της Αλεξάνδρας Χαΐνη
«…όσο ο χρόνος και η απόσταση αυξάνονταν, τόσο η ανάμνηση των ημερών που πέρασα με τη Μίνα στην Ασίγια γινόταν πιο ζωηρή και έντονη, και χαραζόταν βαθιά μες στην καρδιά μου, με αποτέλεσμα να γίνει ο γεωμετρικός τόπος της μνήμης μου».
****
Κάθε φορά που αρχίζω ένα μυθιστόρημα συνδέεται αυτόματα στο μυαλό μου με κάποιο ή κάποια άλλα που έχω διαβάσει πρόσφατα ή παλαιότερα. Συχνά, μάλιστα, αυτή η σύνδεση είναι έντονη, ανεξάρτητα αν τα έργα έχουν εμφανή κοινά στοιχεία ή όχι, άλλοτε το «νήμα» είναι πολύ αχνό, έως και διάφανο, ωστόσο είναι εκεί, αναγνωρίσιμο και οικείο. Το ίδιο συνέβη με το μυθιστόρημα της Γιόκο Ογκάουα «Η πορεία της Μίνα». Από τις πρώτες κιόλας σελίδες ερχόταν στο μυαλό μου το magnum opus (ας μου επιτραπεί ο χαρακτηρισμός) του Χαρούκι Μουρακάμι «Σκοτώνοντας τον Κομεντατόρε» (2017). Αν δεν ήξερα, δε, ότι το βιβλίο της Ογκάουα προηγήθηκε από εκείνο του Μουρακάμι κατά 12 χρόνια –εκδόθηκε το 2005 στην Ιαπωνία, αλλά παραδόξως στην Ευρώπη μεταφράστηκε μόλις πέρσι ή θα μεταφραστεί μέσα στο 2024- θα έλεγα αυθαίρετα ότι η Ογκάουα τον μιμείται, αν όχι τον αντιγράφει.
Αντιθέτως όμως, εξίσου αυθαίρετα, θα τολμήσω να πω ότι είναι ο Μουρακάμι που «κλέβει» στα σημεία την κατά πολύ νεότερη συμπατριώτισσά του. Πλέον, είμαι σχεδόν σίγουρη ότι πριν γράψει τον Κομεντατόρε, ο Μουρακάμι είχε εντρυφήσει στην ιστορία της Μίνα και είχε αντλήσει πολλά στοιχεία από τις δυο έφηβες πρωταγωνίστριες της Ογκάουα για να διαμορφώσει και τη δική του συνομήλικη ηρωίδα, τη Μαρίγιε. Και παρότι το θέμα του Μουρακάμι είναι πιο περίπλοκο και φλερτάρει με την επιστημονική φαντασία, τα δυο βιβλία μοιράζονται πολλά πέρα από τα αυτονόητα – δηλαδή την ιστορία, τα ήθη και τις παραδόσεις της χώρας τους και αυτή την αίσθηση της λιτότητας και του αφαιρετικού αλλά διεισδυτικού λόγου, που συχνά στοιχειώνει.
Το πιο εμφανές παράδειγμα είναι ότι και στα δύο οι χώροι και το εξωτερικό περιβάλλον κατέχουν εξέχουσα θέση, αποκτούν δική τους δυναμική, κάποιες φορές ακόμη και τον ρόλο του πρωταγωνιστή, που αναπτύσσεται και επηρεάζει τις εξελίξεις. Κατοικίες ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής, απομονωμένες σε λόφους με δύσκολη πρόσβαση, μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα, κρυφά δωμάτια, κήποι επίσης, αντανακλούν και απορροφούν τις ψυχικές διακυμάνσεις των ηρώων. Μεταλλάσσονται, τη μια λειτουργούν ως διαμεσολαβητές, την άλλη υπαινίσσονται μυστικά ή δημιουργούν εμπόδια. Παίζουν παιγνίδια με τη μνήμη, την περικλείουν, την αποτυπώνουν και την ίδια στιγμή την αποκλείουν.
