της Βαρβάρας Ρούσσου
Η έκτη ποιητική συλλογή της Θεώνης Κοτίνη μετά από έξι χρόνια προετοιμασίας κινείται ανάμεσα σε οριακά συμβάντα της ανθρώπινης ζωής: σχέση με τους γονείς όταν πλέον έχουν κοπάσει οι επαναστατικές και αντιρρητικές θέσεις της νεότητας, το βίωμα της ωριμότητας, της ηλικίας δηλαδή των απολογισμών που προαναγγέλλει «το γήρασμα του σώματος και της μορφής», το απαύγασμα των ωραίων στιγμών που συγκροτούν μια θετική μνήμη του χτες ως αντίδοτο στο τώρα.
Όπως ο τίτλος προδιαγράφει είναι ο πανδαμάτωρ χρόνος με τη διασταλτικότητά του που φέρνει τόσο κοντά την παλαιά θερινή ανάμνηση ωραιοποιώντας την ανάλογα αλλά και φαίνεται αμείλικτος όταν αντανακλάται στη φθορά των σωμάτων και στην αρρώστια μέχρι να ανακοπεί η πορεία του με το θάνατο. Ο χρόνος είναι το ζήτημα για την Κοτίνη συναρτημένος συχνά με το χώρο φυσικός (εποχές) εσωτερικός, ως διάρκεια αλλά και ως φθορά και βέβαια με την έννοια της μνήμης, έννοια άμεσα συσχετισμένη με αυτήν της διάρκειας και με την εσωτερική ζωή: «ν’ ακούσω το χρόνο που είμαι» (Δευτερόλεπτα).
Ο τρόπος της Κοτίνη είναι περιγραφικός, συχνά ρεαλιστικά περιγραφικός: «Κουμπιά/στο τσίγκινο κουτί από μπισκότα/ Λαμπάδες της Ανάστασης/ φυλαγμένες για άμα κοπεί/ το ρεύμα τα μεσάνυχτα/πανάκια από παλιές φανέλες του πατέρα/» (Κατοικίδια) ή: « Ένα παιδί χαμογελά στον φακό πασαλειμμένο με παγωτό που στάζει στο φανελάκι./ Στη στάση πλήθος, το λεωφορείο δεν έρχεται και απέναντι το σουβλατζίδικο σερβίρει γύρο και μπίρα παγωμένη στο ποτήρι.» (Καλοκαίρι). Στο τελευταίο αυτό ποίημα μάλιστα η φωτογραφική απεικόνιση αγγίζει το όριο της καταγραφής, ένας οπτικός μνημονικός κανόνας της καλοκαιρινής ραστώνης με αιχμές μελαγχολίας. Η επιστροφή σε τοπία, συνήθως θερινά, ενισχύει την έννοια του χρόνου που είναι πάντα παρών: στην αλλαγή των εποχών, στο πέρασμα της ώρας, στην αλλαγή των ίδιων των τόπων και των ανθρώπων. Όλα γίνονται «μνήμης δόρατα» (Επαρχιακό ξενοδοχείο κοντά στον σταθμό). Αυτό που φέρνει ο χρόνος είναι η ωριμότητα με το κουρασμένο αλλά (ανα)στοχαστικό βλέμμα, όπως φαίνεται στο καταληκτικό ποίημα «Τότε»: «όταν απ’ όλα που υπάρχουν/ για ένα δυο μόνο κλαις/ και πεισμώνεις/ είναι αυτό να παλιώνεις;/[…] κι όλα εδώ αρχίζουν ξανά/στρεβλά κι ανθρώπινα/μα εσύ κουράστηκες πια για να θέλεις/ είναι αυτό να πεθαίνεις;».
Εύλογη είναι λοιπόν η απορία τι μέσα κατορθώνουν να μεταλλάξουν την περιγραφή ώστε να παραχθεί η πύκνωση και αφαίρεση του ποιητικού λόγου: η λιτότητα και η αιφνίδια μετατόπιση από το χώρο του χειροπιαστού με τις παρομοιώσεις και μεταφορές (ο νους σου δωδεκαετής μες στον ναό) και τα απρόσμενα επίθετα (φιλάνθρωπη κορφούλα, χάλασμα λιγόλογο, ιδρύει το βράδυ τρυφερή διακινδύνευση).
