της Αλεξάνδρας Σαμοθράκη
20 χρόνια μετά την εκτόξευση του Jonathan Franzen (γεν ’59) στο λογοτεχνικό στερέωμα με τις «Διορθώσεις», την ευπώλητη και πολυβραβευμένη κριτική για την αποτυχία των θεσμών της οικογένειας και της αγοράς, και μετά από 26 μήνες κοπιώδους συγγραφής, άλλη μια «γκουμούτσα για να στερεώνετε την πόρτα σας» (σύμφωνα με τους Times), το νέο του πολυσέλιδο μυθιστόρημα με τον μονολεκτικό τίτλο «Σταυροδρόμια» καταπιάνεται και πάλι με την ιστορία μιας αμερικανικής οικογένειας, τους Hilderbrands. Το μυθιστόρημα του Jonathan Franzen «Σταυροδρόμια» (μτφρ. Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης) κυκλοφορεί σήμερα από τις εκδόσεις Ψυχογιός σε όλα τα βιβλιοπωλεία.
Τα «Σταυροδρόμια» είναι το έκτο του μυθιστόρημα και το πρώτο βιβλίο σε μια προτεινόμενη τριλογία συνολικής έκτασης 1600 σελίδων που θα αποτελέσει την τελική απόπειρα του Franzen στο Μεγάλο Αμερικανικό Μυθιστόρημα με τίτλο «Ένα Κλειδί για ‘Ολες τις Μυθολογίες», σχεδόν ολόιδιο με τον τίτλο του έργου του Casaubon, του ήρωα στο Middlemarch της George Elliot ως νεύμα αναγνώρισης στην άποψή της ότι «μια τέχνη που δεν κινεί το ενδιαφέρον και τη συμπάθεια, δεν καταφέρνει τίποτε ηθικά». Πρόκειται για την ιστορία της κατάρρευσης μιας οικογένειας, ειπωμένη από την οπτική πέντε μελών της. Στο επίκεντρο βρίσκεται ο τοξικός γάμος του πατερφαμίλια Αιδεσιμότατου Russ και της γυναίκας του, Marion, καθώς και η ζωή των 5 παιδιών τους. Αν και η οπτική του 9χρονου Judson (ή Jonathan) δεν ακούγεται ποτέ είναι αυτή με την οποία ο Franzen ταυτίζεται περισσότερο, ως το μικρότερο παιδί που έβρισκε παρηγοριά στη χριστιανική νεανική ομάδα Fellowship-το πρότυπο για το αντίστοιχο χριστιανικό club Crossroads στο τελευταίο του βιβλίο.
Για μια γνωριμία με τον Τζόναθαν Φράνζεν παρουσιάζουμε τις απόψεις του συγγραφέα, όπως κατά καιρούς έχουν εκφραστεί δίνοντας μια σφαιρική εικόνα της προσωπικότητάς του και των απόψεων του για τη λογοτεχνία, το αμερικανικό μυθιστόρημα, την επιλογή των χαρακτήρων, την τεχνολογία και τεχνοφοβία, τις επιρροές του και όσους δεν συμπαθεί.
Για τον Donald Trump
«Η εκλογή του Donald Trump με έκανε να θέλω να παραιτηθώ. Πάντα διαφωνούσα με το δοκίμιο του Philip Roth για τη Συγγραφή της Αμερικανικής Λογοτεχνίας (1961) όπου υποστηρίζεται πως η πραγματικότητα ξεπερνά τη σάτιρα. Ξαφνικά όμως όλα έγιναν τόσο ακραία, τόσο τρελά- ο τύπος έγινε πρόεδρος των ΗΠΑ και έτσι συνειδητοποίησα πως ήταν πια ο καιρός να παραιτηθώ από κάθε φιλοδοξία να σατιρίσω το παρόν. Έτσι κατέφυγα στο παρελθόν. Πηγαίνοντας στο γραφείο μου 7 μέρες τη βδομάδα για 6 ώρες την ημέρα ζούσα σε μια εποχή που δεν ήταν η δική μας και έτσι κατάφερα να επιβιώσω τα δυο τελευταία χρόνια της προεδρίας του. Έτσι προέκυψαν τα «Σταυροδρόμια» που διαδραματίζονται το 1971».
