Ο Χαβιέρ Βαλενθουέλα για τον Χουάν Γκοϊτισόλο (συνέντευξη στον Ελ. Μακεδόνα)

0
212

Συνέντευξη με τον Χαβιέρ Βαλενθουέλα τής El País, με την ευκαιρία τής έκδοσης του μυθιστορήματος “Δον Χουλιάν” (1970), του Χουάν Γκοϊτισόλο

 

Χαβιέρ Βαλενθουέλα. Ο Χαβιέρ Βαλενθουέλα (Γρανάδα, 1954- ) είναι Ισπανός δημοσιογράφος και συγγραφέας. Έχει εργαστεί για τριάντα χρόνια ως ανταποκριτής τής El País σε διάφορες πόλεις τού κόσμου, όπως η Βηρυτός, η Ραμπάτ, το Παρίσι κι η Ουάσιγκτον. Είναι ο συγγραφέας εννέα βιβλίων δημοσιογραφικού περιεχομένου και τριών αστυνομικών μυθιστορημάτων. Έχει βραβευτεί επανειλημμένα για το δημοσιογραφικό του έργο. Κατά το διάστημα 1993-1995, διετέλεσε αναπληρωτής διευθυντής τής El País και, κατά τη διετία 2004-2006, Γενικός Διευθυντής Διεθνών Πληροφοριών τού Προεδρείου τής Ισπανικής Κυβέρνησης. Επί σειρά ετών, υπήρξε σύμβουλος του Προέδρου Θαπατέρο σε πολλές του επισκέψεις σε χώρες τού εξωτερικού και σε συναντήσεις του με ξένους ηγέτες. Έχει λάβει επίσης μέρος σε διάφορες εκπομπές τής Ισπανικής Τηλεόρασης. Το 2012 αποχώρησε από την El País και ίδρυσε την ηλεκτρονική του εφημερίδα infoLibre και το έντυπο μηνιαίο ηλεκτρονικό περιοδικό του tintaLibre, όπου συνεχίζει και γράφει μέχρι σήμερα.

Στο πλαίσιο της πρόσφατης κυκλοφορίας, για πρώτη φορά στα ελληνικά, σε μετάφραση Ελευθέριου Μακεδόνα, του magnum opus “Δον Χουλιάν,” τού μεγάλου Ισπανού συγγραφέα Χουάν Γκοϊτισόλο (Βραβείο Θερβάντες 2014), ο μεταφραστής τού βιβλίου μίλησε με τον επί σειρά ετών ανταποκριτή τής El País και συγγραφέα Χαβιέρ Βαλενθουέλα, ο οποίος υπήρξε φίλος τού συγγραφέα.

 

Ελευθέριος Μακεδόνας: Αγαπητέ Χαβιέρ, είναι πραγματικά μεγάλη μου χαρά, που έχω την ευκαιρία να κάνω μαζί σου αυτήν τη συζήτηση. Με την ευκαιρία τής έκδοσης για πρώτη φορά στην ελληνική γλώσσα, σε δική μου μετάφραση, του αριστουργήματος του Χουάν Γκοϊτισόλο, Δον Χουλιάν, σκέφτηκα να απευθυνθώ σ’ εσένα, δεδομένου ότι υπήρξες προσωπικός φίλος τού συγγραφέα. Αλλά, θα ήταν νομίζω καλύτερα να ξεκινήσουμε με μια εισαγωγή γύρω από το δικό σου έργο, τη δική σου διαδρομή ως συγγραφέα κι ως δημοσιογράφου. Θα ήθελες λοιπόν να μας πεις πρώτα λίγα λόγια για την πορεία σου στον χώρο τής δημοσιογραφίας και των γραμμάτων γενικά;

Χαβιέρ Βαλενθουέλα: Γεννήθηκα το 1954 στη Γρανάδα, στις παρυφές τής Αλάμπρα και βιοπορίζομαι εδώ και σαράντα χρόνια από το γράψιμο. Στον χώρο τής δημοσιογραφίας κατ’ αρχάς και, εδώ και κάποιο διάστημα και της λογοτεχνίας επίσης. Για ’μένα, τα δύο αυτά είδη είναι συμπληρωματικά μεταξύ τους. Η δημοσιογραφία βασίζεται στο αληθές, η λογοτεχνία στο αληθοφανές. Και τα δύο είδη μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως μέσα αποτύπωσης της πραγματικότητας, κυρίως της πραγματικότητας εκείνης, την οποία οι ισχυροί προσπαθούν συστηματικά να αποκρύψουν από τους πολλούς. Σε κάθε περίπτωση, είναι σημαντικό κάνεις γνωστό στους αναγνώστες σου το είδος στο οποίο ανήκει το εκάστοτε κείμενο που τους προσφέρεις̇ εάν δηλαδή πρόκειται για ένα δημοσιογραφικό κείμενο, μ’ άλλα λόγια το είδος το οποίο βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, που μπορούν να επαληθευτούν ή εάν πρόκειται για ένα μυθιστόρημα, δηλαδή το είδος εκείνο που βασίζεται σε φανταστικά ‘γεγονότα,’ τα οποία θα μπορούσαν και να έχουν συμβεί υπό συγκεκριμένες συνθήκες.

