της Θεοδώρας Δ. Πατρώνα
Το τέλος του δεύτερου μυθιστορήματος του Δημήτρη Γράψα «Η Γυναίκα του Πρωινού Τραίνου» (Εκδόσεις Καστανιώτης 2018) είναι και μία νέα αρχή. Αυτόματα, σου γεννά την έντονη επιθυμία να ξαναπιάσεις το αφηγηματικό νήμα από την άκρη του ξανά και να χαθείς στο λαβύρινθο της μνήμης και το ταξίδι του ταλαιπωρημένου ήρωα. Αυτό συμβαίνει προφανώς με τα καλά βιβλία και τις ταινίες που οι λέξεις και οι εικόνες τους, είναι μεστά από νοήματα, παραπομπές και συμβολισμούς και κεντρίζουν την σκέψη και τον προβληματισμό. Έτσι, επιβάλλουν μία αναθεώρηση, μία ακόμα ανάγνωση προκειμένου να εντοπίσεις νέους συσχετισμούς και νοήματα. Πολυδιαβασμένος και πολυσχιδής, ο συγγραφέας, Φυσικός στο επάγγελμα, εμπλουτίζει το κείμενό του με ενδιαφέρουσες αναφορές σε κινηματογραφικά και θεατρικά έργα, Το Κορίτσι του Τραίνου (2016), Κάθε Στιγμή Μετράει (2014), Η Αιώνια Λιακάδα Ενός Καθαρού Μυαλού (2004), Περιμένοντας τον Γκοντό (1953) με μία πρώτη εκτίμηση. Μετά το αξιόλογο πρώτο εγχείρημά του Η Λευκή Κουρτίνα (2016), Η Γυναίκα του Πρωινού Τραίνου επιβεβαιώνει το ταλέντο του πολλά υποσχόμενου νέου συγγραφέα. Το έργο του έχει ήδη διακριθεί κερδίζοντας μία θέση στη βραχεία λίστα για το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (European Union Prize for Literature) και πολύ θετική ανταπόκριση από κριτικούς και αναγνωστικό κοινό.
Με τα βασικά χαρακτηριστικά της ρομαντικής ιστορίας μίας μονόπλευρης και ανεκπλήρωτης αγάπης, αλλά και αρκετά στοιχεία αστυνομικού αναγνώσματος, η δομή του έργου του Γράψα φαντάζει απλή αρχικά με το γνωστό λογοτεχνικό μοτίβο του ήρωα σε αναζήτηση της αγαπημένης του. Ο συναισθηματικός και άπειρος Πέτρος βιώνει τον πλατωνικό έρωτα για την άγνωστη και αιθέρια Αγνή «ανομολόγητα ερωτευμένος με κάθε της λεπτομέρεια» (17) όπως εύγλωττα σημειώνει ο συγγραφέας. Τη συναντά κάθε πρωί στο τελευταίο βαγόνι στο τρένο για τη δουλειά του και άθελά της τον αλλάζει για πάντα, ξεκινώντας με την λογοτεχνική του εκπαίδευση. Με σκοπό να της πιάσει κουβέντα ο Πέτρος προμηθεύεται τα βιβλία που διαβάζει η ηρωίδα. Απρόσμενα η Αγνή εξαφανίζεται πάνω που ο Πέτρος αποφασίζει να ξεπεράσει του ενδοιασμούς του και να εκδηλωθεί. Καθώς η λατρεία του μετατρέπεται σε μία αγωνιώδη αναζήτηση, με επιμονή και μεθοδικότητα καταφέρνει να εντοπίσει το πιθανό κατάλυμα της καλής του.
