Ο φόβος του επαρχιώτη (διήγημα του Αλέξανδρου Αραμπατζή)

0
604

 

 

Αλέξανδρος Αραμπατζής  (*)

 

Οι μεγάλες πόλεις είναι συνήθως σκληρές για τους φτωχούς και χρήσιμες και ευχάριστες για τους πλούσιους. Πριν εγκατασταθώ στην Αθήνα σαν φοιτητής, την επισκέφθηκα για πρώτη φορά παρέα με τον παππού μου που κατέβηκε να δει το  γιό  του που έμενε στο Μπραχάμι. Δεν θυμάμαι και πολλά πράγματα από εκείνην την επίσκεψη, αλλά μου έμεινε χαραγμένη στη μνήμη μία φωτογραφία που βγάλαμε μαζί στο Σύνταγμα με τα περιστέρια. Επίσης θυμάμαι και τη λαχτάρα του παππού μου να χωθεί δίπλα στον τότε υπουργό των συγκοινωνιών, στο Σταθμό Λαρίσης, για να βγει μαζί του φωτογραφία στις εφημερίδες. Τότε κατάλαβα ενστικτωδώς ότι ο κάθε άνθρωπος αναζητεί διακαώς τα 1, 2, 3, 5 ή 15 λεπτά δημοσιότητας που του αναλογούν και η αναζήτηση αυτή ισούται σχεδόν με μεταφυσική ανάγκη. Και τούτο, διότι, κατά την γνώμη μου, ο άνθρωπος, ως θήραμα και θύμα του χρόνου, θέλει να αντιτάξει μία γενναία φωταψία εκδίκησης της αιωνιότητας. Στην καρδιά του κάθε ανθρώπου κρύβεται η φιλοδοξία να ζήσει τη ζωή του με όρους διαβίωσης πάνω από τον μέσον όρο και να τελευτήσει τον βίο του με τον φωτοστέφανο του διακεκριμένου. Το σίγουρο είναι ότι ο ακραίος πόθος της αθανασίας, όχι της ψυχής, αλλά γενικά του εγώ, οδηγεί σε ακραίες πράξεις εκδίκησης του πραγματικού.

Στην επόμενη επίσκεψη θυμάμαι ότι κυριολεκτικά οργώσαμε την Αθήνα με τον πατέρα μου για να βρούμε σπίτι να νοικιάσω σαν φοιτητής. ΄Ωσπου, μετά από πολλές ταλαιπωρίες, εμφανίστηκε μπροστά μας ένας καλός ανθρωπάκος, στρουμπουλός και ευγενικός, οδοντίατρος, άρτι αφιχθείς με τη σύζυγό του  από το πάλαι ποτέ σιδηρούν παραπέτασμα, και συγκεκριμένα την Τσεχοσλοβακία, και  ο οποίος διαχειριζόταν μια γκαρσονιέρα ιδιοκτησίας ενός πλούσιου Κύπριου στο Παγκράτι. Μόλις είχε φύγει από κει μια φοιτήτρια, αλλά το ζεύγος κρατούσε επιφυλακτική στάση απέναντί μου, καθόσον, απ΄ ότι κατάλαβα, ήθελαν να τη νοικιάσουν πάλι σε κοπέλα, για να έχουν το κεφάλι τους, υποτίθεται, ήσυχο από εξάρσεις φοιτητικής κραιπάλης. Το κλίμα άλλαξε υπέρ μου, όταν πάνω στην συζήτηση αναφέρθηκαν στην Πράγα, κι εγώ αυθόρμητα ανέφερα τον Κάφκα. Αντιλήφθηκα ότι είχαν εκπλαγεί τόσο πολύ που ένας νεαρός ΄Ελληνας φοιτητής  ήξερε τον Κάφκα, μ΄  αποτέλεσμα ν΄  αλλάξει  άρδην η στάση τους απέναντί μου και μου νοικιάσανε τη γκαρσονιέρα.