Στην πορεία τής δημοσιογραφικής μου καριέρας, έχω εργαστεί για τριάντα χρόνια στην εφημερίδα Ελ Παΐς, ως σχολιαστής τής επικαιρότητας της ευρύτερης περιοχής τής Μαδρίτης, ως πολεμικός ανταποκριτής στη Βηρυτό, στο Ιράν, το Ιράκ και τη Βοσνία, ως ανταποκριτής στην Εγγύς Ανατολή, το Μαρόκο, τη Γαλλία και τις Η.Π.Α., ενώ έχω διατελέσει και αναπληρωτής διευθυντής τής ίδιας εφημερίδας. Αργότερα, ίδρυσα και διηύθυνα το μηνιαίο περιοδικό tintaLibre[1], το οποίο είχε ως βασικό του όραμα τον όμορφα γραμμένο δημοσιογραφικό λόγο. Ένα από τα βασικά μου σημεία αναφοράς, σε δημοσιογραφικό κι επαγγελματικό επίπεδο, είναι ο Αλμπέρ Καμύ, ο οποίος τάχθηκε πάντοτε με την πλευρά των θυμάτων, όχι των δημίων. Άλλο τέτοιο σημείο αναφοράς μου ήταν φυσικά ο Χουάν Γκοϊτισόλο, του οποίου υπήρξα μαθητής και προσωπικός φίλος για περισσότερα από τριάντα χρόνια.

ΕΜ: Και πώς συνέβη και γνωρίστηκες με μία από τις πιο επιφανείς – αν όχι την πιο επιφανή – μορφή των ισπανικών και γενικότερα των ισπανόφωνων γραμμάτων τού 20ού – και μέρους τού 21ου – αιώνα, τον Χουάν Γκοϊτισόλο;

ΧΒ: Το ότι ο Γκοϊτισόλο υπήρξε δάσκαλος και φίλος μου, είναι ένα από τα μεγάλα προνόμια που είχα στη ζωή μου. Τον γνώρισα στο Μαρρακές τη δεκαετία τού ’80, όταν εργαζόμουν ως ανταποκριτής τής Ελ Παΐς στο Μαρόκο. Είχα ήδη διαβάσει αρκετά από τα βιβλία του και τον θαύμαζα απεριόριστα ως συγγραφέα κι ως πολίτη κι έτσι, με την πρώτη ευκαιρία, ταξίδεψα από τη Ραμπάτ όπου έμενα, στο Μαρρακές όπου έμενε αυτός. Ήταν ιδιαίτερα φιλόξενος κι εγκάρδιος απέναντί μου, ήδη από την πρώτη μας αυτή συνάντηση. Η πνευματική μας συγγένεια έγινε εμφανής από την πρώτη στιγμή που γνωριστήκαμε κι έτσι, συνεχίσαμε να συναντιόμαστε εκεί, στο Μαρρακές, μέχρι και τις τελευταίες μέρες τής ζωής του. Έμεινα πολλές φορές στο σπίτι του στη Μεδίνα κι ακόμη περισσότερες φορές φάγαμε οι δυο μας ένα καλομαγειρεμένο κουσκούς ή κάποιο μαροκινό ψητό.

Συναντιόμασταν επίσης πολύ συχνά στο Παρίσι, κατά τη δεκαετία τού ’90, ενόσω ήμουν ανταποκριτής τής Ελ Παΐς στη Γαλλία. Να μην τα πολυλογώ, για περισσότερο από τριάντα χρόνια, διατηρήσαμε μια πολύ στενή επαφή και στις δύο μεριές τού Στενού τού Γιβραλτάρ, η οποία χαρακτηριζόταν από στοργή και σύμπνοια απόψεων σε πνευματικό επίπεδο. Οι δυο μας μοιραζόμασταν την ίδια αγανάκτηση για τη θλιβερή μοίρα τού παλαιστινιακού λαού, την αποστροφή κατά του ρατσισμού, με τον οποίο η Δύση μεταχειρίζεται τους Άραβες και τους Μουσουλμάνους, καθώς και την ίδια απέχθεια για όλους εκείνους που, στη γενέτειρά μας την Ισπανία, επιβάλλουν την αδικία και τη στέρηση της ελευθερίας των ανθρώπων. Ήταν μεγάλη τιμή για ‘μένα το ότι με συμπεριέλαβε στη λίστα των προσκεκλημένων του, το 2015, όταν παρέλαβε το Βραβείο Θερβάντες στο Πανεπιστήμιο του Αλκαλά.

