Στεφανία Τσουκαλίδου
Κατέβηκες στον Πειραιά, αποφασισμένος. Πήγες πρώτα στη «Στάνη», πήρες ένα κιλό παγωτό καϊμάκι, κι ας ήταν καταχείμωνο. Ζήτησες να το καλύψουν από πάνω με βύσσινο γλυκό, που ταιριάζει τέλεια με το μαστιχωτό υπόλευκο παγωτό, που φτιάχνουν από βουβαλίσιο γάλα. Λάτρευες τα γλυκά, κι ας ήταν αυτά που σε οδήγησαν εδώ. Έλεγες στο γιατρό, ότι προτιμάς να μένεις νηστικός αρκεί να σου επιτρέπει ένα γλυκό τη μέρα, με όποιο κόστος. Εκείνος, βέβαια, ήταν απόλυτος. Ζάχαρη, μόνο από μακριά. Εσύ, όμως, δεν ζούσες χωρίς ζάχαρη, μάλλον σ’ αυτήν όφειλες τη γλύκα σου. Κάθε φορά που έπρεπε να την κόψεις, γινόσουν αγνώριστος, σκληρός κι επιθετικός. Μόνο αυτή σε ηρεμούσε, αυτή και τα τρία πακέτα τσιγάρα.
Κατηφόρισες τη Γεωργίου κι αντίκρυσες περιχαρής το Πασαλιμάνι. Ο κόσμος είχε αραιώσει, όλοι κυκλοφορούσαν βιαστικοί, κουκουλωμένοι. Ένα χιονόνερο -σπάνιο για τον Πειραιά- έπεφτε σιγανά. Κόντευαν μεσάνυχτα. Έφτασες στον Όμιλο Ερετών. Μπήκες στο υπόστεγο κάτω από τα γραφεία, από το μυστικό άνοιγμα που υπήρχε εκεί και στάθηκες ανάμεσα στις λέμβους. Σε τρέλαινε η μυρωδιά τους. Μύριζε ξύλο και πλαστικό μαζί με σκοτωμένη θάλασσα και νύχτα. Μια θάλασσα ακίνητη, ρυπαρή. Ύστερα, η γνώριμη μυρωδιά του γράσου που λιπαίνει τα κουπιά στις δέστρες. Το κοκτέιλ των οσμών σε γεμίζει ευτυχία. Βολεύεσαι σ’ έναν ξύλινο πάγκο, ακουμπάς την πλάτη στο νοτισμένο τοίχο, απλώνεις τα πόδια. Ανοίγεις το μπολ με το παγωτό. Ξετυλίγεις το ξύλινο μικρό κουτάλι και το καρφώνεις στην επιφάνεια, σκάβεις μια κουταλιά, το βάζεις στο στόμα. Κλείνεις τα μάτια, στον ουρανίσκο σκάνε ασύλληπτες ηδονές. Πρώτα το βύσσινο σού καίει τον φάρυγγα με τη στυφή του γλύκα, έπειτα τον δροσίζεις με παγωτό. Ακολουθείς τη διαδρομή με το μυαλό σου, καθώς γλιστράει στον οισοφάγο, έπειτα κατηφορίζει στον γαστρικό σωλήνα και μεταβολίζεται στο ήπαρ, εκεί που κάνει τη ζημιά. Κάθε φορά που σκάβεις στο μπολ παίρνεις και μεγαλύτερη κουταλιά, την αφήνεις να λιώσει πρώτα στο στόμα σου και μετά να πάρει το δρόμο της μέσα σου. Ποιος μεγάλος αλχημιστής σκέφτηκε το καϊμάκι με βύσσινο, αναρωτιέσαι.
Οι μυρωδιές πυροδοτούν τις μνήμες. Στους πανευρωπαϊκούς, στο Φάληρο, πρώτοι στην τετράκωπο μετά πηδαλιούχου. Το ξύλινο βάθρο, τα χρυσά μετάλλια κι εσύ νεαρό αγόρι, παραζαλισμένο από χαρά. Το πλήθος στην ακτή του φαληρικού όρμου ζητωκραυγάζει. Η οικογένειά σου σύσσωμη, πριν διαλυθεί. Το πρώτο φιλί του πατέρα. Άθλημα πανάρχαιο και παντοτινό. Να σκίζεις τη θάλασσα με μια μικρή λέμβο, να οδηγείς με χέρια και με πόδια, πριν τις μηχανές. Μουσκίδι ως το κόκκαλο, χειμώνα καλοκαίρι. Η μάνα σου πίστευε σε σένα, εξοικονομούσε την ακριβή συνδρομή με δυσκολίες. Για τον πατέρα σου, ένα περιττό έξοδο ακόμα, μια ανούσια πολυτέλεια.
