της διαδρομής. Και είχε την ευφυή σκηνική ιδέα να παρουσιάσει εκείνη την απόλυτα αποτυχημένη πρώτη θεατρική απόπειρα του Τρέπλιεφ (Αινείας Τσαμάτης) δείχνοντας μας τα παρασκήνια και την προετοιμασία της. Και όλους τους ηθοποιούς να κινούνται στην πλατεία. Ο Τρέπλιεφ μετακινεί αντικείμενα και σκηνικά. Απομακρύνεται για να δει ό,τι έστησε από μακριά. Οι ηθοποιοί της παράστασης του Δ. Καραντζά (και οι εν δυνάμει θεατές της παράστασης του Τρέπλιεφ) κυκλοφορούν πάνω στη σκηνή, στην πλατεία, βγαίνουν στο φουαγιέ, ξανάρχονται, μεταφέρουν κάτι. Οι ταξιθέτριες του θεάτρου «Προσκήνιο» γίνονται μέρος της παράστασης. «Ερημιά», μονολογεί ο Τρέπλιεφ, κι αυτό δεν αφορά το κοινό που δεν έφτασε ακόμα, αλλά ό,τι νιώθει μέσα του, τη μοναξιά του. Δοκιμάζει τα φώτα, τον ήχο, την κουίντα. Επικρατεί μια ελπιδοφόρα αταξία, αυτή της προετοιμασίας, της δοκιμής, του τολμήματος. Τακτοποιεί, επί σκηνής, και τις καρέκλες των θεατών του: όλες διαφορετικές, αλλά γύρω γύρω, σαν γύρω από το τζάκι, σαν γύρω από το σαμοβάρι. «Σε λίγο θ’ αρχίσει η παράσταση, οι ψυχές τους θα σμίξουν».
Παράλληλα, ο Κωνσταντίνος Σκουρλέτης που υπογράφει τα εμπνευσμένα σκηνικά έχει ανοίξει τα παράθυρα και παραπλεύρως της σκηνής. Παρακολουθούμε, ταυτόχρονα, την παράλληλη ζωή, την παράλληλη κίνηση των άλλων. Εκεί βλέπουμε πότε τη μητέρα του Τρέπλιεφ, την Αρκάντινα (Θεοδώρα Τζήμου), μια δημοφιλή ηθοποιό, πότε τον Σόριν, τον ιδιοκτήτη του κτήματος και αδελφό της Αρκάντινα (Δρόσος Σκώτης). Κάποια στιγμή διασχίζει την πλατεία αυτός που λίγο αργότερα θα μας συστηθεί ως Τριγκόριν (Μανώλης Μαυροματάκης), ένας επιτυχημένος συγγραφέας που βρίσκεται χρόνια σε σχέση με την Αρκάντινα. Θα ανέβει όλες τις σειρές των καθισμάτων της πλατείας και θα σταθεί πίσω πίσω. Από εκεί θα παρατηρεί. Φτάνει η Μάσα (Νατάσα Εξηνταβελώνη), που φοράει πάντα μαύρα γιατί «πενθεί για τη ζωή της» και είναι κρυφά ερωτευμένη με τον Τρέπλιεφ, και ο γιατρός Ντόρν (Φιντέλ Ταλαμπούκας), μια σταθερή και ψύχραιμη παρουσία, που βρίσκεται εδώ και χρόνια σε παράνομη σχέση με τη σύζυγο του επιστάτη του κτήματος και μητέρα της Μάσα, την Πωλίνα (Μαρία Φιλίνη). Τότε φτάνει κι ένα αέρινο πλάσμα, που το σκάει από το πλούσιο σπίτι των γονιών της γιατί λαχταράει το θέατρο. Παίζει δε στην παράσταση του Τρέπλιεφ, που είναι τρελά ερωτευμένος μαζί της. Είναι η Νίνα (Δήμητρα Βλαγκοπούλου), ένα αέρινο, αθώο, ρομαντικό και εύπιστο πλάσμα που ονειρεύεται δειλά ότι θα ήθελε να γίνει ηθοποιός.
Αυτό είναι το σύμπαν του «Γλάρου». Η ανάγκη του Τρέπλιεφ για αποδοχή, η ανασφάλεια των γόνων και ο φόβος των ήδη επώνυμων να μην τρωθεί η δημοφιλία τους, ο ανταγωνισμός με τη μητέρα του που του κλέβει το χώρο λίγα λεπτά πριν την έναρξη της πρώτης του παράστασης, η λαχτάρα του για τη Νίνα, όλα ανακατεύονται μπροστά στο δέος, το άγχος, την απόλυτη απουσία αυτοπεποίθησης και την πεισματική αναζήτηση: «Πρέπει να βρούμε καινούργιες φόρμες», λέει. Κι ας έρθει σε πολύ λίγο σε αντίφαση με τον εαυτό του, όταν, θέλοντας να μειώσει τον Τριγκόριν, που μονοπωλεί την προσοχή της μητέρας του, λέει ότι λατρεύει την παλιά λογοτεχνία (τον Τολστόι, τον Τουργκένιεφ), αλλά μισεί το παλιό θέατρο.