ΕΜ: Υπήρξατε λοιπόν φίλοι κι επομένως, είχες την ευκαιρία να τον γνωρίσεις από πολύ κοντά. Πώς ήταν ο Γκοϊτισόλο σαν άνθρωπος; Ήταν ένας χαρακτήρας δύσκολος και κλειστός ή αντιθέτως, ανοιχτός και κοινωνικός; Μπορείς να μας αναφέρεις ορισμένα από τα κύρια χαρακτηριστικά τής προσωπικότητάς του;

ΧΒ: Είναι παράδοξο, αλλά όσο σοβαρός και συγκρατημένος ήταν στις δημόσιες εμφανίσεις του ο Γκοϊτισόλο, άλλο τόσο εξωστρεφής και διασκεδαστικός ήταν στις ιδιωτικές του στιγμές, όποτε βρισκόταν με τους δικούς του ανθρώπους, με όλους εκείνους που αποτελούσαν τη θετή του οικογένεια. Διέθετε μία πολύ υψηλή αίσθηση του χιούμορ και έχουμε γελάσει πολύ οι δυο μας σε αμέτρητες περιπτώσεις. Και φυσικά, ήταν κι ένας εξαιρετικός συνομιλητής. Γνώριζε πάρα πολλά πράγματα γύρω από τη λογοτεχνία, τόσο την ισπανική όσο και την παγκόσμια, τον ενδιέφερε όμως πολύ κι η πολιτική. Ήταν ανά πάσα στιγμή άριστα ενημερωμένος γύρω από την επικαιρότητα – την ισπανική και τη διεθνή – κι ήταν σε θέση να την κατανοεί σε βάθος και να την τοποθετεί στο κατάλληλο ιστορικό και πολιτισμικό της υπόβαθρο. Ωστόσο, οι συζητήσεις μαζί του δεν κατέληγαν ποτέ σε έναν μονόλογο, αντιθέτως, άκουγε με πολλή προσοχή τον κάθε συνομιλητή του κι έτσι κατάφερνε πάντα να δημιουργεί μια κατάσταση πραγματικής ανταλλαγής πληροφοριών και ιδεών μεταξύ των δύο μερών.

ΕΜ: Ξέρουμε, ότι το Μαρόκο υπήρξε για τον Γκοϊτισόλο το ύστατο καταφύγιό του από μια Ισπανία, την οποία μισούσε όσο τίποτε άλλο στον κόσμο, μια Ισπανία που πάντoτε τον καταπίεζε̇ η επιλογή του αυτή – να αποδράσει στο Μαρόκο – θα πρέπει οπωσδήποτε να είχε και μια συμβολική σημασία για τον ίδιο: ο αραβικός κόσμος σε αντιδιαστολή με έναν ισπανικό (και κατ’ επέκταση δυτικό) κόσμο, ο οποίος είχε φτάσει εδώ και πολύ καιρό στο απώτατο σημείο τής πολιτιστικής και ηθικής του παρακμής. Θα έλεγες ότι αυτή είναι μία ορθή ερμηνεία τής απόφασής του να αυτοεξοριστεί στο Μαρόκο ή έπαιξαν ρόλο κι άλλοι παράγοντες;