Αφήνεις με στοργή το άδειο μπολ στον κάδο. Χώνεσαι με δυσκολία στο μονοθέσιο σκιφ. Ύστερα, κλακ, αποσπάς το προσθετικό πόδι από τη βάση του, κοντά στην αρχή του μηρού. Το πετάς στην ακίνητη θάλασσα, εκείνο επιπλέει αβέβαιο για λίγο, μήπως και το χρειαστείς ξανά κι ύστερα βυθίζεται παραπονεμένο. Παίρνεις τα κουπιά γερά στα χέρια σου. Με σίγουρες μανούβρες βγάζεις το σκιφ από το λεμβοστάσιο κι ανοίγεσαι. Κωπηλατείς γρήγορα, γλιστράς πάνω στο νερό με μια παιδιάστικη χαρά. Περνάς την πλατεία Αλεξάνδρας και ξανοίγεσαι στα Βοτσαλάκια. Το χιονόνερο σού μαστιγώνει το πρόσωπο, κρυώνεις, αλλά δεν σε νοιάζει. Ένα κιλό παγωτό ισούται με διαβητικό κώμα, αλλά δεν σε νοιάζει. Έκοψες την ινσουλίνη ήδη από χθες.
Φτάνεις στο νησάκι Κουμουνδούρου, εκεί που έφτανες κολυμπώντας από την πλαζ με όλη την παρέα στο γυμνάσιο, ανέμελος, όμορφος κι αρτιμελής. Βρίσκεις τη μικρή αμμουδιά που κυκλώνεται από τα βράχια κι αράζεις εκεί τη λέμβο. Βγαίνεις δύσκολα, έρποντας, στην ακτή. Έχει ένα δειλό φεγγάρι, η θάλασσα είναι ήσυχη και παγωμένη. Απέναντί σου, στέκει παραθαλάσσιο το ερειπωμένο σπίτι των Μαυρομιχάληδων. Η έπαυλη, που σας έλεγαν μικρά πως ήταν στοιχειωμένη. Τη στοίχειωνε η όμορφη κόρη που βιάστηκε και σφάχτηκε άγρια. Δεν πλησιάζατε ποτέ το δίπατο αρχοντικό με τις μεγάλες αυλές, που στέκει χρόνια ερειπιώνας. Κοιτάζεις με προσοχή. Λαχταράς να τη δεις, μια παρέα για δυο φαντάσματα, εσύ κι εκείνη. Κάτι τρεμοπαίζει στο βάθος, καθαρίζεις τα μάτια σου. Στο δεύτερο κοίταγμα τη βλέπεις. Μα βέβαια, είναι ίδια όπως άκουγες γι’ αυτήν, με μακριά κόκκινα μαλλιά και το λευκό της φόρεμα, αιωρείται στο μπαλκόνι του πρώτου ορόφου, αν και το δάπεδο έχει υποχωρήσει. Ακίνητη, να κοιτάζει τα παιδιά που ήταν κάποτε ανέμελα κι όμορφα κι αρτιμελή. Κλείνεις τα μάτια και τ’ ανοίγεις ξανά σε λίγα λεπτά. Είναι ακόμα εκεί, ξεκουμπώνει αργά το φόρεμά της και στέκει γυμνή, λουσμένη στο φεγγάρι και σου χαμογελά. Ξαπλώνεις ανάσκελα, ζαλίζεσαι και είσαι παγωμένος, όταν τη νοιώθεις να έρχεται, να ακουμπάει το ζεστό της σώμα πάνω στο δικό σου. Χαϊδεύει το πόδι σου που τώρα λείπει και τότε γίνεσαι πάλι δεκαπέντε χρονών, δεν έχεις ακρωτηριαστεί κι εκείνη δεν είναι βιασμένη και σφαγμένη, αλλά κάθεται πάνω σου, πάνω στη στύση σου και κινείται απαλά. Στο πρόσωπό σου έχεις τα μαλλιά της, γλύφεις τη γλώσσα της κι απομυζάς την αρμύρα των μαλλιών της κι αποφασίζεις να μείνεις για πάντα εκεί, στο νησί της νιότης σου, παρέα με την όμορφη κόρη του Πειραιά.
Μετά τον έρωτα, σιγά-σιγά αποκοιμιέσαι, πέφτεις σ’ ένα κώμα όχι διαβητικό, αλλά ερωτικό, που γίνεται το μυστικό σας που δεν θα μάθει πια κανείς. Μόνο ο χειμερινός κολυμβητής όταν το πρωί φτάσει με μεγάλες απλωτές στο μικρό νησί, θα βρει τον άντρα με το ένα πόδι, σκεπασμένο με το λευκό το φόρεμα κι ένα μονοθέσιο σκιφ αραγμένο στην ακτή.