Ευριπίδης Γαραντούδης
στη Σοφία Κολοτούρου, για τον διάλογο
Μένοντας σπίτι, στον επιβεβλημένο από τις περιστάσεις εγκλεισμό μου, ξανασυναντήθηκα με το ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη «La pallida morte», χάρη σ’ ένα μήνυμα του φίλου ποιητή Γιώργου Βέλτσου, που μου υπενθύμισε την πρώτη στροφική ενότητα του ποιήματος: νοσηλευόμενος στον Ευαγγελισμό, ο ποιητής, όντας αντιμέτωπος με την αισθητή παρουσία του θανάτου. Στην ίδια κατάσταση, όπως τόσοι άνθρωποι στον τόπο μας και σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου, σκέφτηκα∙ τώρα, όπως και παλαιότερα – ανέκαθεν, μήπως; Μέσα στο τωρινό ασφυκτικό κλίμα θανάτου, που σαν να σου κόβει κάθε τόσο την ανάσα, με το χέρι του διάχυτου φόβου, μεταδιδόμενου από τα ενημερωτικά και τα διαδικτυακά μέσα περισσότερο και από τον ίδιο τον περιβόητο ιό, το ποίημα του Ελύτη έρχεται, σαν ν’ άνοιξε ψηλά μια καταπακτή, να φέρει μια δυνατή πνοή καθαρού οξυγόνου. Θα προσπαθήσω να εξηγήσω το πώς και το γιατί. Το ποίημα ολόκληρο:
Άοσμος κι όμως πιάνεται
Όπως άνθος από τα ρουθούνια
Ο θάνατος. Μεσολαβούνε κτίρια σιωπηλά, τετράγωνα
Με απέραντους διαδρόμους αλλ’ επίμονα
Η οσμή περνά πτυχές από λευκά σεντόνια ή βυσσινιά
Παραπετάσματα σ’ όλο του δωματίου το μάκρος
Κάποτε μία ξαφνική αντανάκλαση φωτός
Ύστερα πάλι μόνον οι τροχοί από τ’ αμαξίδια
Κι η παλιά λιθογραφία με την εικόνα
Του Ευαγγελισμού όπως φαίνεται μέσ’ απ’ τον καθρέφτη
Οπόταν, με το χέρι απλωμένο Εκείνος
Που όπως αγγέλλει σιωπά, όπως μοιράζει παίρνει
Χλωμός και με ύφος ένοχο (σαν να μην ήθελε αλλά πρέπει)
Πιάνει και σβήνει ένα ένα τα ερυθρά
Αιμοσφαίρια μέσα μου. Ίδια ο νεωκόρος τα κεριά την ώρα
Που έχοντας πάρει τέλος οι δεήσεις όλες
Υπέρ ευκρασίας αέρος και του σύμπαντος κόσμου ή
Προπαντός, υπέρ ων έκαστος κατά διάνοιαν έχει
Το εκκλησίασμα διαλύεται
Ω και αν έχω! Αλλά πώς με τι
Γίνεται τρόπο να φανερωθεί το «μη λεγόμενον»
Που ενώ με τις ίριδες και με τ’ ανεμοκλείτια ευλαλούν οι Μάιοι
Και με χλόες παν κατεβατές έως τη θάλασσα
Τη στιγμή που κι εκείνη ψιθυριστά κάτι απ’ τ’ αρχαία της μυστικά
Ολοένα εκμυστηρεύεται, άφωνος μένει ο άνθρωπος
Η ψυχή μόνον. Αυτή
Σαν μητέρα νεοσσών όπου κίνδυνος κάνει φτερούγα
Και από τις καταιγίδες μέσα λίγα ψίχουλα
Γαλήνης υπομονετικά συνάζει· ώστε αύριο, μεθαύριο
Κείνα που κατά διάνοιαν έχεις με καινούριο στιλπνό πτίλωμα
Στους αιθέρες ν’ ανοιχτούν κι ας ανοιγοκλειούν οι θύρες άδικα
Στα ουράνια κατοικητήρια
Ξέρει ο Άγγελος. Και δειλά το δάχτυλο αποσύρει
Που ξανά κυανό το χρυσό γίνεται και μια ευωδία
Σμύρνας καιούμενης ανεβαίνει ως τον ρόδινο θόλο
Μονομιάς ανάβουν τα κεριά σ’ όλα τα μανουάλια
Ύστερα όλοι ακολουθούν. Πατημασιές επάνω στα βρεμένα φύλλα
Επειδή και οι άνθρωποι αγαπούν τους τάφους και με ευλάβεια σωρεύουν όμορφα λουλούδια εκεί
Όμως απ’ αυτούς, ο θάνατος, κανένας δεν γνωρίζει τίποτε να πει
Μόνον ο ποιητής. Ο Ιησούς του ήλιου. Ο μετά κάθε Σάββατο ανατέλλοντας
Αυτός. Ο Είναι, ο Ήταν και ο Ερχόμενος.[1]
Πρόκειται για ένα από τα δεκατέσσερα, το έκτο κατά σειρά, ποίημα της συλλογής του Ελύτη Τα ελεγεία της Οξώπετρας (1991). Εάν οι περιστάσεις ήταν άλλες, οι συνηθισμένες, οι κανονικές, εκείνες που ορίζουν, δεσμευτικά κατά κανόνα, τον τρόπο αναφοράς σ’ ένα ποίημα όπως αυτό (μία μελέτη σε φιλολογικό περιοδικό, μία ανακοίνωση σε επιστημονικό συνέδριο), η τακτική χειρισμού του θα ήταν η αρμόζουσα: η έρευνα στη σχετική βιβλιογραφία, ο διάλογος με αυτήν, τα σχόλια για τις συνεισφορές των άλλων, οι απαραίτητες παραπομπές. Πάντως, και στις συνθήκες του εγκλεισμού έχω υπόψη μου αρκετά κείμενα, λογοτεχνικής και φιλολογικής κριτικής, για τη συλλογή Τα ελεγεία της Οξώπετρας, γραμμένα από την εποχή της έκδοσής της και στα επόμενα χρόνια∙ εξάλλου, εκτός από την οικιακή βιβλιοθήκη κι εκείνες του υπογείου, όπου σωρεύονται καταταγμένα κυρίως τα βιβλία της ποίησης, υπάρχει και το ανεξάντλητο αποθετήριο του διαδικτύου. Τα περισσότερα από αυτά τα γραπτά τα θυμάμαι από παλιά, ανέτρεξα όμως και σ’ άλλα που είχα ξεχάσει ή δεν γνώριζα, με αφορμή τη νέα ανάγνωση του ποιήματος. Κείμενα, μεταξύ άλλων, γραμμένα από την Εριφύλη Σαμουηλίδου-Βλάχου, τον Χρήστο Γιανναρά, τον Νίκο Δήμου, τον Αλέξη Ζήρα, τον Γιώργο Κοροπούλη, τον Δ.Ν. Μαρωνίτη, τον Κώστα Γ. Παπαγεωργίου, την Αθηνά Παπαδάκη, τον Γ.Π. Σαββίδη, τον Μισέλ Φάις, την Έλενα Χουζούρη. Μνημονεύω μερικά από εκείνα τα γραπτά που αναφέρονται μόνο ή κυρίως στη συγκεκριμένη συλλογή του Ελύτη.