Γίνονται και αυτά κομμάτι του «γεωμετρικού τόπου της μνήμης», της «αρχής» πάνω στην οποία θεωρώ ότι έχει χτίσει η Ογκάουα (και αυτό) το μυθιστόρημά της. Με λεπτεπίλεπτο αλλά απόλυτα μετρημένο, θα έλεγα «γεωμετρικό» τρόπο, με σεβασμό στη λεπτομέρεια, αποφεύγοντας τις εξαντλητικές περιγραφές, αφηγείται γραμμικά την ιστορία της Τομόκο και της ξαδέρφης της Μίνα στην Ασίγια, στην ιαπωνική επαρχία του ’70. Στο προστατευμένο περιβάλλον της οικογένειας της Μίνα, ψηλά στο βουνό, η μαθημένη στα δύσκολα Τομόκο, θα γνωρίσει μια νέα «πραγματικότητα» διανθισμένη με πολλά φανταστικά και μεταφυσικά στοιχεία: την ιπποποταμίνα Ποτσίκο, την αίθουσα των φωτόλουτρων, την ευεργετική επίδραση του αναψυκτικού Φρεσί, τα πεφταστέρια. Πρώτα στη λίστα θα βρεθούν τα μαγικά σπιρτόκουτα της Μίνα (στα αγγλικά το βιβλίο έχει τον τίτλο “Mina’s matchbox”), που θα την μυήσουν σε έναν κόσμο μοναδικό και απρόβλεπτο. Στο ίδιο σπίτι θα γνωρίσει όμως και την αξία της φιλίας και της συντροφικότητας αλλά και τη μοναξιά του ανεκπλήρωτου έρωτα, την αγωνία για την αρρώστια, τον φόβο της εγκατάλειψης και του θανάτου. Για την Τομόκο το σύντομο αυτό διάστημα που θα περάσει με την οικογένεια της Μίνα θα είναι ένα δώρο. Και θα γίνει το «μέτρο» με βάση το οποίο θα πορευτεί στη ζωή της.
Όλοι οι ήρωες και οι ηρωίδες του βιβλίου (που είναι και η πλειοψηφία) διαθέτουν κάτι ξεχωριστό, ένα χαρακτηριστικό μικρό, με το οποίο η συγγραφέας δίνει στον αναγνώστη την ευκαιρία να τους κατανοήσει χωρίς πολλά λόγια, ενώ την ίδια στιγμή το εκμεταλλεύεται αριστοτεχνικά για την εξέλιξη της ιστορίας της. Ξεχωρίζω την μητέρα της Μίνα και θεία της Τομόκο και την εμμονή της να αναζητά γλωσσικά λάθη σε ό,τι διαβάζει – ακόμη και στους καταλόγους του αναψυκτικού που παράγει και εμπορεύεται η οικογένειά της. Αντίστοιχο ρόλο φαίνεται να δίνει η Ογκάουα και στα ιστορικά γεγονότα. Ειδήσεις, όπως η νίκη της Ιαπωνίας επί της τ. ΕΣΣΔ στο μπάσκετ (απολαυστική, αν και μακροσκελής αφηγηματικά, η ενασχόληση των δυο κοριτσιών με το άθλημα) αλλά και η τρομοκρατική επίθεση κατά αόπλων αθλητών του Ισραήλ στους Ολυμπιακούς του Μονάχου το 1972 ή η αυτοκτονία του νομπελίστα συγγραφέα Γιασουνάρι Καβαμπάτα (1899-1972), «γειώνουν» την αφήγηση, αφήνοντας ταυτόχρονα το στίγμα τους στις ζωές των κοριτσιών.
Η Τομόκο τα παρατηρεί όλα αυτά, ρουφάει τον θαυμαστό καινούργιο κόσμο εντός και εκτός της έπαυλης της Ασίγια. Ως έφηβη είναι ανοιχτή στις προκλήσεις, που την ξαφνιάζουν με έναν μάλλον εσωστρεφή τρόπο. Συμμετέχει διακριτικά στη ζωή της οικογένειας των θείων της, δεν επιδιώκει να γίνει πρωταγωνίστρια, όμως η αίσθηση που σου αφήνει το μυθιστόρημα δεν είναι πικρία ή έλλειψη, αλλά πληρότητα. Γιατί κι εκείνη, όπως κι ο θείος της που επιδιορθώνει σιωπηλά ό,τι χαλάει, λειτουργεί άθελά της θεραπευτικά ως προς την ασθενική Μίνα αλλά εν τέλει και ως προς τη συνοχή της οικογένειας. Γνωρίζει περισσότερα από όσα θα ήθελε και καθότι διαθέτει σπάνια ενσυναίσθηση, έχει κι εκείνη τη δύναμη να επιδιορθώνει έστω και από το παρασκήνιο.
Είχα διαβάσει κάπου ότι οι χαρακτήρες της Ογκάουα φαίνεται να μην ξέρουν γιατί κάνουν αυτό που κάνουν και ότι ο αργός ρυθμός ανάπτυξης των έργων της «απαιτεί κάτι σαν deus ex machina» για να τα ολοκληρώσει. Για μένα, τον ρόλο αυτό φέρνει επάξια εις πέρας έστω και ερήμην της η Τομόκο.
Γιόκο Ογκάουα, Η πορεία της Μίνα, μτφρ. Άννα Παπασταύρου, Πατάκης