Η πρώτη πράξη του «Γλάρου» τελειώνει μέσα σ’ αυτή τη δημιουργική αταξία, μ’ έναν υπέροχο ομαδικό ξέφρενο χορό, με αντιδικίες για το θέατρο και την τέχνη με αφορμή την παράσταση του Τρέπλιεφ και με την ασθμαίνουσα προσδοκία από όλους, για όλα. Με καινούργια εφέ από τη μια και με την πεποίθηση ότι χρειάζεται «ένα έργο κανονικό, όχι παραλήρημα της παρακμής» από την άλλη. Με τη χειριστική προσέγγιση του δημοφιλούς Τριγκόριν, που «ρουφάει τη γύρη από τα πιο σπάνια λουλούδια», στην αθώα Νίνα. Με την «ατιμία» του Τρέπλιεφ, που θυμωμένος σκοτώνει έναν γλάρο και τον αφήνει στα πόδια της Νίνας. Μ’ έναν πυροβολισμό, στην πρώτη, αποτυχημένη, απόπειρα του Τρέπλιεφ και στην μάταιη προσπάθειά του να κερδίσει την προσοχή της μητέρας του, και με μια θεατρική αλλά ηττημένη αποχώρηση της Αρκάντινα: «Τη ζωή μου τη σέρνω πίσω μου, σαν ουρά στο φόρεμά μου». Και αποχαιρετά την οικογένειά της, όπως θα αποχαιρετούσε το κοινό της: «Να με θυμάστε καμιά φορά…».
**
Στο δεύτερο μέρος όλα είναι αλλιώς. Βρισκόμαστε στο εσωτερικό του σπιτιού του Σόριν, ένα σπίτι αυστηρό, τακτοποιημένο, πνιγηρό, ασφυκτικό μέσα στην πολυτέλειά του. Έχει περάσει καιρός, έχουν γίνει πολλά. Η Μάσα παντρεύτηκε, με βαριά καρδιά, τον πεζό αλλά καλόκαρδο και υπομονετικό δασκαλάκο, τον Μεντβεντένκο (Γιώργος Ζυγούρης). Ο Τρέπλιεφ έχει γίνει πλέον γνωστός συγγραφέας και τα διηγήματά του δημοσιεύονται σε γνωστά λογοτεχνικά περιοδικά. Η Νίνα έχει ήδη φύγει, ακολουθώντας και την καριέρα στο θέατρο και τον Τριγκόριν, σε μια σχέση που έληξε άδοξα, ο Τριγκόριν ξαναγύρισε στην ασφάλεια της σχέσης με την Αρκάντινα και η Πωλίνα θρηνεί πάντα τη ζωή που δεν έζησε με τον γιατρό Ντορν. Όλοι έχουν επιστρέψει στο κτήμα γιατί ο Σόριν είναι στα τελευταία του και σε μια στιγμή εξομολόγησης, μοιράζεται τα δικά του «ήθελα να…», που δεν βρήκαν ποτέ τον δρόμο τους. Και η Νίνα επιστρέφει: αλλαγμένη. Δεν φορά πια τα δαντελένια παντελόνια της αθωότητας που φορούσε στο πρώτο μέρος. Τώρα φοράει κι εκείνη τη φούστα με την τεράστια ουρά (όπως όλες οι γυναίκες του έργου) σέρνοντας κι εκείνη τη ζωή της σ’ αυτή την ουρά. Το παιδί που απέκτησε με τον Τριγκόριν πέθανε. Και έγινε ηθοποιός, αλλά σε παραστάσεις τρίτης διαλογής, που περιοδεύουν σε αμφίβολης ποιότητας πιάτσες.
Είναι η στιγμή της αυτογνωσίας για τους περισσότερους, των δηλώσεων της αλήθειας ή της σοφής σιωπής. Αυτό επιχειρεί να κάνει και η Νίνα, σ’ έναν από τους πιο σπαρακτικούς μονολόγους όχι μόνο του Τσέχωφ, σε μια τραγική και συναρπαστική προσπάθεια να δείξει μια στοιχειώδη αξιοπρέπεια και αυτοεκτίμηση, αλλά και να μην εθελοτυφλεί μπροστά σ στην άθλια πραγματικότητα της ζωής της.