Αλλά, επειδή οι περιστάσεις δεν είναι οι συνηθισμένες, θέλω να γράψω για το ποίημα «La pallida morte», παρακάμπτοντας την τεθλασμένη γραμμή της κριτικής και της φιλολογίας κι ακολουθώντας την ευθεία οδό που με φέρνει ενώπιον ενωπίω στο ποίημα, όχι απαρασκεύαστο κι αδιάβαστο, αλλά, όσο αυτό είναι δυνατό, σαν να μην ήταν παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας, όπως θα έλεγε, παραφρασμένος, ο Σεφέρης. Με άλλα λόγια, η δυσκολία να (συν)ομιλήσεις με ποιήματα τόσο σχολιασμένα όσο του Ελύτη είναι να τα διαβάσεις σαν να τα διαβάζεις για πρώτη φορά, ακολουθώντας, αν το καταφέρεις, την αλάνθαστη υπόδειξη του ίδιου στο τέλος των Τριών ποιημάτων με σημαία ευκαιρίας: «η πείρα μού ξέμαθε τον κόσμο».[2]
Λοιπόν, η βιωματική αφετηρία του ποιήματος είναι πρόδηλη στην πρώτη στροφική ενότητά του: η επίσκεψη ή και η παραμονή στο νοσοκομείο του Ευαγγελισμού – κι αυτά τα, ας τα πούμε, βιογραφικά στοιχεία καλό είναι να μην τα αγνοούμε, όταν μεταπλάθονται σε οργανική ύλη του ποιήματος. Στη σημείωσή του για το «La pallida morte» ο μεταφραστής του στην αγγλική γλώσσα Jeffrey Carson, το 1997, μας έδωσε τη σχετική πληροφορία: «As widely reported in Greek newspapers, Elytis spent part of the winter of 1989-1990 in the Evangelismos (Annunciation) Hospital in Athens, suffering from anemia» (στις 2 Νοεμβρίου 1989 ο Ελύτης είχε συμπληρώσει τα 78 χρόνια ζωής).[3] Αντιθέτως, στο, πολύ καλά επιμελημένο, χρονολόγιό του, με τίτλο «Έφερα τη ζωή μου ως εδώ», που συνέταξε η Ιουλίτα Ηλιοπούλου, δεν γίνεται καμία αναφορά στη νοσηλεία του Ελύτη.[4] Ας υποθέσουμε ότι δεν ήθελε ο ίδιος τέτοιες, ιδιωτικού χαρακτήρα, πληροφορίες να διαρρέουν στη δημοσιότητα. Αλλά, πραγματικά, πόσο ιδιωτική είναι για έναν ποιητή η εμπειρία, εν προκειμένω η αναμέτρησή του με τη σωματική νόσο, όταν αυτή γίνεται ρητά η πρώτη ύλη του ποιήματός του – το χώμα και το νερό, τα οποία χρειάζονται για να φτιαχτεί ο πηλός που, στη συνέχεια, μπορεί στα χέρια του να γίνει και χρυσός; Δεν μοιάζει παράδοξο ότι για τα ποιήματα του Ελύτη προσπαθήσαμε να λησμονήσουμε – και ως έναν βαθμό συνέβαλε κι ο ίδιος σ’ αυτό, ό,τι έγραψε ο Σεφέρης, πως «κατά βάθος, ο ποιητής έχει ένα θέμα: το ζωντανό σώμα του»;[5] Έγραψα «γίνεται ρητά η πρώτη ύλη του ποιήματός του»∙ ρητά, με τον τρόπο της ποίησης. Η αναφορά σε Εκείνον που «πιάνει και σβήνει ένα ένα τα ερυθρά / αιμοσφαίρια μέσα μου» δείχνει το βασικό σύμπτωμα της αναιμίας, ανεξάρτητα από το είδος της, την ελάττωση των ερυθρών αιμοσφαιρίων. Κι είναι αυτή η αναφορά που επαληθεύει την αίσθηση ότι στην πρώτη στροφική ενότητα ο χώρος είναι νοσοκομείο. Έτσι ώστε και η «εικόνα / του Ευαγγελισμού» να συνδεθεί με ένα από τα μεγαλύτερα δημόσια νοσοκομεία της Αθήνας, το ομώνυμο της εικόνας. Και βέβαια, στη συνέχεια, είναι η, προφανώς πραγματική, εικόνα του Ευαγγελισμού που έλκει, με την έλξη της ποίησης, τον άγγελο της καταληκτικής στροφικής ενότητας, τον άγγελο του Ευαγγελισμού, αυτόν που «ξέρει» και αναγγέλλει τη χαρμόσυνη είδηση, για να την ακολουθήσουν οι άνθρωποι. Ας υπενθυμίσω ότι, γενικότερα, η εμπειρία της σωματικής ή και της ψυχοσωματικής ασθένειας, παράλληλα με τον υποχρεωτικό εγκλεισμό σε νοσοκομειακό περιβάλλον, έχει θεματοποιηθεί, με ρεαλιστικό ή και αλληγορικό τρόπο, σε ολόκληρα ποιητικά βιβλία, όπως (αναφέρω μερικά πρόσφατα) Η αρπαγή της κούτας (2003) του Ηλία Λάγιου, η Ησυχία (2007) του Γιώργου Βέλτσου και η συγκλονιστική Προετοιμασία ταφής (2012) του καρκινοπαθούς Βαγγέλη Αθανασόπουλου, γραμμένη στο νοσοκομείο Ο Άγιος Σάββας τις τελευταίες ημέρες της ζωής του.[6]
