Ω! Ελίζαμπεθ (της Αλεξάνδρας Χαΐνη)

0
425

 

της Αλεξάνδρας Χαΐνη (*)

 

Κάποιες συγγραφείς βρέθηκαν στον δρόμο μου ως «δώρα». Ανεκτίμητα δώρα. Συμβαίνει και με τους άνδρες συγγραφείς, αλλά με τις γυναίκες τα δώρα αυτά είναι σχεδόν ιερά – η σύνδεσή μου μαζί τους πιο καίρια. Αδιαπραγμάτευτη. 

Τις ευγνωμονώ καθημερινά.

Για τη λεπτότητα με την οποία περιγράφουν την ανθρώπινη κατάσταση. Για τη λοξή ματιά τους. Για τον λιτό και περιεκτικό λόγο τους.

Ανάμεσά τους, η Joan Didion, η Lucia Berlin, η Angela Carter, η Carson McCullers, η Annie Ernaux, η Clarisse Lispector.

Και φυσικά, η Elizabeth Strout.

 

***

Η Ελίζαμπεθ Στράουτ μεγάλωσε στην αμερικάνικη επαρχία – στα δάση του Νιου Χαμπσάιρ και στο απομονωμένο Μέιν. Οι γονείς της, παρότι επιστήμονες (ο πατέρας της παρασιτολόγος και η μητέρα της καθηγήτρια αγγλικών), ήταν βαθιά συντηρητικοί και θεοσεβούμενοι. Πίστευαν ότι ο κόσμος ήταν επικίνδυνος και ότι το κακό καραδοκούσε στο κατώφλι τους. Εξού και κρατούσαν τα παιδιά τους μακριά και προστατευμένα.

Τα βιβλία δεν είχαν θέση στο νοικοκυριό τους. Ούτε καν τα παιδικά. «Στη μητέρα μου δεν άρεσαν τα παιδικά βιβλία. Στη μητέρα μου δεν άρεσαν τα παιδιά» εξομολογείται η Στράουτ σε ένα αυτοβιογραφικό κείμενό της στη Washington Post (English Lesson: A Memoir by Elizabeth Strout). Δεν είχαν τηλεόραση ούτε διάβαζαν εφημερίδες, ενώ τα μόνα διαθέσιμα έντυπα ήταν τα επιστημονικά εγχειρίδια του πατέρα της και το περιοδικό New Yorker. Η Ελίζαμπεθ διάβασε το πρώτο της βιβλίο, μια συλλογή διηγημάτων του Τζον Άπνταϊκ, στην ηλικία των 8 ετών. Μέχρι να πάει στο κολέγιο δεν είχε εκτεθεί στους «πειρασμούς» της εποχής. Οι μόνες ταινίες που είχε δει ήταν τα «101 σκυλιά της Δαλματίας» (1961) και το «Θαύμα της Άννι Σάλιβαν» (1962). Ο αδερφός της κι εκείνη δεν πήγαιναν σε πάρτι, δεν είχαν παρέες, δεν έβγαιναν ραντεβού.

Αυτή η απομόνωση, η περιορισμένη γνώση και η έλλειψη εμπειρίας για όσα συνέβαιναν εκεί έξω, είναι ίσως και το μοναδικό κοινό σημείο της με τις πρωταγωνίστριες των βιβλίων της. Την Ίζαμπελ, τη Λούσι, την Όλιβ, και τις υπόλοιπες που τις πλαισιώνουν. Γυναίκες της βαθιάς Αμερικής, της Αμερικής της ύφεσης και της ανέχειας, των φυλετικών διακρίσεων, του σεξισμού. Άνθρωποι που έρχονται «από το τίποτα», όπως περιγράφει χαρακτηριστικά τη Λούσι Μπάρτον, αλλά με έντονη προσωπικότητα, που αντιμετωπίζουν τη ζωή με σθένος, που δεν θα το βάλουν κάτω παρά τις αντιξοότητες και -για τον δικό τους έστω μικρόκοσμο- θα βγουν αν όχι νικήτριες, σίγουρα πάντως πιο δυνατές.

