Του Θανάση Καράβατου.
Πάνω από 150 χρόνια έχουν περάσει από τον θάνατο του Γεωργίου Βιζυηνού (1849-1896) και το έργο του δεν έπαψε να απασχολεί –ιδίως τα τελευταία 50 χρόνια– κάθε είδους μελετητές, από λογοτέχνες και φιλολόγους, ιστορικούς και κριτικούς της λογοτεχνίας, φιλοσόφους και παιδαγωγούς, ψυχιάτρους και ψυχαναλυτές, μέχρι δημοσιογράφους, σκηνοθέτες, μουσικοσυνθέτες και κινηματογραφιστές.
- Πώς θα ’ταν αλλιώς, όταν μέσα στο έργο αυτού του «διηγηματογράφου ποιητή» –όπως τον χαρακτήρισε το 1896 ο Παλαμάς – ο συγγραφέας και τα πράγματα που περιγράφει αποτελούν ένα «εναρμόνιον κράμα»[1] κι όταν, ακόμα, με το έργο αυτό ο συγγραφέας «αγκαλιάζει θέματα και μοτίβα, τα οποία βρίσκονται στην κορυφή της ατζέντας της εποχής μας: από τη σχέση του τοπικού με το διεθνές και το παγκόσμιο, την ιδιότυπη χρήση της λαογραφίας και του παραμυθιού και την ανάμειξη της μυθοπλασίας με την εξομολόγηση, μέχρι τη μοναξιά, τον ερωτισμό, την τρέλα, το φύλο, τις ταυτότητες και τον κοινωνικό αποκλεισμό», όπως επισημαίνουν ο Μισέλ Φαΐς και ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου στο εισαγωγικό τους κείμενο του αφιερώματος της Βιβλιοθήκης[2] στον Βιζυηνό.
- Πώς θα ’ταν αλλιώς, αφού πρόκειται για το έργο ενός «τουρκομερίτη Φαναριώτη με τις αριστοκρατικές ανάγκες, με τις σπουδές στην Ευρώπη και την ελληνική σταδιοδρομία, με τα βραβεία των Βουτσιναίων διαγωνισμών και την κατακραυγή από το σινάφι του, με τους πλούσιους προστάτες και τους μαχητικούς αντιπάλους, με τις ποιητικές ασκήσεις και τα αριστουργηματικά διηγήματα, με τη φωνή της ειρωνείας και την αφωνία της τρέλας»· αφού, για να μιλήσει κανείς για τον Βιζυηνό, «πρέπει να διανύσει μια διαδρομή από την Ανατολή ώς τη Δύση, από τους Φαναριώτες λογογράφους στη γέννηση του ελληνικού λογοτεχνικού πεδίου, από το “πρότυπο βασίλειο” στον εκσυγχρονισμό του Τρικούπη, από τον ευδαίμονα αστικό ευεργετισμό ώς την οικονομική καταστροφή, από την καθωσπρέπει υγιεινή ώς τη σύφιλη και την τρέλα».[3]
- Ευσύνοπτα μα και περιεκτικά τον παρουσιάζει ο Πρόδρομος Μάρκογλου: «Φεύγει δέκα χρόνων από την πατρίδα του και τη μάνα του, ραφτάκι στην Πόλη, λίγο καλόγερος, ιεροσπουδαστής, μαθητής και φοιτητής στην Αθήνα, σπουδαστής στην αλλοδαπή για εννέα χρόνια, πάντα πιεζόμενος από κάποιον, πάντα ευγνώμων σε κάποιους, υπόχρεος σε ευεργεσίες, υποχρεωμένος να αποδεικνύει ότι είναι καλός και υπάκουος μαθητής, εξελισσόμενος φοιτητής, εμπεριστατωμένος επιστήμονας. Εν μέσω αστών και μικροαστών, αυτός, ένας άνθρωπος της υπαίθρου και της φαναριώτικης κουλτούρας, στάθηκε αδύνατο να προσαρμοστεί. Τέλος, ο φόβος της ποιητικής ασθένειας, από κάποια στιγμή και μετά, καθορίζει δραματικά τη ζωή και το μέλλον του. Το μέλλον του Hölderin, του Gérard de Nerval, του Nietzsche».[4]
- Κι ο αείμνηστος Μάριος Μαρκίδης θα προσθέσει μια καίρια επισήμανση: «Αυτός ο ορφανός πατρός πρόσφυγας που λίγο να προσέξει κανείς ανάμεσα στις γραμμές του θα καταλάβει πόσο τρόπαιο υπήρξε της μάνας του και πόσο διψούσε πάντοτε τον πατρικό λόγο, έχει σύντομες μόνο ανάσες ελευθερίας σαν καλλιτέχνης – ακόμα κι όταν βρίσκεται έγκλειστος στο Δρομοκαΐτειο».[5] Κι ένας άλλος αείμνηστος μελετητής του Βιζυηνού, ο Παναγιώτης Μουλλάς θα γράψει: «Κατά βάθος, πιστεύω, υπάρχει ένα πρόβλημα ανολοκλήρωτης ελευθερίας: ο Βιζυηνός δεν κατορθώνει παρά σε ελάχιστες μόνο περιστασιακές στιγμές να σπάσει τα δεσμά που τον έδεναν χειροπόδαρα με τον φαναριωτισμό. Δεσμά με όλη τη σημασία της λέξης, χαλκευμένα όχι μόνο από την πνευματική του αγωγή μέσα στο φαναριώτικο περιβάλλον, αλλά και από τις σχέσεις της οικονομικής και ψυχολογικής εξάρτησης στις οποίες υποχρεώθηκε και στις οποίες τον υποχρέωσαν».[6]
- Εμείς θα τον παρακολουθήσουμε μέσα από την περιπέτεια της υγείας του καθώς και μέσα από το επιστημονικό του έργο, για να σταθούμε στη δυϊστική του αντίληψη της σχέσης σώματος / ψυχής που διαμόρφωσε στη διάρκεια των σπουδών του στη Γερμανία και διατύπωσε στο επιστημονικό του έργο και εξέφρασε στον «δυϊστικό κόσμο» που κατασκεύασε γράφοντας το διήγημά του Αι συνέπειαι της παλιάς ιστορίας : (α) λογοτεχνικό [ρομαντισμός vs ρεαλισμός], (β) επιστημονικό [νευρολογία vs ψυχιατρική, εγκέφαλος vs πνεύμα] και (γ) φιλοσοφικό [θετικισμός vs μεταφυσική].
«Γεώργιος Μ. Βιζυηνός [Ο Έλλην Γκυ ντε Μωπασσάν]»
«Το δράμα του Γκυ ντε Μωπασσάν, όπερ κατά το έαρ του 1892 ανεστάτωσε τους Παρισίους, έσχε πικρόν αντίκτυπον και εις την ημετέραν πτωχήν φιλολογίαν. Ο κόσμος έκλαιε μίαν ατυχή διάνοιαν κλεισθείσαν εν καιρώ του σπινθιροβιλισμού της εις εν φρενοκομείον και η ελληνική φιλολογία προέπεμπε υπό την αυτήν δραματικήν εξέλιξιν τέκνον της, εμπνευσμένον όλου του κάλλους της, της δυνάμεως του μυστηρίου της, τον Γεώργιον Μ. Βιζυηνόν».
