του Στέφανου Δημητρίου (*)
Για τον Καθηγητή Πολιτικής Θεωρίας, στο Πανεπιστήμιο του Νότινγκχαμ, Μάικλ Φρήντεν, ο φιλελευθερισμός είναι πολύσημη έννοια. Αν και δεν είναι δυνατό να κατανοήσουμε τον φιλελευθερισμό, τον κλασικό φιλελευθερισμό, χωρίς τον Τζων Λοκ (παρόλο που, σε ό, τι αφορά την ανάδειξη της έννοιας του ατόμου και των αντίστοιχων δικαιωμάτων, ιδίως ως προς την ασφάλεια και την ατομική ιδιοκτησία, στον Τόμας Χομπς εντοπίζονται τα προδρομικά φιλελεύθερα στοιχεία), όπως και τον δημοκρατικό πολιτικό φιλελευθερισμό χωρίς τον Τζων Στιούαρτ Μιλλ και το «Περί Ελευθερίας», ο φιλελευθερισμός δεν έχει έναν μόνο θεμελιωτή. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν και αντίστοιχες ερμηνευτικές προσλήψεις και προσεγγίσεις. Ο φιλελευθερισμός δεν αποτέλεσε ένα συνεκτικό σύστημα ιδεών. Από τον 17ο αιώνα και μετά, η ευρωπαϊκή σκέψη αναδεικνύει πολλές ιδέες που μπορούν να χαρακτηρισθούν φιλελεύθερες, κυρίως λόγω της αναφοράς τους στην ατομική ελευθερία και τα αντίστοιχα δικαιώματα, χωρίς όμως να είναι δυνατό να υπαχθούν σε ένα αύταρκες θεωρητικό σύστημα. Ο φιλελευθερισμός έχει αποδειχθεί φιλελεύθερος και ως προς αυτό, δηλαδή στη δυσκολία με την οποία μπορεί να υπαχθεί – πολλώ δε μάλλον να εγκλωβιστεί – σε ένα εννοιολογικό σχήμα και να εξηγηθεί αποκλειστικά μέσω αυτού. Για τον Μάικλ Φρήντεν, δεν υπάρχει ένας αληθινός φιλελευθερισμός, ικανός να πιστοποιήσει τη γνησιότητα των ιδεών και των συναφών αντιλήψεων που μπορούν να χαρακτηρισθούν φιλελεύθερες: «Η πρόσκληση για τον μελετητή του φιλελευθερισμού είναι να κατανοήσει αυτές τις διαφορετικές αντιλήψεις, κι όχι να διατυπώσει μια ακλόνητη προτίμηση για κάποια από αυτές. Επομένως, είναι ενδεχομένως να πιο ακριβές να μιλάμε για φιλελευθερισμούς στον πληθυντικό, που ανήκουν όλοι στην ίδια μεγάλη οικογένεια και παρουσιάζουν τόσο ομοιότητες όσο και διαφορές μεταξύ τους» (σ.15). Κατά τον συγγραφέα, ο φιλελευθερισμός διαιρείται σε επιμέρους είδη. Μπορεί να είναι ιστορικός, ιδεολογικός και φιλοσοφικός. Βέβαια, μπορούμε να επισημάνουμε εδώ ότι δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς, εφόσον έχει ιστορία, εξού και η αναφορά στον 17ο αιώνα, (οι έννοιες, άλλωστε, είναι και ιστορικές κατασκευές, με το «και», σε αυτό το σημείο, να αναφέρεται σε έννοιες, όπως η αλήθεια, χωρίς την οποία δεν είναι δυνατό να σκεφτούμε και να ορίσουμε άλλες έννοιες), συνιστά ιδεολογία, με όλη τη χαλαρότητα και την ευέλικτη χρήση των σχετικών κριτηρίων, και, βεβαίως, είναι πολιτική φιλοσοφία: από τον Λοκ μέχρι τον Ρωλς και τον