Για τους επικριτές του (έχει χαρακτηριστεί ελιτιστής, ρατιστής, μισογύνης, σεξιστής, τεχνο-φοβικός, αρνητής της κλιματικής αλλαγής)
«Δεν διαβάζω όσα γράφουν αυτοί που με κατηγορούν- τα λέω όπως είναι και γι’αυτό μπλέκω. Όταν κυκλοφόρησαν οι «Διορθώσεις» σχεδόν ταυτόχρονα με την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους, έγινα ο δεύτερος πιο μισητός Αμερικανός, μετά τον Osama Bin Laden.
Για να γράψεις πλέον για το ανδρικό πάθος το 2022 καλύτερα η ιστορία να διαδραματίζεται στο παρελθόν (1971) και να είναι διασκεδαστική: αν μπορείς να κάνεις το χαρακτήρα κωμικό χαρακτήρα και τα εμπόδια αστεία, αυτό κάπως εξουδετερώνει τη γλίτσα».
Για το Twitter
«Δεν είμαι στο Twitter, έχω όμως μια φωτογραφία μου όπου κρατάω το δίπλωμα οδήγησης μου και μια ταμπέλα που γράφει «Δεν έχω Twitter» και τη στέλνω ανά τακτά χρονικά διαστήματα στους υπεύθυνους για να κατεβάζουν τους ψεύτικους λογαριασμούς με το όνομά μου.
Δεν είναι ευγενές μέσο- θα έλεγα πως πρόκειται για το αντίθετο της καλοσύνης. Αν παραθέσεις την καλοσύνη στους twittero-κέφαλους είναι σα να κρατάς έναν κουβά με νερό πάνω από την κακιά μάγισσα. Ή κρυπτονίτη.
Παραδόξως, παρά το «μοίρασμα» και την αυτοπροβολή, η κουλτούρα του ίντερνετ λειτουργεί ως τρόπος κάλυψης της ντροπής. Φυσικά η ντροπή ενυπάρχει σε όλους μας, απλά κάνουμε αυτά τα ψεύτικα προφίλ για να την κρύψουμε. Ο συγγραφέας έχει υποχρέωση να φτάσει σε μέρη που κανείς δεν θέλει να πάει στην πραγματική του ζωή. Αυτή είναι η ειδίκευση μου,ιδίως στα δοκίμια».
Για το Μεγάλο Αμερικανικό Μυθιστόρημα
«Δεν προσπαθώ πλέον να αποδείξω τίποτε σε κανέναν. Πάντα απεχθανόμουν τον όρο Μεγάλο Αμερικανικό Μυθιστόρημα. Δεν έχω ιδέα ποιος εφηύρε αυτή την σαχλαμάρα, όμως με εκνευρίζει πολύ. Κυρίως επειδή συνήθως χρησιμοποιείται απαξιωτικά. Δυο προηγούμενοι «μνηστήρες» του Μεγάλου Αμερικανικού Μυθιστορήματος, που πλέον έχουν απαξιωθεί λόγω του σεξισμού τους, ο Philip Roth και ο John Updike, παρά το αδιάψευστο ταλέντο τους και τις προσωπικές του δεξιότητες, δεν ήταν και τόσο μεγάλοι συγγραφείς: ο Roth είχε ένα στυλ και μια φωνή και μια εξυπνάδα που ήταν καταπληκτικά, όμως δεν το είχε με τους χαρακτήρες, ενώ ο Updike, παρομοίως, ήταν πολύ ατσούμπαλος στη διήγηση, αν και στα πρώτα του έργα κάπως λιγότερο. Εννοείται πως δεν είμαι καλύτερος τους- ο καθένας έχει άλλες δεξιότητες όπως προείπα. Ίσως όμως είμαι πιο επιμελής στη φόρμα του μυθιστορήματος καθώς παίρνω στα σοβαρά τις απαιτήσεις της. Είναι απλά διαφορά, όχι ανωτερότητα».
Για την έκταση των βιβλίων του
«Νομίζω πως ο στριμμένος επιμελητής που περιμένει κρυμμένος με τη χατζάρα να κόψει σελίδες από ένα καλό βιβλίο είναι ενα μυθολογικό πλάσμα. Καμιά φορά γράφω και εγώ βιβλία που δεν είναι πολύ μεγάλα- θεωρώ πάντως οτιδήποτε κάτω από 600 σελίδες ως «μεσαίας έκτασης». Για όνομα του θεού, υπάρχει και η Καρδερίνα της Ντόνα Ταρτ! Αυτό το βιβλίο είναι 771 σελίδες και ναι, είναι όντως μεγάλο. Νομίζω πως αδίκως με κατηγορούν για την έκταση των βιβλίων μου».