Έτσι αρχίζει τη διήγησή του ο γιατρός Νικόλαος Βασιλειάδη για τις πρώτες σπουδές και το έργο (λογοτεχνικό και επιστημονικό) του φίλου του Βιζυηνού. Κι έπειτα προσθέτει την πρώτη ζωηρή εντύπωσή του όταν, δύο βδομάδες μετά την εισαγωγή του στο Δρομοκαΐτειο, τον επισκέφτηκε μαζί με κάποιον φίλο του: «Εν τω δωματίω της διευθύνσεως όπου γενόμεθα δεκτοί, παρετήρησα ότι επί της τραπέζης έκειντο φύλλα ερριμμένα με ημίσβεστον γραφήν και με μελανώματα. Τι σύμπτωσις! Ήσαν ποιήματα του Βιζυηνού. Απλήστως τότε προσεπάθησα ν’ αναγνώσω μερικά. Πλην ήσαν θέματα φρενολογικής μελέτης και όχι ποιήματα».[7]
Ο Βιζυηνός γνώριζε από καιρό την αρρώστια του: «Πολύ καλά εννόησα και προείδα το τέλος μου, πολλούς πολλούς χρόνους πριν καταντήσω εις το απροχώρητον. Λέγω πολλούς πολλούς χρόνους πριν, επειδή καθώς και εξ Αθηνών σ’ έγραψα, το νόσημά μου δεν είναι θανατηφόρον αλλά και ποτέ δεν θεραπεύεται». Αυτά έγραφε το 1890 στον αδελφό του, περιγράφοντάς του και τα πρώτα νευρολογικά συμπτώματα μιας συφιλιδικής αιτιολογίας «νωτιαίας φθίσης» ή «tabes dorsalis». Η λοίμωξη βέβαια ήταν μια παλιά «συνέπεια» της διαμονής του στη Γερμανία.[8]
Ο Βιζυηνός έμεινε στο Δρομοκαΐτειο μέχρι το θάνατό του στις 15 Απριλίου του 1892 «συνεπεία μαρασμού, τελευταία περίοδος προϊούσης γενικής παραλύσεως». Στα τέσσερα χρόνια που έζησε ο Βιζυηνός εκεί, η πορεία της υγείας του χειροτέρευε, με αρκετά ενδιάμεσα «φωτεινά διαλείμματα, οπότε ξαναθυμόταν την ποίηση . […] Ο Βιζυηνός νομίζει ότι γράφει τότε, αλλά στην πραγματικότητα απλώς τα θυμάται», διευκρινίζει ο Βαγγέλης Αθανασόπουλος,[9] όπως το πιο γνωστό από τα ποιήματα του φρενοκομείου, «το φάσμα μου».
- Σαν μ’ αρπάχτηκε η χαρά / που ερχόμουν μια φορά / έτσι σε μιαν ώρα… / μεσ’ σ’ αυτή τη χώρα / όλα αλλάξαν τώρα!
- Κι από τότε που θρηνώ, / το ξανθό και γαλανό / και ουράνιο φως μου / μετεβλήθη εντός μου / και ο ρυθμός του κόσμου.
Το διέσωσε και το δημοσίευσε το 1894 στην Ποικίλη Στοά ο Βασιλειάδης, θεωρώντας πως είχε γραφεί το 1892 ή 1893. Στο μεσοπόλεμο ο Βαλέτας έδειξε πως ήταν παραλλαγή ενός ποιήματος «προς την Α. Β. Μεγαλειότητα τον βασιλέα Γεώργιο τον Α΄» που πενθούσε τον θάνατο της βασιλοπούλας Αλεξάνδρας, άρα ήταν γραμμένο, στη κύρια μορφή του, προ της εισαγωγής του στο φρενοκομείο.
- Σα θυμούμαι τη χαρά / που χαιρόμουν μια φορά / πως μου εχάθη σε μιαν ώρα / δεν γνωρίζω ούτε τη χώρα / πούμε τώρα
- Μόνο βλέπω και φρονώ / πως ο πόνος που πονώ / καθώς μ’ έχει ρημάξει / και του κόσμου αυτού την τάξη / έχει αλλάξει.[10]
Ο Παναγιώτης Μουλλάς παρατηρούσε πως το γεγονός αυτό καταρρίπτει έναν από τους μύθους που συντηρούσαν τότε, τη πίστη πως ο ποιητής «γνώρισε τις δημιουργικότερες στιγμές του στο φρενοκομείο, δηλαδή σε πείσμα ή εξαιτίας της τρέλας του».[11] Δεν παύει βέβαια το ποίημα να είναι ο θρήνος του για την εξέλιξη της αρρώστιας του μέχρι το τρίτο και τελευταίο στάδιό της, την «προϊούσα γενική παράλυση» που εκείνη την εποχή έκανε θραύση. Ιδού τι έγραφε σχετικά ο διευθυντής του Δρομοκαϊτείου Χ. Τσιριγώτης, στη λογοδοσία του έτους 1894: «Αναδιφούντες τους πίνακας των κατ’ είδος φρενοπαθειών των νοσηλευθέντων, παρατηρούμεν ότι οι εκφυλιστικής φύσεως φρενίτιδες νόσοι κατέχουσι την πρώτην θέσιν, μεθ’ ας έρχεται η προϊούσα γενική παράλυσις των φρενοβλαβών, νόσος ήτις ατυχώς λαμβάνει όχι ευκαταφρονήτους διαστάσεις, αρκεί να είπωμεν ότι εκ των 472 ασθενών οι εκατόν περίπου έπασχον παροϊούσαν γενικήν παράλυσιν».[12]
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η πληροφορία που παραθέτει ο Βαγγέλης Αθανασόπουλος για τη μάνα του ποιητή: Της το έκρυβαν για καιρό, μα όταν τελικά το έμαθε, είπε στον άλλο της γιο: «δεν σε τόλεγα πως θα τρελλαθή μια μέρα από τα πολλά γράμματα».[13] Γνωστή δοξασία μιας διάχυτης στο ευρύτερο κοινό «λαϊκής ψυχολογίας» που κρατάει από τον 18ο αιώνα –και δεν φαίνεται να έχει πλήρως εξαλειφθεί– για την καταπόνηση του εγκεφάλου και τις βλαβερές της συνέπειες στον ψυχισμό.[14] Ο Βιζυηνός αναφέρεται κι αυτός σε ένα τέτοιο «παράδειγμα», στον «νευροπαθή» Πασχάλη του διηγήματός του Αι συνέπεια της παλαιάς ιστορίας, που «όσον φειδωλώς περιεποιείτο το σώμα, άλλο τόσον αφειδώς κατεπόνει την διάνοιαν αυτού» [σ. 126].[15]
Θα περάσουν 30 χρόνια κι ένας άλλος μεγάλος μας ποιητή, ο Κώστας Καρυωτάκης, θα θρηνήσει κι αυτός με τη σειρά του:
- Kι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίλη, / στο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος, όταν, / γελώντας αινιγματικά, μας έδινε τα χείλη / κι έβλεπε το ενδεχόμενο, την άβυσσο που ερχόταν.
[Πρώτη δημοσίευση με τίτλο «Τραγούδι παραφροσύνης», 1923]
Το ποίημα είναι γνωστό με τον τίτλο «ωχρά σπειροχαίτη».
Την συφιλιδική αιτιολογία της προϊούσας γενικής παράλυσης είχαν προβάλει το 1857 οι Esmarch και Jessen, βασιζόμενοι σε επιδημιολογικά δεδομένα. Θα επιβεβαιωθούν το 1905 με την ανακάλυψη της σπειροχαίτης [Schaudinn &Hofmann], αλλά η επικύρωση θα έρθει το 1913, όταν οι Noguchi και Moore απέδειξαν την παρουσία του τρεπονήματος [όπως είχε στο μεταξύ ονομαστεί] στον εγκέφαλο αρρώστων με προϊούσα γενική παράλυση.[16]
«Αι συνέπειαι» της τύχης
- 1884 – Αρχίζει στην Εστία η δημοσίευση του διηγήματος Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας.
- 1892 – Ο Βιζυηνός εισάγεται στο Δρομοκαΐτειο, συνέπεια κι αυτό μιας παλιάς δικής του ιστορίας.
- Η διετία 1884-85 υπήρξε για τον Βιζυηνό λίαν καρποφόρος καθώς εκδίδονται: (α) Η φιλοσοφία του καλού παρά Πλωτίνω (1844), με την οποία ανακηρύχθηκε υφηγητής της ιστορίας της φιλοσοφίας, (β) Ψυχολογικαι μελέται επί του καλού Α΄& Β΄ (1885), (γ) Στοιχεία Ψυχολογίας – προς χρήσιν των γυμνασίων και των διδασκαλίων (1885), (δ) Στοιχεία Λογικής – προς χρήσιν της ελληνικής νεολαίας (1885).
Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας
Λογοτεχνία μέσα από το σταυροδρόμι
ψυχιατρικής – νευρολογίας & ψυχολογίας – φιλοσοφίας
Από πού παίρνει τα θέματά του ο συγγραφέας, αναρωτιόταν ο Φρόυντ αρχίζοντας τη διάλεξή του με θέμα «τον συγγραφέα και τη φαντασία» που δόθηκε στη Βιέννη το 1907. Από τη φαντασία του, είπε, κι άρχισε από το παιδικό παιχνίδι για να φτάσει στον ήρωα των μυθιστορημάτων, περνώντας από τα όνειρα.[17] Από τη μεριά της, η κοινωνιολογία της λογοτεχνίας θα πει πως «το μυθιστόρημα, αντικατοπτρίζει, λίγο – πολύ, την κοινωνία της εποχής.[18] Βέβαια, η λογοτεχνία [η τέχνη γενικότερα] δανειζόταν πάντα από τη μεγάλη δεξαμενή των επιστημονικών γνώσεων κάθε εποχής. Όχι φυσικά μόνο απ’ αυτές, πλην όμως ο Ροΐδης τοποθετούσε πρώτο-πρώτο τον επιστήμονα στον κατάλογο των «διηνεκών του συγγραφέως συνεργατών».[19]
«Μεταξύ φαντασίας και μνήμης» τοποθετεί την ερμηνευτική του άποψη ο Μιχάλης Χρυσανθόπουλος διατρέχοντας το διηγηματικό «ταξείδιον» του Γ. Μ. Βιζυηνού, συστηματοποιώντας την «αντιδιαστολή ή μάλλον, τη συνδιαλλαγή, φαντασίας και μνήμης», δηλαδή την αφήγηση, την προβολή και τη βίωση των αναμνήσεων στο παρόν.[20] Απ’ τη μεριά του, ο Παναγιώτης Μουλλάς, αναφέρεται στις εμπειρίες του ποιητή όταν σπούδαζε στη Γερμανία και προσδιορίζει το τρίπτυχο: ψυχολογία, αισθητική, φιλοσοφία∙ το τρίγωνο πανεπιστημιακών πόλεων: Γοττίγγη, Λιψία, Βερολίνο∙ και μια τριάδα δασκάλων: Lotze, Wundt, Zeller».[21]
Είναι η βάση πάνω στην οποία χτίζει το διήγημα Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας που διαδραματίζεται στο φρενοκομείο της Γοτίγγης και στα παρακείμενα «ρομαντικά» βουνά Χάρτς, όπου, μαζί με την περιγραφή της παραφροσύνης της Κλάρας και της νευροπάθειας του Πασχάλη [παλιού συμμαθητή του αφηγητή στην Αθήνα], ο Βιζυηνός αναφέρεται και στους φιλοσοφικούς προβληματισμούς για τη σχέση εγκεφάλου και νου, σώματος και ψυχής. Η επιλογή του όρους Χαρτς ως ένα δεύτερο σκηνικό του διηγήματος και οι αναφορές στον Φάουστ του Goethe [που μεταφράζει ο ίδιος ο Βιζυηνός] παραπέμπουν στον ρομαντισμό και τον νεοπλατωνισμό: «ακόμα και οι ρομαντικές κοινοτοπίες […] φωτίζονταν από τα νεοπλατωνικά δόγματα με έναν εντελώς καινούργιο τρόπο», γράφει ο Παύλος Καλιγάς στη σύγχρονη έκδοση της επί υφηγεσία διατριβής του Βιζυηνού [Η φιλοσοφία του καλού παρά Πλωτίνω].[22] Ο Γιάννης Πάγκαλος μάλιστα ανιχνεύει στο διήγημα του Γεωργίου Βιζυηνού μια «διακειμενική σχέση με (ψυχ)ιατρικές συνέπειες: η Κλάρα ως αντανάκλαση της Μινιόν από Τα χρόνια μαθητείας του Βίλχελμ Μάιστερ του Goethe». […] «Ο ισχυρότερος συνδετικός κρίκος ανάμεσα στις δύο νέες είναι το πασίγνωστο ρομαντικό μοτίβο του αδιέξοδου έρωτα, ο οποίος οδηγεί στο θάνατο. Και για των δύο την ασθένεια (των νεύρων στην πρώτη περίπτωση, της καρδιάς στη δεύτερη) ενοχοποιούνται ψυχικές καταστάσεις, με ολέθρια ωστόσο σωματικά αποτελέσματα».[23]
Το διήγημα αρχίζει με τον αφηγητή που σπουδάζει στη Γοτίγγη, όπου ένας επίμονος βήχας τον στέλνει να επισκεφτεί τον γιατρό του, τον «αυλοσύμβουλον Herr H», τον «ομηρoμαθέστατον» και «διασημότατον των εν Γερμανία παθολόγων» και συνάμα «περίφημο» συγγραφέα της Φυσιολογικής Παθολογίας των Νεύρων, «περί την σπουδήν των οποίων είχεν αφιερώσει όλον αυτού τον βίον». Τον είχε ξανασυναντήσει στο παρελθόν, με σύσταση του «αειμνήστου διδασκάλου [του] Η. Lotze». Γνώριζε λοιπόν τις θέσεις του για τα ψυχικά νοσήματα κι άλλωστε είχε δεχτεί να παρακολουθήσει «όχι μόνον το εν τω Πανεπιστημίω μάθημά [του], αλλά και τας ψυχιατρικάς παραδόσεις και ασκήσεις [του] εν τω φρενοκομείω», όπου θα είχε την ευκαιρία να συζητήσει «επί πολλών, πολλών ψυχολογικών ζητημάτων».[24]
Ο Γιάννης Πάγκαλος παρατηρούσε ότι η ρητή αναφορά στον Lotze, όχι όμως και στον συνομιλητή του αφηγητή Herr H, έχει αφήσει για καιρό αναπάντητο ή με υποθέσεις το πρόβλημα της ταυτότητάς του.[25] Η Π. Σιδερά-Λύτρα, αναδιφώντας τις επετηρίδες των ετών εκείνων στο Πανεπιστήμιο του Göttingen, έχει διαπιστώσει την εκεί παρουσία (1856 – 1879) του καθηγητή της ιατρικής Karl Ewald Hasse (1810-1902) και συγγραφέα του Krankheiten desNervenapparates (ασθένειες του νευρικού μηχανσμού) –που δεν είναι ακριβώς το αναφερόμενο εδώ σύγγραμμα– τον οποίο και ταυτίζει με τον Herr H.[26]
Όσο για τον Rudolf Hermann Lotze (1817-1881), αυτός είχε κάνει σπουδές ιατρικής και φιλοσοφίας (μεταξύ των καθηγητών του συγκαταλέγονται ο Fechner και ο Weber) και διαδέχτηκε τον διάσημο φιλόσοφο Herbart, που προωθούσε την εμπειρική ψυχολογία, στο πανεπιστήμιο του Göttingen. Σημαντικό του έργο, το Medicinische Psycholοgie oder Psysiologie der Seele, 1852 (Ιατρική Ψυχολογία ή Φυσιολογία της Ψυχής).
Ο Βιζυηνός αναφέρεται στον Lotze και στη διδακτορική του διατριβή [στην οποία υπήρξε εισηγητής] που πραγματοποίησε στη Γοττίγγη με τίτλο Το παιδικό παιχνίδι σε σχέση με την Ψυχολογία και την Παιδαγωγική (1881), όπως μεταφράστηκε στη πρόσφατη έκδοσή της στα ελληνικά, με εισαγωγή και σχόλια των Α. Σιδερά και Π. Σιδερά-Λύτρα [εκδ. Αφοί Κυριακίδη, 2009].