Ντουόρκιν, είναι πολιτική φιλοσοφία και, μάλιστα, πολύ συγκροτημένη. Τα τρία προαναφερθέντα γνωρίσματά του είναι και αυτά που μας επιτρέπουν να εξηγήσουμε και να κατανοήσουμε και τις μεταβολές του: δηλαδή οι κύριες έννοιες που συγκρότησαν τις θεμελιώδεις αρχές του κλασικού φιλελευθερισμού μεταβλήθηκαν, σε μεγάλο βαθμό, σε ό, τι αφορά ορισμένες εκδοχές του (νεοφιλελευθερισμός), κατά τον 20ο αιώνα, οπότε τροποποίησαν και την ιστορικότητά του, ως προς το συνεχές της εξέλιξής του, και τον ιδεολογικό χαρακτήρα των αναφορών του και την πολιτική του φιλοσοφία. Μια προσεκτική ματιά στη θεωρητική – και πολιτική – αντιπαράθεση Ρωλς και Νόζικ το καθιστά σαφές αυτό. Η σχέση, άλλωστε, καθώς και οι σχετικές αλλαγές, των τριών αυτών γνωρισμάτων του φιλελευθερισμού εξηγούν και το γιατί δεν έχει το εύρος της αποδοχής που συχνά του πιστώνουν: «Ελάχιστα στοιχεία καταμαρτυρούν ότι ο φιλελευθερισμός έχει γίνει αποδεκτός στο μεγαλύτερο μέρος της υφηλίου. Οι βλέψεις για κάποιου είδους φιλελεύθερη δημοκρατία συμβαδίζουν με ιδεολογίες που βασίζονται στη θρησκεία, με μορφές ριζοσπαστικού λαϊκισμού, με αυταρχικά κράτη της πίστης και του κανόνα, και φυσικά με πολλά συντηρητικά καθεστώτα. Στην κοινωνία του ίδιου του Φουκουγιάμα, στις ΗΠΑ, ο φιλελευθερισμός αποτελεί αντικείμενο λοιδορίας» (σ.17). Αυτή η τυπολογία του φιλελευθερισμού έχει μεθοδολογική χρήση. Αυτή συνίσταται στο ότι επιτρέπει στον συγγραφέα να εκθέσει τις εκδοχές, τα ρεύματα του φιλελευθερισμού, με κριτήριο και το περιεχόμενό τους, οπότε αναδεικνύει, όχι μόνο τη φιλοσοφική τους σημασία και συγκρότηση, αλλά και την ιστορική τους διαμόρφωση. Με άλλα λόγια, ο συγγραφέας δεν παραβλέπει την ιστορικότητα των εννοιών. Η ανάδειξη αυτής της ιστορικότητας γίνεται μέσω της έκθεσή τους σε συγκεκριμένα επίπεδα, τα οποία συναποτελούν το συγκρότημα της ιστορικής τους διάπλασης. Ο Φρήντεν, έχοντας αφετηρία του τον κλασικό φιλελευθερισμό, όπως είναι, άλλωστε, αναπόφευκτα αναγκαίο, εξετάζει το αίτημα για διασφάλιση και διαφύλαξη της ατομικής ιδιοκτησίας. Δεν πρέπει να λησμονούμε, ότι την πολιτική φιλοσοφία του Λοκ, στη «Δεύτερη Πραγματεία για τη Διακυβέρνηση», το δικαίωμα στην ατομική ιδιοκτησία, ως απόσπασης του επιμέρους που ανήκει σε όλους, δηλαδή της γης, θεμελιώνεται σε μια αξία: στον προσωπικό μόχθο, στην ατομική εργασία και όχι στην αυθαίρετη ιδιοποίηση και τη βουλιμική της εκδήλωση και εξάπλωση. Με την ίδια μέθοδο, ο συγγραφέας παρουσιάζει και εξετάζει την ελευθερία των οικονομικών συναλλαγών, αλλά και την οριοθέτηση