Η γνώμη μου, λοιπόν, για το ποίημα, όσο γίνεται πιο συμπυκνωμένη στη διατύπωσή της, ή, καλύτερα ίσως, το αναγνωστικό-συγκινησιακό αποτύπωμά του στη συνείδησή μου. Το «La pallida morte» ισορροπεί ανάμεσα σε δύο χωροχρονικά επίπεδα που, εντέλει, τα γειτνιάζει σε τέτοιο βαθμό ώστε υπερβαίνεται η οποιαδήποτε φαινομενική αντίθεση ή ασυμβατότητά τους. Έτσι, η απόσταση ανάμεσα στον ψυχρό νοσοκομειακό χώρο, με τους θαλάμους και τους διαδρόμους του, και τα θερμά καλέσματα της ανοιξιάτικης φύσης, στο ύπαιθρο, τη θάλασσα και τον ουρανό∙ ανάμεσα σε Εκείνον που, ακατονόμαστος στο σώμα του ποιήματος, προσωποποιείται σε χλωμό πρόσωπο και με ύφος ένοχο, και τον νεωκόρο της εκκλησίας και τον Άγγελο οδηγό∙ ανάμεσα στο εκκλησίασμα που διαλύεται, καθώς τελείωσαν οι δεήσεις στον ναό, και το ενωμένο πλήθος όσων ακολουθούν την τελετουργική πομπή προς τους τάφους∙ ανάμεσα στα αιμοσφαίρια που σβήνει Εκείνος και τα κεριά που ανάβουν σ’ όλα τα μανουάλια∙ ανάμεσα στο πάσχον σώμα του αρρώστου με τα σβησμένα αιμοσφαίρια και την ανάλαφρη, σαν την angelica farfalla του Δάντη, ψυχή∙ ανάμεσα στο νοσοκομείο, στη θάλλουσα ευωδιαστή απ’ τα άνθη της φύση της άνοιξης και το βαρύ από τη μυρωδιά της σμύρνας εσωτερικό περιβάλλον του ορθόδοξου χριστιανικού ναού∙ ανάμεσα στην αφωνία του ανθρώπου μπροστά στα μυστήρια του κόσμου και στην ευλαλία των Μαΐων και τη σιωπηλή γνώση του ποιητή που ήταν, είναι και θα είναι αυτός που γνωρίζει και μιλά. Όλες αυτές οι φαινομενικές αντιθέσεις γειτνιάζουν τόσο μέσα στο ποίημα, χάρη στην απαράμιλλη εικονιστική πρισματικότητά του (οι εικόνες γεννιούνται αδιάκοπα η μια μέσ’ απ’ την άλλη), ώστε η απόσταση ανάμεσα στους δύο όρους των όποιων αντιθέσεων μηδενίζεται.
Σχηματικά, θα λέγαμε ότι ο Ελύτης ενώνει, όπως σε τόσα άλλα ποιήματά του, τη φυσική και τη μεταφυσική διάσταση. Οι κριτικοί, ιδίως την εποχή που εκδόθηκαν Τα ελεγεία της Οξώπετρας, επέμειναν στις πολλές αναφορές στον θάνατο και στη λειτουργία τους ως υπόμνηση του διαφαινόμενου βιολογικού τέλους. Ο ίδιος ο Ελύτης προσδιόρισε, ακριβέστερα, τι κατορθώνει στη συλλογή του (και, ειδικότερα, στο ποίημά του «La pallida morte»). Όταν το 1990, την εποχή που ετοίμαζε την έκδοση της συλλογής του, η δημοσιογράφος Μικέλα Χαρτουλάρη τον ρώτησε ποιος είναι ο στόχος που προσπαθεί να επιτύχει με τα ποιήματα του βιβλίου του, ο Ελύτης τής απάντησε: «Νομίζω ότι η ποίηση πρέπει να ’ναι μυστηριώδης, συνάμα, όμως, διαφανής, με καθαρότητα και με ένα οιονεί γεωμετρικό υπόβαθρο. Είναι πολύ δύσκολο το να επιτύχεις σε ένα ποίημα να είναι διάφανο και οργανωμένο και ταυτοχρόνως πλήρες πυκνού μυστηρίου, όπως το μυστήριον του φωτός».[7] Με τα δικά μου λόγια, ο Ελύτης στο «La pallida morte» επιτυγχάνει να κάνει διάφανο το πυκνό μυστήριο της ζωής και του θανάτου ως ένα, ενιαίο, ομοούσιο και αδιαίρετο, έτσι όπως καταυγάζεται από το φως της ποίησης. Χάρη σε ποιήματα όπως το «La pallida morte» όχι μόνο απαλύνεται η επίγνωση της θνητότητας, αλλά, για λίγο έστω, όσο διαρκεί η έκσταση από την επενέργεια του ποιήματος, η αίσθηση της θνητότητας υπερβαίνεται, επειδή το ποίημα βάζει στο στόχαστρό του την ευθεία αναμέτρηση του ανθρώπου όχι με τον θάνατο, αλλά με την οντότητά μας ως σωματικά θνητών και, από μιαν άλλη εσωτερική όψη μας, εκείνη της ψυχής, α-θανάτων. Και ο μόνος που μπορεί να μας χαρίζει, των σιωπηλών και αδαών ανθρώπων, αυτή την ενοποιητική των φαινομενικών αντιθέσεών μας αλήθεια είναι ο Ποιητής. Όχι εκείνος (μόνο) του ποιήματος, αλλά ο Ιησούς του ζωοδότη ήλιου, ο ανατέλλων (και αναστάς) ύστερα από κάθε Σάββατο, ο Είναι, ο Ήταν και ο Ερχόμενος. Αυτός ο αέναος ποιητής, αυτός γνωρίζει να μιλήσει για τον θάνατο. Γνωρίζει ότι ο θάνατος δεν είναι απειλή ή απώλεια, είναι εκείνο το άνοιγμα στο φως που αφήνει να διαχυθεί η μεγάλη λάμψη, του ήλιου και του έμπυρου ουρανού του (στον δαντικό Παράδεισο). Έτσι θεωρημένο το ποίημα, λειτουργεί και ως υπενθύμιση της αποστολής που προηγουμένως μας είχε αναθέσει ο Ελύτης, όταν είχε γράψει στο τέλος του Ημερολογίου ενός αθέατου Απριλίου το 1984:
– Όλα χάνονται. Του καθενός έρχεται η ώρα.
