της Δήμητρας Δημητρίου
«Έχετε σοβαρή υποθερμία, κυρία».
Στο σημείο ελέγχου γίνεται επισταμένα ο έλεγχος θερμοκρασίας. Οι «αρχές» τους με πέρασαν από εξονυχιστικό έλεγχο. Παράξενο. Πέρασε τόσος πολύς καιρός από τότε που είχα να νιώσω ξανά τα μέλη μου να διαπερνώνται απ’ την αφή. Οι μπλε μπερέδες επέβλεπαν από μακριά.
«Αφήστε με να περάσω».
Περάσαμε από μια τενεκεδένια πινακίδα που έγραφε «Giriş-Entry», σκαλισμένη μ’ ένα καρφί. Αργοδιαβαίναμε σε αναζήτηση χαμένης μνήμης. Τα κλαδιά σκαρφαλώνουν τους ορόφους άτακτα κι αγριεμένα, ζώνοντας με τις ανάσες τους τον ερειπιώνα. Κάποτε νιώθω να ’μαι τόσοι πολλοί άλλοι, που χάνομαι. Θέλω να υπάρξω έστω στο μάκρος μιας ηλικίας που να είναι αυτή, η δική μου. Η αλήθεια είναι πως άρχισα να χάνω λίγο τη μνήμη μου με τα χρόνια. Μ’ όλο που το έλεγα στην κόρη μου -και τούτο το θυμάμαι καθαρά- «άμαν ανοίξει η Αμμόχωστος, να πάρετε τα λείψανά μου τζαι να με θάψετε τζειαμαί».
Όταν φτάσαμε με το συνεργείο, κοντοσταθήκαμε για λίγο έξω από το σπίτι. «Τούτο εδώ το χωράφι είναι δικό μου! Έχω το κοτσιάνι!». Εδώ θα έχτιζα. Εδώ επρόκειτο να ήταν η ζωή μου. Ναι, εδώ. Ακριβώς. Η γιαγιά μου ήλθε από την Αλεξάνδρεια το 1910. Αγόρασε όλο το τετράγωνο για δέκα χρυσές λίρες αιγυπτιακές. «Εκείνο εκεί είναι το σπίτι του θείου μου και πίσω ακριβώς είναι το αγγειοπλαστείο μας».
Ένα λεπτό, επιτρέψτε μου. Θέλω να δω αν έμεινε ο φούρνος. Δώστε μου πέντε λεπτά γυρίσματος, πέντε λεπτά απ’ το γύρισμα, οπερατέρ και κύριοι σκηνοθέται, να μπω μέσα να δω αν ο φούρνος είναι ακόμα εκεί. Αν γλιστρούσα για λίγο μέσα να κοιτάξω; «Ποιος εννά με δει;».
Όρμησα θυρών κεκλεισμένων μέσα από την κορδέλα και στάθηκα εις το μέσον. Σταύρωσα τα χέρια μου στις φτερούγες τ’ ουρανού και τα προσάρμοσα πάνω στον τοίχο του σπιτιού, δίπλα στη σπασμένη πόρτα, που την κρατούσαν μετά βίας δύο ξύλινα δοκάρια στο σχήμα του σταυρού. Ο τοίχος γύρισε και μ’ αγκάλιασε πίσω. Μ’ όλο που πάσκιζα να ξεδιαλύνω καλύτερα, δεν εκατάφερα ακόμα, δεν εμπόρεσα ακόμα να δω τον φούρνο.
Άγγελος λαφυραγωγός σήμανε σάλπισμα το πρώτο και κακόγουστο. «Achtung!». Yasak Bölge Girilmez. «Besuch verboten». Καλάν, καλάν. «Ταμάμ». It’s my house. «It’s her house». I just want to see. «It’s her house». I only want to see. Τα μάτια μου, βλέπετε, κουράστηκαν από τα χρόνια, έχουν στεγνώσει πια τα μάτια μου, δεν βλέπετε, «Ι just want to see, οk?».
Αν έβαζα το δάχτυλό μου δείχτη και του έλεγα «Το σπίτι μου!», θα με άφηνε να το δω; Αν έβαζα τα δάχτυλά μου σε σκανδάλη, θα τολμούσα; Αν εξέτεινα, τα δάχτυλά μου στους ουρανούς μαλάματα, θα με άφηνε, άραγε, να δω τον φούρνο;
Ένα λεπτό τότε, δώστε μου ένα λεπτό να δω αν φαίνεται ’πού δαμαί. Βάλθηκα ν’ ανέβω στο τοιχάκι του δρόμου, που ακόμα, προς έκπληξή μου, εστέκετο. Ένιωθα πως, αν ύψωνα τα δάχτυλα των ποδιών, αν συγκεντρωνόμουν μόνο στα σημάδια και τους οιωνούς, ήμουν σίγουρη, θα έβρισκα την πέτρα, τη σχισμή, το ξερόκλαδο, που θα με οδηγούσανε με βεβαιότητα στον φούρνο. Τον είδα να μου κοντοζυγώνει. Και σάλπισε ο δεύτερος. Ένα μεγάλο βουνό ξεκόλλησε και ρίχτηκε στη θάλασσα.