των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων, ως πεδίων ελευθερίας στην κοινωνία, καθώς και τη σύνδεση της ατομικής ελευθερίας με την ατομικότητα – και όχι απλώς με τον στενό εγωιστικό ατομικισμό – ως δικαιώματος για ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας. Εδώ, όμως, ανακύπτει και ένα ερώτημα, το οποίο θα αποτελέσει και οδηγητική αρχή για τη συνέχιση της προβληματικής του συγγραφέα: Θα πρέπει να είναι ίσο αυτό το δικαίωμα; Θα πρέπει, δηλαδή, όλοι οι άνθρωποι να μπορούν εξίσου να αναπτύξουν την προσωπικότητά τους, υπό την έννοια ότι, ακόμη και αν δεν έχουν τις ίδιες (όχι ίσες) ικανότητες για κάτι τέτοιο, να έχουν τουλάχιστον ίση δυνατότητα ως προς το να προσπαθήσουν; Αυτό το ερώτημα οδηγεί τον Φρήντεν στο να πραγματευτεί τον κοινωνικό φιλελευθερισμό και την πολιτική του διάσταση. Έτσι, παρουσιάζει τη θεωρία του Χόμπχαουζ και του Χόμπσον, δηλαδή φιλελεύθερες θεωρίες ελάχιστα – ή και καθόλου – γνωστές, οι οποίες, όμως, αναμετρήθηκαν με τα παραπάνω ερωτήματα. Αυτά τα ερωτήματα όμως χαρτογραφούν και τη συνέχιση της εξεταστικής πορείας του συγγραφέα και τον οδηγούν προς το να συνεξετάσει τον φιλελευθερισμό – ακριβέστερα τους «φιλελευθερισμούς» – με την πολλαπλότητα των διαφορετικών τρόπων ζωής, οι οποίοι συχνά αποκρυσταλλώνονται σε αντίστοιχες μορφές και σχέδια ζωής. Είναι η συμφυής σχέση του φιλελευθερισμού με τον πλουραλισμό, άρα και με τη διερώτηση για τις προϋποθέσεις που καθιστούν δυνατό – και τους όρους που διασφαλίζουν αυτή τη δυνατότητα – να υπάρχει πλουραλισμός. Άλλωστε το ζητούμενο της συμπεριληπτικής κοινωνίας δεν αποτελεί κάν ζητούμενο – ούτε πολλώ δε μάλλον στόχο προς επίτευξη – χωρίς την ιδέα και το αξιακό αίτημα του πλουραλισμού. Αυτή η ιδέα του πλουραλισμού, όμως, είναι κενή νοήματος χωρίς την αρχή της ισότητας. Αλλιώς πώς ο πλουραλισμός θα περιλαμβάνει εξίσου όλους τους ανθρώπους ως ίσους, ανεξαρτήτως των όποιων φυσικών ή άλλων ανομοιοτήτων και διαφορών τους; Ας κάνουμε, τώρα, με βάση αυτή την ιδέα περί πλουραλισμού και ένα βήμα προς το εσωτερικό της επιχειρηματολογίας του συγγραφέα: πόσο πλουραλιστική είναι η εξέταση των εκδοχών του φιλελευθερισμού, σύμφωνα με την αρχική τυπολογία που ακολούθησε; Επίσης, πώς αξιολογείται ή όποια εκδοχή του φιλελευθερισμού, ή όποια φιλελεύθερη θεωρία που αποκλίνει από την κανόνα με τον οποίον ο Φρήντεν οργάνωσε τη συγκεκριμένη τυπολογική συγκρότηση και κατάταξη; Αυτά τα ερωτήματα, όμως, είναι μέρος του διαλόγου με τις θέσεις του συγγραφέα και ουδόλως κλονίζουν τη σταθερότητα της επιχειρηματολογίας του.
