Ο έρωτας με την πόλη (του Γιώργου Μ. Χατζηστεργίου)

0
1401
Φωτο Νικόλας Καψάλης

 

του Γιώργου Μ. Χατζηστεργίου (*)

 

Υπάρχει στη ζωή μας το Σπίτι (το πατρικό, το φοιτητικό, της οικογένειας, του εργένη, του ζευγαριού, των συγκατοίκων), υπάρχει και η Πόλη (ο ευρύτερος χώρος εγκατοίκησης και λειτουργίας της κοινωνίας). Ζούμε την πόλη με διάφορους τρόπους: πρώτα απ’ όλα στο επίπεδο της «κανονικότητας»: των υποχρεώσεων, τις δουλειές, τα σχολεία των παιδιών, τις καθημερινές έγνοιες για φίλους και συγγενείς. Το επίπεδο αυτό είναι το βασικό, ο σκληρός πυρήνας του βίου. Μα αυτό από μόνο του είναι μουντό, αν δεν φωτίζεται από μια ζωογόνα και εμπνευστική επαφή μας με την κοινωνία, έξω από τον στενό (και τόσο κρίσιμο βέβαια για την υπόστασή μας) κόσμο των υποχρεώσεων. Το δεύτερο επίπεδο θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε ποιητικά, για τις ανάγκες του παρόντος κειμένου «κάνοντας έρωτα με την πόλη», με την έννοια ότι εκεί δεν κινούμαστε για τις (τόσο θεμελιώδεις) ανάγκες για αναπαραγωγή, μα για να το ευχαριστηθούμε…

Η σύγχρονη πόλη, και αναφερόμαστε στην ευρωπαϊκή πόλη των τελευταίων αιώνων, προσφέρει, με τις πολλές διαστάσεις της και την ανοιχτωσιά της, ένα γεωγραφικό πεδίο που συνδυάζει το ιστορικά οικείο (τα σημεία τα έμφορτα συμβολισμών με τα οποία μεγαλώσαμε, μαζί με τους κινηματογράφους, τα βιβλιοπωλεία, τα μπαρ και τα καφενεία που ακόμα κι’αν δεν είναι τα ίδια, μοιάζουν με αυτά που αγαπήσαμε), με το φουτουριστικό (υλοποιημένες ή εγκυμονούμενες τομές και ρήξεις, τόσο με τα καινούρια κτίρια ή τους καινούριους δρόμους, όσο και με τις καινοφανείς χρήσεις των παλαιότερων κτιρίων). Αυτό το αστικό τοπίο συνιστά σίγουρα ένα πολύ ισχυρό ενεργειακό πεδίο συλλογικών βιωμάτων, εμπειριών, ακόμα και κακουχίας μα και οραματισμών, και οπωσδήποτε προσφέρεται για τις περιπλανήσεις ή τις περιηγήσεις των ερωτιδέων του αναστοχασμού, της γνώσης, της ψυχαγωγίας και της διασκέδασης.

 

Τρόποι συναναστροφής με την πόλη

Δεν είναι εύκολα κατατάξιμοι οι τρόποι συναναστροφής με την πόλη, πάντα κάτι χάνεται ή στέκει στο μεταξύ της μιας κατηγορίας και της άλλης, μα ας το επιχειρήσουμε έστω σχηματικά, με αδρές γραμμές, προκειμένου να εμβαθύνουμε στις εμπειρίες μας.

Πρώτα απ’ όλα, λοιπόν, υπάρχει η μοναχική περιπλάνηση, το να τριγυρίζεις χωρίς πρόγραμμα, για να ονειρευτείς, να βάλεις σε τάξη τις σκέψεις σου, να ανανεωθείς. Τον 19ο αιώνα, ο Γάλλος ποιητής Σαρλ Μπωντλαίρ ανέδειξε τον τύπο του φλανέρ, του πλάνητα της πόλης, του οποίου οι βόλτες στο Παρίσι φανέρωναν την επίπτωση που ορισμένως έχουν οι μοντέρνες πόλεις στην ανθρώπινη ψυχή. Ο πλάνης των πόλεων κατά Μπωντλαίρ μπορεί να διακατέχεται από μια αίσθηση ψυχικής ευρυχωρίας κατά τη διάρκεια της περιπλάνησης, έτσι όπως ρουφάει τους αδήλωτους χυμούς της πόλης, ψηλαφώντας όπως αυτός αντιλαμβάνεται τα θραύσματα της ζωής στις γειτονιές που περιπλανάται, αλλά μπορεί και όχι: στο μυθιστόρημα «Μαγικό δέρμα» (La peau de chagrin) του Ονορέ ντε Μπαλζάκ, ο πρωταγωνιστής περιπλανάται κολυμπώντας στη σκοτεινιά του Παρισιού, έχοντας αποφασίσει να αυτοκτονήσει- ασχέτως αν στη διάρκεια της περιπλάνησης του προσφέρεται μια αλλόκοτη ευκαιρία επιβίωσης.

