του Ελευθέριου Μακεδόνα
Για την ταινία : Μέσα απ’ τα μάτια τους – From Where They Stood (2021), του Christophe Cognet, που παίχτηκε στο 23ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης (2021)
Λίγα ντοκουμέντα από τα ίδια τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης διαθέτουμε σήμερα, για τις θηριωδίες που συνέβαιναν στο εσωτερικό τους. Οι σκληροτράχηλοι κι ανώτεροι φυλετικά άριοι πολεμιστές κατέβαλαν τεράστιες προσπάθειες ώστε να αποκρύψουν από τον υπόλοιπο κόσμο τα ηρωικά κατορθώματά τους. Εντός των στρατοπέδων, η φωτογράφιση απαγορευόταν βεβαίως δια ροπάλου. Υπήρξαν ελάχιστοι κρατούμενοι που διακινδύνευσαν τη ζωή τους και μας κληροδότησαν λίγες μόνο φωτογραφίες, – αρκετές εκ των οποίων τραβήχτηκαν βιαστικά, από κακές γωνίες λήψης και με πενιχρά τεχνικά μέσα, για ευνόητους λόγους, – στοιχεία τα οποία προφανώς δυσκολεύουν περαιτέρω την ‘ανάγνωσή’ τους σήμερα και γεννούν αρκετά ερωτηματικά γύρω από το τι ακριβώς ήθελε να συλλάβει με το φακό του ο φωτογράφος ή τις ακριβείς συνθήκες που επικρατούσαν τη στιγμή τής φωτογράφησης. Φυσικά, αρκετές από τις φωτογραφίες αυτές είναι αρκούντως εύγλωττες για το τι ακριβώς απεικονίζουν ή επιχειρούν να μας μεταδώσουν και μας κάνουν ευθέως κοινωνούς τής φρίκης που επικρατούσε στα κολαστήρια των ναζί.
Ο Cognet επισκέπτεται τα στρατόπεδα στα οποία έδρασαν οι λίγοι αυτοί κρατούμενοι-φωτογράφοι και, με τη βοήθεια ειδικών μελετητών, καθώς και του προσωπικού που εργάζεται σήμερα στους χώρους των πάλαι ποτέ στρατοπέδων, επιχειρεί να ανασυνθέσει τις συνθήκες υπό τις οποίες τραβήχτηκαν οι φωτογραφίες, το ακριβές σημείο και τη γωνία λήψης τους, τον τρόπο με τον οποίο οι φωτογράφοι κατάφεραν να τις τραβήξουν χωρίς να συλληφθούν από τους Ες Ες και, κυρίως, το τι ακριβώς θέλησαν να μας μεταδώσουν με αυτές.
Ο άνθρωπος που έχει συλλάβει ως ιδέα κι έχει υλοποιήσει στην πράξη το στρατόπεδο συγκέντρωσης έχει προ πολλού μετακινηθεί σ’ εκείνη τη ζοφερή ζώνη, όπου ο ζωντανός οργανισμός έχει αναχθεί σε απλή ανατομία, στο αριθμητικό άθροισμα των οστών και της σάρκας που τον αποτελούν, σε μία κολλώδη μάζα εκκρίσεων και οργάνων, η οποία του προκαλεί αποστροφή και, για τον λόγο αυτό, πρέπει οπωσδήποτε να εξαλειφθεί̇ στη ζώνη εκείνη, όπου η μυρωδιά τού αίματος και του πτώματος ασκούν στον δήμιο την ίδια ακατανίκητη έλξη που ασκεί και στο άγριο θηρίο η νεκρή του