Αξίζει να σταθούμε στο επίμετρο του Φιλήμονα Παιονίδη, ο οποίος είχε και την ευθύνη της επιστημονικής επιμέλειας αυτού του πολύ ενδιαφέροντος βιβλίου, το οποίο όντως επιτυγχάνει να εισαγάγει τον αναγνώστη στις πολυσχιδείς εκδοχές του φιλελευθερισμού και της ιστορικής του εξέλιξης. Ο Φιλήμων Παιονίδης ξεκινά το επίμετρό του με μία προσωπική θέση, η οποία εμπεριέχει και έναν ορισμό του ποιος – και πώς – είναι, δηλαδή ποια στάση έχει έναντι των πραγμάτων, ένας φιλελεύθερος: «Κατά την προσωπική εκτίμησή μου, ένα από τα πλεονεκτήματα του να είναι κανείς φιλελεύθερος είναι ότι δεν καλείται να έχει μια ‘φιλελεύθερη άποψη’ για τα πάντα. Δεν υπάρχει κάποια προϋπάρχουσα, παγιωμένη και διακριτή φιλελεύθερη αντίληψη για την ουσία του θρησκευτικού φαινομένου, την πρέπουσα μουσική ή το σωστό ντύσιμο. Ο φιλελεύθερος, διαχωριζόμενος από τις παρεκτροπές του νεοφιλελευθερισμού και του ελευθερισμού που εμφανίζουν εμμονές για ζητήματα ως προς τα οποία δεν βοηθάει να είναι κανείς εμμονικός ή ιδεοληπτικός, προτείνει να εξετάζουμε τα πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα με καθαρό μυαλό και ευθυκρισία, δίνοντας έμφαση στα εμπειρικά δεδομένα, στις απόψεις όλων των αντιμαχόμενων πλευρών καθώς και στις αναμενόμενες συνέπειες των ενεργειών ή των παραλείψεών μας» (σ.211). Πράγματι το παραπάνω απόσπασμα συνδέεται με την παραδοχή ότι το θεμελιώδες αίτημα για τη νομιμοποίηση της ίδιας της πολιτικής, αλλά και κάθε μορφής εξουσίας, προϋποθέτει αυτή την ευθυκρισία, άρα και την αντίστοιχη ανεκτική στάση ως προς το τι πιστεύουν οι άλλοι άνθρωποι. Από την ιδέα της άρρητης συγκατάθεσης του Λοκ έως το υποθετικό συμβόλαιο του Καντ και τη μαχητική υπεράσπιση του δημοκρατικού πολιτικού φιλελευθερισμού από τον Μιλλ, αλλά και τον καντιανό Ρωλς, η πρόκριση του ορθού επί του αγαθού, είναι ένας ηθικοπολιτικός, αλλά και πρακτικός, κανόνας για την ισότιμη και, κατά το δυνατόν εναρμονισμένη, συνύπαρξη όλων εντός της δημοκρατικής, συνταγματικής πολιτείας. Φρονώ ότι αυτό, για να έχει πληρέστερο περιεχόμενο, χρειάζεται και την ιδέα της κοινωνικής δικαιοσύνης. Και έτσι αναδεικνύεται και η προοπτική της πολιτικής, πλουραλιστικής δημοκρατίας, με κοινωνική δικαιοσύνη, δηλαδή η προοπτική ενός ρεπουμπλικανικά δημοκρατικού και πολιτικά φιλελεύθερου σοσιαλισμού. Αυτό το τελευταίο δεν αποτελεί μέρος της προβληματικής του Φρήντεν, χωρίς, βεβαίως, κάτι τέτοιο να συνιστά έλλειψη. Είναι ισχυρή – ελπίζω και επιχειρηματολογικώς δικαιολογημένη – πεποίθηση του γράφοντος και είναι μέρος ενός ευρύτερου προβληματισμού για την παρούσα κατάσταση και την προοπτική της φιλελεύθερης δημοκρατίας, η υπεράσπιση της οποίας είναι και η μείζων ηθικοπολιτική συνθήκη και προϋπόθεση, για να συζητούμε ισοτίμως και για όλα τα άλλα.
(*) Ο Στέφανος Δημητρίου είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.