Οι άνθρωποι αυτοί, απ΄ ότι διαπίστωσα  αργότερα, παρότι αγωνίστηκαν κατά των γερμανών και μετά πολέμησαν σαν αντάρτες στον Εμφύλιο, κουβαλούσαν μέσα τους φόβους ριζωμένους γερά από το λεγόμενο παραπέτασμα. Αυτό το συμπέρασμα το έβγαλα από δύο γεγονότα: το πρώτο, όταν στον στίβο της διαδοχής του Κωνσταντίνου Καραμανλή μονομάχησαν ο Ευάγγελος Αβέρωφ με τον Γεώργιο Ράλλη, συναντώ το πρωί, την εκ Τσεχοσλοβακίας κυρία, η οποία σημειωτέον δίδασκε στην Πράγα συνταγματικό δίκαιο και πριν τον πόλεμο εργαζόταν ως προισταμένη του ΙΚΑ – κατατρομαγμένη. Μα τι συμβαίνει; τη ρώτησα. Δεν μπορείς να το φαντασθείς, μου απάντησε τρέμοντας, στο όνειρό μου είδα ότι ψηφίστηκε ο Αβέρωφ. Ευτυχώς, βέβαια, γι΄ αυτήν και  για μας ίσως, δεν επικράτησε ο Αβέρωφ  τελικά, δηλαδή ο γνωστός για το άγριο αντικομουνιστικό του μένος με το ανελέητο αντικομουνιστικό  μότο του Φωτιά και Τσεκούρι. Το δεύτερο συμβάν:  ένα θαυμάσιο  πρωινό, καταφθάνει η εν λόγω κυρία, διστακτική έως μουδιασμένη, και μου λέει: μπορείς να μου κάνεις μια χάρη σε παρακαλώ; Παρακαλώ, της απαντώ. Θέλω να στείλω ένα γράμμα στην κόρη μου, στην Τσεχοσλοβακία, αλλά επειδή έβαλα μέσα λεφτά, φοβάμαι να το στείλω μην τυχόν και με ανακαλύψουν, μήπως μπορείς να το κάνεις εσύ για μένα; Εννοείται, είπα. Πήρα το γράμμα και το έστειλα μέσω του τότε ταχυδρομείου της Ομόνοιας χωρίς καμία περιπλοκή. Η κυρία αυτή, ας σημειωθεί παρακαλώ, έδρασε σαν σαμποτέρ επί κατοχής και  κυκλοφορούσε ανάμεσα σε γερμανικές περιπόλους με πλαστή ταυτότητα

Δεν υπάρχει, λοιπόν,  στη ζωή τίποτα πιο πραγματικό από τον φόβο. Ο φόβος είναι η τανάλια του μυαλού και της θέλησης.

Ο φόβος έδρασε μέσα μου και ανέστειλε την περιέργειά μου όταν κάποιος από τους φίλους εκείνης της εποχής μου πρότεινε να δοκιμάσω χασίς, επαινώντας με πολύ λαμπρά χρώματα την επίδραση που έχει στη  φαντασία, στις ιδέες και στην επιτάχυνση του εγκεφάλου. Ο φίλος αυτός, ο οποίος ήταν σημειωτέον από τα καλύτερα και πιο ευαίσθητα παιδιά που έχω γνωρίσει, και ο οποίος μάλιστα διάβαζε λογοτεχνία και  φιλοσοφία και ήθελε να σπουδάσει σκηνοθεσία, έμαθα αργότερα, με ρίγος ανατριχίλας, ότι έχασε τη ζωή του από τα ναρκωτικά.

Θα  αναφερθώ σε κάποια άλλη περίπτωση, στον τραγικό σεισμό του 1981. Θυμάμαι την  πλατεία  Βαρνάβα, στο  Παγκράτι, κατάμεστη από ένα τσούρμο ανθρώπων να διανυκτερεύει γύρω από μία φωτιά. Ως αφελής, τότε, νεανίας, παρατηρούσα με περιέργεια την φριχτή μάσκα του φόβου αποτυπωμένη στα χλωμά πρόσωπα των ταρακουνημένων ανηλεώς ανέμελων Αθηναίων. Οι οποίοι, μάλιστα, Αθηναίοι, λίγο πριν το  σεισμό, ήσαν απορροφημένοι στην παρακολούθηση του ιδιαίτερα δημοφιλούς τότε σήριαλ Το φως του Αυγερινού, στο οποίο, σε κάποια επεισόδια, έπαιξα  και σαν κομπάρσος.

Τη στιγμή του σεισμού βρισκόμουν σε μια ταβέρνα, στο υπόγειο μιας παλιάς μονοκατοικίας,  στα Εξάρχεια, όταν ξαφνικά έσβησαν τα φώτα και ακούστηκε ένα περίεργο βουητό από τα έγκατα της γης. Παγώσαμε όλοι καθώς φάνηκε η οικοδομή να καταρρέει. ΄Επεσε βουβαμάρα. Είπα από μέσα μου, αυτό ήταν, τετέλεσται, και το μυαλό μου βούλιαξε  στη σκοτοδίνη. Ευτυχώς σύντομα  σταμάτησε το βουητό της κατάρρευσης και βγήκαμε έξω σκουντουφλώντας στα σκοτεινά σώοι και αβλαβείς. Τελικά το μόνο που είχε καταρρεύσει ήταν το μπαλκόνι τη παλιάς και παραμελημένης εξαρχειώτικης νεοκλασικής οικίας. Για  να  επιστρέψω στο σπίτι μου περπάτησα ανάμεσα στους δρόμους μιας μισοβομβαρδισμένης Αθήνας, με τον κόσμο αναμαλλιασμένο να βγαίνει από τα σπίτια του με τις πυτζάμες και τις νυχτικιές, κρατώντας στα χέρια σταυρούς και εικονίσματα, άδοντας θρηνητικές ψαλμωδίες, ψελλίζοντας προσευχές και ιερές επικλήσεις. Ειλικρινά, πρώτη φορά στη ζωή μου άκουσα τόσες πολλές φορές το Ιησούς Χριστός νικά όλα τα κακά σκορπά, συνοδευόμενο από κλάξον, ουρλιαχτά, σειρήνες, ένα κομφούζιο δηλαδή τρόμου και αγωνίας.