Για τις ερωτικές σκηνές
«Δεν έχω πρόθεση να κάνω τον αναγνώστη να νιώσει άσχημα. Είμαι πολύ προσεκτικός και το βασικό μου μέλημα στις σκηνές με σεξ είναι να πρόκειται για σκηνές που δεν αφορούν το σεξ, αλλά κάτι άλλο. Μετά τον Εραστή της Λαίδη Τσάτερλυ έχουμε διαθέσιμη μια νέα ειλικρίνεια. Όσο και να προσπαθώ να προστατεύσω τον αναγνώστη, νιώθω μια συγκεκριμένη ευθύνη να επωφεληθώ από αυτό και να εισέλθω σε αυτή τη σφαίρα οικειότητας».
Για τα δοκίμια
Εκτός από τη μετάφραση δοκιμίων του Αυστριακού συγγραφέα Karl Kraus και τη συλλογή που επιμελήθηκα το 2016 με τίτλο «Τα Καλύτερα Αμερικανικά Δοκίμια», έχω γράψει πολλά δοκίμια- μέχρι και τα απομνημονεύματα μου με τίτλο «Discomfort Zone» επίσης ξεκίνησαν με τη μορφή δοκιμίων. Σύντομα θα έχω εκδώσει περισσότερα δοκίμια παρά μυθιστορήματα. Είναι κάπως περίεργο γιατί ποτέ δεν είχα την πρόθεση να γίνω δοκιμιογράφος. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’90 είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου να ΜΗΝ γράφω τίποτε που δεν είναι λογοτεχνία. Χρειαζόμουν όμως τα χρήματα και έτσι άρχισα να αρθρογραφώ για το New Yorker και σιγά σιγά ανέπτυξα έναν τόνο, ή αν θέλετε μια περσόνα, με την οποία μπορούσα να μιλάω άμεσα για τον εαυτό μου- κάτι που ποτέ δεν είχα καταφέρει στη λογοτεχνία. Αυτό ήταν μια πολύ απελευθερωτική ανακάλυψη. Είμαι ισχυρογνώμων- έχω γνώμη για πολλά πράγματα- και ήταν πολύ απελευθερωτικό να εκφράζω τη γνώμη μου και να υπάρχει ανταπόκριση σε λίγες ημέρες ή εβδομάδες αντί για δυο χρόνια ή πέντε ή επτά χρόνια. Αυτό αφαίρεσε και μεγάλη πίεση από τα μυθιστορήματά μου: μπορούσα να εστιάσω αποκλειστικά στην ιστορία χωρίς να ανησυχώ πως γράφοντας ένα μυθιστόρημα αγνοούσα τον κόσμο. Ένα από τα αφόρητα πράγματα για τον μυθιστοριογράφο σήμερα είναι πως η πολιτισμική αλλαγή είναι γρήγορη και τα μυθιστορήματα είναι αργά. Για εμένα τα δοκίμια αποτελούν μέσο για να ακολουθώ τον πολιτισμό ανά πάσα στιγμή».