ΧΒ: Είναι σίγουρα παράδοξο και όχι χωρίς κάποια σημασία, το ότι το Μαρόκο, μία χώρα πιο αυταρχική από την Ισπανία και τη Γαλλία, αποτέλεσε ένα καταφύγιο, όχι μόνο για τον Γκοϊτισόλο, αλλά και για πολλούς άλλους μεγάλους δυτικούς συγγραφείς, όπως ήταν ο Ζαν Ζενέ ή ο Πωλ Μπόουλς. Κι αυτό, διότι ενώ το επίσημο πολίτευμα του Μαρόκου είναι η μοναρχία, ο κόσμος του είναι στην πραγματικότητα φιλελεύθερος, με την παλιά, καλή σημασία τού όρου. Οι μαροκινοί είναι άνθρωποι ανοιχτοί, φιλόξενοι κι έχουν μια πολύ καλή αίσθηση του χιούμορ. Ιδιαίτερα με τους ξένους. Εκεί, ο Γκοϊτισόλο ένιωθε σαν στο σπίτι του. Οι μαροκινοί γείτονες και φίλοι του, κόσμος ταπεινός κι εργατικός, τον σέβονταν και δέχονταν τις ιδιαιτερότητές του. Ποτέ του δεν συγχρωτίσθηκε με τους κύκλους τής πολιτικής κι οικονομικής εξουσίας τού Μαρόκου, πάντοτε προτιμούσε να βρίσκεται ανάμεσα σε ανθρώπους που προέρχονταν από τα λαϊκά στρώματα, με τους οποίους επικοινωνούσε στην “νταρίγια,” την αραβική διάλεκτο του Μαρόκου. Χρησιμοποίησε, ωστόσο, τα βιώματά του από το Μαρόκο, για να τα αντιπαραβάλει, ως άτομο, ως συγγραφέας, ως διανοούμενος, με τον εγωισμό, τον καταναλωτισμό και την επιφανειακότητα που ήδη άρχιζαν να κυριαρχούν τότε στην Ευρώπη. Γεγονότα, όπως το ότι στο Μαρόκο και γενικά στον αραβικό κόσμο τα παιδιά δεν κλείνουν τους γονείς τους σε γηροκομεία, αλλά συνεχίζουν να ζουν μαζί τους, θέτοντάς τους υπό την προστασία τους, του φαίνονταν ιδιαίτερα σημαντικά κι ενδεικτικά τού ότι σ’ αυτές τις χώρες επιβίωνε ακόμη το ανθρωπιστικό εκείνο πνεύμα που εξέλιπε με γοργούς ρυθμούς στον ευρωπαϊκό Βορρά. Κατά τ’ άλλα, εκτιμούσε επίσης ιδιαίτερα την ανεκτικότητα του Μαρόκου απέναντι στην ομοφυλοφιλία – η οποία βεβαίως δεν γινόταν αποδεκτή επίσημα, αλλά μάλλον de facto. Την ίδια εποχή που η Δύση καταδίωκε με μανία τούς gays, το Μαρόκο μετατράπηκε σε ένα είδος καταφυγίου, όπου αυτοί μπορούσαν να ζήσουν τη σεξουαλικότητά τους με έναν αρκετά μεγάλο βαθμό ελευθερίας, εφόσον φυσικά τηρούσαν ορισμένους ελάχιστους κανόνες διακριτικότητας.

ΕΜ: Εκδόθηκε πρόσφατα, για πρώτη φορά στην ελληνική γλώσσα, το αριστούργημα του Γκοϊτισόλο Δον Χουλιάν. Ένα μυθιστόρημα, το οποίο προσωπικά το θεωρώ ως μία κορύφωση της σύγχρονης ισπανικής, ισπανόφωνης και – τολμώ να το πω – της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Έχω ταυτιστεί εξ ολοκλήρου με την αιρετική του θέαση του κόσμου, σε όλα τα επίπεδα. Πρόκειται για μια θέαση που δεν αποδέχεται καμιά απολύτως ανθρώπινη βεβαιότητα, κανένα από όλα εκείνα τα συμβολικά καταφύγια τα οποία έχουμε κατασκευάσει και στα οποία προσπαθούμε να βολευτούμε όσο πιο άνετα μπορούμε, – έτσι ελπίζουμε τουλάχιστον, – μέσα σ’ ένα σύμπαν αβέβαιο κι εξ ορισμού εχθρικό: έθνος, πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια, η μητρική γλώσσα, η λογοτεχνία, οι νόμοι τής ‘ελεύθερης αγοράς’ κλπ. κλπ. Είναι πραγματικά εντυπωσιακό, το πώς ένας συγγραφέας, ο οποίος ανατράφηκε και μορφώθηκε μέσα στους κόλπους τής ισπανικής και δυτικής εν γένει κουλτούρας, εντελώς ξαφνικά, μετατράπηκε στον πιο άσπονδο εχθρό τους. Πώς εξηγείς αυτή τη μεταστροφή του;

ΧΒ: Έχεις δίκιο: ο Γκοϊτισόλο βρισκόταν σε έναν διαρκή διανοητικό πόλεμο με τον εθνικισμό, τον ιμπεριαλισμό, τον άγριο καπιταλισμό και με όλους τους υπόλοιπους σύγχρονους θεούς τής Δύσης. Διέθετε μια ευαισθησία, η οποία τον οδηγούσε στο να συμπαθεί συστηματικά τα θύματα και να απεχθάνεται τους δημίους. Αυτή του η ευαισθησία συνοψίσθηκε στην εκ μέρους του διεκδίκηση του δον Χουλιάν,[2] ο οποίος είχε κι αυτός επαναστατήσει ενάντια στον κόσμο στον οποίο είχε μεγαλώσει. Ο δον Χουλιάν λοιπόν, στην πραγματικότητα, δεν είναι ένας προδότης, διότι δεν μπορείς να προδώσεις εκείνο στο οποίο δεν ανήκεις καν. Κι ο Γκοϊτισόλο, από πολύ νέος, είχε αποφασίσει ότι δεν ανήκε στην εθνικόφρονα, σεξιστική και διεφθαρμένη Ισπανία τού στρατηγού Φράνκο. Ούτε και στην αμερικανοποιημένη Δύση, η οποία προστάτευε τον Φράνκο. Κι επομένως, απολύτως συνειδητά, τάχθηκε με το στρατόπεδο των καταπιεσμένων που εξεγείρονται.