Σ ’αυτή τη μοναχική περιπλάνηση όλα ξεκινάνε από τον εαυτό και καταλήγουν εκεί. Αυτό δεν σημαίνει ότι υπάρχει ένα πατρόν γι’ αυτές: όσοι οι άνθρωποι τόσες και οι ιδιοσυγκρασίες και επί πλέον υπάρχουν και οι συλλογικές διαθέσεις της κοινωνίας σε κάθε φάση που αναπόφευκτα δίνουν τον δικό τους τόνο στο περιβάλλον όπου περιπλανάται ο μοναχικός περιπατητής. Υπάρχουν επομένως τρόποι και τρόποι των φλανερί.  Ένας τρόπος είναι αυτός των Γερμανών ρομαντικών κυρίως του 18ου μα και των αρχών του 19ου αιώνα, έτσι όπως περιγράφεται από τον Λόρδο Βύρωνα: « τα βουνά είναι τα αισθήματά μου». Ασχέτως αν οι συγκεκριμένοι ποιητές αναφέρονται στη φύση, γυρνώντας την πλάτη τους στην πόλη, τα χαρακτηριστικά του τρόπου τους αφορούν και την προσέγγιση του αστικού περιβάλλοντος. Σ’ αυτόν τον τρόπο, τα «συναισθήματα χωρίς πέπλα» κατακλύζουν ανεμπόδιστα το μυαλό στις μοναχικές περιπλανήσεις. Το κάθε εξωτερικό ερέθισμα δεν έχει ακριβώς σημασία καθ’ εαυτό, μα λειτουργεί ως αφορμή προκειμένου να ξεδιπλωθούν τα πυρέσσοντα συναισθήματα.

Στα καθ’ ημάς, είναι το λαϊκό τραγούδι που έχει παράγει αριστουργήματα  σ ’αυτό το κλίμα. Η Σωτηρία Μπέλλου τραγουδάει: « Μεσάνυχτα βαθειά σκοτεινιασμένα, στα έρημα σοκάκια τριγυρνώ, εκεί που πρωτοφίλησα εσένα, με στήθια πληγωμένα ξαγρυπνώ» και η Βίκυ Μοσχολιού στο τραγούδι του Γιώργου Ζαμπέτα « Στους μεγάλους δρόμους περπατώ, με το βλέμμα μου σ’ αναζητώ, λες κι αντιλαλούν τα βήματά σου, και ο πόνος με τραβά κοντά σου». Οι δρόμοι βιώνονται ως έρημοι σ’ αυτή την περιπλάνηση: οι άνθρωποι απουσιάζουν ή σβήνονται στο μυαλό του περιπατητή, δεν ενδιαφέρουν.

Μια εναλλακτική φλανερί είναι το (από κάποια απόσταση, αυτή του παρατηρητή των άλλων, όχι συμμετοχικά στα πλαίσια μιας παρέας) λουτρό μέσα στους ανθρώπους, πάντα στη διάρκεια της μοναχικής βόλτας, ένα είδος «ιερής πορνείας» όπως αποκαλεί ο Μπωντλαίρ στη «Μελαγχολία του Παρισιού» (1862) το να μπαινοβγαίνεις με το μυαλό σου στις ζωές των άλλων. Γράφει χαρακτηριστικά ο ποιητής: «Δεν μπορεί ο καθένας να κάνει βουτιές μέσα στο πλήθος: είναι μια τέχνη να μπορείς να απολαμβάνεις το πλήθος, και μόνο εκείνος που του’δωσε μια νεράιδα στην κούνια του την αγάπη της μεταμφίεσης και της μάσκας μπορεί να επιδοθεί σε ένα όργιο ζωτικότητας σε σχέση με το ανθρώπινο γένος…Εκείνος που αγκαλιάζει εύκολα το πλήθος γνωρίζει απολαύσεις πυρετικές που θα στερηθούν αιώνια ο εγωιστής, κλειστός σαν σεντούκι, και ο τεμπέλης, φυλακισμένος σαν μαλάκιο.»

Με μια έννοια, έτσι θα μπορούσε να δει κανείς το προγενέστερο του Μπωντλαίρ έργο του Γκαίτε «Ταξίδι στην Ιταλία» (1816), όπου ο συγγραφέας σε μια διαδικασία που ξεκίνησε ως κίνηση απελπισίας, εγκαταλείποντας ξαφνικά και απροειδοποίητα την ασφυκτική ζωή που έκανε ως μυστικοσύμβουλος του Δούκα της Βαϊμάρης, έζησε την Ιταλία, με τα κτίρια, την τέχνη και τους ανθρώπους της ως αναγεννησιακή εμπειρία, η οποία άλλαξε καθοριστικά τη ζωή του. Στην περίπτωση αυτή βέβαια, τα εξωτερικά ερεθίσματα δεν λειτουργούν μόνο ως αφορμές για την αισθηματοποίηση του περιρρέοντος τοπίου, μα επί πλέον τα συγκεκριμένα πολιτισμικά ή εμπειρικά χαρακτηριστικά τους επηρεάζουν τον τρόπο και την κατάληξη της περιπλάνησης. Η φύση της περιπλάνησης εδώ είναι εξελικτική, με επιπτώσεις στη χειροπιαστή ζωή: ο ποιητής που ύμνησε με τον «Βέρθερο» τον ρομαντικό, απρόσιτο έρωτα, ολοκληρώνοντας το πολύ μακράς διάρκειας ταξίδι του στην Ιταλία, επέστρεψε- εμπλουτισμένος και ανασχηματισμένος, όχι μόνο ψυχοδιανοητικά, μα και σωματικά- στη Βαϊμάρη και ξεκινώντας μια καινούρια ζωή παντρεύτηκε την «γήινη» Κριστιάνα Βούλπιους, με την οποία έκανε πολλά παιδιά, συνεχίζοντας παράλληλα το έργο του σε μια καινούρια βάση.

Στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, ο Νικήτας Σινιόσογλου, ο οποίος καλλιεργεί συστηματικά στον γραπτό λόγο τη φλανερί, ανανεώνοντας με καινοτόμο τρόπο τις θεωρήσεις μας γι’ αυτή, με το βιβλίο του «Λεωφόρος ΝΑΤΟ» (2019) βρίσκεται, σύμφωνα με τη δική μου αντίληψη, πιο κοντά στην πρώτη εκδοχή από τις προαναφερθείσες, αυτή με την αισθηματοποίηση του τοπίου και την απουσία άλλων ανθρώπων. Κατά τα άλλα, ο Σινιόσογλου είναι ένας κόσμος από μόνος του. Δίνοντας έμφαση στη χθόνια διάσταση των πραγμάτων (τα ερείπια, τα απομεινάρια, τα φθαρμένα είναι αυτά που κατ’εξοχήν τον θέλγουν), γράφει στο βιβλίο του «Αλλόκοτος ελληνισμός»: « Με την περιδιάβαση στα ερείπια, η πλατωνική επίσκεψις ονομάτων αποκτά χθόνια διάσταση, γίνεται επίσκεψις λειψάνων».

*

Μια ειδική μορφή περιπλάνησης είναι αυτή που περιορίζεται στη «γειτονιά» του περιπατητή και όχι στην ευρύτερη πόλη ή τις πόλεις γενικά. Δεν έχει σχέση με το τυχηματικό, «αδέσποτο» συναπάντημα, μα με μια επίμονη ανασκαφή πολύ οικείων κοιτασμάτων προκειμένου να προκύψει η επαφή και ο συντονισμός με κρίσιμες συνιστώσες της διαχρονικής ανθρώπινης περιπέτειας. Ο πορτογάλος Φερνάντο Πεσσόα είναι η κατ’ εξοχήν εμβληματική προσωπικότητα αυτού του είδους. Με το «Βιβλίο της ανησυχίας» (1935), αλλά και με το σύνολο σχεδόν του έργου του, ξετυλίγει μια εξαιρετικά εμβαθυμένη προσέγγιση του ανθρώπινου σύμπαντος αναστοχαζόμενος  με έδρα της ζωής του τη Λισαβώνα, και μάλιστα τη Ρούα ντος Ντοραδόρες, την οδό της δουλειάς και της κατοικίας του.

«Ο Γάγγης περνάει επίσης από τη Ρούα ντος Ντοραδόρες» γράφει κάπου. Και αλλού: «Ναι, αυτή η Ρούα ντος Ντοραδόρες περιέχει για μένα όλο το νόημα των πραγμάτων, τη λύση όλων των αινιγμάτων, εκτός του ζητήματος του γιατί να υπάρχουν αινίγματα, ενός προβλήματος που δεν μπορεί να έχει λύση». Γράφει σε σχέση με την πόλη, με τον τρόπο των εραστών του αιώνιου: «Με τί λαγνεία και υπερβατικός εγώ, ενίοτε, περιδιαβαίνοντας τη νύχτα στους δρόμους της πόλης και κοιτάζοντας μέσ’από την ψυχή μου, τις γραμμές των κτιρίων, τις διαφορές των οικοδομών, τις λεπτομέρειες της αρχιτεκτονικής τους, το φως σε ορισμένα παράθυρα, τις γλάστρες με τα φυτά που δημιουργούν ακανόνιστες προεξοχές στα μπαλκόνια- κοιτάζοντάς τα όλα αυτά, με τί ηδονική διαίσθηση ανέβαινε στα χείλη της συνείδησής μου αυτή η λυτρωτική κραυγή: μα τίποτα από αυτά δεν είναι αλήθεια!»

*

Τις πρώτες δεκαετίες μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο άνθησε στη Γαλλία και αλλού στην Ευρώπη το κίνημα των Καταστασιακών, ένα από τα πιο πρωτότυπα και ρηξικέλευθα κινήματα εκείνης της εποχής, μία από τις κρίσιμες συνιστώσες επιρροής του Μάη του 68 στο Παρίσι. Οι Καταστασιακοί, με εμβληματική φυσιογνωμία στους κόλπους τους τον Γκυ Ντεμπόρ, εισήγαγαν την έννοια της ψυχογεωγραφίας: διασχίζοντας ή ακόμα καλλίτερα βιώνοντας έναν αστικό χώρο, πέρα από τους χάρτες των συγκοινωνιών, των καταστημάτων, ή των κρατικών λειτουργιών, μπορεί να συγκροτήσουμε έναν χάρτη των αποχρώσεων των συναισθηματικών διαθέσεων κάθε περιοχής. Πολύ απλουστευτικά, για να συννενοούμαστε, σε έναν τέτοιο χάρτη των Αθηνών, άλλη θα ήταν η «αύρα», το χρώμα, της Αγίας Παρασκευής από αυτό της Κυψέλης ή της Πλατείας Βάθης. Τους Καταστασιακούς ενδιαφέρουν αυτοί οι χάρτες όχι από τη σκοπιά του παρατηρητή, μα προκειμένου να επιδιωχθεί μια εμπλοκή με άλλους ανθρώπους ώστε να υπάρξει η πιθανότητα μιας ανάφλεξης συναισθημάτων- σ’ αυτό διαφέρουν από τους τυπικούς φλανέρ-, κι αυτό είναι το νόημα της κατασκευής χαρτών ώστε να διευκολύνεται η δημιουργία καταστάσεων.