Για το μυθιστόρημα των πάντων (system novel)
Μετά τα δυο πρώτα μου μυθιστορήματα – «Η Εικοστή Έβδομη Πολιτεία» και οι «Κραδασμοί»-που συχνά χαρακτηρίζονται «μυθιστορήματα συστήματος» ως εκτεταμένα έργα με περίπλοκη δομή που φιλοδοξούν να περιγράψουν πως λειτουργεί ο κόσμος, το «Γιατί Αδελφέ;» τεκμηριώνει την εγκατάλειψη της φιλοδοξίας μου να χαρτογραφήσω ολόκληρο τον κόσμο σε ένα μυθιστόρημα. Ένα μυθιστόρημα που αποπειράται κάτι τέτοιο, αναγκαία θα είναι πολύ μεγάλο, και κάθε φορά που πίστευα πως είχα χαρτογραφήσει ολόκληρο τον κόσμο, ανακάλυπτα άλλη μια σημαντική διάσταση του κόσμου που θα έπρεπε να περιγραφεί και το προσχέδιο του βιβλίο γινόταν όλο και σχοινοτενέστερο πράγμα που σήμαινε πως θα έπαιρνε ακόμη περισσότερο χρόνο να γραφτεί το ίδιο το βιβλίο με αποτέλεσμα να έχει γίνει ακόμη περισσότερο «μπαγιάτικο» μέχρι να ολοκληρωθεί. Τελικά συνειδητοποίησα πόσο χαμένο από χέρι ήταν το κυνηγητό της κοινωνικής πραγματικότητας. Απλά δεν ήταν πλέον διασκεδαστικό. Ένιωθα πως έπρεπε να το κάνω, επειδή αυτό έκαναν τα αμερικανικά μυθιστορήματα που είχαν γνωρίσει την αποδοχή της κριτικής τις δεκαετίες του ’70 και του ’80. Είχα ευσυνείδητα καταγράψει την κοινωνική πραγματικότητα με τα δύο πρώτα μυθιστορήματά μου, κάτι που ταυτόχρονα ήταν και το λιγότερο διασκεδαστικό και το ευκολότερο πράγμα να κάνω αφού το μόνο που χρειαζόταν ήταν να βλέπω τηλεόραση, να διαβάζω εφημερίδες και να μηρυκάζω όσα ήξερα ήδη. Είχε πολύ μεγαλύτερη πλάκα να ξεκινήσω μια περιπέτεια- να βουτήξω σε μέρη του εαυτού μου και της εμπειρίας μου που ο μη-συγγραφέας θα κόπιαζε να αποφύγει επειδή είναι τρομακτικά και ενοχλητικά. Έτσι ανακάλυψα πως τελικά υπήρχε τρόπος να αποδοθεί η κοινωνική πραγματικότητα σε ένα μυθιστόρημα: όχι μέσω της άμεσης απεικόνισης αλλά μέσω της μικροσκοπικής της αντανάκλασης στην ψυχή ενός χαρακτήρα. Αφού παρέδωσα το άχθος της «καταγραφής» του κόσμου και εστίασα στον χαρακτήρα και στην ιστορία, η συγγραφή ξαναέγινε διασκέδαση.
Για την οικογένεια ως αφηγηματικό εργαλείο
«Στις Διορθώσεις είχα τρία ενήλικα παιδιά να διαχειριστώ και το καθένα ανήκε σε έναν διαφορετικό κόσμο: η Ντενίζ στον κόσμο της εστίασης, ο Τσιπ στην ακαδημαϊκή κοινότητα και ο Γκάρυ στον επιχειρηματικό κόσμο. Αυτό συμβαίνει στις οικογένειες- τα παιδιά εξειδικεύονται σε διαφορετικούς τομείς για να διαχωρίσουν τον εαυτό τους από τα αδέλφια τους. Βέβαια τώρα που το σκέφτομαι, ο οδοντιάτρος μου έχει 3 αδέλφια που είναι όλοι πράκτορες του FBI, αυτό όμως δεν είναι συνηθισμένο. Τα προτερήματα για τον μυθιστοριογράφο είναι εμφανή: αν ζωγραφίζεις σε κάπως μεγάλο καμβά, αυτός σου δίνει διαφορετικά χρώματα και αποχρώσεις για να δουλέψεις. Με άλλα λόγια μού επιτρέπει να είμαι, κατά κάποιο τρόπο, κοινωνικός μυθιστοριογράφος αλλά όχι διδακτικός ή εκπαιδευτικός κοινωνικός μυθιστοριογράφος. Δεν υπηρετώ την κοινωνική πραγματικότητα, αλλά κάνω τα επι μέρους σημεία