Ομολογουμένως κατέβηκα στην Αθήνα με όλες τις δειλίες και τις προκαταλήψεις που συνοδεύουν ένα επαρχιωτόπουλο. Σε αντιστάθμισμα, καμωνόμουν τον σοβαρό και τον σπουδαίο, έστω κι αν αυτό ήταν μια  ψευδαίσθηση. Κρατούσα έντονα στο νου μου τον επαρχιώτη του παλιού καλού ελληνικού κινηματογράφου που όλοι οι απατεώνες τον μυριζόντουσαν αμέσως και σπεύδανε να του αρπάξουν το πολύτιμο κομπόδεμα. Κυρίως, όμως, ήμουν ιδιαίτερα κουμπωμένος με τις γυναίκες, πιστεύοντας πως όλες όσες με πλησίαζαν ήταν ένα είδος πλανεύτρας μάγισσας που ο απώτερος σκοπός τους ήταν να με τυλίξουν στα μαύρα δίχτυά τους και να με μετατρέψουν σ΄ ένα είδος άβουλου και  γελοίου ερωτευμένου υπηρέτη. Μανάδες και κόρες, συνασπισμένες σε μια σατανική συμμαχία, με απώτερο σκοπό να τυλίξουν στα δίχτυά τους τον επαρχιώτη αγαθούλη γαμπρό. Κυριευμένος από εμμονές και παράλογες επιφυλάξεις, ζούσα μέσα σε μια μεγαλούπολη, ούτως ή άλλως, στρωμένη με νάρκες και κινδύνους, μια πόλη που το κάθε σου βήμα κινδύνευε, όπως πίστευα,  να εκραγεί από το βλέμμα μιας ωραίας γυναίκας ή από την βόμβα ενός τρομοκράτη. Ωστόσο, όσο εξοικειωνόμουν με την καθημερινή ζωή της πόλης και το διαρκές κομφούζιο που επικρατούσε, τόσο περισσότερο μου άρεσε να βιώνω τον κίνδυνο και να ακολουθώ τον δυναμισμό της αδιάκοπης ροής της. Η ποικιλία των εικόνων και του συνεχούς θορύβου με ξετρέλαιναν. Θυμάμαι πως κάποτε ρώτησαν τον Σαρτρ γιατί κάθεται πάντα στου Ζόναρς όταν έρχεται στην Αθήνα κι αυτός απάντησε: “για να ακούω τον θόρυβο της πόλης”.  ΄Ηδη, η ζωή της επαρχίας, άρχισε να μου φαίνεται ανιαρή και ανυπόφορη. Εγώ ήμουν πλασμένος για τη ζωή της μεγάλης πόλης, για το κονταροχτύπημα των αντιθέσεών της. Πίστευα πως είχα τα μάτια μου πάντα τετρακόσια και ότι η εξυπνάδα μου θα με σώσει από τις κακοτοπιές. Πίστευα πως Εγώ, ναι Εγώ,  δεν θα πιανόμουν ποτέ κορόιδο, ή, τουλάχιστον, όχι και τόσο μεγάλο κορόιδο όσο ο επαρχιώτης των ελληνικών ταινιών που τον ξεμονάχιαζαν και τον ξετίναζαν οι επιτήδειοι και σνομπ πρωτευουσιάνοι. Συν τοις άλλοις, εγώ ήμουν ποιητής, καλλιτέχνης, άλλο αν δεν είχα δημοσιεύσει ούτε αράδα, έπρεπε όμως να προσπαθήσω, ή τουλάχιστον να προσποιηθώ πως η ζωή μου ήταν ανάλογη και αντάξια εκείνης ενός Ρεμπώ, ενός Χένρυ Μίλερ ή ενός Μπουκόβσκι.

Τελικά δεν ξέφυγα από τη μοίρα του επαρχιώτη. Η Αθήνα δεν μ΄ άγκάλιασε κι εγώ δεν  κατάφερα να την κερδίσω. ΄Οσες φορές την επισκέφθηκα νιώθω επιφυλακτικός απέναντί της, σαν τον βλάχο της δεκαετίας του πενήντα με το δισάκι, τη γκλίτσα  και τα τσαρούχια και τη διαπεραστική σφυρίχτρα του τροχονόμου από πίσω να τον κυνηγάει με ακατανόητη μανία.

 

 

(*) Ο Αλ.Αραμπατζής είναι ποιητής. Τελευταία του συλλογή Μεγαλιθικές μπαλάντες, Τυπωθήτω

Προηγούμενο άρθροΗ κυρία Κούλα στο Θέατρο (Ο Γρ.Καραντινάκης και η Νατάσα Σίδερη μιλούν στον Γ.Ν.Μπασκόζο)
Επόμενο άρθροΑκροδεξιά και Φρειδερίκος Νίτσε, του Tobias Hürter (μτφρ. Γιώργος Καρτάκης)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