«Εγώ θέλω να σταθώ. Απαγορεύεται τζαι να σταθώ;».
Εκείνος αύθις με πλησίασε και μου έφτυσε στο πρόσωπο. H θάλασσα ερυθρίασε. Έπειτα έβαλε τα χέρια του πάνω στα μάτια μου και επηρώτα με ει τι βλέπω. Τον παρακαλούσα να επιθέσει ξανά το χέρι του και να μ’ αγγίξει, εγώ τότε διέστειλα τους οφθαλμούς μου για να χωρέσω μέσα μου το θαύμα, κι όσο εκείνοι διαστέλλονταν, πιότερο εκείνος με τρέλαινε απ’ το κήρυγμα. Όταν κατάλαβε πως δεν εσκόπευα να κατέβω απ’ το τοιχάκι, κολλημένη στο ταμπούρι μου, με τράβηξε με βιά μέσα απ’ τον όχλο, έβαλε πάλι τους δακτύλους του στα μάτια μου και μου έφτυσε τα όμματα ανακράζοντας περιχαρείς, «εφφαθά!», «εφφαθά!», «λύθηκε ο δεσμός των αμματιών σου!», έκανε να βωβήσουν οι άλαλοι και τους κουφούς να κωφεύσουσι και τους νεκρούς αναστήναι, καθώς ετούτοι εξεπλήσσοντο υπερπερίσσια βάνοντας φωνή: «To σπίτι μου!» «Εφφαθά!» «Ο φούρνος!» «Βλέπω τους ανθρώπους ως δένδρα περιπατούντας!».
Κάθισα τότε και κοιτούσα τον εαυτό μου να κοιτά τα δέντρα που περπατούσαν. Έτσι, περίβλεπτη, καθώς τόσο εγώ όσο και τα βλέμματα όσων πρόλαβαν να κόψουν εισιτήριο για την πρωινή παράσταση κοιτούσαν εμένα να κοιτάω τα περιπατούμενα δέντρα, έμοιαζε η αγωνία μου να χαρακώνει τον ορίζοντα σε αναζήτηση χαμένων ζωών. Ένα κοπάδι γλάρων συντρομάχτηκε. Ύψωσα τότε το χέρι μου προς τα πάνω, δείχνοντας το κομμάτι εκείνο τ’ ουρανού που ο Θεός μου ρίζει πάνω ’πού τα ξενοδοχεία:
«Τζειαμαί που θωρείτε, πρέπει να ’ν πολλές ψυσιές που πάνω, τζαι γυρεύκουν το δίκαιο». Εγώ, ’πού έξι χρονών, εβοήθουν τον πατέρα μου στο αγγειοπλαστείο. Ο φούρνος ήταν η ζωή μου. Ας εν καλά τα πλάσματα που με αφήκαν να μπω πιλέ μου να τα δω. «Ας τους ι-σσέπει που τα ’ψη ο Θεος μου», είπε.
Ένα αλίμονο πέρασε. Δες! Δύο ακόμη αλίμονο έπονται μετά από αυτά.
Οι γλάροι βάδισαν προς τ’ ανοιχτά. Καθώς χανόταν η στεριά από τα μάτια τους, καθώς άφηναν πίσω απ’ τις λευκές, σπαθάτες φτερούγες τους την πόλη, διέγραφαν τα πελαγικά μας όρια κάνοντας κύκλους γύρω-γύρω από τα πρόσωπά μας, χαράζοντας μια αναρχία ρωμαίικη αυθεντική.
Το δεύτερο αλίμονο πέρασε. Δες! Το τρίτο αλίμονο έρχεται γρήγορα.
Η κόρη της, φεύγοντας, έβγαλε ένα σακουλάκι, δεμένο σφιχτά, έπειτα το σκόρπισε ευλαβικά πάνω από το βρεγμένο χώμα. «Είναι από την Αμμόχωστο, μάνα!». «Τι να σου πω, κόρη μου; Καλή η λάσπη η παλιά. Τραβά με να συρθώ ξανά κοντά της. Αμμά τι να σου πω; Τι να σου κάμει μια φούχτα λάσπη, άμαν μας εχαλάσασιν τον φούρνο;».