– Όλα μένουν. Εγώ φεύγω. Εσείς να δούμε τώρα.[8]
Εμείς, λοιπόν, να δούμε τώρα. Ο Καβάφης γράφει στον «Καισαρίωνά» του: «Όταν κατόρθωσα την εποχή να εξακριβώσω / θ’ άφηνα το βιβλίο αν μια μνεία μικρή, / κι ασήμαντη, του βασιλέως Καισαρίωνος / δεν είλκυε την προσοχή μου αμέσως…». Θυμήθηκα τους στίχους του καβαφικού ποιήματος, γιατί αυτό που τράβηξε τη δική μου προσοχή, σαν ν’ αγκιστρώθηκε σ’ εκείνο το σημείο, καθώς ξαναδιάβαζα το ποίημα του Ελύτη, ήταν ο τίτλος του, la pallida morte, ο χλωμός θάνατος. Γιατί, άραγε, αναρωτιόμουν, να τιτλοφορήσει το ποίημα μ’ αυτή την ιταλική φράση, εξορίζοντας τον ακαθόριστο Εκείνον στον ξενόγλωσσο τίτλο; Τι να τον «είλκυσε» σ’ αυτή τη φράση; Το θηλυκό γένος του θανάτου στα ιταλικά; Η παρήχηση του λ του επιθέτου pallida με το λ του ονόματός του; Οι δύο μεσοτονικοί πόδες της φράσης; Ευφάνταστοι συσχετισμοί, θα σκεφτεί κανείς, σε ώρες αργίας. Κι όμως, σαν να έρχεται σ’ αυτές τις σκέψεις συμπαραστάτης μου ο ποιητής με το δοκίμιό του Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο (1979), όπου έγραψε ότι η έκπληξη στην ποιητική έκφραση και η, χάρη στην έκπληξη, αποκάλυψη «ενός άλλου τρόπου να βλέπεις τα πράγματα βεβαιότατα συνιστά ποίηση, και μάλιστα “ποίηση από πρώτο χέρι”». Για να συμπληρώσει, αμέσως μετά: «Κάτι που κοντεύουμε να το ξεχάσουμε σήμερα, στην εποχή μας, όπου όλοι όσοι γράφουν ποιήματα τεντώνουν τα χέρια τους απεγνωσμένα για να πιαστούν από τις σωστικές λέμβους της ιστορίας και των αρχαίων κειμένων!».[9] Σχολιάζω, εν συντομία: Και ποιος το έγραψε αυτό; Ο Ελύτης, ο δεινός ανατόμος της γραμματειακής ιστορίας κι ο ακατάβλητος ιχνηλάτης των αρχαίων κειμένων της, στην ποίηση του οποίου παθιασμένοι σχολαστικοί τυμβωρύχοι μπορούν να ξεθάψουν εκατοντάδες, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βάθος κρυμμένες, μνείες σε άλλα ποιητικά έργα. Ναι, αλλά, συνάμα, ο Ελύτης κατόρθωσε να γράψει ποίηση όπου φυσικοποίησε τα λεγόμενα διακείμενα, τα έκανε σαρξ εκ της σαρκός της δικής του ποιητικής γλώσσας. Ας δοκιμάσω, χάριν παραδείγματος, να ανιχνεύσω ένα, αν δεν το έχει ήδη εντοπίσει κάποιος άλλος ή άλλη. Η λέξη «Εκείνος» μού ανακάλεσε τους εξής στίχους από τον «Λάμπρο» του Σολωμού, στο μέρος του «Η δέηση της Μαρίας και το όραμα του Λάμπρου. Το εσπέρας της Λαμπρής», όταν η τραγική ηρωίδα του ποιήματος, η Μαρία, προσεύχεται στα θεία ουράνια:
Πέστε Εκεινού που σήμερα αναστήθη
να ελεηθή τη μαύρη τη Μαρία.
Μέρα είναι Αγάπης∙ Άδης ενικήθη∙[10]
Δεν πρόκειται να σχολιάσω τη σχέση ανάμεσα σε Εκείνον του ποιήματος του Ελύτη και Εκείνον του σολωμικού «Λάμπρου». Γιατί είναι η σειρά του αναγνώστη. Εσείς να δούμε τώρα.