Η ίδια η Στράουτ θα ξεφύγει από το πνιγηρό οικογενειακό περιβάλλον όταν ξεκινά τις σπουδές της στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου των Συρακουσών. Μετά από πολλά πισωγυρίσματα θα τις ολοκληρώσει· θα εξασκήσει τη δικηγορία για ένα εξάμηνο μόνο, μέχρι να αποδεχτεί ότι δεν είναι τελικά αυτή η κλήση της. «Ήμουν τραγική δικηγόρος», αναφέρει, προσθέτοντας όμως ότι αυτή ακριβώς η εκπαίδευσή της τη βοήθησε στη συγγραφή: «Στη δικηγορία πρέπει να απογυμνωθείς από κάθε συναίσθημα», εξηγεί. «Το πιο συναρπαστικό κομμάτι μιας υπόθεσης ήταν για μένα η παράθεση των γεγονότων, γιατί είναι σαν ένα διήγημα. Παρατίθενται τόσο γρήγορα και απότομα, χωρίς κανένα συναίσθημα, μόνο τα γεγονότα. Η νομική μου έκανε καλό τελικά, αλλιώς θα ήταν όλα μια μάζα από τρελά συναισθήματα».

Στη διάρκεια των σπουδών της δημοσιεύει διηγήματα από εδώ και από εκεί αλλά δεν αποφασίζει να κάνει το μεγάλο βήμα. Μια νουβέλα που γράφει δεν εκδίδεται ποτέ. Το πρώτο της βιβλίο, «Amy & Isabelle», κυκλοφορεί τελικά το 1998, όταν έχει πλέον κλείσει τα 42.

«Ήξερα ότι ήμουν γραφιάς (writer), αλλά δεν είχα ιδέα τι σήμαινε να είσαι συγγραφέας (author)» θα γράψει με αφορμή τη μεγάλη επιτυχία του βιβλίου. «Δούλευα με αρκετή χαρά σε μια τρύπα ανάμεσα στις πευκοβελόνες και ξαφνικά ένα δυνατό φως έπεσε επάνω μου. Κι αυτό με τρόμαξε.»

Ωστόσο είχε πάντα στο νου της το αναγνωστικό κοινό. Ήθελε να την διαβάσουν. Δεν νοιαζόταν για τη φήμη και τα βραβεία. Ήθελε να βρει και να την βρουν οι αναγνώστες. «Παρακαλώ αφήστε αυτό το βιβλίο να φτάσει έστω σε ένα άτομο», είπε σε μια συνέντευξη αναφερόμενη στην έκδοση του πρώτου βιβλίου της. Φανταζόταν μια νεαρή γυναίκα σε μια βιβλιοθήκη στα μεσοδυτικά των ΗΠΑ να το τραβάει μια μέρα από το ράφι, ελπίζοντας ότι θα της έφερνε κάτι που δεν είχε και δεν ήξερε ότι το χρειαζόταν. «Ακόμη και όταν με απέρριπταν, πάντα έγραφα για τον αναγνώστη, έγραφα για να συνδεθώ με κάποιον. Ποτέ μα ποτέ δεν έγραψα για τον εαυτό μου».

Έμπνευση και σκληρή δουλειά

Από την έκδοση του «Amy & Isabelle» (στα ελληνικά κυκλοφόρησε το 1999 από τις εκδόσεις Λιβάνη με τον τίτλο «Ένα ανεξάρτητο κορίτσι» και είναι εξαντλημένο), μέχρι σήμερα, η Στράουτ έχει εκδώσει 9 μυθιστορήματα. Στην Ελλάδα έγινε γνωστή κυρίως από το τρίτο βιβλίο της, το βραβευμένο με Pulitzer «Όλιβ Κίττριτζ», που κυκλοφόρησε το 2020 από την Άγρα και στη συνέχεια έγινε σειρά από την HBO.