Η έννοια της δημιουργίας καταστάσεων αντιστρατεύεται αυτή της αποστειρωμένης συναναστροφής, που εκείνη την εποχή φαινόταν ότι συνδυάζεται με την κατασκευή των τεράστιων, ομοιόμορφων κτιριακών συγκροτημάτων της μοντερνικότητας και τη λειτουργία διακριτών ζωνών σε μια πόλη με συγκεκριμένες χρήσεις: για παράδειγμα, περιοχές- υπνωτήρια, άλλες για εργασία, και άλλες για διασκέδαση. Αλλά πέρα από τη μεγάλη κλίμακα, αυτή η αντίληψη ίσχυε και για τη μικρή: οι Καταστασιακοί δεν θα έπιναν ποτέ τον καφέ ή το ποτό τους σε λόμπι σύγχρονου μεν, τυποποιημένου δε ξενοδοχείου.

Οι Καταστασιακοί έχουν ως σημαία τους το ρήμα derive, ισοδύναμο του αγγλικού drift που έχει ενδιαφέρον ότι η εφαρμογή του σημαίνει μεταξύ άλλων: « η απόκλιση ενός πλοίου ή αεροπλάνου από την κανονική του πορεία εξ αιτίας π.χ. των ανέμων». Αυτό το είδος της κίνησης, πάντως, από την ώρα που μιλάμε για γεωγραφία και χάρτες, αντιστοιχεί περισσότερο στην περιήγηση (επισκέπτομαι περιοχές για να «μάθω», να γνωρίσω περαιτέρω πτυχές της ζωής δια του συγχρωτισμού με άλλους και τη δημιουργία καταστάσεων// οι στρατιωτικοί ονομάζουν την περιήγηση κατόπτευση πεδίου), παρά στην αδέσποτη περιπλάνηση.

Επί πλέον, παρά τον ριζοσπαστικό, ανατρεπτικό πολιτικό τους λόγο («Η κοινωνία του θεάματος» του Γκυ Ντεμπόρ ήταν μνημειώδες βιβλίο για την εποχή του), και παρά το ότι οι Καταστασιακοί   έχουν έντονη άποψη για το τι τους θέλγει («τα θέλουμε όλα και τα θέλουμε τώρα!”), το σύνολο των επιθυμιών τους δεν μπορεί να συγκροτήσει ένα στοιχειώδες πολιτικό πρόγραμμα ούτε συνδέεται με τον τρόπο παραγωγής που γεννά όσα ενδιαφέρονται να αποτυπώσουν στους χάρτες τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ολλανδός ζωγράφος και αρχιτέκτων  Constant Nieuwenhuys, επιφανές μέλος της Καταστασιακής Διεθνούς, επί δεκαετίες πάσχιζε να συγκροτήσει σε μια τεράστια μακέτα την ιδανική Καταστασιακή πόλη, χωρίς ποτέ να καταφέρει να την ολοκληρώσει. Ασχέτως αυτού, το κίνημα δεν κινήθηκε μόνο στον χώρο των ιδεών: επηρέασε σαφώς τις εξελίξεις στο πεδίο της πραγματικότητας, καθώς συνέβαλλε με τον τρόπο του και με αιχμή τη συμβολή του στον Μάη 68, να περάσει η Γαλλία σε μια άλλη εποχή, πιό ανοιχτή, πιό άνετη, πιό διερευνητική των πραγμάτων.

Το κίνημα αυτό ήταν οργανικά συνδεδεμένο με την εποχή του,και οι ηδονοθηρικές του διαστάσεις συνδεόταν με την κοινωνία της αφθονίας, ασχέτως αν στεκόταν κριτικά απέναντί της. Έχει τη σημασία του, καθώς κάθε εργαλείο μπορεί να χρησιμοποιηθεί κι έτσι κι αλλιώς, ότι εδώ και κάποιες δεκαετίες μεγάλες εταιρείες μάρκετινγκ χρησιμοποιούν μια προσαρμοσμένη στους σκοπούς τους ψυχογεωγραφία, προκειμένου να προσεγγίσουν τις προτιμήσεις του κοινού σε κάποια καταναλωτικά προϊόντα, ανά περιοχές, επαγγέλματα κλπ.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, σε σχέση με τις ιδέες για το πώς “κάνουμε έρωτα με την πόλη”, το κίνημα μας προσέφερε μια καινούρια γλώσσα, ένα καινούριο εργαλείο. Οφείλουμε βεβαίως να αναγνωρίσουμε ότι στη Γαλλία μία τέτοια προσέγγιση έχει ιστορικό βάθος, οπότε ασφαλώς δεν προέκυψε από παρθενογένεση: υπάρχουν καλλίτεροι και πλουσιότεροι “χάρτες τροπισμών” των Παρισίων μα και της γαλλικής επαρχίας, από τα βιβλία του κορυφαίου Γάλλου μυθιστοριογράφου του 19ου αιώνα Ονορέ ντε Μπαλζάκ, που είναι γνωστά με τον συνολικό τίτλο του έργου “Θεία Κωμωδία”; Από τον “Εξάδελφο Πονς” και τη “Δούκισα του Λανζαί”, ως τα “Χαμένα όνειρα” και το “ Μπαρμπα Γκοριό”, ξεδιπλώνονται θαυμαστά ψυχογεωγραφικά τοπία για κάθε πτυχή της συλλογικής ζωής σχεδόν κάθε διαμερίσματος του Παρισιού και των γαλλικών πόλεων. Τα τοπία αυτά μάλιστα, δεν εμπεριέχουν στενά μόνο τα συναισθήματα, μα και την ανάδειξη των πηγών  τους, τις αιτίες για τις οποίες προκύπτουν οι κοχλάζουσες σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, την κεντρική θέση του χρήματος σ’ αυτή τη διαδικασία, και εν γένει των υλικών συμφερόντων. Δεν είναι τυχαίο ότι τα θαυμαστά αυτά βιβλία, που εξακολουθούν να θέλγουν μέχρι σήμερα τους ευρωπαίους αναγνώστες, ήταν τα αγαπημένα μεταξύ άλλων των Μαρξ και Ενγκελς.