Αλλά, για να ξαναγυρίσω στον τίτλο, αν η ποίηση είναι η αποκάλυψη «ενός άλλου τρόπου να βλέπεις τα πράγματα», η φιλολογία παραμένει η επιστήμη να τα κοιτάζεις εταστικά, με εμμονική προσήλωση, μέσα από τον μεγεθυντικό φακό της τεκμηριωμένης λεπτομέρειας (ή της λεπτομερούς τεκμηρίωσης): όσο περισσότερο εστιάζεις στα μεμονωμένα σημεία, τόσο περισσότερο χάνεις τη θέαση του όλου. Εστιάζω, λοιπόν, εμμονικά στον τίτλο, με τον κίνδυνο της τύφλωσης. Στη σχετική με το ποίημα βιβλιογραφία, αυτή που μπορώ να εποπτεύσω από το σπίτι του εγκλεισμού μου, η μόνη μνεία στον τίτλο, μικρή, αλλά όχι ασήμαντη, εντοπίζεται στην κριτική που έγραψε για τα Ελεγεία της Οξώπετρας ο Σαββίδης το 1991. Εκεί, αφού επισημαίνει το πολύ πλούσιο διακειμενικό υπόστρωμα των ποιημάτων της συλλογής, προειδοποιεί, στη συνέχεια, όπως συνήθιζε να κάνει, τους τυμβωρύχους των ποιημάτων και τους στέρφους σχολαστικούς: «Το ποιες ήσαν “η θεία Μελισσηνή” είτε η “Sofchen” (= Σοφίκα), τελικώς ενδιαφέρει μόνο κάποιους τυμβωρύχους, ή κάτι στέρφους σχολαστικούς, ένας από τους οποίους θα αλάλαζε πως ο εδώ αδέσποτος ιταλικός κοινός τόπος “Pallida Morte” (= ωχρός θάνατος) πρωταπαντά λατινιστί, ως “pallid[a] mors”, στον Οράτιο».[11] Ο Σαββίδης έχει δίκιο, προφανέστατα. Σήμερα, ψάχνοντας ακόμα και με τη μηχανή αναζήτησης στα ψηφιοποιημένα από την Google και διαθέσιμα στο διαδίκτυο βιβλία, η φράση «pallida morte» απαντά, για παράδειγμα, στον Jacopone da Todi (περίπου 1236-1306), τον Francesco Petrarca (1304-1374), τον Lodovico Dolce (1508 ή 1510-1568) και τον Frederic William Henry Myers (1843-1901). Για όλους το σημείο εκκίνησης είναι η «pallida Μors» του Ορατίου. Δεν έχει νόημα να γίνει ο κατάλογος μακρύτερος. Κρατώ από τη βιβλιοκρισία του Σαββίδη, επίσης, την παρατήρησή του για τη λέξη «ανεμοκλείτια»: «ίσως το αναρριχητικό φυτό ανεμοκλάδι, κοιν. παρθενούδι».
Η απώτερη, λοιπόν, και η αδιαμφισβήτητη πηγή του τίτλου είναι η φράση «pallida Mors» στην τέταρτη ωδή του πρώτου βιβλίου των ωδών του Ορατίου. Το λατινικό κείμενο, για τους ελάχιστους αναγνώστες αυτού του γραπτού που γνωρίζουν λατινικά, εύκολα μπορεί να βρεθεί στο διαδίκτυο και, ακόμα ευκολότερα, στις βιβλιοθήκες τους. Παραθέτω εδώ την πρόσφατη μετάφραση της ορατιανής ωδής από τους λατινιστές αδελφούς Ανδρέα και Χαρίλαο Μιχαλόπουλο:
Ο τραχύς χειμώνας λιώνει με τη γλυκιά της άνοιξης και του Ζέφυρου εναλλαγή
και οι μηχανές τραβούν στεγνές καρίνες (στο ακρογιάλι)
και το κοπάδι δεν χαίρεται πια με τους στάβλους ούτε ο γεωργός με τη φωτιά
ούτε τα λιβάδια είναι άσπρα με λευκή πάχνη.
Τώρα η Κυθέρεια Αφροδίτη σέρνει τους χορούς της με το φεγγάρι να κρέμεται από πάνω
και οι όμορφες Χάριτες ενωμένες με τις Νύμφες
χτυπούν τη γη με το ένα και το άλλο πόδι, ενώ ο φλογερός Ήφαιστος
επισκέπτεται τα φοβερά εργαστήρια των Κυκλώπων.
Τώρα πρέπει να στεφανώσουμε το λαμπερό μας κεφάλι με πράσινη μυρτιά
ή με λουλούδια που βγάζει η γη που έχει ξεπαγώσει.
Τώρα πρέπει να θυσιάσουμε στον Φαύνο σε σκιερά άλση,
είτε ζητάει αρνί είτε προτιμάει κατσίκι.
Ο χλωμός Θάνατος χτυπάει με ίδιο πόδι τις καλύβες των φτωχών
και τους πύργους των βασιλιάδων. Ευτυχισμένε Σήστιε,
το μέγεθος της σύντομης ζωής μάς απαγορεύει να έχουμε μακριά ελπίδα.
Σε λίγο η νύχτα θα σε σκεπάσει και οι Ψυχές του μύθου
και ο ισχνός οίκος του Πλούτωνα, όπου μόλις φτάσεις,
ούτε θα τυχαίνεις με ζάρι την αρχηγία του κρασιού
ούτε θα θαυμάζεις τον τρυφερό Λυκίδα, για τον οποίο τώρα φλέγονται
όλοι οι νέοι και σύντομα τα κορίτσια θα νιώσουν θέρμη.[12]
Σχολιάζοντας γενικά την ωδή, οι Μιχαλόπουλοι περιορίζονται στα εξής βασικά: «Πανηγυρική ωδή για τον ερχομό της άνοιξης (πρβλ. Carm. 4.7 και 4.12), θέμα, ωστόσο, που συνδυάζεται με δυσάρεστες σκέψεις για τον ερχομό του θανάτου, που είναι κοινός για όλους, πλούσιους και φτωχούς. Πιθανώς η ωδή έχει πρότυπό της ένα ποίημα του Αλκαίου με ανάλογο θέμα, το οποίο όμως σώζεται πολύ αποσπασματικά (fr. 286 L-P). Αποδέκτης της ωδής είναι πιθανότατα ο Λεύκιος Σήστιος, ύπατος το 23 π.Χ., ο οποίος είχε συνταχθεί με τον Κάσσιο και τον Βρούτο στη μάχη των Φιλίππων» (γιατί μετέφερα αυτές τις πληροφορίες θα φανεί παρακάτω). Στη συνέχεια, οι Μιχαλόπουλοι παραθέτουν το λατινικό κείμενο, τη μετάφρασή τους και αναλυτικά σχόλια στις λέξεις και τους στίχους του πρωτοτύπου.[13] Ανάμεσα στην ορατιανή ωδή και το ποίημα του Ελύτη, εκτός της επίμαχης φράσης, πασίδηλο είναι και το κοινό στοιχείο της αντίθεσης, που όπως έγραψα στο «La pallida morte» ακυρώνεται, ανάμεσα στο χαρούμενο κάλεσμα της ανοιξιάτικης φύσης για ζωή και τη θλιμμένη επίγνωση της θνητότητας των ανθρώπων.