Σημειώσεις
- Το κείμενο εμπνέεται από πραγματικό γεγονός που λαμβάνει χώρα στο ντοκιμαντέρ της εκπομπής «24 ΩΡΕΣ» (Alpha Κύπρου, 17 Οκτ. 2020) για την Αμμόχωστο, μετά από το παράνομο από το κατοχικό καθεστώς άνοιγμα του παραλιακού μετώπου. Ο δημοσιογράφος Κωνσταντίνος Κωνσταντίνου και η ομάδα του περνούν το οδόφραγμα και με τη βοήθεια Αμμοχωστιανών επισκέπτονται τα σημεία αναφοράς της πόλης. Ανάμεσα στους ξεναγούς του, η Βαρωσιώτισσα πρόσφυγας Λία Μουσουπέτρου, η οποία, προς έκπληξη δημοσιογράφου και θεατών, πασκίζει επίμονα να βρει συγκεκριμένα τον φούρνο του αγγειοπλαστείου της, καθώς έρχεται αντιμέτωπη με Τούρκο στρατιώτη. Βλ. https://www.alphacyprus.com.cy/shows/informative/24wres/webtv/171020-ammohostos-i-poli-fantasma.
- «μπλε μπερέδες» (αγγλ. blue berets): Οι ειρηνευτικές ομάδες του ΟΗΕ στην Κύπρο.
- «Κάποτε νιώθω…η δική μου»: Πρβλ. Οδ. Ελύτης, Ο μικρός ναυτίλος (Αθήνα: Ίκαρος, 1985): «Κάποτε νιώθω να ’μαι τόσοι πολλοί που χάνομαι. Θέλω να πραγματοποιηθώ έστω και στο μάκρος μιας ηλικίας που να ξεπερνά τη δική μου».
- «τζειαμαί» (< εκεί + χαμαί): εκεί χάμω, εκεί πέρα.
- «κοτσιάνι» (τουρκ. koçan): Πιστοποιητικό περιουσίας.
- «εννά» (< θέλω να < θελ’ να < θεν’ να < θεν να < εννά): Θα. Με αυτό σχηματίζεται ο μελλοντικός χρόνος στην ελληνική κυπριακή διάλεκτο.
- «θυρών κεκλεισμένων…εις το μέσον»: Πρβλ. Ιω. 20, 26.
- «Achtung Jude! Besuch verboten!» (γερμ.): «Προσοχή, Εβραίε! Η επίσκεψη απαγορεύεται». Απαγορευτικό και εκφοβιστικό σύνθημα της ναζιστικής προπαγάνδας.
- «Yasak Bölge Girilmez» (τουρκ.): Απαγορευμένη ζώνη.
- «It’s her house»: Με αναφορά στην έκκληση του δημοσιογράφου Κωνσταντίνου Κωνσταντίνου προς τον Τούρκο στρατιώτη, ο οποίος φώναζε απειλητικά στη Μουσουπέτρου να κατέβει από το τοιχάκι.
- «Ι just want to see, οk?»: Λόγια της Λίας Μουσουπέτρου (βλ. αν.), per litteras.
- «δαμαί» (< δα, τοπ. επίρρ., αρχ. ὧδε): Εδώ.
- «Εγώ θέλω να σταθώ. Απαγορεύεται τζαι να σταθώ;»: H απάντηση της Μουσουπέτρου στον Τούρκο στρατιώτη (βλ. αν.), per litteras.
- «μου έφτυσε στο πρόσωπο…ως δένδρα περιπατούντας»: Με αναφορά στα θαύματα του Ιησού. Πρβλ. Μκ. 8, 22-25 και Μκ. 7, 31-37.
- «εφαθθά» (Βιβλ., αραμ.): Να ανοιχθούν.
- «ρίζει» (< oρίζει): Εξουσιάζει, έχει στην κατοχή του (με αναφορά σε ιδιοκτησία γης).
- «Τζειαμαί που θωρείτε, πρέπει να ’ν πολλές ψυσιές ’πού πάνω, τζαι γυρεύκουν το δίκαιο»: Λόγια της Λίας Μουσουπέττου (βλ. αν.), per litteras.
- «πιλέ μου» (τουρκ. bile): Τουλάχιστον.
- «ι-σσέπει» (< ι ευφ. + σσέπω < σκέπω): Προστατεύει, προφυλάγει.
- «’πού τα ’ψη»: Από τα ύψη.
- «Ενα αλίμονο πέρασε….αυτά»: Πρβλ. Απ. 9, 12.
- «Το δεύτερο αλίμονο…γρήγορα»: Πρβλ. Απ. 11, 14.