ΕΜ: Ο Μπένεντικτ Άντερσον, ένας από τους πιο γνωστούς θεωρητικούς τού φαινομένου τού εθνικισμού, έχει δώσει τον εξής ορισμό για το έθνος: “… είναι μια πολιτική κοινότητα που ανήκει στον χώρο τής φαντασίας… Ανήκει στον χώρο τής φαντασίας, διότι ακόμη και τα μέλη τού πιο μικρού έθνους, κατά πάσα πιθανότητα δεν πρόκειται ποτέ τους να γνωρίσουν προσωπικά τα περισσότερα από τα υπόλοιπα μέλη αυτού του έθνους, ούτε καν να συναντηθούν μαζί τους ή ν’ ακούσουν να γίνεται λόγος γι’ αυτά κι όμως, όλα τους διατηρούν ζωντανή στο μυαλό τους την εικόνα τής μεταξύ τους κοινωνίας.”[3] Πρόκειται για έναν ορισμό, τον οποίο ουσιαστικά προσυπέγραφε κι ο Έρνεστ Γκέλνερ, ένας άλλος γνωστός ειδικός επί θεμάτων εθνικισμού: “Ο εθνικισμός δεν είναι η αφύπνιση των εθνών στη συνείδηση του εαυτού τους: ο εθνικισμός επινοεί τα έθνη εκεί όπου αυτά δεν υπάρχουν.” [4] Στον Δον Χουλιάν ο Γκοϊτισόλο επιτίθεται με μένος κατά της ιδέας τού έθνους και ειδικά, κατά αυτού που θεωρεί το πιο απεχθές από όλα τα έθνη: της Ισπανίας. Πώς εξηγείς αυτήν την οργή του κατά της ίδιας του της πατρίδας και κατά της έννοιας του έθνους γενικά;

ΧΒ: Μα, επειδή η Ισπανία τού Φράνκο – η οποία εν πολλοίς εξακολουθεί να υπάρχει μέχρι και σήμερα – είναι μία καθαρή επινόηση. Δεν υπάρχει εκείνο το υποτιθέμενο τρισχιλιετές ισπανικό έθνος, που είναι αμιγώς χριστιανο-καθολικό, του οποίου ο πληθυσμός μιλάει αποκλειστικά και μόνο την καστιλιάνικη γλώσσα, το οποίο λατρεύει χωρίς καμία εξαίρεση τη μοναρχία και την κιτρινοκόκκινη ισπανική σημαία, που προτιμάει την τάξη από την ελευθερία και την παράδοση από την πρόοδο, ένα έθνος τού οποίου η μεγαλύτερη απόλαυση είναι το να παρακολουθεί ταυρομαχίες και να μπεκρουλιάζει στις ταβέρνες. Η Ισπανία είναι κάτι το πολύ πιο πολυσχιδές, από τη θλιβερή κι ομοιόμορφη εκείνη χώρα που μας περιγράφει ο εθνικο-καθολικός μύθος. Η Ισπανία υπήρξε εξίσου κι εβραϊκή και μουσουλμανική, όμως η Ισπανία τού καθολικισμού και της καστιλιάνικης γλώσσας εκδίωξε βίαια και τους Εβραίους και τους Μαυριτανούς από τα εδάφη της. Κι αργότερα, η ίδια εκείνη ζοφερή Ισπανία, εναντίον της οποίας επαναστατεί ο δον Χουλιάν, κυνήγησε κι εκδίωξε λουθηρανούς, ερασμιακούς, προτεστάντες, ελευθεριάζοντες, μασόνους, ρεπουμπλικάνους, μαρξιστές, αναρχικούς και οποιονδήποτε άλλον τόλμησε να αμφισβητήσει το επινοημένο αυτό δόγμα της. Για να μην μιλήσουμε και για τη μόνιμη πίεση που έχει ασκήσει διαχρονικά σε περιοχές όπως η Γαλικία, η Χώρα των Βάσκων κι η Καταλονία, ώστε να απωλέσουν τη γλώσσα και την ιδιαίτερη κουλτούρα τους. Συμφωνώ λοιπόν με τον Γκοϊτισόλο, ότι η πιο αυθεντικά ισπανική κίνηση θα ήταν να αναγνωρίσουμε τη θαυμαστή ποικιλομορφία μας.