της να υπηρετήσουν εμένα. Πάντως σε όλες τις συνεντεύξεις απεκδύομαι το ρόλο του οικογενειακού μυθιστοριογράφου. Στις Διορθώσεις η μόνη οικογένεια που όντως βλέπουμε να δρα είναι αυτή του Γκάρι. Οι πρώτοι πέντε Lamberts είναι όλοι μαζί μόνο σε 6 σελίδες προς το τέλος του βιβλίου. Ναι έχουν σχέσεις και αισθήματα ο ένας για τον άλλον, δεν βλέπουμε όμως την οικογενειακή τους ζωή. Οι οικογενειακοί δεσμοί είναι ένας βολικός- για να μην πω τεμπέλικος- τρόπος οργάνωσης πέντε ανεξάρτητων ηθοποιών. Αν πω την ιστορία δυο άσχετων ατόμων θα πρέπει να εφεύρω τη μεταξύ τους σχέση- και χρειάζεται μια ισχυρή πλοκή για να προκαλέσει τα συναισθήματα που εντός της οικογένειας γεννιούνται χωρίς κόπο. Σε μια οικογένεια όλοι έχουν έντονα συναισθήματα ο ένας για τον άλλον. Επίσης- και αυτό το αποδίδω στην τεμπελιά μου- εντός μιας οικογένειας είναι πανεύκολο να δημιουργήσεις νόημα. Ένας από τους στόχους του συγγραφέα είναι να μεγιστοποιήσει τις δυνατότητες για νόημα μέσα στο κείμενο, και αυτομάτως δίνεται περισσότερο νόημα όταν συγκρίνονται και αντιπαραβάλονται δυο συγγενείς αντί για δυο άνθρωποι χωρίς δεσμούς αίματος. Να δώσω ένα παράδειγμα; Μόλις μάθουμε πως ο Γκάρυ είναι ο γιος του Άλφρεντ αμέσως σκεφτόμαστε «σε τι θα μοιάζει με τον πατέρα του;» και ακριβώς εκεί υπάρχει ένα ανεξάντλητο πεδίο νοήματος κάτω από το οποίο υποβόσκει ένα δεύτερο πεδίο νοήματος- γιατί ο Γκάρι ξέρει πως ίσως είναι σαν τον πατέρα του. Ίσως αυτό τον τρομάζει, ίσως τον κινητοποιεί για να αποδείξει οτι δεν είναι σαν τον πατέρα του. Όλα αυτά λαμβάνουν χώρα χωρίς κόπο, με το που διατυπώνουμε έναν δεσμό αίματος σε ένα βιβλίο. Η οικογένεια είναι μια δομή πλούσια σε νόημα! Ένας συγγραφέας μπορεί να προκαλέσει προαιώνιες συγκρούσεις απλά γράφοντας τις λέξεις «πατέρας» και «γιος».
Όταν ξεκίνησα να μαθαίνω κιθάρα ένας φίλος μου κιθαρίστας με συμβούλεψε να ακούω ροκ τραγούδια και να εστιάζω στην κιθάρα με την προτροπή να καταλάβω πώς ο κιθαρίστας πάντα ακολουθεί τον πιο εύκολο δρόμο. Το ίδιο και ο συγγραφέας. Για εμένα η οικογένεια είναι απλά εύκολη: κόβεις δρόμο προς την ένταση και το νόημα. Με γλιτώνει από πολλή δουλειά που μπορώ έτσι να αφιερώσω σε άλλους τομείς της συγγραφής».
Για το μυθιστόρημα και το διήγημα
«Το μεγαλύτερο μέρος της γοητείας που ασκεί πάνω μου το μυθιστόρημα σχετίζεται με την ανάπτυξη των χαρακτήρων στο πέρασμα των χρόνων. Αυτό είναι δύσκολο να επιτευχθεί στο διήγημα. Όπως είναι δύσκολο να συμπεριλάβει πάνω από μια οπτική γωνία και αδύνατον να ξεπεράσει τις δυο. Αυτοί οι περιορισμοί μου δημιουργούν μια κλειστοφοβική ατμόσφαιρα όταν γράφω. Αυτό που τώρα μοιάζει αληθινό, ίσως αποδειχθεί πως δεν είναι μετά από 10 χρόνια ή η οπτική μιας γυναίκας ίσως φαίνεται αναληθής στο σύζυγό ή το γιο της. Αν το νόημα στη λογοτεχνία διαθέτει «ν» διαστάσεις, ο χρόνος και η οπτική γωνία αποτελούν για εμένα δυο άξονες χωρίς τους οποίους δε λειτουργώ.