λεία. Επειδή ακριβώς ο ζων οργανισμός έχει πια αποδομηθεί στα συστατικά του μέρη, επειδή το αποτέλεσμα της σύνθεσης των μερών σε ένα ενιαίο όλον – η ζωή – έχει απομυθοποιηθεί ολοκληρωτικά κι άπαξ δια παντός, επειδή του έχει αφαιρεθεί κάθε ποιοτικό χαρακτηριστικό που το καθιστούσε κάτι το ριζικά διαφορετικό από τα επιμέρους τμήματά του, δεν υπάρχει πια κανένα ηθικό εμπόδιο στο να αντιμετωπιστεί ως αυτό ακριβώς: ένας μιαρός σωρός οστών και σάρκας. Καμία σημασία δεν έχει πραγματικά εάν κανείς προκαλέσει ακραίο πόνο σ’ αυτό το άμορφο συνονθύλευμα ιστών ή αν επιφέρει βάναυσα το βιολογικό του τέλος. Ο πόνος δεν είναι κάτι με το οποίο αξίζει να ασχοληθεί κανείς. Ο δήμιος προκαλεί ξανά και ξανά πόνο και θάνατο στα θύματά του, εμμονικά, παρατηρώντας το αποτέλεσμα των πράξεών του πάνω τους με το παγερό, αλλά και εκστατικό βλέμμα τής αράχνης που πλησιάζει αργά αργά το παγιδευμένο θύμα της, για να το αποτελειώσει εξίσου αργά και βασανιστικά, αντλώντας μία κρυφή, διεστραμμένη ηδονή από τις απέλπιδες προσπάθειές του διαφύγει. Βρισκόμαστε ακριβώς στο μέσον τής ‘ζώνης’ εκείνης, την οποία απεγνωσμένα έχουμε προσπαθήσει να αποκρύψουμε από τον εαυτό μας και την οποία έχει περιγράψει με πειστικό τρόπο ο Αντόρνο. Στη ζώνη η οποία αποτελεί την επικράτεια της φασιστικής χαρακτηροδομής.
Δύο από τις φωτογραφίες που μας δείχνει ο Cognet είναι πολύ σαφείς ως προς αυτό που αποτυπώνουν: δύο Πολωνές κρατούμενες, οι οποίες ανήκαν στα λεγόμενα ‘κουνέλια,’ επιδεικνύουν μπροστά στην κάμερα τις χαίνουσες, τρομακτικές πληγές τους. Χιλιάδες άνθρωποι υποβλήθηκαν από τους ναζί συστηματικά σε ‘ιατρικά πειράματα,’ επί της ουσίας απάνθρωπα βασανιστήρια, στα οποία οι περισσότεροι τελικά υπέκυψαν. Οι ναζί βασανιστές κατακρεουργούσαν κυριολεκτικά τα θύματά τους, προφανώς χωρίς αναισθητικό, έσχιζαν μύες, έσπαζαν οστά, έβαζαν στις ανοιχτές πληγές των άτυχων θυμάτων τους τον βάκιλο της γάγγραινας, ώστε στη συνέχεια να παρατηρήσουν την ‘κανονική’ διαδικασία επούλωσης των πληγών. “Σε αυτά τα μέρη που ήταν αφιερωμένα στην άρνηση της ανθρώπινης ύπαρξης…”, διαβάζουμε σε έναν από τους υπότιτλους που παρεμβάλλει εμβόλιμα σε αρκετά σημεία τής ταινίας του ο Cognet, εν είδει πρόσθετων σχολίων στα όσα βλέπουμε κι ακούμε. Ένας περιεκτικός ορισμός του τι ακριβώς σήμαινε ένα ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης σαν το Άουσβιτς.