Ωστόσο, αν ο Ελύτης, σκέφτομαι, ήθελε να υποδείξει στον αναγνώστη του ποιήματός του την ορατιανή ωδή, γιατί θα μετέφραζε στα ιταλικά τη λατινική φράση και δεν θα την έγραφε αυτούσια; Αυτή η απορία μού γέννησε την ιδέα, που δεν έχω κανένα τρόπο και δεν διαθέτω πραγματολογικά κάποιο ισχυρό στοιχείο για να την τεκμηριώσω, κι ούτε το θέλω εξάλλου, ότι ο τίτλος είναι ανάμνηση από τον Ελύτη του ιταλικού τραγουδιού «La pallida morte». Το τραγούδι αυτό περιλαμβάνεται στον δυσεύρετο σήμερα δίσκο Sexus et politica που κυκλοφόρησε από τη δισκογραφική εταιρεία Vedette στο Μιλάνο τον Φεβρουάριο του 1970.[14]
Ο συνθέτης των τραγουδιών είναι ο Virgilio Savona (1919-2009). Και τα 12 τραγούδια του δίσκου είναι μεταφράσεις-διασκευές λατινικών κειμένων διαφόρων αρχαίων ποιητών και συγγραφέων. Περισσότερη σημασία έχει ότι τα τραγούδια τα ερμηνεύει, με την πολύ θεατρική φωνή του, ο Giorgio Gaber. Ο Gaber (1939-2003), γνωστός και καταξιωμένος ιταλός τραγουδοποιός, ηθοποιός και θεατρικός συγγραφέας,[15] συνδέθηκε στενά με το κίνημα της πολιτικής διαμαρτυρίας στην Ιταλία. Στο τραγούδι «La pallida morte» ο Savona παρέφρασε τις δύο τελευταίες στροφές της ορατιανής ωδής. Παραθέτω τους στίχους του τραγουδιού «La pallida morte» και, στα δεξιά τους, μια πρόχειρη πιστή μετάφρασή τους:
Tu, ricchissimo Sestio , Εσύ, πάμπλουτε Σήστιε,
renditi conto che breve è la vita κατάλαβε πόσο σύντομη είναι η ζωή
e che non potrai conservare και πως δεν θα μπορέσεις να κρατήσεις
ancora per molto la tua ricchezza, ακόμα για πολύ τα πλούτη σου,
perché la pallida morte γιατί ο χλωμός θάνατος
di torri e capanne bussa alle porte χτυπάει τις πόρτες σε πύργους και καλύβες
perché la pallida morte γιατί ο χλωμός θάνατος
coglie egualmente poveri e re. θερίζει το ίδιο φτωχούς και βασιλιάδες.
Tu, ricchissimo Sestio , Εσύ, πάμπλουτε Σήστιε,
renditi conto che presto morrai κατάλαβε πως σύντομα θα πεθάνεις
e che tu sarai ricoperto και πως θα σε σκεπάσει
da un nero mantello nel regno dell’ombra, ένας μαύρος μανδύας στο βασίλειο της σκιάς,
perché la pallida morte γιατί ο χλωμός θάνατος
di torri e capanne bussa alle porte χτυπάει τις πόρτες σε πύργους και καλύβες
perché la pallida morte γιατί ο χλωμός θάνατος
coglie egualmente poveri e re. θερίζει το ίδιο φτωχούς και βασιλιάδες.
Tu, ricchissimo Sestio , Εσύ, πάμπλουτε Σήστιε,
renditi conto che quando morrai κατάλαβε πως όταν θα πεθάνεις
saranno finiti i conviti θα τελειώσουν τα συμπόσια
finiti gli amori giocati coi dadi, όπως κι οι έρωτες που έπαιζες με τα ζάρια,
perché la pallida morte γιατί ο χλωμός θάνατος
di torri e capanne bussa alle porte χτυπάει τις πόρτες σε πύργους και καλύβες
perché la pallida morte γιατί ο χλωμός θάνατος
coglie egualmente poveri e re. θερίζει το ίδιο φτωχούς και βασιλιάδες.
Tu, ricchissimo Sestio , Εσύ, πάμπλουτε Σήστιε,
renditi conto che più non potrai κατάλαβε πως πια δεν θα μπορείς
il tenero schiavo ammirare, να θαυμάζεις τον τρυφερό σκλάβο,
più nulla i tuoi occhi potranno guardare, τίποτα πια τα μάτια σου δεν θα μπορούν να βλέπουν,
perché la pallida morte γιατί ο χλωμός θάνατος
di torri e capanne bussa alle porte χτυπάει τις πόρτες σε πύργους και καλύβες
perché la pallida morte γιατί ο χλωμός θάνατος
coglie egualmente poveri e re. θερίζει το ίδιο φτωχούς και βασιλιάδες.
Perché la pallida morte Γιατί ο χλωμός θάνατος
di torri e capanne bussa alle porte χτυπάει τις πόρτες σε πύργους και καλύβες
perché la pallida morte γιατί ο χλωμός θάνατος
coglie egualmente poveri e re. θερίζει το ίδιο φτωχούς και βασιλιάδες.