Πάντως έχοντας πει αυτό, θα πρέπει να σας εκμυστηριευτώ πως έχω προσπαθήσει να γράψω διηγήματα. Στην αρχή της καριέρας μου είχα γράψει καμιά τριανταριά, όχι και πολύ καλά διηγήματα και έκανα συλλογή από απορρίψεις από λογοτεχνικά περιοδικά. Πιο πρόσφατα έγραψα μερικά παράξενα διηγήματα για τον New Yorker και την Guardian αλλά δεν αρκούν για συλλογή. Γνωρίζω πως δεν διαθέτω αυτό που είχε ο William Trevor ή η Eudora Welty ή ο Chekhov: μια ανεξάντλητη συμπάθεια για τον απλό άνθρωπο. Ο Chekhov θα μπορούσε να γράφει διηγήματα για πάντα και ποτέ να μην ξεμείνει από υλικό γιατί έβρισκε απύθμενο ενδιαφέρον στον κόσμο των συνηθισμένων ανθρώπων. Ένας επαρχιακός γιατρός ήταν για τον Chekhov το ίδιο σημαντικός με τον Τσάρο ή την ‘Αννα Καρένινα. Δυστυχώς δεν διαθέτω αυτό το χάρισμα και έτσι αποφεύγω το διήγημα. Όπως έχω γράψει επανειλημένα για την Alice Munro, διηγείται διαρκώς την ίδια ιστορία και η ιδιοφυία της έγκειται στο ότι την κάνει να μοιάζει καινούργια κάθε φορά. Νομίζω πως το έργο της αφορά περισσότερο τον εαυτό της, σε αντίθεση με τον Chekhov- αν και αυτός ήταν γιατρός».
Για το ρεαλισμό
«Τα έργα μου είναι ρεαλιστικά. Ως αναγνώστης, προτιμώ το είδος «ρεαλισμού» όπου οι χαρακτήρες συμπεριφέρονται με αναγνωρίσιμο τρόπο και κυκλοφορούν σε έναν αναγνωρίσιμο κόσμο. Το βρίσκω πολύ πιο δύσκολο, τόσο ως συγγραφέας όσο και ως αναγνώστης, να επενδύσω σε μια διήγηση όπου οι χαρακτήρες κάνουν πράγματα που δεν θα έκαναν στην πραγματικότητα ή όπου ο κόσμος είναι τόσο παράλογος που δεν τον αναγνωρίζω. Ένα βασικό επίπεδο ρεαλισμού είναι προαπαιτούμενο για να υπάρξει συναισθηματική ανταπόκριση σε ένα έργο. Το πρόβλημα μου με τη μεταμοντέρνα λογοτεχνία είναι πως αναγκάζομαι να διαβάζω ιστορίες για τις οποίες δε νοιάζομαι, επειδή δεν διαθέτουν λαβές στην πραγματικότητα για να κρατηθώ».
Για τον «τραγικό ρεαλισμό»
«Ο τραγικός ρεαλισμός αποτελεί μια θέαση του κόσμου που προέρχεται απευθείας από τις κλασσικές τραγωδίες και έχει δυο αιτήματα: το πρώτο είναι πως δεν γίνεται να τα γνωρίζουμε όλα. Μπορεί να νομίζουμε πως τα γνωρίζουμε όλα- αυτό όμως δεν γίνεται, ιδίως στον ηθικό τομέα. Η ηθική επιστημολογία είναι ένας εφιάλτης, αφού όλοι ζούμε τις ζωές μας πιστεύοντας πως είμαστε καλοί άνθρωποι, κανείς όμως δε μπορεί να είναι σίγουρος για αυτό. Το άλλο αίτημα είναι πως το «πεπρωμένον φυγείν αδύνατον»-πως δεν υπάρχει λύση για τις θεμελιώδεις ανθρώπινες αντιθέσεις. Ο τραγικός ρεαλιστής βρίσκεται εξ’ορισμού σε πόλεμο με τη κολασμένη μοντέρνα παντρειά της τεχνολογίας με τον καταναλωτισμό, με τις υποσχέσεις για τέλεια γνώση και λύσεις προς πώληση για τα υπαρξιακά προβλήματα».