Στην Ελλάδα, από την εποχή των “Αθλίων των Αθηνών” του Ιωάννη Κονδυλάκη έχουν να γραφούν κείμενα τέτοιου τύπου, που να προσομοιάζουν στις προσεγγίσεις του Μπαλζάκ, αναδεικνύοντας τη «συλλογική θερμοκρασία των συναισθημάτων» ανά περιοχή μιας πόλης. Παρ’όλα αυτά, από την άποψη της εν δυνάμει δημιουργίας καταστάσεων, οι πόλεις και οι εξοχές μας, με την “ανοιχτωσιά” τους και τα περιθώρια που αφήνει η περιορισμένη θεσμοθέτηση μιας κοινωνικής περιχαράκωσης, επί της ουσίας δεν απέχουν πολύ από το πνεύμα των Καταστασιακών. Με αυτή την έννοια, ενώ η λογοτεχνία της χώρας μας είναι «σφιχτή», περιορισμένη, σε σχέση με την εμπλοκή σε γεωγραφικά πεδία συναισθημάτων, είναι ξανά το λαϊκό τραγούδι, που απαλλαγμένο από τα «πέπλα των συναισθημάτων» λειτουργεί δοξαστικά υπέρ αυτών των καταστάσεων.

*

Εκτός όλων αυτών, δεν πρέπει να παραλείψουμε τον τρόπο περιήγησης της πόλης με άξονα και αίτημα τη Γνώση. Κι αυτός ο τρόπος συνδέεται με χάρτες. Αναφέρομαι σε μια δική μου βιωματική εμπειρία: την εποχή που άνοιγα το γραφείο μου μελετών έργων πολιτικού μηχανικού, συνειδητοποίησα ότι ο χώρος του επαγγέλματος ήταν κατ’ αρχάς χαώδης: οι τόσο πολύτιμες θεωρίες για τον φέροντα οργανισμό των κατασκευών και τις αντοχές του με τις οποίες με είχαν προικίσει οι σπουδές στο Πολυτεχνείο έπρεπε οπωσδήποτε να ωσμωθούν με τη γνώση των διαθέσιμων υλικών, των τεχνικών κατασκευής, των πραγματικών δυνατοτήτων της κατασκευαστικής βιομηχανίας στην Ελλάδα εκείνης της εποχής. Ξεκίνησα λοιπόν να περιοδεύω συστηματικά την Αττική πρώτα και την Ελλάδα στη συνέχεια, ώστε να γνωρίσω και μετά να κατατάξω τις γνώσεις μου δια της άμεσης επαφής με τους τόπους παραγωγής και τους ανθρώπους τους. Επρόκειτο για μια πραγματικά αναγεννησιακή εμπειρία: η εξελισσόμενη γνώση γονιμοποιούσε αλλιώς τη σχέση μου με τη γεωγραφία της Αττικής και της χώρας. Όλη αυτή η συστηματική εμπειρία της περιήγησης κατέληξε πραγματικά στη σύνταξη χαρτών, ή πινάκων που είναι το ισοδύναμό τους, με κορύφωση την έκδοση «Σύνεργον» που εμπεριείχε αυτούς τους πίνακες ή χάρτες, σε συνδυασμό με τη σχετική τεκμηρίωση και την αναφορά στο πλαίσιο λειτουργίας τους.

Τόσα χρόνια μετά (από το 2001) που το παραγωγικό τοπίο της Ελλάδας είναι ριζικά διαφορετικό, έχει τη σημασία του ότι αυτοί οι χάρτες παραγωγικών κόμβων των τεχνικών έργων, μπορούν σήμερα, μετά τις επιπτώσεις των Μνημονίων και των σχετικών εξελίξεων, να διαβαστούν ως «χάρτες ερειπίων», χρήσιμοι ενδεχομένως για περιπλανήσεις άλλου σκοπού.

 

Αλλες εναλλακτικές και το μέλλον της περιπλάνησης

Σκιαγραφήσαμε κάποια βασικά σημεία για τη συναναστροφή μας με την πόλη, την ώρα της σχόλης, όχι της υλικής επιβίωσης. Οι πλάνητες της πόλης έχουν επινοήσει και άλλα πολλά εναλλακτικά συστήματα για να νοηματοδοτήσουν τις περιηγήσεις τους και να εμβαθύνουν την αντίληψη ή την ευχαρίστησή τους σε σχέση με την πόλη. Αναφέρουμε κάποια: μυθογεωγραφία (τόποι φορτωμένοι με μύθους), αναμνησιο-τοπογραφία (ο Ιαν Σινκλαιρ έχει πλησιάσει με πολύ λεπταίσθητο τρόπο πτυχές του Λονδίνου που χάνεται), ποιητική τοπογραφία (πότε η Ομόνοια του Ιωάννου, πότε η πλατεία Βάθης του Ιωάννη Κονδυλάκη στο βιβλίο του “Οι Αθλιοι των Αθηνών”), ποδηλατο-γεωγραφία (σε σχέση με τα δίκτυα των ποδηλατόδρομων), μετρο-γεωγραφία (η θεώρηση της πόλης με αναφορά στον χάρτη του μετρό),  ή ακόμα και οριακά συστήματα όπως η σχιζο-γεωγραφία (τόποι όπου εκδηλώνονται συμπτώματα που προσομοιάζουν στη σχιζοφρένεια).