ΕΜ: Οι πιο σημαντικοί θεωρητικοί τού εθνικισμού φαίνεται να συμφωνούν ως προς την παρατήρηση, ότι το έθνος αντιστοιχεί περισσότερο σε μία υποκειμενικά βιωμένη πραγματικότητα, παρά σε μια πραγματικότητα απτή και πραγματική, χωρίς βεβαίως αυτό να σημαίνει, ότι τα καταστροφικά αποτελέσματα του εθνικισμού είναι προϊόν τής φαντασίας μας. Το ακριβώς αντίθετο μάλιστα. Ο Κορνήλιος Καστοριάδης έχει γράψει ότι “… [το έθνος] εκπληρώνει αυτή τη λειτουργία ταύτισης, μέσα από αυτήν την τριπλά φαντασιακή αναφορά σε μια ‘κοινή ιστορία’ – τριπλά, διότι η ιστορία είναι απλώς παρελθόν, διότι δεν είναι και τόσο κοινή και, τέλος, διότι τα στοιχεία της εκείνα που γίνονται γνωστά και χρησιμεύουν ως στήριγμα αυτής της κοινωνικοποιητικής ταύτισης μέσα στη συνείδηση των ανθρώπων, έχουν μυθική υπόσταση κατά το μεγαλύτερό τους μέρος.”[5] Ο δε Γουόκερ Κόννορ έχει ορίσει το έθνος ως εξής: “Η απάντησή μας λοιπόν στην ερώτηση εκείνη, που τόσο συχνά ακούμε να διατυπώνεται, “τι είναι το έθνος;” είναι ότι έθνος είναι μια ομάδα ανθρώπων που αισθάνονται ότι συνδέονται μεταξύ τους με δεσμούς συγγένειας.”

Προφανώς υπήρξαν – και ίσως υπάρχουν ακόμη – κάποιοι λίγοι άνθρωποι, οι οποίοι δεν είναι ‘ικανοί’ να μοιραστούν αυτού του είδους τα αγελαία ανθρώπινα συναισθήματα κι ο Γκοϊτισόλο σίγουρα υπήρξε ένας απ’ αυτούς. Γιατί να υπάρχουν αυτές οι εξαιρέσεις και γιατί αυτό που συνέβη με τον Γκοϊτισόλο να μην συμβαίνει και με όλους τους υπόλοιπους ανθρώπους;

ΧΒ: Δεν μπορώ να μιλήσω εξ ονόματος του Σίντι[6] Χουάν, αλλά θα μιλήσω για τον εαυτό μου και είμαι σίγουρος ότι δεν θα μου κρατήσει κακία γι’ αυτό που θα πω. Νομίζω ότι γενικά είμαστε υπερβολικά αισιόδοξοι για την ανθρώπινη φύση. Πολλοί άνθρωποι, ίσως η πλειοψηφία τους, υιοθετούν την αγελαία συμπεριφορά, διότι φοβούνται την ελευθερία, προτιμούν να αποτελούν μέρος ενός κοπαδιού, το οποίο καθοδηγείται από έναν βοσκό, δυνατό και άτεγκτο. Η ελευθερία απαιτεί πολλή δουλειά, είναι πολύ πιο εύκολο ο ύψιστος εθνικός ηγέτης – αυτός τον οποίο ο Όργουελ ονόμασε Μεγάλο Αδελφό – να σου υπαγορεύει μονίμως τι πρέπει να κάνεις και τι να σκέφτεσαι. Γι’ αυτό και σε καιρούς κρίσεων, τότε που γενικά υπάρχει περισσότερος φόβος κι ανασφάλεια, αναβιώνουν κι οι κάθε λογής φασισμοί. Αυτό συνέβη τη δεκαετία τού ’30, αυτό συμβαίνει και τώρα.

ΕΜ: Όμως, τι άλλο είναι το έθνος παρά μια ακόμη θρησκεία, με τη διαφορά ότι αυτό είναι μια θρησκεία κοσμική; Ο σημαντικός Σέρβος ανθρωπολόγος Ιβάν Τσόλοβιτς έχει εντοπίσει τη σύνδεση αυτή [μεταξύ έθνους και θρησκείας], όταν για παράδειγμα γράφει: “Στο βιβλίο μου Βαλκάνια – Ο Τρόμος τής Κουλτούρας έχω χρησιμοποιήσει με έναν πιο εκτεταμένο και συστηματικό τρόπο την έννοια του εθνικισμού ως θρησκείας, ως ένα θεωρητικό κατασκεύασμα, το οποίο επιτρέπει σε διάφορες μορφές εθνικιστικών εικόνων (σύμβολα, μύθοι, τελετουργίες) να γίνονται αντιληπτές ως συνδεδεμένες μεταξύ τους, ως φαινόμενα της ίδιας κατηγορίας, μ’ άλλα λόγια, ως συστατικά στοιχεία μιας θρησκείας πολιτικού χαρακτήρα.”[7] Είναι μήπως αυτός ο λόγος, που κι ο Γκοϊτισόλο, στον Don Julián, βάλλει όχι μόνο κατά του έθνους και της πατρίδας, αλλά και κατά της θρησκείας, ειδικά του καθολικισμού;