*
Ο Βαγγέλης Αθανασόπουλος έχει επισημάνει από καιρό την παραγνωρισμένη από την κριτική «μοναδικότητα» του διηγήματος Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας, το οποίο ο Μιχάλης Χρυσανθόπουλος χαρακτήρισε ως το «εκτενέστερο», το «ρομαντικότερο» και το «μελοδραματικότερο»,[27] κι ο Γιάννης Πάγκαλος, πιο πρόσφατα, ως το «γερμανικότερο» και συνάμα το «ψυχιατρικότερο» του συγγραφέα.[28] Δεν πρόκειται για τυχαία σύμπτωση, όσο για τη σύμπτωση των τριών «δυισμών» που το διατρέχουν: (α) τον λογοτεχνικό [ρομαντισμός vs ρεαλισμός], (β) τον επιστημονικό [νευρολογία vs ψυχιατρική, εγκέφαλος vs πνεύμα] και (γ) τον φιλοσοφικό [θετικισμός vs μεταφυσική]. Ένα πεδίο, δηλαδή που το διατρέχουν συνάμα η «συμμετρικότητα» και η «ομοιότητα» που δρουν, κατά τον Μιχάλη Χρυσανθόπουλο, «παράλληλα»∙ όπως «οι δύο Έλληνες που διαλέγονται [ο αφηγητής που σπουδάζει ψυχολογία και ο Πασχάλης που σπουδάζει ορυκτολογία], οι δύο επιστήμες [νευρολογία και ψυχιατρική], οι δύο καθηγητές [ο H. του φρενοκομείου και ο Μ. πατέρας της Κλάρας], οι δύο πόλεις [Γοτίγγη και Κλάουσθαλ], τα δύο πανεπιστήμια [Γοτίγγης και Φράιβουργ], οι δύο γυναίκες [η Κλάρα και η ανώνυμη έγκλειστη στο φρενοκομείο] – που [αποδεικνύεται πως] είναι μία». Ένα πεδίο που το διατρέχουν, επίσης η «αμφισημία των λεγομένων, η οποία καθιστά απαραίτητες τις αλλεπάλληλες ερμηνείες, που η μια ακυρώνει την άλλη», όπως, άλλωστε, και η εναλλαγή από τη ρομαντική ρητορική στους κανόνες του ρεαλισμού.[29]
Ο Παναγιώτης Νούτσος, αναφερόμενος στις γερμανικές σπουδές του Βιζυηνού, σημειώνει πως, μέσα από αυτές, δέχτηκε ικανά ερεθίσματα για την «απαρτίωση ενός συνεκτικού πλέγματος αντιλήψεων ψυχολογίας, αισθητικής και ιστορίας της φιλοσοφίας»∙ ειδικά από τον Lotze που «είχε συμβάλει στην υπέρβαση των θέσεων του Herbart για το τρίπτυχο των θεμελίων της ψυχολογίας («εμπειρία», «μεταφυσική», «μαθηματική μέτρηση») με την επεξεργασία μιας ψυχοφυσιολογικής αναλυτικής προσέγγισης που προσπορίζεται τη θεωρητική της εγκυρότητα από τα αξιώματα ενός Teleomechanismus»[30] – ένα υβρίδιο τελεολογίας και μηχανικισμού στο πλαίσιο της ρομαντικής φιλοσοφίας της φύσης.
Να προσθέσω εδώ ότι ο καθηγητής και ιστορικός της ψυχιατρικής German Berrios τον αναφέρει ως οπαδό του «Idealrealismus», καθώς ο Lotze «ήταν πάρα πολύ επιστήμονας για να αποδεχτεί τον ιδεαλισμό και πάρα πολύ πνευματοκράτης για να αποδεχτεί τον υλισμό. Από τη μια, ο Lotze πίστευε ότι οι μηχανισμοί που προτείνουν η φυσιολογία και οι άλλες φυσικές επιστήμες ήταν ουσιώδεις για την ερμηνεία της ανθρώπινης συμπεριφοράς, εφόσον θα σέβονταν τη σημασία και το πλαίσιό της. Από την άλλη, επιθυμούσε να απομακρυνθεί από τις μυστηριώδεις ερμηνείες, όπως «ζωτική δύναμη, η οποία ήταν λίαν δημοφιλής εκείνη την εποχή». Κάποιοι μάλιστα τον περιέγραφαν ως τον φιλόσοφο που της έδωσε τη χαριστική βολή.[31]
Ο Lotze παραμένει, εντούτοις, περισσότερο μεταφυσικός παρά ψυχολόγος: Από τη μια «η αντίδραση της ψυχής συνδέεται με τα ερεθίσματα που προκαλούνται από τα πράγματα» κι από την άλλη «η ψυχή φανερώνει τη δική της φύση στις μορφές της εποπτείας και στις γενικές αρχές», υπάρχει δηλαδή μια «εσωτερική ζωή» που είναι «το βασίλειο των αξιών».[32] Οι υλιστές τον θεωρούσαν πολύ μεταφυσικό, ενώ οι ιδεαλιστές πολύ επηρεασμένο από τη βιολογία. ΟLotze παρέμενε, πράγματι, ένας μεταφυσικός, όπως φαίνεται από την αντίληψή του για την ψυχή, όπου έθετε αρκετά στοιχεία ικανά να τον εντάσσουν στους ιδεαλιστές.[33] Σε αντίστιξη, θα έλεγα, με την επισήμανση του Χρυσανθόπουλου για τη μορφή και τη δομή των διηγημάτων του Βιζυηνού όπου «η λανθάνουσα επιθυμία είναι η σύνθεση των δύο τάσεων, μόνο που, όπως αρμόζει στη ρομαντική σύλληψη, η επιθυμία παραμένει ανεκπλήρωτη και η σύνθεση δεν πραγματοποιείται».[34]
- Στις ψυχολογικές μελέτες του «επί του καλού», ο Βιζυηνός θα γράψει το 1885: «Άνευ αισθήσεων ουδείς ψυχικός βίος δύναται ν’ αναπτυχθεί, [αλλά και] άνευ ψυχής όπισθεν των αισθήσεων ουδείς πνευματικός βίος υπάρχει. Εάν ίδιον των υλικών ατόμων είναι η εν τόπω κίνησις, εάν ίδιον των αισθήσεων είναι η τροποποίησις και μετάδοσις της κινήσεως ταύτης μέχρι των κεντρικών νευρικών συστημάτων, των ψυχών ίδιον είναι ν’ αντιδρώσιν εις τα προκλήσεις ταύτας του εξωτερικού κόσμου διά των παραστάσεων.[35]
- Στο ίδιο θέμα θα περιστραφεί και η συζήτηση που περιγράφει ο Βασιλειάδης σε έναν από τους περιπάτους του με τον Βιζυηνό στο νοσοκομείο όπου τον επισκεπτόταν συχνά. Δημοσιεύτηκε υπό τον τίτλο Σελίδες του Δρομοκαϊτείου [μεταξύ φιλοσόφου, ιατρού και καλλιτέχνιδος].[36] Την «παρέα» αποτελούν ο Βιζυηνός, ένας άλλος άρρωστος που είχε σπουδάσει νευρολογία στο Παρίσι και μία, νοσηλευόμενη επίσης, ζωγράφος. Ο Βιζυηνός άλλοτε είναι ανήσυχος, άλλοτε θυμώνει και παραληρεί, αλλά και συζητά για λογοτεχνία, τέχνη και επιστήμη.
- Κύριε υφηγητά της φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου και ποιητά Βιζυηνέ. Λυπούμαι, ότι με όλην την ευφυΐαν και πολυμάθειάν σας, αρνείσθε να παραδεχθήτε τας νεωτέρας της ψυχολογίας ερεύνας, αι οποίαι κατέστησαν πλέονμαθηματικαί αλήθειαι. Αναγνωρίζω ότι είσθε βαθύς ψυχολόγος, μετά μόνης της διαφοράς ότι είσθε από καθαράς μεταφυσικής απόψεως. Εγώ ψυχολογώ, όπως λέγει ο Ribot, κατά τα δεδομένα των φυσικών επιστημών. Δεν είμαι ιδεολογιστής, διότι η τοιαύτη ψυχολογία ανήκει εις τους προπάτορας μας.
– Μήπως εγώ είμαι ιδεολογιστής; απαντά ο Βιζυηνός. Και λησμονείς ότι υπήρξα μαθητής του Wundt; Και ευρίσκεις προκατακλυσμιαίον εμέ, όστις υπήρξα πρώτος εν τω σπουδαστηρίω του Τσέλλερ ;
– Του Wundt; αναφωνεί ο ιατρός. Και τότε τις άλλος από αυτόν συστηματικότερον και θαυμαστώτερον ανέλυσε και πρώτος δια πειραμάτων φυσικώς καταμέτρησε τας συναισθηματικάς ιδία καταστάσεις επί βάσεως ψυχοφυσικής, την οποίαν σαφώς κατόπιν ηρεύνησε ο αμερικανός ψυχολόγος Münster; Τις σήμερον πιστεύει πλέον τον Κάντιον, ότι δήθεν τα ψυχικά φαινόμενα δεν μετρούνται;
– Δεν το αρνούμαι, λέγει ό Βιζυηνός. Γνωρίζω καλώς τας εργασίας του εν Βερολίνω ψυχολογικού εργαστηρίου υπό την διεύθυνσιν του Ebbin Gaus και τας ερεύνας του Μένδελσων επί της καταμετρήσεως των αισθήσεων. Αφού η ψυχή εκφράζεται διά μέσου υλικού –διά του εγκεφάλου– πώς είναι δυνατόν οι εκφράσεις αυτής δι’ εκείνου να μη υπόκεινται εις τον καθορισμός της ύλης; […] Πώς είναι λοιπόν δυνατόν να αρνηθώ την στενήν σχέσιν ην έχουσι τα σωματικά και ψυχικά φαινόμενα, και την δυναμικήν ενέργειαν, ήτις επιδρά εις αμφότερα;
– À la bonne heure? αναφωνεί ό ιατρός. Ας προχωρήσωμεν λοιπόν εκ της βάσεως ταύτης παρακάτω.