Θα μπορούσε ο Ελύτης να είχε ακούσει και να θυμόταν, τον χειμώνα των ετών 1989-1990, στο νοσοκομείο του Ευαγγελισμού, το τραγούδι με τη φωνή του Gaber; Γιατί όχι. Επισκέφτηκε αρκετές φορές την Ιταλία και ειδικότερα τη Ρώμη (τα ταξίδια αυτά καταγράφονται από την Ηλιοπούλου στο χρονολόγιό της τις χρονιές 1923, 1951, 1985 και 1987). Επίσης, ο Ελύτης μετέφρασε ποιήματα ενός ιταλού ποιητή, του Giuseppe Ungaretti, αξιοποιώντας την πολύ καλή γνώση της γαλλικής γλώσσας και τη συνεργασία του με τον ίδιο τον ιταλό ομότεχνο.[16] Κυρίως, για τον βαθμό στον οποίο ο Ελύτης μπορούσε να γνωρίζει τα ιταλικά, ασφαλής δείκτης είναι η ποιητική σχέση του με το κείμενο της δαντικής Commedia (Θείας Κωμωδίας), σχέση ως ένα σημείο αδιαμεσολάβητη, βασισμένη δηλαδή στο πρωτότυπο κείμενο.[17] Ακούγοντας το τραγούδι των Savona και Gaber, αυτό που ιδίως μου προκαλεί την αίσθηση ότι ο Ελύτης μπορεί να το είχε ακούσει και να το θυμόταν, παράλληλα με τους ήχους των τροχών από τα αμαξίδια, στο δωμάτιο και στους διαδρόμους του Ευαγγελισμού, είναι η μουσική επανάληψη δέκα φορές της φράσης «La pallida morte», σε συνδυασμό με το ότι από την ορατιανή ωδή αυτό που κράτησαν οι δύο ιταλοί, ο συνθέτης και ο ερμηνευτής, δεν είναι ο εκθειασμός της άνοιξης, αλλά η υπόμνηση του χλωμού θανάτου.
Η ωχρότητα του προσωποποιημένου θανάτου, αλλά και των τόπων όπου μας οδηγεί, «σαν να μην ήθελε αλλά πρέπει», στάθηκε εκείνο το χνάρι που με οδήγησε σε έναν άλλο ποιητή και στο δικό του άπλωμα του χεριού ή την αποχαιρετιστήρια πράξη, λιγότερο λυτρωτική από εκείνην του Ελύτη. Ο ιταλός ποιητής Sandro Penna πέθανε στο δωμάτιο του μικρού σπιτιού του, στον αριθμό 28 της via della Mola dei Fiorentini της Ρώμης, δίπλα στον Τίβερη, μόνος του, τον Γενάρη του 1977, στα 71 του χρόνια. Το σπίτι του βρισκόταν «απέναντι σχεδόν από το Καστέλ Σαντ’ Άντζελο – που ’ναι ο τάφος, καταπώς λέγεται, του λαβωμένου Αδριανού».[18] Λίγο πριν πεθάνει ο Penna, πιθανολογεί ο φιλολογικός εκδότης της συγκεντρωτικής έκδοσης των Ποιημάτων του Roberto Deidier, έγραψε το τελευταίο κείμενό του, μια μετάφραση των περίφημων λατινικών στίχων που αποδίδονται στον Ρωμαίο αυτοκράτορα Αδριανό (76-138 μ.Χ.) και μάλιστα φημολογείται ότι τους συνέθεσε κι αυτός λίγο πριν πεθάνει. Άραγε, να ’ταν η γειτνίαση με το Castel Sant’Angelo (το φρούριο του Αγίου Αγγέλου), το μαυσωλείο του Αδριανού, που έφερε στη μνήμη του Penna τους πέντε λατινικούς στίχους; Το λατινικό κείμενο:
Animula vagula blandula,
hospes comesque corporis,
quae nunc abibis in loca
pallidula rigida nudula
nec ut soles dabis iocos.[19]
Η μετάφραση του Penna:
Animula vagula, blandula
ospite e compagna del corpo,
che ora te ne andrai in luoghi
sì pallidi, sì gelidi, sì nudi
né come solevi darai giochi…[20]
Και η δική μου μετάφραση:
Ψυχούλα γυριστρούλα, καημενούλα
φιλοξενούμενη και σύντροφε του σώματος
που η ώρα σου ήρθε για να πας τώρα σε τόπους
τόσο χλωμούς, τόσο ψυχρούς, τόσο γυμνούς
πια δεν θα δίνεις όπως κάποτε παιχνίδια…[21]
Πιανόμαστε απ’ τις λέξεις, όπως οι νυχτόβιες πεταλούδες έλκονται απ’ το φως: pallidula, pallidi, χλωμοί, la pallida morte. Κι η ψυχή μας, που «σαν μητέρα νεοσσών όπου κίνδυνος κάνει φτερούγα / και από τις καταιγίδες μέσα λίγα ψίχουλα / γαλήνης υπομονετικά συνάζει», γυριστρούλα, καημενούλα…
[1] Οδυσσέας Ελύτης, Ποίηση, Αθήνα, Ίκαρος 2002, σ. 558-559.
[2] Οδυσσέας Ελύτης, Ποίηση, ό.π., σ. 466.
[3] Βλ. Elytis Odysseus, The collected poems of Odysseus Elytis, Translated by Jeffrey Carson and Nikos Sarris, Introduction and Notes by Jeffrey Carson, Baltimore and London, The Johns Hopkins University Press 1997, σ. 521.
[4] Βλ. Οδυσσέας Ελύτης. Ο ναυτίλος του αιώνα, Σύνθεση-επιμέλεια Ιουλίτα Ηλιοπούλου, Αθήνα, Εκδόσεις Ίκαρος 2011, σ. 25-89. Για τα έτη 1989-1990, βλ. στις σ. 81 και 85.
[5] Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Ε΄, 1 Γενάρη 1945 – 19 Απρίλη 1951, Αθήνα, Ίκαρος 1977, σ. 80. Ημερολογιακή εγγραφή στις 5 Νοέμβρη 1946.
[6] Για το βιβλίο του Αθανασόπουλου, βλ. τη μελέτη μου «Η ποίηση του Βαγγέλη Αθανασόπουλου», στον τόμο Λογοτεχνικές διαδρομές. Ιστορία – θεωρία – κριτική. Μνήμη Βαγγέλη Αθανασόπουλου, Επιμέλεια Θανάσης Αγάθος, Χριστίνα Ντουνιά, Άννα Τζούμα, Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτη – Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Φιλολογίας, Τομέας Νεοελληνικής Φιλολογίας 2016, σ. 105-114.