Έτσι τη γνώρισα κι εγώ. Από αυτό το ξεχωριστό βιβλίο της Όλιβ, που μου χάρισαν εκείνα τα Χριστούγεννα, λίγο πριν ξεσπάσει η πανδημία. Έκτοτε, κάθε φορά ππου ξεκινάω ένα καινούργιο μυθιστόρημα της Στράουτ, είναι σαν να μου χαρίζεται ξανά και ξανά κάτι μοναδικό, που δεν θέλω επουδενί να τελειώσει.

Αυτή η πρώτη αίσθηση δε, είναι τόσο έντονη που την μεταφέρω και στο επόμενο βιβλίο που θα επιλέξω να διαβάσω, πολλές φορές σε βάρος του. Γιατί στην ουσία -όπως συναινεί και η Λίσα Αλαρντίς του Guardian (Elizabeth Strout: ‘There’s a quiet rumbling of violence in America. Is it going to expand and explode?’)- «δεν διαβάζεις απλώς ένα μυθιστόρημα της Στράουτ, αλλά το ζεις· και η εμπειρία διαρκεί πολύ περισσότερο χρόνο από όσο χρειάζεται για να τελειώσεις το βιβλίο».

Είναι αλήθεια ότι ειδικά η Όλιβ Κίττριτζ, συνδέθηκε με τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες με έναν τρόπο που η Στράουτ δεν θα μπορούσε ποτέ να ονειρευτεί. «Εμφανίστηκε» μια μέρα που γέμιζε το πλυντήριο πιάτων: «Κατάλαβα, εντάξει, θα το γράψω», σκέφτηκε. Με παρόμοιο τρόπο «άκουσε» και τη φωνή της Λούσι Μπάρτον: ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της.

Πίσω όμως από αυτές τις ξεκάθαρες, φαινομενικά αβίαστες λέξεις και γραμμές των εννέα βιβλίων της κρύβονται χρόνια εκπαίδευσης και ατελείωτα γράψε-σβήσε. Όταν «έσκασαν», η Στράουτ ήταν πανέτοιμη. «Εκπαιδεύτηκα για χρόνια να βρω τη φωνή μου, ή τη φωνή της Λούσι, ή τη φωνή της δικής μου Ελίζαμπεθ Στράουτ και τις σωστές προτάσεις», λέει. «Έπρεπε να μάθω να σταματήσω να γράφω σαν συγγραφέας και να γράφω όπως εγώ. Και αυτό φαίνεται ότι μου πήρε πολύ καιρό».

Πρόσφατα, στα 66 της -μέσα σε έναν μόλις χρόνο μετά το προηγούμενο βιβλίο της «Οh William!»- κυκλοφόρησε το τελευταίο μυθιστόρημά της «Lucy by the Sea». Είναι η πρώτη φορά που η επικαιρότητα εισβάλλει και (σχεδόν) κυριαρχεί στη γραφή της. Εδώ επανέρχεται με τα γνώριμα μοτίβα της ιστορίας της Λούσι και του πρώην συζύγου της Γουίλιαμ, ωστόσο η συνθήκη είναι ξεχωριστή: η σχέση τους θα επαναπροσδιοριστεί υπό καθεστώς λοκντάουν.

«Μεγαλώνω» παραδέχεται. «Και πλέον εκπαίδευσα τον εαυτό μου να ξέρω πώς αξίζει να βάλω τις λέξεις στη σειρά. Είναι σα να έκανα προπόνηση για μαραθώνιο όλη μου τη ζωή και τώρα άρχισα να επιταχύνω».

Κεντήματα

Η Στράουτ γράφει σαν να κεντάει. Έτσι άλλωστε περιγράφει και εκείνη τον εαυτό της –ως συγγραφέα-«κεντήστρα»: «Θα το σηκώσω και θα κεντήσω μια μικρή πράσινη γραμμή και θα επιστρέψω αργότερα για να κεντήσω ένα φύλλο ή κάτι τέτοιο».