– Να μη προχωρήσετε διόλου, λέγει η καλλιτέχνις. Αυτά είναι υλιστικά και δεν τα παραδέχομαι.
– Υλιστικά! διόλου, κυρία, λέγει ό Βιζυηνός. Η ψυχή μένει πάντοτε ανωτέρα δύναμις είτε ουσία του Πλάστου, ήτις κινεί την μηχανήν αυτήν, δια της όποιας δρα εν τω κόσμω. Αφού όμως πάσα ψυχική ενέργεια εκφράζεται δι’ ωρισμένης εγκεφαλικής ενεργείας, έπεται ότι η πρώτη σχετίζεται κατά ποσόν και κατά ποιόν με την δευτέραν. […]
*
Στη Γαλλία των αρχών του 19ου αιώνα, ισχυρή είναι ακόμη η φιλοσοφική παράδοση του καρτεσιανού μηχανιστικού δυϊσμού, ενώ στη Γερμανία κυριαρχεί ο ρομαντικός βιταλισμός, κίνημα της ενότητας και της ολότητας, που αναφερόταν στην ανιμιστική, αντιμηχανιστική θεωρία του Stahl. Μέσα σ’ αυτό το φιλοσοφικό πλαίσιο, θα αρχίσει η ιατρική ενασχόληση με την τρέλα από την οποία θα αναδυθεί η ψυχιατρική, ο ίδιος ο όρος, το επιστημονικό πεδίο και η πρακτική του. Στη Γαλλία βαρύνουσα θα γίνει η κλινική περιγραφή (Pinel, Esquirol) ενώ στη Γερμανία, η παθογενετική ερμηνεία (διά των ρομαντικών Psychiker της εποχής, Heinroth, Reil, Ideler κ.ά.).[37] Όμως, μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, οι δύο αυτές διαφορετικές αντιλήψεις θα διαμορφωθούν σε εθνικές Σχολές, αλλά και δεν θα λείψουν, μέχρι το 1880, οι μεταξύ τους ωσμώσεις, κυρίως από τη γαλλική προς τη γερμανική ψυχιατρική: ο ρομαντικός Reil θα εισαγάγει τον Pinel και, αργότερα, η σχολή του Illenau (Krafft-Ebing, Shülle) θα συνθέσει τις θέσεις του Somatiker Griesinger (που, αν και επηρεασμένος από τη γαλλική ψυχιατρική, παραμένει ακόμη εντός της γερμανικής ρομαντικής ατμόσφαιρας) με τις θέσεις του Morel για τον «εκφυλισμό».
Εκείνη την εποχή η ιατρική είναι από τις ανερχόμενες επιστήμες που αυτονόητα τροφοδοτούσε στην Εσπερία, παράλληλα με τον θετικισμό, και ένα αμιγές, μονιστικό, υλιστικό ρεύμα, έτσι ώστε να είναι κυρίως ιατρικός ο υλισμός του 19ου αιώνα.[38] Ο υλισμός της εποχής εκείνης ήταν απόλυτα μηχανοκρατικός. Του αντιπαρατασσόταν ο βιταλισμός, αλλά και ο θετικισμός. Ο θετικισμός της ψυχολογίας του Η. Taine, για παράδειγμα, ο οποίος στο πρόβλημα της σχέσης σώματος και ψυχής προτιμούσε την εκδοχή της μεταξύ τους παραλληλίας: εγκέφαλος και ψυχή είναι ένα «συμβεβηκός» με δύο όψεις, τη μια σωματική την άλλη ψυχική (De l’ Intelligence 1870). Αυτός ο ψυχο-φυσικός η ψυχο-φυσιολογικός παραλληλισμός, θα βρει τη σαφέστερη διατύπωσή του, στον Fechner και, κυρίως, στον Wundt,[39] κοντά στον οποίο μαθήτευσε ο Βιζυηνός. Ο Ευάγγελος Παπανούτσος τοποθετούσε τον Βιζυηνό, μαζί με τον Θεόφιλο Βορέα ως τους κύριους αντιπροσώπους του θετικισμού στην Ελλάδα.[40]
Οι ψυχολογίες που κυκλοφορούν στην Ελλάδα κατά το τελευταίο τέταρτο του αιώνα, είναι Εμπειρικές ψυχολογίες, που επιχειρούν να ανιχνεύσουν τον θετικιστικό (δυϊστικό) παραλληλισμό. Όπως, για παράδειγμα, το βλέπουμε στοΨυχολογικόν της Ανθρωπολογίας (1880) του Ι. Δ. Τζέτη:
- «Αναγκαία δε προς τούτοις είνε ιδιαιτέρως η αναφορά των καθαρώς ψυχολογικών πραγμάτων εις τα φυσιολογικά· εφ’ όσον ο ψυχολόγος αγνοεί την περί του ανθρωπίνου σώματος επιστήμην ή μόνον επιπόλαια βλέμματα επ’ αυτήν ρίπτει, ο δε φυσιολόγος τον ψυχολογικόν κόσμον, ως αλλότριον χώρον εκλαμβάνει, επί τοσούτον θέλουσι ισχύει αβάσιμοι θεωρίαι και παχυλαί αισθητικαί υπολήψεις. Μόνον δια συντόνου συνεργείας δύναται να προκύψη αληθής επιστημονική γνώσις του ανθρωπίνου ψυχικού βίου». […] Δεν δύναται παν σωματικόν να εξηγηθή ψυχικώς».[41]
Η φρενολογία των Gall και Spurtzhein, που είχε επιχειρήσει να εντοπίσει, με πολύ φαντασία, τις ψυχικές λειτουργίες στον φλοιό του εγκεφάλου, βρίσκεται πλέον σε ανυποληψία και οι έρευνες του Broca και του Wernicke για τις αφασίες, ακόμα στην αρχή τους. Στα επιστημονικά αδιέξοδα της φρενολογίας, που δεν τα θεωρεί παντελώς άγονα, προτιμά να αναφερθεί ο Βιζυηνός το 1885:
- «Ρωμαντικό» το όνειρο των υλιστών φυσιολόγων να εξηγήσουν τις πνευματικές ιδιοφυΐες «εκ της χημικής του εγκεφάλου συνθέσεως». Θαυμάζει την τόλμην τους και τιμά «τον ακάματον υπέρ της επιστήμης ζήλον» τους· αλλά «ουδείς θέλει μεμφθή νομίζομεν τους όσοι αρέσκονται να παραβάλλωσι τας των τοιούτων προσπαθείας προς τα ονειροπολήματα των πιστευόντων». Άλλωστε, «ουχ ήττον φρούδοι απέβησαν και αι των φρενολόγων ή κρανιοσκόπων ελπίδες, ότι θα ορίσωσι ποτέ χωριστά και διακεκριμένα εν τω κρανίω όργανα των μερικών πνευματικών λειτουργιών, η εύρεσις των οποίων ηδύνατο ίσως να εξηγήση πως και κατά πόσον ο φυσιολογικός οργανισμός του εγκεφάλου συνεργεί ως μεσάζων εις την τοιαύτην η τοιαύτην εκδήλωσιν ειδικών τινων ενεργειών των πνευμάτων […]. Και περιεσυνελέχθησαν λοιπόν αρκετά εμπειρικά δεδομένα, ουχί όλως διόλου άχρηστα …]. Αλλ’ αι ελπίδες αύται ουδέποτε επραγματοποιήθησαν· και η σχολή των κρανιοσκόπων εννόησεν το άσκοπον των προσπαθειών της […]. Τοιουτοτρόπως επανήλθεν αφ’ εαυτού πάλιν το ζήτημα εις την κυριότητα της μόνης αρμοδίας να το εξετάση επιστήμης, της μεταφυσικής, ειδικώτερον της οντολογίας».[42]