Το στρατόπεδο δεν ακυρώνει κατά τα άλλα την όλη μηχανική τής ζωής. Ούτε καν τη μηχανική τής σύγχρονης ζωής στη νέα βιομηχανική εποχή. Απλά τις τοποθετεί σε ένα ριζικά διαφορετικό επίπεδο: τις εντάσσει στους ιδιαίτερους νόμους τής ‘ζώνης.’ Αγκαλιάζει με ενθουσιασμό την τεχνολογία και την επανάσταση που αυτή έχει επιφέρει στον καταμερισμό τής εργασίας, στην οργάνωση της οικονομικής και κοινωνικής σφαίρας, στην αύξηση της αποδοτικότητας, στον έλεγχο τελικά των ανθρώπινων εγκεφάλων. “Στον κινηματογράφο έπαιζαν προπαγανδιστικές ταινίες. Χρησίμευε και ως αίθουσα βασανιστηρίων” διαβάζουμε σε άλλον υπότιτλο. Η διασκέδαση μέσω της τεχνολογίας ναι, είναι ευπρόσδεκτη. Επ’ ουδενί δεν διαχωρίζεται, ωστόσο, από την καταπίεση, τον πόνο και τον θάνατο. Ίσα ίσα, τα δύο φαινομενικά αντιθετικά αυτά σκέλη μπορούν να αλληλοσυμπληρωθούν θαυμάσια. Οι μοντέρνες αρχές τής λειτουργικότητας και της οικονομίας που γνωρίζουμε από την αρχιτεκτονική και τη σχεδίαση του σύγχρονου ‘αστικού τοπίου’ μπορούν και πρέπει οπωσδήποτε να εφαρμοσθούν, ειδικά στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ο κινηματογράφος μπορεί κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί ταυτόχρονα ως χώρος αναψυχής, ως χώρος πολιτικής κατήχησης και, – άμεση συνεπαγωγή των προηγούμενων δύο, – ως αίθουσα βασανιστηρίων. Αφ’ ης στιγμής η ζώσα ύλη έχει υποβιβασθεί σε αμιγώς ανόργανη, αφότου εντός του στρατοπέδου έχει επικρατήσει η πλήρης ‘άρνηση’ της ανθρώπινης οντότητας ως ζωντανού οργανισμού, η τεχνολογία καλείται πολύ απλά να επιβεβαιώσει, να οργανώσει πιο αποδοτικά και να επιταχύνει τελικά την όλη διαδικασία αυτού τού υποβιβασμού. Να τη ‘μηχανοποιήσει’ απόλυτα, όπως ακριβώς έχει μηχανοποιηθεί ήδη κι η παραγωγή στο εργοστάσιο. Διότι το στρατόπεδο τελικά είναι ένα εργοστάσιο σαν όλα τ’ άλλα. Δεν αποτελεί παράδοξο, το γεγονός ότι το έθνος που έμελλε να διδάξει στη διεθνή κοινότητα τις αρχές τής μηχανοποίησης, της αποδοτικότητας, της αποτελεσματικής οργάνωσης πόρων και ανθρώπων για την επίτευξη του συλλογικού στόχου, υπήρξε και το πρώτο ιστορικά που συνέλαβε και υλοποίησε με πρωτοφανή ‘επιτυχία’ την ιδέα τού εργοστασίου παραγωγής πόνου και θανάτου. Υπάρχει σίγουρα μία ξεκάθαρη αμφίδρομη αιτιώδης σχέση μεταξύ της χαρακτηροδομής που έχει διαμορφωθεί στη βάση των αρχών τής μηχανικότητας, του αυτοματισμού, της τυφλής πειθαρχίας αφενός και της γένεσης του φαινομένου τού ναζιστικού στρατοπέδου συγκέντρωσης αφετέρου: “To μυστικιστικό πνεύμα, η στρατοκρατική νοοτροπία, ο αυτοματισμός, όλα εκείνα τα στοιχεία στα οποία ο οποιοσδήποτε αυταρχικός μηχανιστικός πολιτισμός έχει γαλουχήσει για αιώνες ολόκληρους τις μάζες των μικρών, καταπιεσμένων ανθρώπων, νομοτελειακά, τα παίρνει κάποια στιγμή όλα πίσω από τον ίδιο μικρό, σεξουαλικά καταπιεσμένο ανθρωπάκο, αυτήν τη φορά υπό τη μορφή του φασισμού.”[1]