Τα μυθιστορήματά της, περίπλοκα και φιλοτεχνημένα με επιμέλεια, επικαλύπτονται και συμπλέκονται με έναν ιδιαίτερο τρόπο για να δημιουργήσουν ένα άμεσα αναγνωρίσιμο φανταστικό τοπίο. Οι χαρακτήρες της δεν εμφανίζονται στο ένα βιβλίο για να χαθούν στο άλλο. Κάποιοι τα διατρέχουν όλα, κάποτε ως πρωταγωνιστές, άλλοτε ως κομπάρσοι.

«Δεν επιδίωξα να γράφω εμφανίζοντας τους ίδιους χαρακτήρες», λέει η ίδια. «Όμως αυτοί οι άνθρωποι είναι τόσο αληθινοί για μένα που συνεχίζω να θέλω να γράψω γι’ αυτούς και την κατάστασή τους, ή να πω πού βρίσκονται τώρα, οπότε γυρνάω ξανά και ξανά σε εκείνους».

Πράγματι. Είναι τόσο «χειροπιαστοί» που έχεις την αίσθηση ότι προέρχονται από το οικείο περιβάλλον της. Η μάνα της για παράδειγμα. Μια δύσκολη γυναίκα που θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελεί την πρώτη ύλη πάνω στην οποία έχτισε τον χαρακτήρα της Όλιβ. Όμως όχι. Είναι όλοι «προϊόν» μυθοπλασίας, ενδελεχούς παρατήρησης και σκληρής δουλειάς. «Η μητέρα μου δεν έχει την παραμικρή σχέση με την Όλιβ Κίττριτζ» ξεκαθαρίζει.

Και παρόλο που οι σχέσεις μάνας-κόρης διατρέχουν το έργο της σαν αγιάτρευτη πληγή,  η Στράουτ τις αντιμετωπίζει με τρυφερότητα· από το «Ανεξάρτητο κορίτσι» έως το «Το όνομα μου είναι Λούσι Μπάρτον», δίνει και στα δύο μέρη μια δεύτερη ευκαιρία. Και αυτό είναι εξαιρετικά αναζωογονητικό και ελπιδοφόρο.

Άλλωστε κανένα νόμισμα δεν έχει μόνο μια όψη. Η Στράουτ το ξέρει καλύτερα από όλους. Μια και η μητέρα της, η σκληρή και συντηρητική Μπέβερλι Στράουτ, ήταν η πρώτη που την προέτρεψε να κρατάει σημειώσεις και να παρατηρεί γύρω της – έστω κι αν το «γύρω» αυτό απείχε πολύ από την πραγματικότητα. «Από πολύ μικρή έμαθα  να “μπαίνω” μέσα στον χαρακτήρα του ανθρώπου που καθόταν δίπλα μου. Μπορούσα να νιώσω, ή πίστευα ότι μπορούσα να νιώσω, τι σήμαινε να είσαι εκείνος. Για να βάλω αυτά τα συναισθήματα στη σειρά, έπρεπε να μάθω και να γράφω».

 

(*) H Αλεξάνδρα Χαΐνη είναι δημοσιογράφος

Info: Elizabeth Strout

info 2:

Όλα τα βιβλία της Στράουτ κτκλοφορούν σήμερα από τις εκδόσεις ΆΓΡΑ στις πολύ καλές μεταφράσεις της Μαργαρίστας Ζαχαριάδου

Αναζητήστε τα βιβλία της Ελιζάμπεθ Στράουτ εδώ 

 

 

Προηγούμενο άρθροMπορεί να φταίει το νησί – δεν φταίω εγώ/δεν φταις εσύ (της Αλεξάνδρας Σαμοθράκη)
Επόμενο άρθροΛογοτεχνικά περιοδικά για ένα καλοκαίρι -και όχι μόνο  (του Σπύρου Κακουριώτη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