Θα εκθέσει σαφέστερα την αντίληψή του στα «Στοιχεία ψυχολογίας» (1885) περιγράφοντας την ψυχολογία και το έργον αυτής [σ. 3]:
- «Το σύνολον των εν τω κόσμω τούτω φαινομένων δύναται να διαιρεθή εις δύο μεγάλας, χωριστάς απ’ αλλήλων κλάσεις. Η μία τούτων περιλαμβάνει τα φαινόμενα του εξωτερικού, ήτοι σωματικού κόσμου, τα οποία παρίστανται ημίν ως σχήματα, χρώματα, ήχοι, χημικαί ή μηχανικαί αλλοιώσεις και μεταβολαί, ως κινήσεις εν γένει. Η ετέρα περιλαμβάνει τα γεγονότα του εσωτερικού, ήτοι πνευματικού, των εμψύχων βίου, τα όποια έκαστον ον αισθάνεται ως ιδίας αυτού καταστάσεις. […] Ψυχολογία λοιπόν λέγεται η επιστήμη η εκθέτουσα, εξηγούσα και ανάγουσα τα φαινόμενα του πνευματικού των ανθρώπων βίου εις μίαν αρχικήν αιτίαν. Κατά συνέπειαν έργον ταύτης είναι να διδάξη: Τί συμβαίνει εν ημίν,πώς συμβαίνει και διατί συμβαίνει.[…]
Θα ακολουθήσει η ανάπτυξη της έννοιας της ψυχής εν τη συνειδήσει της ανθρωπότητος [σ. 3-4]:
- Όπως εξηγήσωσι τα φαινόμενα του εξωτερικού κόσμου οι άνθρωποι ήχθησαν εις το να υποθέσωσιν ως φορέα αίτιον των φαινομένων τούτων άγνωστον τι, το οποίον η ελληνική γλώσσα εξεδήλωσε δια του ονόματος ύλη. Την εξήγησιν των ψυχικών φαινομένων ποθούσα η ανθρωπίνη συνείδησις παρεδέχθη ανέκαθεν μίαν υπόστασιν ως ενιαίαν αυτών αιτίαν, εσχημάτισεν δε μίαν έννοιαν, δι ης το υποκείμενον τοις φαινομένοις τούτοις αίτιον ορίζεται παρά πάσι τοις οπωσούν ανεπτυγμένοις λαοίς ούτως ώστε να διακρίνηται παντός άλλου πράγματος εν τω κόσμω. Την έννοιαν ταύτην εν τη ελληνική γλώσση εκφράζει το όνομα ψυχή». […] Τα φαινόμενα όσα γνωρίζομεν, αποτελούντα τον εσωτερικόν του ανθρώπου βίον, είναι φύσεως ούτως ιδιαιτέρας, ώστε αναγκάζουσιν ημάς να παραδεχθώμεν μίαν ειδικήν αρχήν, μίαν διάφορον της ύλης υπόστασιν, αναγκαίαν και αναπόφευκτον προς εξήγησιν αυτών. Αφού τα ψυχικά φαινόμενα είναι όλως διόλου διάφορα των σωματικών, συμπεραίνομεν ότι και η αιτιώδης αυτών αρχή, η ψυχή, πρέπει να είναι ωσαύτως όλως διόλου διάφορος του σώματος».
Η Ψυχολογία του Βιζυηνού δεν εγκρίθηκε ως αποκλειστικά σχολικό, αλλά η Επιτροπή που το αξιολόγησε το ξεχώρισε, όπως και μια άλλη Ψυχολογία. Ο Βιζυηνός την τύπωσε τον Σεπτέμβριο του 1888, αφού ακολούθησε τις υποδείξεις της επιτροπής.[43]
*
Θα βρούμε τον απόηχο των θέσεων αυτών, στα λόγια του Herr H στο διήγημα Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας (1884):
- «Παν άλλο πάθος […] δεν μας σχετίζει ει μη με το σώμα, τουτέστι την ύλην. Η θεραπευτική μας επομένως δεν βασίζεται παρά μόνον επί των ζωϊκών, ήγουν μηχανικών, χημικών, φυσιολογικών δυνάμεων της ύλης. Άλλως έχει το πράγμα δια τας ασθενείας των νεύρων. Αι νευρικαί ασθένειαι είναι ειδικαί, ή τουλάχιστον, κατά τον διδάσκαλόν σου [Lotze], συνοδεύονται με σχετικάς ασθενείας της ψυχής. Επομένως η θεραπευτική μας μέθοδος δεν ημπορεί να κάμη τους υπολογισμούς αυτής άνευ της συνεπικουρίας του αγνώστου τούτου παράγοντος Ψ, τουτέστι της ψυχής. Τι φυσικώτερον λοιπόν παρά να συμπροσδοκά κανείς παρ’ ημών, όπως ανακαλύψωμεν εν τοις τελικοίς εξαγομένοις των υπολογισμών μας, αν όχι όλην την φύσιν του αγνώστου τούτου Ψ, αλλά τουλάχιστον όλας αυτού τας ιδιότητας; Και αν όχι όλας δια μιας, αλλά τουλάχιστον ολίγον κατ’ ολίγον» [σ.105]. Και παρακάτω: «Αι ασθένειαι αύται», είπεν ο γέρων, μετά προφανούς λύπης, «δεν αρκεί μόνον ότι είναι ανίατοι, αλλά και δεν χρησιμεύουσι δι’ όλου προς φωτισμόν της επιστήμης. Το κακόν δεν έχει την ρίζαν του εις την γνωστήν ημίν φύσιν των νεύρων, αλλ’ εις τον άγνωστον παράγοντα Ψ, τουτέστι την ψυχήν. Ημείς θεραπεύομεν νεύρα μόνον. Αυτό είναι καταστροφή αισθημάτων και παραστάσεων. Ας όψεται ο αίτιος!» [σ. 118-119]. Θετικισμός και αγνωστικισμός. Όπως δηλώνεται και στις περί καλού ψυχολογικές μελέτες του:
- «Τοιουτοτρόπως επανήλθεν αφ’ εαυτού πάλιν το ζήτημα εις την κυριότητα της μόνης αρμοδίας να το εξετάση επιστήμης, της μεταφυσικής, ειδικώτερον της οντολογίας. Εν τούτοις ημέτερος σκοπός δεν είναι να επιληφθώμεν των προσπαθειών, όσαι εγένοντο προς μεταφυσικήν αυτού λύσιν, ούτε να εισαγάγωμεν ενταύθα ειδικάς θεωρίας περί ψυχογονίας. Τας μελετάς ημών ταύτας επεγράψαμεν ψυχολογικάς μελετάς· αλλ’ εννοούμεν να τας πραγματευθώμεν μόνον υπό την εμπειρικήν της επιστήμης ταύτης έποψιν, αφήνοντες τον αναγνώστην ν’ αποφασίση, εάν η οντολογική βάσις εφ’ ης σιωπηλώς οικοδομούμεν, είναι ή δεν είναι ικανώς ισχυρά όπως συγκράτηση το επ’ αυτής εγειρόμενον οικοδόμημα».[44]
Φαίνεται να εκκρεμεί η θέση του Ανθρώπου στη Φύση ή όπως το έθετε ο νεοπλατωνισμός, η ύπαρξη του Θεού στη Φύση και της Φύσης στο Θεό.
