του Θόδωρου Σούμα (*)
Ο σύγχρονος και σχετικά νέος, 46 ετών, πολύ σημαντικός Ιάπωνας σκηνοθέτης Ριουσούκε Χαμαγκούτσι, σκηνοθέτησε το βραβευμένο με όσκαρ, εξαιρετικό Drive my car (2021) και το πολύ καλό κι ερωτικό, Ιστορίες της τύχης και της φαντασίας (Wheel of Fortune and Fantasy) πάλι του 21!
Ας πάμε προς τα πίσω στη φιλμογραφία του που είναι γεμάτη από καλές κι ενδιαφέρουσες ταινίες. Το 2018 γύρισε το Asako I & II, άλλο ένα όμορφο, γοητευτικό ερωτικό φιλμ του. To 2015 γυρίζει τα Senses 1 & 2 και Senses 3 & 4 (Happi awa), τις ιστορίες τεσσάρων φιλενάδων αντιστοίχως, εκ των οποίων η μία εξαφανίζεται και οι άλλες μας παρουσιάζουν ποιες είναι… To 2013 σκηνοθετεί το Ιntimacies, όπου δύο νέοι συνεργάζονται για το ανέβασμα ενός θεατρικού έργου και έρχονται έτσι, μέχρι την πρεμιέρα, πιο κοντά. Το 13 έχουμε άλλη μία ταινία μυθοπλασίας του, το Touching the skin of Eeriness, για την εξέλιξη της ζωής ενός νεαρού που ο πατέρας του πέθανε και μένει με τον ετεροθαλή αδελφό του, ασχολούμενος με τον χορό. Το Shinmitsusa (2012) είναι ένα docufiction τριών επεισοδίων πάνω στο θεατρικό ανέβασμα ενός έργου. To Depths του 2010 είναι μια queer μυθοπλασία σχετική με έναν φωτογράφο και τον φίλο & μοντέλο του. Το φιλμ του 2009, I love thee for good αναφέρεται σε ένα ζευγάρι που πρόκειται να παντρευτεί, ενώ η κοπέλα κρύβει δύο μυστικά της, και μάλιστα εμφανίζεται ξαφνικά ένας πρώην εραστής της… Και τέλος στο Passion του 2008, ένα ζευγάρι ανακοινώνει στους φίλους του πως παντρεύεται με επακόλουθο διάφορες αποκαλύψεις των φίλων.(1)
Όμως με το Ο διάβολος δεν υπάρχει (2023) πραγματώνει, αναπάντεχα, ένα τελείως διαφορετικού είδους φιλμ, Ζεν προβληματικής στην πρώτη αφηγηματική ενότητα, η οποία περιγράφει ειρηνικά και γαλήνια, τη φυσική ζωή σε ένα απομακρυσμένο μέρος, ενός πατέρα, της κόρης του και των φίλων και γειτόνων τους. Το πρώτο μισάωρο είναι ήρεμο, πράα οικολογικό και συνταυτισμένο με την υπέροχη φύση και τους βιορυθμούς της. To φιλμ είναι λιτής, γεωμετρικής αισθητικής, απλό και ήμερο. Ο μάστορας για όλες της δουλειάς και η κόρη του δουλεύουν στο δάσος της περιοχής, κόβουν ξύλα για το τζάκι τους, παίρνουν καθαρό νερό με ένα κατσαρολάκι από το ρυάκι, περιπλανιούνται και παρατηρούν τα δέντρα και τα ελάφια. Ένας επίγειος φυσικός παράδεισος που όμως απαιτεί να χύσεις ιδρώτα για να τον γευτείς και να τον χαρείς…
Κάποτε όμως φθάνει στον επαρχιακό οικισμό ένα ζευγάρι επιτήδειων διαφημιστών για να παρουσιάσει στους κατοίκους, την πρόταση μιας εταιρείας που θέλει να πάρει επιδότηση, γρήγορα και έγκαιρα, για την επένδυσή της με σκοπό την αξιοποίηση της εξοχής μέσω της κατασκευής ενός «glamorous camping”, ήτοι “glamping”! Οι δύο πονηρούληδες διαφημιστές – μιας εταιρείας/πρακτορείου ανακάλυψης ταλέντων για τις σόου μπίζνες(!) – παρουσιάζουν στη συνέλευση των κατοίκων, με ανειλικρινή και παραπλανητικό τρόπο την πρόταση της οικοδομικής-εργολαβικής εταιρείας, χωρίς να αποκαλύπτουν στους κατοίκους τις άσχημες περιβαλλοντικές επιπτώσεις στο νερό του οικισμού. Μα οι χωρικοί δεν μασάνε, δεν είναι κουτορνίθια, χωρίς περιβαλλοντολογική παιδεία και κότσια. Απομυθοποιούν, ξετινάζουν την πρόταση και αντιδρούν (ο Χαμαγκούτσι δεν μας πλασάρει μια πολιτική οικολογία ξύλινου ή θεωρητικού λόγου και εύκολης, μη βιωματικής, σχηματικής κι απλοϊκής πολιτικοποίησης). Οι κάτοικοι είναι ξύπνιοι, ξεψαχνίζουν την πρόταση της οικοδομικής εταιρείας σχετικά με την δεξαμενή των απορριμάτων κι αποβλήτων και διαφωνούν, της εναντιώνονται. Οι δυο απεσταλμένοι της διαφημιστικής εταιρείας εύρεσης ταλέντων και νέων ηθοποιών, κλονίζονται κι εξηγούν στα αφεντικά τους τα καθέκαστα.