Σε κάποια άλλη φωτογραφία, διακρίνουμε αρκετές θολές φιγούρες γυμνών γυναικών. Τα πρόσωπά τους δεν φαίνονται καθαρά. Υπάρχουν διαθέσιμες και ορισμένες μεταγενέστερες, ρετουσαρισμένες κόπιες τής συγκεκριμένης φωτογραφίας, με τις οποίες επιχειρήθηκε, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, να καταστούν πιο ευδιάκριτα τα πρόσωπα των γυναικών. Από την ανάλυση που κάνει ο Cognet κι οι συνεργάτες του, καταλαβαίνουμε ότι η φωτογραφία έχει τραβηχτεί από το εσωτερικό κάποιου θαλάμου αερίων. Οι γυμνές γυναίκες, λίγα λεπτά μετά τη λήψη τής φωτογραφίας, σίγουρα θανατώθηκαν με τον αποτρόπαιο και άνανδρο αυτόν τρόπο. Πρόκειται για εκπληκτικό, σπανιότατο ντοκουμέντο. Ο κίνδυνος που διέτρεξε ο φωτογράφος είναι ασύλληπτος. Ο Cognet επισκέπτεται το ακριβές σημείο από το οποίο λογικά τραβήχτηκε η φωτογραφία, εκεί όπου τώρα υπάρχουν μόνο τα απομεινάρια των θεμελίων αυτού που κάποτε υπήρξε ένας θάλαμος αερίων. Η μαζική θανάτωση τόσων εκατομμυρίων ανθρώπων, μέσα σε ένα τόσο μικρό χρονικό διάστημα, δεν θα ήταν δυνατή χωρίς την ύπαρξη ενός τελειοποιημένου συστήματος ‘παραγωγής,’ το οποίο περιελάμβανε μία άριστα οργανωμένη εφοδιαστική αλυσίδα, μία άψογη διαχείριση πόρων και ανθρώπων και κυρίως, εκατομμύρια καλά εκπαιδευμένους – και πρόθυμους να εκτελέσουν τις άνωθεν διαταγές χωρίς κανέναν ηθικό ενδοιασμό – ανθρώπους. Ο Μπάουμαν έχει αποδείξει πέρα από κάθε αμφισβήτηση την άμεση αιτιώδη σχέση που συνδέει αφενός την υψηλή τεχνολογική ανάπτυξη της Γερμανίας, το σημαντικό υπόβαθρο που διέθετε ως προς τις αρχές τής γραφειοκρατικής οργάνωσης και την κουλτούρα τής στρατιωτικής πειθαρχίας κι αφετέρου, το φαινόμενο τού Ολοκαυτώματος. Αρκετές – αν και σίγουρα όχι όλες – οι όψεις του φαινομένου αυτού μπορούν να εξηγηθούν, εάν το στρατόπεδο συγκέντρωσης θεωρηθεί ως το απόγειο μιας κοινωνίας που έχει δομηθεί γύρω από τις αρχές του τεϊλορικού μοντέλου βιομηχανικής παραγωγής.
Σε μία άλλη φωτογραφία βλέπουμε σωρούς γυμνών πτωμάτων και πολλούς άντρες ανάμεσά τους. Διακρίνονται οι καπνοί από τις φωτιές που είναι αναμμένες σε κοντινή απόσταση. Καθώς ο Cognet κι οι συνεργάτες του μάς αναλύουν κι αυτήν τη φωτογραφία, καταλαβαίνουμε ότι πρόκειται για μία ομάδα Sonderkommando, οι οποίοι επιδίδονται σε μαζικές καύσεις πτωμάτων. Εστιάζοντας στη δεξιά άκρη τής φωτογραφίας, βλέπουμε αρκετούς Sonderkommando να κοιτάζουν σκεφτικοί τα πτώματα που βρίσκονται στα πόδια τους. Φαίνεται να υπάρχει κάτι που τους προβληματίζει. Ο Cognet υποθέτει ότι πιθανότατα συζητούν κάποιο απρόσμενο πρακτικό πρόβλημα που έχει ανακύψει στη διαδικασία τής ‘παραγωγής’: “Μοιάζουν με εργάτες που αντιμετωπίζουν κάποιο πρόβλημα… Ένα ασυνήθιστο πρόβλημα… Ένας έχει τα χέρια του στους γοφούς, ένας άλλος ξύνει το κεφάλι του… σαν να πρέπει να λύσουν ένα ασυνήθιστο πρόβλημα”. Όμως, βρισκόμαστε ήδη στο καλοκαίρι τού ’44. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς σίγουρα είναι ήδη ‘έμπειροι’ εργάτες, έχουν επαναλάβει οπωσδήποτε τη συγκεκριμένη ‘εργασία’ πολλές φορές ακόμη μέχρι τη στιγμή τής φωτογράφισης.