- Διαβάζουμε στο διήγημα: «Φαντασθήτε τον άνθρωπον εστερημένον χειρών και ποδών – οποίος κίνδυνος δια την ζωήν του! Τι ελεεινόν και άσχημον θέαμα δια τους οφθαλμούς! Πόσον δύσκολος η διατροφή του! Η δε μήτηρ αυτού Φύσις, αγρόν ηγόρασεν!» Ο Βιζυηνός θα καταφύγει πρώτα στο επιχείρημα του σκώληκα που «θα σπεύση να συμπληρώση το αποκοπέν, να άρη την μικράν ασχημίαν, να κάμη εκ των τεμαχίων του ενός, δύο σκώληκας!» Κι έπειτα στο παράδειγμα του άψυχου ορυκτού, όπου «η συμπάθεια μεθ’ ης τα άτομά του έλκονται προς άλληλα», δημιουργώντας κρυστάλλους, είναι «τόσον στοιχειώδης, τόσον αφανής, ώστε προς εξήγησιν των αποτελεσμάτων αυτών, αι φυσικαί επιστήμαι ηναγκάσθησαν να τας χωρίσωσιν από των κεκτημένων αυτάς ατόμων, να τας χαρακτηρίσουν με τα γενικά και ακατάληπτα ονόματα του ηλεκτρισμού και του μαγνητισμού, της έλξεως και της ώσεως». Όταν όμως βλαβούν οι γωνίες και οι έδρες των κρυστάλλων αυτών, και τεθούν «εν τω μέσω των διατρεφουσών αυτά συστατικών ουσιών», τότε «θα ιδήτε μετά ποίου ζήλου υποστηρίζει η Φύσις τας αΰλους εκείνας εσωτερικάς λειτουργίας, όπως ανοικοδομήσωσι τα βλαβέντα μετά της αυτής μαθηματικής ακριβείας μεθ’ ης και πρότερον. Αλλ’ όταν βλαβή το οικοδόμημα της ανθρωπίνης διανοίας, όταν θραυσθή ελατήριον, η σταματήση τροχός τις εν τω μηχανισμώ εκείνω του νοός, […] τότε η Φύσις εξακολουθεί να εξετάζη ποία αράχνη έχασε τον δέκατον αυτής πόδα, δια να της τον αναπληρώση. Ποία σαύρα εβαρύνθη τον υδροχαρή αυτής βίον, δια να της κατασκευάση, αντί των βραγχίων, κατάλληλα αναπνευστικά όργανα, νέους συμπαγείς πνεύμονας, και ούτω καθ’ εξής. Αλλά την περικαλλή ταύτην νεάνιδα, το άκρον άωτον της δημιουργίας αυτής; Την αφίνει έρμαιον δυστυχήματός της, και ούτε σπεύδει καν να την λάβη οπίσω, να την ενώση με τ’ αρχικά στοιχεία, εξ ων τόσον ατελώς την έπλασεν, αλλά την παρέχει θέαμα τόσω μάλλον οικτρόν και σπαραξικάρδιον εις την ανθρωπότητα, όσω διαυγεστέρα μας είναι η συνείδησις περί της δήθεν υπεροχής και τελειότητος ημών!» [σ. 117-118].
- Ο Βιζυηνός θα ανατρέψει την απαισιοδοξία των σκέψεων αυτών όταν, προς το τέλος του διηγήματος, θυμάται τις «μεμψιμοιρίες» του κατά «της μητρός φύσεως, ως αστόργου δήθεν προς ημάς τους ανθρώπους» και αποτιμά τη σταθερή ψυχική βεβαιότητα «μεθ’ ης ο Πασχάλης προ μικρού έτι απεξεδέχετο, την μετά της νεκράς αυτού φίλης συνάντησιν εν τη αιωνιώτητι». Ήταν αρκετό για να πάψει να φθονεί «τα μηδαμινά πλεονεκτήματα των ζωϊφίων και των κρυστάλλων» και να δοξάσει τον Θεόν «διότι επροίκισε την καρδίαν των λογικών αυτού πλασμάτων, με την γλυκεράν, την παρήγορον ελπίδα της μετά θάνατον υπάρξεως» [σ. 163]. Ιδού η ανωτερότητα του ανθρώπου.
*
Υπενθυμίζω το κύριο στρατήγημα της αμφισημίας των ερμηνειών, που περιγράφει εκτενώς ο Χρυσανθόπουλος: Τις διαδοχικές αναγνώσεις της επιστολής του καθηγητή Μ., πατέρα της Κλάρας, προς τον Πασχάλη, οι οποίες διευθετούνται ανάλογα με την επιθυμία του καθενός: (α) του αποστολέα [να απομακρύνει τον Πασχάλη από την Κλάρα,], (β) του παραλήπτη Πασχάλη [που εκλαμβάνει την επιστολή ως «αγγελία θανάτου» της Κλάρας και νιώθει τύψεις, ως ηθικός αυτουργός] και (γ) του αφηγητή-ερμηνευτή [που βεβαιώνει πως δεν υπάρχει θάνατος, αλλά επιθυμία του πατρός να κρατήσει κοντά του την Κλάρα]. Ο αφηγητής θα αναπτερώσει έτσι για λίγο τις ελπίδες του Πασχάλη, κι έπειτα θα σταθεί στην κατακλείδα της επιστολής του κυρίου Χ ότι η νεάνις του ψυχιατρείου είχε αποβιώσει, ένα «σπάνιο τέλος των νόσων, όσαι έχουν την έδραν των μόνον εν τω αγνώστω παράγοντι Ψ ήγουν τη ψυχή. Την νύκταν της προχθές! Ακριβώς την νύκταν καθ’ ην ο δυστυχής Πασχάλης την είδεν εν οπτασία επί των ουρανών ! Προ του Θεού της!. Οποία υπερφυσική ανταπόκρισις! Αληθώς αι ψυχαί των ατύχων τούτων εραστών “συνεκοινώνουν και δια της ύλης ακόμη” !» [σ. 166].
Ο Βιζυηνός όχι μόνο παραπέμπει στην ανωτερότητα του ανθρώπου που προηγουμένως είχε προβάλλει, την αθανασία της ψυχής, αλλά και τονίζει τη φυσικότητα του υπερφυσικού για να το εντάξει στη φύση, δηλώνοντας έτσι τη δική του ρομαντική επιθυμία για μια σύνθεση. «Η επιθυμία όμως –γράφει ο Χρυσανθόπουλος– δεν σημαίνει την αδιατάρακτη υλοποίησή της, δεν σημαίνει αθώα κίνηση από το επιθυμείν στο πράττειν: το κείμενο υιοθετεί τη ρομαντική ρητορική, αλλά, μέσω της ρητορικής του ρεαλισμού, αποκαλύπτει τους μηχανισμούς της» [σ. 93]. Το είδαμε στην «αποκρυπτογράφηση» της επιστολής με το παιχνίδι ρομαντισμού / ρεαλισμού
Στην Ψυχολογία του όμως ο Βιζυηνός θα παραμένει αποκλειστικά στον τρέχοντα τότε απόλυτο δυισμό σώματος – ψυχής, ενώ στο Ψυχολογικαί Μελέται επί του καλού Α΄ θα επικαλεστεί την επί του θέματος «αρμοδιότητα της μεταφυσικής», αλλά θα αποφύγει τον πειρασμό μια «ψυχογονίας» και θα προτιμήσει να παραμείνει στο «ουδέτερο» έδαφος του εμπειρισμού, ακολουθώντας το συρμό της εποχής του – αφήνοντας «τον αναγνώστην ν’ αποφασίση, εάν η οντολογική βάσις εφ’ ης σιωπηλώς οικοδομούμεν, είναι ή δεν είναι ικανώς ισχυρά όπως συγκράτηση το επ’ αυτής εγειρόμενον οικοδόμημα».[45] Περί επιθυμίας [των αναγνωστών τώρα] και πάλι ο λόγος. Διότι συνήθως, «ζητούμεν ν’ ανακαλύψωμεν ως αλήθειαν» ουχί το τι εστίν, αλλά το ό,τι επιθυμούμεν» [σ. 161].
[1] Μαίρη Μικέ. Πολιτισμική υβριδικότητα, Βιβλιοθήκη τχ 404, Ελευθεροτυπία 19-5-2006.
[2] Μισέλ Φαΐς, Βαγγέλης Χατζηβασιλείου. Ένας συγγραφέας με πολλές ταυτότητες Βιβλιοθήκη τχ 404, Ελευθεροτυπία 19-5-2006.
[3] Γιάννης Παπαθεοδώρου. Η εθνική ψυχογραφία. Βιβλιοθήκη τχ 404, Ελευθεροτυπία 19-5-2006.
[4] Πρόδρομος Μάρκογλου. Βιζυηνός, μια υποκειμενική ανάγνωση. Εξώπολις, τχ 5ο, καλοκαίρι 1996, 36-40.