Ακολουθεί η τρίτη αφηγηματική ενότητα (διακρίνουμε, μαζί με τον επίλογο, πέντε ενότητες), αυτή της μεταστροφής των δύο υπαλλήλων της μεσιτικής εταιρείας λόγω της γνωριμίας με τους αγρότες.
Στην επόμενη αφηγηματική περίοδο έρχονται εγγύτερα με τον κεντρικό ήρωα, τον πατέρα κι άνθρωπο της φύσης και της εργασίας, τον οικολόγο μάστορα. Η μυθοπλαστική και σημασιολογική ανάπτυξη γίνεται συνθετότερη στις χαρακτηριολογικές (δηλ. σχετικές με τους χαρακτήρες), συμπεριφορικές, ηθικές και οικολογικές παραμέτρους της. Οι δυο μεσολαβητές υπάλληλοι μετακινούνται στις απόψεις τους, επηρεασμένοι από τον κυνισμό των εργοδοτών και την φυσιολατρική φιλοσοφία των αγροτών. Ο χειρώνακτας άνθρωπος της φύσης δέχεται συγκαταβατικά να έρθει σε επαφή με τους δυο μετανιωμένους υπαλλήλους, τον κυνηγό ταλέντων που εκτιμάει τη φυσική ζωή και την καλοπροαίρετη βοηθό του. Αυτή η τέταρτη αφηγηματική-δραματουργική ενότητα της προσέγγισης των τριών ανθρώπων και του αμοιβαίου συμβιβασμού τους, όπου ο καθένας τολμά να πλησιάσει τον άλλον χωρίς προστατευτικές ιδεολογικές και ατομικές θωρακίσεις, έχει ηθικό, ιδεολογικό, μυθοπλαστικό και χαρακτηριολογικό νόημα και βαρύτητα. Η κόρη του τεχνίτη πατέρα εξαφανίζεται για ώρες και ακολουθούν οι αγωνιώδεις αναζητήσεις αυτών που συμπάσχουν, των γειτόνων, των φίλων και των δυο συνεργαζόμενων αντρών.
Όμως οι άνθρωποι της φύσης και αυτοί της πόλης διαφέρουν στον τρόπο που βλέπουν και αντιλαμβάνονται τη ζωή και την ύπαιθρο, σε βαθμό δραματικό. Γινόμαστε, στο τέλος, μάρτυρες της συνάντησης των δύο διαφορετικών συνεργατών με την κόρη και το απειλητικό ελάφι (αφού προηγουμένως ο χωρικός έχει επεξηγήσει πότε ένα ελάφι γίνεται επιθετικό και χτυπάει τον άνθρωπο, που αποτελεί το κλειδί της κατανόησης κι ερμηνείας της τελευταίας σκηνής). Το σκληρό, δυνατό και δυσερμήνευτο τέλος μας αποκαλύπτει τη ριζική διαφορά των ανθρώπων της φύσης και της πόλης, όταν η κόρη βρίσκεται αντιμέτωπη με το πληγωμένο ελάφι· εκεί οι δυο πλευρές ξεχωρίζουν, διαφοροποιούνται και έρχονται αντιμέτωπες σε μια αμφίβολη, διφορούμενη κατάληξη(2) (την οποία απ’ ό,τι συμπέρανα, ένας φίλος μου μεγαλωμένος στο χωριό σε φυσικό περιβάλλον, αποκωδικοποίησε σωστότερα από τους κριτικούς, στους οποίους συγκαταλέγομαι).
Η ταινία διακρίνεται για την λειτουργική λιτότητα της γεωμετρικής μα και ποιητικής σκηνοθεσίας και πλανοθεσίας της, την ακρίβεια στις θέσεις των προσώπων στο κάδρο, στους διαλόγους τους και το πότε αυτοί εκφέρονται, στην απλότητα των κινήσεων της κάμερα, των αργών πανοραμικών και των τράβελινγκ, όλων σε όλα τα πλάνα, με τον δικό τους εσωτερικό, αργό, χρονομετρημένο ενστικτωδώς, ιερατικό ρυθμό. Απλή και ποιητική στυλιστική και σκηνοθεσία εναρμονισμένη με τη φύση, ντεκουπάζ & σκηνοθεσία που πίσω από τη δωρικότητά τους κρύβουν μεγάλη μέριμνα κι επιμέλεια, αναζητώντας και βρίσκοντας την ομορφιά.