ΧΒ: Συμφωνώ απολύτως: ο εθνικισμός είναι η σύγχρονη εκδοχή των θρησκειών. Εκείνο πάντως που καθιστά το ισπανικό παράδειγμα μοναδικό εν συγκρίσει με τους υπόλοιπους ευρωπαϊκούς εθνικισμούς, είναι ότι ο δικός μας συμπλέκεται άρρηκτα με τον καθολικισμό. Πράγματι, το καθεστώς τού Φράνκο υπήρξε εθνικο-καθολικό, ένας συνδυασμός τού φασισμού τού Χίτλερ και του Μουσολίνι με τον καθολικισμό τού Φιλίππου τού Β’. Όταν ήμουν παιδί, με υποχρέωναν να χαιρετώ την κιτρινοκόκκινη σημαία στην αυλή τού σχολείου με το χέρι σηκωμένο ψηλά – ο ρωμαϊκός χαιρετισμός τού ιταλικού και γερμανικού φασισμού – κι αμέσως μετά, έμπαινα στην αίθουσα κι απήγγελα το ροζάριο.[8] Οι ναζί δεν ήταν και πολύ θρήσκοι, αυτοί κυρίως εξήραν τον αρχαίο γερμανικό παγανισμό. Όμως, η δια της βίας επιβολή τού πιο μπαγιάτικου καθολικισμού εκ μέρους τού φρανκικού καθεστώτος, σίγουρα υπήρξε καθαρός ιντεγκρισμός.[9]

ΕΜ: Εκ των πραγμάτων, κάθε συμβολικός ή μυθικός λόγος ανάγεται υποχρεωτικά στη λέξη και στη γλώσσα. Αυτές, σύμφωνα με τον Γκοϊτισόλο, αποτελούν τον άλλο μεγάλο εχθρό, τον οποίο καλείται κανείς να νικήσει, εάν θέλει να είναι απολύτως ελεύθερος από την οποιαδήποτε ψυχολογική προσκόλληση σε πράγματα που ανήκουν στον χώρο τής φαντασίας κι είναι ως εκ τούτου ψεύτικα, όπως οι μύθοι, τα σύμβολα και κάθε εικόνα που κατασκευάζει το μυαλό μας. Ο Ράνκο Μπουγκάρσκι, ο γνωστός Σέρβος γλωσσολόγος, γράφει σχετικά: “Αυτήν τη στιγμή, είναι πια καθαρή κοινοτοπία, το να ισχυριστεί κανείς, ότι οι ένοπλες συρράξεις στη Γιουγκοσλαβία ξεκίνησαν ως πόλεμοι λέξεων, δεδομένου ότι η γλώσσα χρησιμοποιήθηκε ως ένα όπλο σκληρής προπαγάνδας ενάντια σε έθνη, τα οποία ο καθένας αντιλαμβανόταν ως μια απειλή για τη δική του εθνική ή πολιτιστική ταυτότητα, ακόμη και για την ίδια του την επιβίωση.[10]

Τείνει κανείς να πιστέψει, ότι, αργά ή γρήγορα, θα έρθει μια στιγμή, στην οποία το κάθε ανθρώπινο δόγμα – εθνικιστικό, θρησκευτικό, πολιτικό κλπ. – αναγκαστικά θα καταρρεύσει, διότι δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας κυκεώνας από πομπώδεις λέξεις, δηλαδή απολύτως τίποτε. Σου φαίνεται σωστή αυτή η συλλογιστική και πιστεύεις ότι εξηγεί ενδεχομένως και το γιατί ο Γκοϊτισόλο επιδεικνύει στον Δον Χουλιάν μια τόσο επιθετική διάθεση απέναντι στις λέξεις, τη γλώσσα και τη λογοτεχνία τής Ισπανίας;