Ο Δημήτρης Καραντζάς μας πρόσφερε γενναιόδωρα τον κόσμο του «Γλάρου». Αφουγκράστηκε με έγνοια και ευαισθησία όλες τις πλευρές που αγγίζει ο Τσέχωφ σ’ αυτό το ξεχωριστό και ιδιαίτερο έργο του, τις ανέδειξε εύστοχα, με θεατρικότητα και συναίσθημα και μας έδωσε «μια πυκνή μεταφορά για την καλλιτεχνική εμπειρία, για τις αντιθέσεις μεταξύ εμπορικότητας και ιδεαλισμού, κατεστημένου και δημιουργικής αναζήτησης, σκόρπιου ταλέντου και επιμελούς μετριότητας».
Με την ίδια έγνοια και ευαισθησία καθοδήγησε και τους ηθοποιούς της παράστασης που ήταν όλοι εξαιρετικοί. Ο Αινείας Τσαμάτης, στην πιο εσωτερική του ερμηνεία, έδειξε τον ακυρωμένο, θυμωμένο και τραγικά ευαίσθητο Τρέπλιεφ. Η Θεοδώρα Τζήμου άγγιξε με σκηνική ευφυΐα και πληθωρικότητα τον ανασφαλή, ναρκισσιστικό και εξαρτημένο κόσμο της ντίβας στην Αρκάντινα. Η Δήμητρα Βλαγκοπούλου ήταν αερικό, ήταν γλάρος, που πληγώθηκε και δεν πετούσε πια… Ο Μανώλης Μαυροματάκης έστησε εύστοχα την όψη της «επιμελούς μετριότητας» στον Τριγκόριν, που ξέρει να πλασάρει τον εαυτό του και να τρυγάει ό,τι ορέγεται. Ο Δρόσος Σκώτης ήταν ένας φίνος Σόριν, με χιούμορ, με φινέτσα, με αρχοντική αξιοπρέπεια. Ο Φιντέλ Ταλαμπούκας ερμήνευσε θαυμάσια τον ψύχραιμο, υποστηρικτικό, αλλά άτολμο Ντορν. Η Νατάσα Εξηνταβελώνη προσωποποίησε σπαρακτικά την απέλπιδα επιθυμία, τον συμβιβασμό, την αηδία που ένιωθε για τη ζωή της ως Μάσα. Η Μαρία Φιλίνη πήρε απόφαση ότι δεν μπορεί πια να ελπίζει σε τίποτα ως Πωλίνα. Ο Γιώργος Ζυγούρης ήταν πολύ πειστικός απλός άνθρωπος, που δεν μπορεί ν’ ασχοληθεί με τις ιδέες και την τέχνη, γιατί πρέπει να φροντίσει για τον επιούσιο. Μέρος της παράστασης τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη, ειδικά εκείνες οι τρομερές φούστες. Οι φωτισμοί του Δημήτρη Κασιμάτη φώτισαν με τον καλύτερο τρόπο τον ερασιτεχνισμό, τη σκοτεινιά, το ψυχρό φως. Το ίδιο και η κίνηση που επιμελήθηκε ο Τάσος Καραχάλιος.
Ήταν από τις πιο πλήρεις, πιο βαθιές, πιο ουσιαστικές, πιο συναισθηματικές παραστάσεις του Δημήτρη Καραντζά, που έστησε με τρόπο άμεσο, γήινο, ρεαλιστικό. Αναμφίβολα ο καλύτερος Τσέχωφ του, νομίζω και η πιο ώριμη παράστασή του ως τώρα.
Η ταυτότητα της παράστασης
Μετάφραση: Ξένια Καλογεροπούλου, Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς, Συνεργασία στη σύνθεση – Κίνηση: Τάσος Καραχάλιος, Σκηνικό: Κωνσταντίνος Σκουρλέτης, Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη, Φωτισμοί: Δημήτρης Κασιμάτης, Βοηθός σκηνοθέτη: Παναγιώτης Γκιζώτης, Φωτογραφίες: Γκέλυ Καλαμπάκα
Στην παράσταση ακούγεται μουσική σύνθεση του Henri Kergomard
από την παράσταση “Iβάνοφ” του Α. Τσέχωφ σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά (2008).
Ευχαριστούμε τον πολύτιμο συνεργάτη Henri Kergomard για την παραχώρηση της μουσικής του.
Παίζουν:
Θεοδώρα Τζήμου, Μανώλης Μαυροματάκης, Αινείας Τσαμάτης, Δήμητρα Βλαγκοπούλου, Νατάσα Εξηνταβελώνη, Φιντέλ Ταλαμπούκας , Δρόσος Σκώτης, Μαρία Φιλίνη, Γιώργος Ζυγούρης .
Θέατρο «Προσκήνιο» (Καπνοκοπτηρίου 8, Αθήνα)
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη 19:00 | Πέμπτη 20:00 |Παρασκευή 21:00
Σάββατο 18:00 & 21:15 | Κυριακή 20:00
Επιπλέον παραστάσεις: Δευτέρα 1/1/24 στις 9μ.μ., Τρίτη 2/1/24 στις 6μ.μ. και στις 9.15μ.μ.