Δυστυχώς, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε με βεβαιότητα τίποτε παραπάνω. Η εικόνα βρίσκεται εκεί, μπροστά στα μάτια μας. Καταλαβαίνουμε οπωσδήποτε τι είναι αυτό που μας δείχνει, όμως η ίδια η φύση τής φωτογραφίας είναι τελικά να κρατήσει για πάντα μέσα της ερμητικά κρυμμένο το αινιγματικό, ανεξιχνίαστο μυστικό της. Αυτός είναι άλλωστε ο βασικός περιορισμός κάθε φωτογραφίας, αλλά κι η μεγάλη μαγεία της: “Αυτό είναι το πρόβλημα με τις φωτογραφίες. Δείχνουν μόνο ένα κλάσμα τού δευτερολέπτου. Δεν ξέρουμε πώς να ερμηνεύσουμε τις χειρονομίες τους. Κατά τη γνώμη μου, η ερμηνεία μας δεν αντιστοιχεί σ’ αυτό που κάνουν,” μας λέει ο Cognet. Ίσως όμως και ν’ αντιστοιχεί. Η ερμηνεία των Sonderkommando οι οποίοι, αδιάφοροι πια για τη φρίκη τού ‘αντικειμένου εργασίας’ τους, ως πειθαρχημένοι κι έμπειροι εργάτες που είναι απλώς εκτελούν, όπως και κάθε άλλη μέρα, την εργασία τους, σύμφωνα με τις εντολές των Γερμανών ανωτέρων τους και τα σχετικά πρωτόκολλα, δεν απέχει ίσως και πολύ από την περιγραφή τού στρατοπέδου ως μία καλοκουρδισμένη μονάδα βιομηχανικής παραγωγής από τον Μπάουμαν̇ ούτε από την ‘κοινοτοπία’ των ναζιστικών εγκλημάτων, σύμφωνα με τον όρο τής Άρεντ, εφόσον αυτά θεωρηθούν υπό το πρίσμα της εκτέλεσης ενός απειροελάχιστου θραύσματος ‘εργασίας’ από πολλά εκατομμύρια διαφορετικούς ανθρώπους, οι οποίοι αποτελούν τα γρανάζια μίας τεραστίων διαστάσεων μηχανής παραγωγής θανάτου̇ ούτε βέβαια – κι αυτό είναι ίσως το σημαντικότερο – από την έννοια της σκοτεινής εκείνης ‘ζώνης’ που όλοι κρύβουμε μέσα μας και που, όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν κι οι κατάλληλες αφορμές βρεθούν, ξεχειλίζει ορμητικά κι ανεξέλεγκτα προς τα έξω, σπέρνοντας παντού τον όλεθρο και τη φρίκη.
Αυτό που σοκάρει περισσότερο τον Cognet είναι η αίσθηση που δημιουργεί σ’ αυτόν που κοιτάζει τη φωτογραφία, ότι η όλη επιχείρηση γίνεται με απόλυτη φυσικότητα κι ότι οι άνθρωποι που παίρνουν μέρος στο τελικό αυτό στάδιο τής ‘παραγωγικής διαδικασίας’ εκτελούν τον ρόλο τους με νηφαλιότητα και χωρίς καμία ένδειξη ενόχλησης ή ανησυχίας: “Σαν αυτή η επιχείρηση να γίνεται με ηρεμία. Αυτό με προβληματίζει σε αυτήν την εικόνα. Δεν βλέπουμε βιασύνη.” Από μία άποψη, σίγουρα ο Cognet έχει δίκιο να προβληματίζεται με την απάθεια των πρωταγωνιστών τής φωτογραφίας μπροστά στην εφιαλτική πραγματικότητα τής οποίας μέρος αποτελούν, ωστόσο, η έκπληξή του ίσως είναι τελικά λίγο παραπάνω ρομαντική από όσο η ίδια η ανθρώπινη πραγματικότητά μας επιτρέπει. Αυτό όμως είναι ακριβώς και το πιο καίριο σημείο, το οποίο φαίνεται να μας διαφεύγει ως προς το γεγονός τού Ολοκαυτώματος: η ακρότητα κι η φρίκη