Στο φιλμ αναπαρίσταται η διάσταση της λογικής των ανθρώπων της επαρχίας και της πόλης· άλλη νοοτροπία, άλλη αντίληψη των πραγμάτων, της Φύσης, της ζωής, του χρήματος και των ανέσεων· άλλη συμπεριφορά, άλλη αντιμετώπιση και τρόπος σκέψης κι επίλυσης των προβλημάτων. Απεικονίζεται η διαφορά των βλεμμάτων και της αίσθησης ανάμεσα στους κατοίκους της φύσης και στους ανθρώπους της πόλης, που δύσκολα μπορούν να συνεννοηθούν, από την αρχή έως το πικρό, αμφίσημο και τραχύ τέλος.
Η κνηματογραφική αισθητική του Χαμαγκούτσι είναι φυσιοκρατική και προς το τέλος, κάποιος θα μπορούσε να πει πως έχει δυσεξιχνίαστες μεταφυσικές εκλάμψεις. Όμως ο διάβολος δεν υπάρχει πουθενά, ούτε τα κακοπροαίρετα αφεντικά και οι μαριονέτες τους, ούτε τα ζώα, ούτε οι άγριοι άνθρωποι της φύσης, δεν αποτελούν το κακό και τον διάβολο, ου γάρ οίδασι τί ποιούσι και η φύση είναι υπεράνω της ατομικής κι ατομικιστικής ζωής. Ο άκρατος, ακραίος, χωρίς όρια καπιταλισμός του λυσσώδους κυνηγητού του κέρδους δεν καταστρέφει και δεν φτωχαίνει τον μισθωτό εργαζόμενο, όπως προέβλεπαν λαθεμένα ο Μαρξ, ο Λένιν και τα ΚΚ, μα καταστρέφει το περιβάλλον, μακροπρόθεσμα τη Γη και τη Φύση της.
Η φύση της ταινίας είναι σκληρή, ευαίσθητη κι ευάλωτη, ουδέτερη ηθικά και χωρίς συμπόνια, ανηλεής. Οι διαφημιστές και μεσάζοντες της εταιρείας αναζήτησης ταλέντων και κορόιδων είναι αρχικά επιτήδειοι και κατεργάρηδες (ιδίως ο άντρας πριν «αλλαξοπιστήσει») και μετά την αρχική και συνοπτική, κάπως επιφανειακή μύησή τους, γίνονται συμβιβαστικοί, ανθρώπινοι και συμπονετικοί απέναντι στην αυστηρή φύση. Οι εργοδότες είναι παμπόνηροι, δραχμοφονιάδες, ουσιαστικά απατεώνες, κακοπροαίρετοι και φιλοχρήματοι, κερδοσκόποι εκμεταλλευτές. To φυσικό περιβάλλον, το ελάφι και οι πρωτογενείς χωρικοί όπως ο πατέρας και η κόρη, είναι ωμοί κι ενεργητικοί, αποφασισμένοι μα προσαρμοστικοί κι ευέλικτοι μες την αψάδα τους. Οι χωριάτες είναι ντόμπροι, αδέκαστοι, καθαροί, θαρραλέοι σαν τα πυροβολημένα, αγριεμένα ζώα. Και ουσιαστικά δίνουν μια μάχη οικολογικής διάστασης, αντιπαρατιθέμενοι στην κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη, για να διατηρήσουν τον τρόπο ζωής τους, αγνό, καθαρό ή δυσκραή, δύσκολο και δυσμενή…
…………………..
(1). Σκηνοθέτησε και ντοκιμαντέρ. Το 2013 φτιάχνει μια ντοκιμαντερίστικη τριλογία για το πώς βίωσαν οι πληγέντες το μεγάλο τσουνάμι του 2011. Το 13 φτιάχνει κι άλλο ντοκιμαντέρ, το Storytellers, για τους παραδοσιακούς αφηγητές μαγικών ιστοριών μιας ιαπωνικής περιοχής.
(2). Μην μου μιλήσετε για spoiler γιατί κατά τη γνώμη μου αυτά είναι αφέλειες για θεατές που παρακολουθούν μόνο την υπόθεση λες και βλέπουν έργο της Αγκάθα Κρίστι και δεν παρακολουθούν τη σκηνοθεσία, την ανέλιξη της μυθοπλασίας και της αφήγησης, τη μορφολογική πλευρά των φιλμ, την οργάνωση των σημασιών και των μεγάλων νοημάτων· τα άρθρα μου προσπαθούν να εστιάσουν στην αφηγηματολογική, αισθητική και σημασιολογική πλευρά των φιλμ, την οργάνωση των μορφών και των νοημάτων, όποτε μπορώ να το καταφέρω με αφετηρία μια τόσο ολοκληρωμένη ιδεολογικά κι αισθητικά ταινία.
(*) Ο Θόδωρος Σούμας είναι κριτικός κινηματογράφου, συγγραφέας
Γεια σου και από δω, αγαπητέ Θόδωρε! Πολύ ωραίες οι χαρακτηρολογικές διακρίσεις και οι αφηγηματικές ενότητες που εντοπίζεις, σ’ αυτήν τη θεματική και μορφολογική σου στόχευση.