Για την εναλλαγή της οπτικής γωνίας
«Τη δεκαετία του ’90 ανακάλυψα πόσο αγαπώ τα σύντομα μυθιστορήματα. Ένα σύντομα μυθιστόρημα τυπικά διατηρεί τις κλασσικές ενότητες- χρόνος, χώρος και δράση όλα συμπυκνωμένα- και χτίζει αναπόφευκτα μια δραματική κρίση. Δεν υπάρχει τίποτε καλύτερο από τη δραματική κρίση! Όμως, εκτός και αν είσαι ο Ντοστογιέφσκι, δε μπορείς να κάνεις μια δραματική κρίση να κρατήσει 500 σελίδες. Ακόμη και ο Ντοστογιέφσκι έγραφε μυθιστορήματα που ήταν συλλογή νουβέλων ή, ακριβέστερα, δράματα σε 3 ή 5 πράξεις. Έτσι από το ‘90 και μετά, πιάνω τον εαυτό μου να προσπαθεί να συνθέσει εκτενέστερα μυθιστορήματα, δεματιάζοντας μαζί πολλά σύντομα μυθιστορήματα, κάτι που διατηρεί την ένταση σε υψηλά επίπεδα, ενώ ταυτόχρονα μου επιτρέπει να υιοθετώ πολλαπλές οπτικές γωνίες. Στον «Υπόγειο Κόσμο» του Delillo, ο Nick Shay ξεχωρίζει τα οικιακά απορρίματα βάζοντας τα πλαστικά στον κάδο για τα πλαστικά και τα γυάλινα στον κάδο για τα γυάλινα. Ο DeLillo χρησιμοποιεί μια περίεργη τεχνική όπου αντί να παραθέτει μια σειρά παραγράφων για το ίδιο θέμα ακολουθούμενη με μια σειρά παραγράφων για ένα άλλο, ανακατεύει όλες τις παραγράφους μαζί και αναπηδά από το ένα θέμα στο άλλο. Αυτό μου άρεσε πολύ- ήταν το αγαπημένο μου σημείο σε όλο το βιβλίο. Σε ένα σημείο στις Διορθώσεις πειραματίστηκα χρησιμοποιώντας την ανεξάρτητη παράγραφο ως τη βασική μονάδα ανά σελίδα. Μου φάνηκε εντάξει να δανειστώ ένα κόλπο του DeLillo σε ένα μυθιστόρημα που αποτελεί δήλωση ανεξαρτησίας από αυτή τη γενιά Αμερικανών συγγραφέων».
Για τη συγγραφική ωριμότητα
Όταν η «27η Πολιτεία» παρερμηνευόταν, όταν οι «Κραδασμοί» αποτύγχαναν να βρουν αναγνωστικό κοινό, υπέθετα πως το πρόβλημα δεν ήταν ο συγγραφέας αλλά ο κακός κόσμος. Ενώ έγραφα την «Ελευθερία» όμως κατάφερα να δω πως κάποιες από τις κριτικές που είχαν ασκηθεί σε αυτά τα δυο βιβλία ήταν σωστές- πως το πρώτο όντως ήταν υπερπροστατευμένο και ανεξήγητα θυμωμένο- και πως η πολιτική και η υπόθεση θρίλερ του δεύτερου ήταν όντως κάπως κραυγαλέα.Η ζωή του συγγραφέα είναι μια ζωή επαναθεώρησης και οδηγήθηκα στο συμπέρασμα πως αυτό που χρειαζόταν επαναθεώρηση ήταν η πρώιμη δουλειά μου.
Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα για το συγγραφέα που επιμένει είναι η έλλειψη υλικού. Όλοι λύνουμε αυτό το πρόβλημα με διαφορετικό τρόπο- κάποιος ας πούμε μπορεί να αφιερωθεί στην ενδελεχή έρευνα του Περού τον 19ο αιώνα. Η λογοτεχνία που με ενδιαφέρει και θέλω να παράγω στοχεύει στο ξεσκέπασμα των επιφανειακών ζωών μας και στη μελέτη των καυτών θεμάτων που βρίσκονται από κάτω. Μετά τις «Διορθώσεις» άρχισα να αναρωτιέμαι ποιο είναι το δικό μου καυτό υλικό; Η παιδική μου ηλικία στις μεσοδυτικές ΗΠΑ, οι γονείς μου, ο γάμος τους, ο δικός μου γάμος- μπορεί να έχω ήδη γράψει βιβλιά για όλα αυτά ήμουν όμως νεότερος και με λιγότερες δεξιότητες».
Για το βιβλίο που τον επηρέασε περισσότερο
Το «Χρονικό της Νάρνια» του CS Lewis. Ήθελα να τα διαβάζω ξανά και ξανά.Η συγγραφή ξεκινάει μόνο μετά από τέτοιες αναγνώσεις.
Για το βιβλίο για το οποίο θα τον θυμούνται περισσότερο
Προτιμώ να είμαι ζωντανός παρά να με θυμούνται.
Οι αναφορές στο άρθρο είναι από:
The Times (London) 9/19/21
The Guardian 25/9/21
Jérémy Potier, “An Interview with Jonathan Franzen”, Transatlantica [Online], 1 | 2017
The Paris Review/Issue 195/ The Art of Fiction 207
Τζόναθαν Φράζεν, Σταυροδρόμια, μτφρ. Γιώργος- Ίκαρος Μπαμπασάκης, Ψυχογιός
Βρες το εδώ