[7] «Αγωνίζομαι με όπλα την ομορφιά και την αθωότητα» [Συνέντευξη στην Μικέλα Χαρτουλάρη], Οδυσσέας Ελύτης, Συν τοις άλλοις. 37 συνεντεύξεις, Αθήνα, Ύψιλον/βιβλία 2011, σ. 299. Πρώτη δημοσίευση: Τα Νέα, 3 Νοεμβρίου 1990.
[8] Οδυσσέας Ελύτης, Ποίηση, ό.π., σ. 489.
[9] Οδυσσέας Ελύτης, Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο, Θεσσαλονίκη, Τραμ 1979. Αναδημοσίευση: Αθήνα, Ύψιλον/βιβλία 1980, σ. 51.
[10] Διονύσιου Σολωμού, Άπαντα. Τόμος πρώτος. Ποιήματα, Επιμέλεια-σημειώσεις Λίνου Πολίτη, Αθήνα, Ίκαρος 19865, σ. 187.
[11] Γ.Π. Σαββίδης, «Η ζωτική διαθήκη ενός μείζονος λυρικού», Τα Νέα, 6 Δεκεμβρίου 1991.
[12] Ανδρέας Ν. Μιχαλόπουλος – Χαρίλαος Ν. Μιχαλόπουλος, Ρωμαϊκή Λυρική Ποίηση. Οράτιος Carmina, Αθήνα, Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών 2015, σ. 363. Ηλεκτρονική διεύθυνση: https://repository.kallipos.gr/handle/11419/2905. Παρά την πεζότητα της μετάφρασης, που οφείλεται στην πρόθεση για μία νοηματικά πολύ πιστή-ακριβή απόδοση του πρωτοτύπου, την προτίμησα εδώ από την παλαιότερη μετάφραση του, επίσης λατινιστή, Κωνσταντίνου Γρόλλιου, Οράτιος, Οι ωδές, Βιβλίο 1, Ερμηνευτική έκδοση[:] Κείμενο, μετάφραση, σχόλια, ερμηνεία, [Αθήνα], Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» 20108, σ. 64-65. Σαφώς «ποιητικότερη» η μετάφραση του Γρόλλιου, επιβαρύνεται από τις γλωσσικά παλαιοδημοτικές επιλογές της. Έτσι, και η «pallida Mors» μεταφράζεται «χλωμός ο Χάροντας».
[13] Ανδρέας Ν. Μιχαλόπουλος – Χαρίλαος Ν. Μιχαλόπουλος, ό.π., σ. 361-365. Ανέτρεξα, από περιέργεια, στο απόσπασμα 286 του Αλκαίου. Σώζεται, ανάμεσα σε λιγοστές λέξεις, και η λέξη «Τάρταρον» που παραπέμπει στον κάτω κόσμο των αρχαίων και στον θάνατο.
[14] Το τραγούδι υπάρχει στο διαδίκτυο: https://www.youtube.com/watch?v=9b-Cn0eXlMM, όπου διατίθενται και τα 12 τραγούδια του δίσκου: https://www.youtube.com/playlist?list=PLDC1899EB63D7AB6B.
[15] Βλ. τους ιστότοπους http://www.giorgiogaber.org και http://www.giorgiogaber.it
[16] Έγραψε σχετικά ο Ελύτης στην εισαγωγή του στον τόμο των μεταφράσεών του, Δεύτερη γραφή, Αθήνα, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία 1980, σ. 9-10: «Βοηθημένος από την κοινή ρίζα των λατινικών γλωσσών, δοκίμασα να μεταφράσω παράλληλα με τους Γάλλους, έναν Ισπανό, τον Λόρκα, κι έναν Ιταλό, τον Ουγκαρέττι, που, αυτός, είχε την καλοσύνη να συνεργαστεί μαζί μου στην απόδοση μερικών σύντομων ποιημάτων του».
[17] Η σχέση αυτή δεν πιθανολογείται, αλλά τεκμηριώνεται στη μελέτη μου, «Οδυσσέας Ελύτης και Dante», που παρουσιάστηκε ως ανακοίνωση στο Convegno Internazionale di Studi Neogreci. La letteratura neogreca del XX secolo. Un caso europeo. Omaggio a Paola Maria Minucci (Ρώμη, 21-23 Νοεμβρίου 2018). Το κείμενο της μελέτης θα δημοσιευτεί στα Πρακτικά του συνεδρίου.
[18] Ερρίκος Σοφράς, «Σημείωμα», στο βιβλίο Σάντρο Πέννα, Ο σκονισμένος ποδηλάτης. Ποιήματα 1928-1976, Ανθολόγηση-μετάφραση-σημείωμα Ερρίκος Σοφράς, Αθήνα, Το ροδακιό 2012, σ. 9. Στο πολύ όμορφο, και για την ποιότητα των μεταφράσεων, βιβλίο του Σοφρά, συμφοιτητή μου κάποτε, περιλαμβάνονται φωτογραφίες του του κτιρίου όπου έζησε ο Πέννα. Τι μας καλεί, άραγε, στα σπίτια και στους τάφους των ποιητών – σαν να πρόκειται να συναντηθούμε με τους αγαπημένους μας;
[19] I frammenti dei ‘poetae novelli’, Introduzione, testo critico e commentο a cura di Silvia Mattiacci, Roma, Edizionι dell’Ateneo 1982, σ. 66. Βλ., επίσης, Fragmenta poetarum Latinorum epicorum et lyricorum, Editionem quartam auctam curavit Jürgen Blänsdorf, Berlin/New York, de Gruyter 2011, σ. 341-342. Ευχαριστώ τον φίλο Μιχαήλ Πασχάλη που μου υπέδειξε τις δύο εκδόσεις.
[20] Sandro Penna, Poesie, prose e diari, a cura di Roberto Deidier, Milano, Mondadori, Meridiani 2017, σ. 567. Βλ. και το σχόλιο του Deidier για τη μετάφραση, σ. 1208-1209.
[21] Περιλαμβάνεται στη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Penna, που επιμελήθηκα και μετέφρασα. Θα εκδοθεί από τις Εκδόσεις Gutenberg, μέσα στον επόμενο μήνα, όταν θα ξαναβγούμε από τα σπίτια μας, έξω, στους Μαΐους που ευλαλούν.