Υπάρχουν βέβαια και άλλα, ριζικά διαφορετικά μονοπάτια: ο τεράστιας εμβέλειας ποιητής και ζωγράφος William Blake (1757-1827) περιέρχεται το Λονδίνο σε μια εποχή εκ βάθρων αναστατώσεων, στα πλαίσια των βιομηχανικών επαναστάσεων και της οικοδόμησης μιας Αυτοκρατορίας, και δεν αρέσκεται απλά να παρατηρεί μια κοινωνικά και λειτουργικά θρυμματισμένη μεγαλούπολη, μα θέλει να αισθάνεται τις έγνοιες του κόσμου (“μια φτώχεια τόσο βαθειά που σκοτώνει τα μυαλά” γράφει κάπου, ή το συγκλονιστικό ποίημά του για τον καπνοδοχοκαθαριστή, που εξ αιτίας του είδους της δουλειάς του δεν θα ζήσει πολύ, παρά τα όνειρα που κάνει για τη ζωή του), να συναισθάνεται τις τρομερά βαθειές συλλογικές ανησυχίες, θέλοντας να συμβάλλει με το οραματικό, μεταφυσικό του έργο στην επανασυγκόλληση των θραυσμάτων, στη γιατρειά. Ανήκει με τον τρόπο του σ’αυτή την ειδική ποιότητα διανοούμενου, όπως είναι στη λογοτεχνία του 19ου αιώνα της Αγγλίας ο Κάρολος Ντίκενς ή η Ελίζαμπεθ Γκάσκελ, που ανασκάπτοντας και βρίσκοντας τις φλέβες της όντως ζωής των πόλεων και των κοινωνιών τους, βοηθάνε επί της ουσίας στην αναμόρφωση ενός κοχλάζοντος κοινωνικού περιβάλλοντος.

*

Σε κάθε περίπτωση, η περιδιάβαση μιας πόλης δεν είναι παντός καιρού, ούτε βεβαίως πάσας εποχής, και οπωσδήποτε τα χαρακτηριστικά της μεταβάλλονται αναλόγως διαχρονικά. Στη σύγχρονη εποχή, η δυνατότητα της περιδιάβασης στις ευρωπαικές πόλεις έχει το πολύ διάρκεια δύο αιώνων, κι’ αυτή δεν ήταν πάντα ανέφελη. Δεν είναι μόνο η κινδυνώδης διάσταση που είχε τις προηγούμενες εποχές (ακόμα θυμούνται οι ηλικιωμένοι στην Ελλάδα τον δεινό πετροπόλεμο μεταξύ των νέων όταν περνούσαν από τη μία γειτονιά στην άλλη,στη διάρκεια του μεσοπολέμου), μα και η έλλειψη νοήματος για κάτι τέτοιο σε φάσεις απουσίας δημόσιων χώρων και διαβάσεων που θα εξυπηρετούσαν τη σχόλη, ειδικά σε περιοχές που ήταν μακριά από τα φώτα και την ασφάλεια του κέντρου των πόλεων. Εχει ενδιαφέρον επίσης ότι στη μακρά διάρκεια η περιδιάβαση είναι κατά βάση ανδρική υπόθεση- αξίζει εδώ να αναδειχθεί η λέξη “γκιζιράω”, που ζει και αναπαράγεται στην ελληνική κοινωνία από την εποχή του Μακρυγιάννη μέχρι σήμερα ακόμα, και η οποία σημαίνει με συμπαθητικό τρόπο “τριγυρνώ άσκοπα, ξοδεύω την ώρα μου”, αφορώντας κυρίως τις γυναίκες, όχι σε μοναχικές βόλτες αναστοχασμού, μα σε κοινωνικές επαφές κυρίως με άλλες γυναίκες.

Διαφέρουν επίσης τα μέσα: οι βόλτες δεν είναι απαραίτητο να γίνονται μόνο με τα πόδια. Σημαντική θέση σ’αυτές, τόσο στο μεσοπόλεμο, όσο και στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες σε χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιταλία, είχε το ποδήλατο. Δεν αναφέρομαι στη σύγχρονη εποχή που τα ποδήλατα είναι αγωνιστικά και οι ποδηλάτες συχνά φοράνε ειδικές στολές, μα στην εποχή που τα αυτοκίνητα ήταν πολύ περιορισμένα και πολλοί δρόμοι χωμάτινοι. Ηταν τόσο συνδεδεμένο το ποδήλατο με τη ζωή των ανθρώπων, νέων και μεγαλύτερων, κοριτσιών και αγοριών, που μας αφήνει σχεδόν άναυδους το γεγονός ότι αυτό το μέσο, και οπωσδήποτε ο τρόπος βίωσης της πόλης δι’αυτού του μέσου, όχι μόνο δεν έχει τραγουδηθεί στη χώρα μας, μα είναι κυριολεκτικά άφαντος στη λογοτεχνία, στο τραγούδι, στον κινηματογράφο. Δεν ισχύει το ίδιο για την Ιταλία: “Ο κλέφτης ποδηλάτων” του Βιττόριο ντε Σίκα είναι από τις επιφανέστερες ταινίες του ιταλικού νεορεαλισμού, ένώ στο λεπταίσθητο μυθιστόρημα του Τζόρτζιο Μπασάνι “Ο κήπος των Φίντσι Κοντσίνι” που διαδραματίζεται στη Φερράρα του μεσοπολέμου, το ποδήλατο πρωταγωνιστεί. Στα καθ’ημάς, οι άνθρωποι-ποδήλατα, μαζί με τόσες άλλες πτυχές της κοινωνικής και ατομικής ζωής που μένουν ατραγούδιστες, ανήκουν στον πολιτισμό των φαντασμάτων.