Σε αυτό το σημείο, η γραμμική αφήγηση των πρώτων σελίδων που διασφαλίζει την εύκολη πρόσληψη του αναγνώστη διακόπτεται καθώς η σχεδόν μπεκετική αναμονή της ηρωίδας-πότε θα ρθεί η Αγνή, πού είναι η Αγνή, γιατί αργεί-διανθίζεται από μία πληθώρα ιστοριών και διάφορες χωροχρονικές μετακινήσεις των δευτεραγωνιστών. Αυτές δημιουργούν εύλογες απορίες στον αναγνώστη και αγωνία για την έκβαση των περιπετειών των υπολοίπων ηρώων. Οι αδυναμίες και τα σκοτεινά πάθη των τελευταίων έρχονται να υπερτονίσουν την απειρία και την αθωότητα του πρωταγωνιστή καθώς και την αγνότητα- και πάλι το λογοπαίγνιο του συγγραφέα με τα ονόματα-της αποστολής του. Το καλά δομημένο σύμπαν και οι διαφορετικές τροχιές στις οποίες κινούνται οι φιγούρες του Γράψα του προσφέρουν μία ιδανική ευκαιρία να παραθέσει στην αφηγηματική ροή προβληματισμούς πάνω σε φλέγοντα κοινωνικά ζητήματα της ελληνικής πραγματικότητας: η μετανάστευση και ο αλκοολισμός στο πρόσωπο της Αννέτας, η εργασιακή εκμετάλλευση και αναλγησία που βιώνει ο Πέτρος με την επακόλουθη κοινωνική του απομόνωση, η εκπόρνευση στην περίπτωση της Στέλλας, ο πόνος της απώλειας της αγάπης του προβληματικού αστυνομικού Θοδωρή. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει όμως και η σκοτεινή πλευρά της μεγαλούπολης, η noir διάσταση του μυθιστορήματος του Γράψα. Ακολουθώντας τα βασικά συστατικά του είδους, ο συγγραφέας τοποθετεί τον ανυποψίαστο ήρωα σε ύποπτα μπαρ, κοντά σε μοιραίες γυναικείες φιγούρες και επικίνδυνα πακέτα από τα χέρια του αινιγματικού όσο και σκοτεινού άντρα Άγγελου. Σε αυτό το πλαίσιο μυστηρίου, η γενικότερη απουσία χωροχρονικών προσδιορισμών, πέρα από τη γενικότητα της μεγαλούπολης και την αναφορά στις εποχές, υπερτονίζει τη ρευστή αίσθηση χώρου και χρόνου, δημιουργώντας μία ατμόσφαιρα ονείρου, ακόμα και εφιάλτη καθώς η αγωνία για το μέλλον της Αγνής αλλά και του Πέτρου κορυφώνεται. Η αφηγηματική δομή περιπλέκεται ακόμα περισσότερο καθώς παρατίθενται αποσπασματικές σκέψεις του ήρωα με μοναδικά βιώματα από το παρελθόν του που τον στιγμάτισαν αλλά και εξομολογήσεις που επιβάλλουν μία δεύτερη ματιά . Και πάνω που ο αναγνώστης θεωρεί ότι κατέχει τα βασικά συστατικά του μύθου, την απώλεια του αντικειμένου της αγάπης αλλά και την απόλυτη ανάγκη να ξαναβρεθεί, ο Γράψας με μαεστρία και χάρη επιφυλάσσει την ανατροπή που θα αλλάξει κάθε αναγνωστική προσδοκία. Η εμφάνιση της Αγνής με το βάρος του χρόνου αποτυπωμένο πάνω της αλλάζει την πορεία της ιστορίας αποκαλύπτοντας όμως το πραγματικό επίκεντρο του βιβλίου: ο χρόνος και η καταστροφή που επιφέρει, και κυρίως, η σημασία της μνήμης με την απώλειά της να σηματοδοτεί την απώλεια του εαυτού. Η τιτάνια προσπάθεια του Πέτρου τελικά σχετίζεται με τον αγώνα να προστατεύσει τις αναμνήσεις του με κάθε τρόπο. Αυτό είναι το κλείδι για την αποκρυπτογράφηση της ιστορίας μας. Όπως πολύ όμορφα υπογραμμίζεται στην ιστορία του μουγγού ζωγράφου με το μικρό κορίτσι: «Τι θα τους κάνεις τώρα όλους αυτούς τους πίνακες;» «Θα τους κρεμάσω παντού στο σπίτι μου, κι όταν η μνήμη μου εξασθενήσει, θα μου θυμίζουν όσα δεν πρέπει να ξεχάσω» (280). Και αν το παιχνίδι για τον Πέτρο είναι χαμένο από την αρχή και το τραίνο της μνήμης έχει εκτροχιαστεί, για τον Δημήτρη Γράψα και τους αναγνώστες του το ταξίδι, ευτυχώς, μόλις ξεκίνησε.
info: Η Γυναίκα του Πρωινού Τραίνου του Δημήτρη Γράψα, Εκδόσεις Καστανιώτη, Νοέμβριος 2018