Την λειτουργία των παραπάνω ευνοεί η μορφή. Οι στίχοι δεν είναι πολυσύλλαβοι και τα ποιήματα σε μια έκταση που κυμαίνεται από λίγους στίχους έως τη μιάμισι σελίδα Χαρακτηρίζονται συνήθως από αστιξία δημιουργώντας μια συνεχή ροή νοήματος με μόνη διακοπή το τέλος του στίχου όπου είτε σταματά το νόημα είτε συνεχίζεται παραβιάζοντας αυτή την παύση. Όμοια η έλλειψη κόμματος επιταχύνει την ανάγνωση, όπως η μνήμη με ταχύ συνειρμό ανασύρει εικόνες και σκέψεις: «Λάμπουν/ κυδώνια κίτρινα άγουρες κληματσίδες βλέμμα/βλέμμα που πάει παντού/ έρχεται από παντού» (Βροχερή άνοιξη). Η εκμετάλλευση της ηχητικής πλευράς των λέξεων μαζί με την έλλειψη στίξης (ή και ακόμα μαζί με την μερική στίξη, όπου αυτή είναι παρούσα) συνυπηρετεί την εικόνα: «Βρέχει./Βρέχει γερά μες στις λακκούβες/συνεπαίρνοντας/ λοξή κουβέντα στα κλαριά/σπουργίτια συσταζούμενα στα φύλλα.» (Με τη βροχή). Η ορισμένου βαθμού εμμετρότητα, διάσπαρτη σε αρκετά ποιήματα, δραστηριοποιεί δυναμικά τους στίχους. Ιδίως η χρήση του αναπαιστικού ρυθμού (τόνος σε κάθε 3η συλλαβή) στο ποίημα π.χ. [Αμνός του Κυρίου] ενεργοποιεί εντονότερα τον ελεγειακό χαρακτήρα. Συχνότεροι οι ιαμβικοί εναλλάσσονται με στίχους ρυθμικούς που όμως δεν υπακούν σε σταθερό ρυθμικό τύπο, προκαλώντας σε μια όχι σιωπηρή ανάγνωση των ποιημάτων ενώ γενικά ο αυξημένος βαθμός εμμετρότητας και ρυθμικότητας υποστηρίζουν το νοηματικό βάρος.
Διαβάζοντας τη συλλογή ανακαλούσα μεταπλασμένες εικόνες και στίχους από την ποίηση του Γκανά (κοινά θεματικά στοιχεία προκαλούσαν αυτή την ανάκληση ιδίως η δύσκολη φάση της σχέσης με τους γέρους γονείς και την απώλειά τους. Φέρνω παράδειγμα το «Δημοτικό».) αλλά και μακρινό απόηχο Καρούζου. Η επιστροφή σε νησιωτικά τοπία όσο κι αν φαίνεται επιφανειακά ελυτικής προέλευσης κρατά μόνον μια υπογειωμένη, ενίοτε μελαγχολική διάσταση από τον ποιητή, και στην Κοτίνη παίρνει άλλη κατεύθυνση.
Παρότι η θεματική αφορά όλως ατομικό βίωμα (μολαταύτα συλλογικό αφού πανανθρώπινο) η συλλογή συνιστά δείγμα μιας ποίησης που επιμένει στην αμεσότητα, στη συναισθηματική μέθεξη του αναγνώστη, στο «να μιλήσω απλά», με τρόπους δοκιμασμένους από μια γόνιμη παράδοση. Θεωρώ λοιπόν ότι το σημείο αιχμής της ποίησης της Κοτίνη είναι η ικανότητα να πραγματώνεται η μετακίνηση από την εικόνα στην διάχυτη συγκίνηση και μάλιστα με τα ελάχιστα υλικά, τέτοια που η ποίησή της ελάχιστα κρυπτική να γίνεται άμεσα οικεία.
info: Θεώνη Κοτίνη, Ο χρόνος είναι, Μελάνι 2020