*

Τα πολλαπλά επίπεδα της περιδιάβασης αντιστοιχούν σε πολλές εναλλακτικές γωνίες θέασης της πόλης (ένα είδος πολυθεϊσμού, απέναντι στον στενό κορσέ μιας μονοδοξίας),  και μάλιστα αυτά τα επίπεδα δεν είναι ούτε αυτόνομα ούτε στεγανά, π.χ. αυτό ή εκείνο. Μπορεί κάλλιστα να συνδυαστούν: κι ’αυτό, κι’ εκείνο και το άλλο. Και ενώ μιλάμε για «δραστηριότητες του διαλείμματος» ή τέλος πάντων «έξω από το κουτί», προκύπτει ότι όλο αυτό το πολυδύναμο σύστημα δυνατοτήτων ξεχειλίζει τόσο πολύ από ενέργεια, που μπορεί ενδεχομένως να μην αφορά μόνο τη σχόλη, αλλά να εμπνέει κάποιες φορές μεθοδολογικά και τη διαχείριση της ζωής της κανονικότητας (όλα συνδέονται: μην ξεχνάμε ότι οι πόλεις, το πεδίο των περιπλανήσεων στις οποίες αναφερόμαστε, δεν είναι παρά το συλλογικό αποτύπωμα των επάλληλων στρώσεων της κανονικότητας).

Η αλήθεια είναι ότι η λεγόμενη κανονικότητα δεν έχει εδώ και πολλές δεκαετίες- κυρίως από τη δεκαετία του 1960 και μετά στη Δύση, αλλά σταδιακά και ποικιλομόρφως παντού- τα χαρακτηριστικά της εποχής που είχε όταν γεννήθηκε η φλανερί και τα συναφή, δηλαδή αυτά του 19ου αιώνα και της βιομηχανικής οργάνωσης της κοινωνίας στις οικονομικά προηγμένες χώρες, της ιεραρχίας που αντιστοιχούσε σε μια “κοινωνία της πειθαρχίας”, της αυστηρής διαμερισματοποίησης, της εξειδίκευσης της γνώσης και των ρόλων. Στις ΗΠΑ πρώτα και την Ευρώπη μετά, εδώ και πάνω από μισό αιώνα, η ηλεκτρονική εποχή όπως την ονόμασε πρώτος ο εξέχων Αμερικανός κοινωνιολόγος Marshall McLuhan ανέτρεψε εκ βάρθρων την μέχρι τότε τάξη πραγμάτων της κανονικότητας, “αντικαθιστώντας τη διευθυντική καρέκλα του επί κεφαλής που προωθεί τα πράγματα δια των διαταγών του, με τον καναπέ του ψυχαναλυτή που επιχειρεί κάθε τόσο να εξορθολογίσει το χάος” όπως έχει γραφεί σχετικά. Οι συχνές και αποφασιστικές ως προς τις συνέπειές τους εκρήξεις της νεολαίας, όπως αυτή του Μάη του 68, δεν συνιστούσαν ταξικές ή εθνικοαπελευθερωτικές επαναστάσεις, όπως αυτές των προηγούμενων εποχών, μα στρεφόταν κατά της παλιού τύπου ιεραρχίας και των σχετικών με αυτή τρόπων και μεθόδων της κοινωνίας. Με αυτή την έννοια, η σύγχρονη “κανονικότητα” έχει κάποια χαρακτηριστικά, όπως είναι η ρευστότητα, το “αδέσποτο”, το “έκτακτο”, η ταχύτητα και συχνά το απροσδόκητο των εξελίξεων, που ως καινοφανή απαιτούν καινοφανείς προσεγγίσεις.

Μια τέτοια θεώρηση συνιστά και τον άξονα του βιβλίου «Constructions» των John Rajchman και Paul Virilio, εκδόσεις Massachusetts Institute of Technology, 1998. Κατά τους συγγραφείς, η θέαση της πόλης κατά τη σχόλη, με όλα τα ποιοτικά και πλαστικά χαρακτηριστικά της, μπορεί να ωσμωθεί με τη θέαση της κανονικότητας, έτσι ώστε να βοηθηθεί η κοινωνία να απαλλαγεί από την αντίληψη του 19ου αιώνα για «γεωμετρική τάξη», και να εναγκαλιστεί την ιδέα για «ζωτική τάξη» που θα απελευθερώνει κατά το δυνατόν μία εντατική ενέργεια, αυτή που θα επιτρέπει τη διαχείριση μιας εκ των πραγμάτων διαρκώς μεταβαλλόμενης κατάστασης και της ανετότερης κίνησης σε έναν κόσμο που εμφανίζεται ως πολυπαραμετρικός και χαώδης.