[5] Μάριος Μαρκίδης. Ποιος ήτο ο φονεύς του ποιητού Βιζυηνού. Εξώπολις, τχ 5ο, καλοκαίρι 1996, 30-35.
[6] Παναγιώτης Μουλάς. Γ. Μ. Βιζυηνός Νεοελληνικά Διηγήματα. «Εισαγωγή». Εστία, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1994, ξ΄
[7] Νικόλαος Βασιλειάδης. Γεώργιος Μ. Βιζυηνός – Ο Έλλην Γκυ ντε Μωπασσάν. Ημερολόγιον Σκώκου 1894, 9, 297-313.
[8] Βαγγέλης Αθανασόπουλος. Οι μύθοι της ζωής και του έργου του Γ. Βιζυηνού. Καρδαμίτσας, Αθήνα 1992, 61.
[9] Στο ίδιο, 98.
[10] Το παραθέτει ο Βαγγέλης Αθανασόπουλος. Ό.π., 405.
[11] Παναγιώτης Μουλάς. Γ. Μ. Βιζυηνός Νεοελληνικά Διηγήματα. Ό.π., ρλγ΄.
[12] Από τη Λογοδοσία του Δρομοκαϊτείου του 1894. Αναφέρεται στο Μαρία Φαφαλιού. Ιερά Οδός 343. Μαρτυρίες από το Δρομοκαΐτειο. Κέδρος 1995, 66.
[13] Βαγγέλης Αθανασόπουλος. Οι μύθοι της ζωής και του έργου του Γ. Βιζυηνού…, 98.
[14] Βλ. Θανάσης Καράβατος. «Οι βλαβερές συνέπειες …του μυθιστορήματος και του θεάτρου. Μια ιατρική αντίληψη του 19ου αιώνα και η στάση του Βικέλα», Σύναψις 2008, 10, 8-22 – Αναδημοσιεύτηκε στην περιοδική έκδοση του ιστότοπουoanagnostis.gr. Ο αναγνώστης, Gutenberg 2014, 1, 52-63.
[15] Γ. Μ. Βιζυηνός. «Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας». Στο Γ. Μ. Βιζυηνός. Νεοελληνικά Διηγήματα, επιμέλεια Παναγιώτη Μουλλά, Εστία: Νέα ελληνική Βιβλιοθήκη, 1994, 126. [Στα επόμενα παραθέματα, η σελίδα της ίδιας έκδοσης θα τίθεται στο τέλος εντός παρενθέσεως, χωρίς άλλη παραπομπή].
[16]Αναφέρεται στο Nitrini R. The cure of one of the most frequent types of dementia: a historical parallel. Alzheimer Diseases and Associated Disorders 2005, 19, 3, 156-158.
[17] Φρόυντ Σ. Ο συγγραφέας και η φαντασία. Μετφ. Νένη Ευθυμιάδη, Διαβάζω 163, 1987, 12-18.
[18] Goldmann L. Για μια κοινωνιολογία του μυθιστορήματος. Μτφ Ε. Βέλτσου, Π. Ρυλμόν. Πλέθρον, Αθήνα, 1979, 52.
[19] Ροΐδης Ε. Τα είδωλα (γλωσσική μελέτη) – Έκδοσις Εστίας 1893, Ο «Πρόλογος» (σελ κστ΄-κζ΄). Στον τόμο Έμμανουήλ Ροΐδης. Επιμέλεια Κλέωνος Παράσχου. Βασική Βιβλιοθήκη. Αετός ΑΕ, Αθήναι 1952, σελ.258-259.
[20] Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Γεώργιος Βιζυηνός. Μεταξύ φαντασίας και μνήμης, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1994, 10.
[21] Παναγιώτης Μουλάς. Γ. Μ. Βιζυηνός Νεοελληνικά Διηγήματα. Ό.π.
[22] Παύλος Καλιγάς, Σχεδίασμα εισαγωγής. Η φιλοσοφία του καλού παρά Πλωτίνω. Αρμός, Αθήνα 1995, 11-12, υποσ. 11.
[23] Γιάννης Πάγκαλος. Μία διακειμενική σχέση με (ψυχ)ιατρικές συνέπειες: η Κλάρα ως αντανάκλαση της Μινιόν (Goethe) στο διήγημα του Γεωργίου Βιζυηνού Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας (1884). Σύναψις 2006, 3, 96-100.
[24] 105
[25] Στο ίδιο.
[26] Παρασκευή Λύτρα-Σιδερά. Πρόσωπα και πράγματα από το διήγημα του Γ. Βιζυηνού «Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας», Ο Παρατηρητής, 1993, 23-24, 93-115.
[27] Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Γεώργιος Βιζυηνός. Ό.π., 89.
[28] Γιάννης Πάγκαλος. Μία διακειμενική σχέση με (ψυχ)ιατρικές συνέπειες… Ό.π.
[29] Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Γεώργιος Βιζυηνός… Ό.π., 92-96.
[30] Παναγιώτης Νούτσος. Γεώργιος Βιζυηνός. Μια υπόθεση εργασίας. Εξώπολις, τχ 5ο, καλοκαίρι 1996, 26-29.
[31] German E. Berrios (Introduction and translation by) Excerpt from Medicinische Psychologie oder Physiology der Seele by Dr Rudolph Hermann Lotze. History of psychiatry 2005, 16 (1), 117-127
[32] W. Windelband, H. Heimsoeth. Εγχειρίδιο ιστορίας της φιλοσοφίας. Τ.3ος, ΜΙΕΤ Αθήνα 1985, 154.
[33] German E. Berrios. Ό.,π.
[34] Μιχάλης Χρυσανθόπουλος. Γεώργιος Βιζυηνός… Ό.π., 29-30.
[35] Γεωργίου Βιζυηνού Ψυχολογικαί Μελέται επί του καλού Α΄. Αι Πνευματικαί ιδιοφυΐαι (παραγωγοί του καλού). Εν Αθῆναις, Σπ. Κουσουλίνου τυπογραφείον και βιβλιοπωλείον, 1885, 35-36.
[36] Νικόλαος Βασιλειάδης «Σελίδες του Δρομοκαϊτείου [μεταξύ φιλοσόφου, ιατρού και καλλιτέχνιδος]». Εικόνες Κωνσταντινουπόλεως και Αθηνών. Εκδιδόμεναι υπό Κων. Φ. Σκώκου. Εν Αθήναις, τυπογραφείον της Εστίας 1910, 327-329.
[37] P. Pichot, Un siècle de psychiatrie. Ed. Roche, Paris, 1983, σ. 11-40
[38] Jean-Francois Braunstein, Broussais et le matérialisme. Médecine et philosophie au XIX siècle. Meridiens Klinckieck, Paris, 1986, 10
[39] Θανάσης Καράβατος. Ο Εμμανουήλ Ροίδης και οι νευροεπιστήμες του 19ου αιώνα. Πόρφυρας, 1997, 81-82, 488-500.
[40] Νεοελληνική Φιλοσοφία Τ. Β΄. Επιμέλεια Ε. Α. Παπανούτσου. Βασική Βιβλιοθήκη Νο 36, Αετός, Αθήνα 1953, 17.
[41] Ανθρωπολογίας το Ψυχολογικόν.Υπό Ι. Δ. Τζέτζη, Δρ φιλοσοφίας και καθηγτού του Β’ εν Αθήναις Γυμνασίου. Εν Αθήναις εκ του τυπογραφείου της Αθηναΐδος, 1880, 7 & 171-172.
[42] Γεωργίου Βιζυηνού Ψυχολογικαί Μελέται επί του καλού. Αι Πνευματικαί ιδιοφυΐαι (παραγωγοί του καλού). Εν Αθήναις, Σπ. Κουσουλίνου τυπογραφείον και βιβλιοπωλείον, 1885, 8-10.
[43] Λάμπρος Βαρελάς. Μετά θάρρους ανησυχίαν εμπνέοντος. Η κριτική πρόσληψη του Γ. Μ. Βιζυηνού (1973-1896). University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2014, 125.
[44] Γεωργίου Βιζυηνού Ψυχολογικαί Μελέται επί του καλού Α΄… Ό.π., 10-11.
[45] Γεωργίου Βιζυηνού Ψυχολογικαί Μελέται επί του καλού Α΄, ό.π., 161.