των όσων διαπράχθηκαν, προφανώς αγγίζει κάποια πολύ βαθιά και καλά κρυμμένα επίπεδα της συνείδησής μας, θίγει κάποιες βαθιά εδραιωμένες πεποιθήσεις μας σχετικά με το ποιοι είμαστε – ή μάλλον, σχετικά με το ποιοι θα θέλαμε να πιστέψουμε ότι είμαστε, – ενεργοποιεί ορισμένους πανίσχυρους εσωτερικούς αμυντικούς μηχανισμούς, τους οποίους grosso modo θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε ‘ηθικούς’ και τελικά, απειλεί την ίδια τη βιολογικά καθορισμένη θέλησή μας να συνεχίσουμε να ζούμε και να ελπίζουμε. Απειλεί μ’ άλλα λόγια, την ίδια τη δύναμη της ‘βούλησης’ που εδράζεται μέσα σε κάθε ζώντα οργανισμό και είναι αυτή που τον διατηρεί στη ζωή και τον κινεί : “Αυτό που απομένει τελικά, είναι μία κεντρική αίσθηση απόγνωσης σχετικά με το ίδιο το ανθρώπινο είδος, η οποία ασκεί παραλυτική επίδραση σ’ αυτόν που τη βιώνει. Πού μπορεί κανείς να βρει ένα οποιοδήποτε θετικό νόημα, εφόσον γνωρίζει πλέον, ότι τα ανθρώπινα όντα είναι ικανά για τέτοιου είδους πράξεις; … Εάν όλο αυτό συνέβη έστω και μία φορά κάπου, σε τόσο μαζική κλίμακα, τότε μπορεί βεβαίως να συμβεί ξανά και οπουδήποτε αλλού̇ αποδεικνύεται, ότι δεν υπάρχει τίποτε που να μην βρίσκεται εντός των ανθρώπινων δυνατοτήτων και, είτε μας αρέσει είτε όχι, το Άουσβιτς στην πραγματικότητα επέκτεινε την ανθρώπινη συνείδηση τουλάχιστον όσο και η κάθε μία από τις προσσεληνώσεις μας.”[2]
“Πιστεύω ότι πρέπει οπωσδήποτε να κατανοήσουμε το ιδιωτικό στρατόπεδο συγκέντρωσης που αποτελεί ένα σημαντικό κομμάτι τής ιδιωτικής ζωής τού κάθε ανθρώπου. Αντί να προσποιούμαστε ότι η ζωή είναι γενικά κάτι το καλό και μετά, να ανακαλύπτουμε στους φούρνους των κρεματόριων ότι τελικά μάλλον δεν είναι, πρέπει πρώτα να κατανοήσουμε τα γεγονότα τού τραύματος, της οργής και της εκδίκησης. Πρέπει να μάθουμε περισσότερα πράγματα για την άστατη και δαιμονική φύση τού εαυτού μας και για το πόσο εύκολα γινόμαστε σκληροί. Αντί ν’ αποφεύγουμε ν’ αντικρύσουμε τις ανθρώπινες αγωνίες μας και την κόλαση που κρύβουμε μέσα μας πρέπει, πριν να είναι πια αργά, να μάθουμε πώς να χειριζόμαστε τη δαιμονική μας φύση. Οφείλουμε να μην ξεχάσουμε ποτέ τις κοινές ρίζες που όλοι μας έχουμε με το Άουσβιτς̇ και, ίσως τότε μόνο, θα αρχίσουμε σιγά σιγά να διακρίνουμε το μονοπάτι τής εξόδου.”
Israel W. Charny, Chanan Rapaport How can we Commit the Unthinkable (Boulder, Colorado: Westview Press, 1982), p. 133.
Σημειώσεις
[1] Wilhelm Reich, The Mass Psychology of Fascism, (tr.) Theodore P. Wolfe (New York: Orgone Institute Press, Inc., 1946), Preface.
[2] George M. Kren and Leon Rappoport, The Holocaust and the Crisis of Human Behavior (New York: Holmes & Meier, 1994), p. 138.