Ασχέτως αν το βιβλίο των Rajchman και Virilio γραφόταν σε μια φάση που φαινόταν ότι ο κόσμος θα έβρισκε την περπατησιά του στα πλαίσια μιας παγκοσμιοποίησης, που πρόβαλλε ως μία νέου τύπου πανανθρώπινης συλλογικότητα χωρίς σύνορα, κάτι που δεν ισχύει πιά επί της ουσίας, η έννοια του πολυδύναμου συστήματος δυνατοτήτων μπορεί και σήμερα να μας εμπνεύσει σε σχέση με το πώς κινούμαστε σε έναν κόσμο με χαώδη χαρακτηριστικά. Βεβαίως, οι περιορισμοί που προκύπτουν έτσι όπως έχει διαμορφωθεί η κατάσταση είναι πολλοί: πρώτα απ’ όλα, αναφορικά με τις δραστηριότητες της σχόλης,  η ερωτική περιδιάβαση της πόλης προϋποθέτει ένα κλίμα μη κινδυνώδες, ανοιχτό- με πάλλουσα ζωή στους δημόσιους χώρους, και σχετικά ομαλή και μάλλον ευημερούσα κοινωνική ζωή. Έτσι κι αλλιώς, μια φλανερί στις παραγκουπόλεις είναι αδιανόητη, το ίδιο ισχύει και για τις περισσότερες πόλεις της Αφρικής, έξω από τη ζώνη των ξενοδοχείων για τους δυτικούς, αλλά ενδεχομένως και για κάποιες πόλεις των ΗΠΑ ή της Ρωσίας.

Σήμερα που όλος ο πλανήτης ζει σε μια συνεχή κινδυνώδη αναστάτωση, ακόμα και η γνώριμη ανοιχτωσιά της Ευρώπης δοκιμάζεται. Υπήρχαν κάποια προβλήματα εδώ και κάποιες δεκαετίες. Θυμάμαι την περιδιάβασή μου στη γερμανική πόλη Κόττμπους, κοντά στη Δρέσδη, όπου βρισκόμουν με την αφορμή κάποιου συνεδρίου πολιτικών μηχανικών για την κάλυψη χώρων μεγάλων ανοιγμάτων, ένα χρόνο μετά την πτώση του Τείχους: μετά την απομάκρυνσή μου από τους κεντρικούς δρόμους, άρχισα να έχω κάποια ανησυχία καθώς μη φιλικά βλέμματα με κοίταζαν μέσα από τα τζάμια. Ένα μήνα μετά πληροφορήθηκα ότι αυτή η πόλη ήταν προπύργιο των νεοναζί, οι οποίοι είχαν ήδη αρχίσει να κυνηγούν τους κατ’ αυτούς ανεπιθύμητους. Τα προβλήματα αυτά πολλαπλασιάστηκαν με ενδημικό τρόπο από τότε μέχρι τώρα, σε πολλά επίπεδα.

Στις μέρες μας, η προσβασιμότητα, πόσο μάλλον η sui generis περιδιάβαση του δημόσιου χώρου σταδιακά περιορίζεται δραστικά. Η ιδιωτικοποίηση δημόσιων χώρων, ο φόβος τρομοκρατικών επιθέσεων, μια διάχυτη, ποικιλόμορφη απειλητική  για τον διαβάτη παραβατικότητα, μια συνεχιζόμενη πτωχοποίηση του πληθυσμού με ότι αυτό συνεπάγεται για τη φύση της έννοιας «βόλτες στην πόλη», και συλλογικές απειλές όπως πρόσφατα η κατεδαφιστική για τη δημόσια συναναστροφή πανδημία του κορονοιού, στενεύουν εκ των πραγμάτων διαρκώς τον διαθέσιμο ζωτικό χώρο.

Αν αυτά ισχύουν για την Ευρώπη, η κατάσταση αλλού χειροτερεύει ταχύτατα: ολόκληρα κράτη, όπως η Συρία, το Ιράκ, η Λιβύη, αλλά και η Βενεζουέλα ή ενδεχομένως και ο Λίβανος, καταρρέουν σε μία κατάσταση πραγμάτων που παραπέμπει στις ταινίες Mad Max. Εκεί όχι μόνο δεν έχει θέση ο πλάνης ή ο περιηγητής, αλλά ο ρόλος τους είναι απλά αδιανόητος.

*

Τί μας φέρνει το μέλλον; Θα δούμε. Αυτό που είναι βέβαιο, είναι ότι για να ανθήσει μια ερωτική συναναστροφή με την πόλη, είτε ως φλανερί είτε ως περιήγηση είτε ως οποιοσδήποτε συνδυασμός θεωρήσεων, είναι απαραίτητη μια ανοιχτωσιά ως αίσθηση, ένα ανοιχτό πολιτικό, κοινωνικό σύστημα ως υπόβαθρο, μια έστω και αδέσποτη διάθεση για δημιουργικότητα, ακόμα και ένα κλίμα μιας έστω και σχετικής ευμάρειας. Και αν υπάρξει μία χαραμάδα ώστε να υπάρξει αυτή η ερωτική σχέση με την πόλη ακόμα και σε καθεστώς παρακμής, ας μη μας περιπλανήσει κάτι τέτοιο για τα μελλούμενα: η παρακμή μπορεί να είναι προάγγελος κατάρρευσης, μα μπορεί και να εγκυμονεί μια νέα δημιουργική εποχή. Η εγκυμοσύνη όμως προϋποθέτει την ενεργό επαφή. Οι εξελίξεις δεν έρχονται μόνες τους ή ερήμην μας, αλλά σε συνδυασμό με την επέμβασή μας σ ’αυτές. Το πεδίο των περιπλανήσεων, στενά συνδεδεμένο με αυτό της κανονικότητας, κάθε άλλο παρά είναι εξασφαλισμένο.

 

(*) Ο Γιώργος Μ. Χατζηστεργίου είναι πολιτικός μηχανικός και συγγραφέας. Το βιβλίο του «Ο πολιτισμός των φαντασμάτων» μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΑποτιμήσεις και αφιερώματα: «Το Δέντρο», «Πολάρ», «Μανδραγόρας» (του Σπύρου Κακουριώτη)
Επόμενο άρθροΗ εικαστική εκδοχή της ποίησης του Μίλτου Σαχτούρη

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