ΧΒ: Τα εθνικιστικά κι εν γένει φονταμενταλιστικά δόγματα, οπωσδήποτε, δεν είναι τίποτε άλλο, παρά κάποια σύνολα μεγαλόσχημων και κενών λέξεων, συμβαίνει όμως ότι οι λέξεις αυτές αφομοιώνονται πολύ εύκολα από την πλειοψηφία τού κόσμου, του κόσμου εκείνου που δεν θα διαθέσει τον αναγκαίο χρόνο για να διαβάσει, να ενημερωθεί καλύτερα, να συζητήσει πολιτισμένα με άλλους ανθρώπους γύρω από κάποια ζητήματα, έτσι ώστε να διαμορφώσει τη δική του άποψη. Στην εποχή μας, όλη αυτή η φλυαρία μεταδίδεται πρωτίστως μέσω των τηλεοπτικών δικτύων και των social media, με τα κοφτά, και ‘κολλητικά’ τους μηνύματα, που δεν επιδέχονται καμία αμφισβήτηση. Ο Γκοϊτισόλο, ο οποίος διέθετε μια πραγματικά θαυμαστή γνώση τής ισπανικής γλώσσας και λογοτεχνίας, διεκδίκησε πάντοτε για τον εαυτό του τον κόσμο τού Μιγκέλ ντε Θερβάντες, του συγγραφέα τού Δον Κιχώτη, ως την κατ’ εξοχήν επικράτεια της αμφιβολίας. Φυσικά, όπως ήταν αναμενόμενο, δεν είχε ποτέ του μεγάλη απήχηση στην κρίσιμη μάζα τού κόσμου. Το να αμφιβάλλεις είναι πάντοτε πιο επίμοχθο από το να πιστεύεις απλώς.

ΕΜ: Άλλη σημαντική συνιστώσα τού μυθιστορήματος είναι, σε πολιτικό επίπεδο, η απόλυτη αποστροφή τού Γκοϊτισόλο για την αποκαλούμενη κοινωνία τού θεάματος, για τον καταναλωτισμό που ήδη επιβαλλόταν σε όλες ανεξαιρέτως τις δυτικές κοινωνίες ως τρόπος ζωής και ως αδιαμφισβήτητη μόδα κατά την εποχή που γραφόταν το μυθιστόρημα, για τις ‘αξίες’ τής καπιταλιστικής ‘κοινωνίας τής αφθονίας,’[11] η οποία τότε αναδυόταν ορμητικά ακόμη και στις λεγόμενες χώρες τής περιφέρειας, όπως ήταν η Ισπανία, ήδη από τις δεκαετίες τού ’50-’60 και μετά. Εμμονικά σχεδόν, ο Γκοϊτισόλο γελοιοποιεί στο βιβλίο, τη μετατροπή τής ανθρώπινης ζωής σε θέαμα – στην περίπτωση της Ισπανίας, τουριστικό κυρίως, – την ολική επικράτηση τού χρήματος ως της ύψιστης αξίας, την ερμηνεία τής ζωής αποκλειστικά με όρους επένδυσης-κέρδους, την επιβολή τού ατομικισμού, με όλα τα γνωστά αποτελέσματα αυτής της καταστροφικής ιδεολογίας: τις ακραίες ανισότητες στη διανομή τού εισοδήματος, την κάθετη αύξηση της φτώχειας σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο, ειδικά στον λεγόμενο Τρίτο Κόσμο, την εμπορευματοποίηση όλων των όψεων της ανθρώπινης ζωής. Πώς θα σχολίαζες όλα αυτά τα στοιχεία που υπάρχουν στον Δον Χουλιάν και πηγάζουν κυρίως από το παρισινό υπόβαθρο του Γκοϊτισόλο κι από την επαφή του με τους κύκλους των Καταστασιακών και τον Γκι Ντεμπόρ;

ΧΒ: Το Παρίσι επηρέασε με καταλυτικό τρόπο τη ζωή και το έργο τού Γκοϊτισόλο. Σε τελική ανάλυση, πρόκειται για την πόλη όπου εκτυλίχθηκαν η Γαλλική Επανάσταση, η Παρισινή Κομμούνα, ο Μάης τού ’68 και ναι, το Παρίσι είναι επίσης και η πόλη όπου διατυπώθηκε για πρώτη φορά το Μανιφέστο των Καταστασιακών. Όταν ζούσα εγώ εκεί, στις αρχές τής δεκαετίας τού ’90, επί Μιτεράν, το Παρίσι προσπαθούσε ακόμη να αποφύγει την πολιτιστική ομογενοποίηση που καταλάμβανε σιγά σιγά όλο τον πλανήτη, προσπαθούσε ακόμη να αντισταθεί στην αμερικανοποίηση τού κόσμου μέσω του θεάματος, του καταναλωτισμού και της επιφανειακότητας. Έχω την αίσθηση, ότι τώρα πλέον, ακόμη και το Παρίσι έχει παραδοθεί στη βλακεία τού ναρκισσισμού και της επιδειξιομανίας, που εκδηλώνονται σε φαινόμενα όπως το να ανεβάζει κανείς όλη την ώρα φωτογραφίες του και βίντεο στο Instagram. Κατά τα τελευταία χρόνια τής ζωής του, ο Γκοϊτισόλο κι εγώ μιλούσαμε πολύ συχνά, με θλίψη, για το πώς η Γαλλία έπαυε σιγά σιγά να έχει τη δική της φωνή, να αποτελεί ένα αυτόνομο σημείο αναφοράς σε πολιτικό, πολιτιστικό και πνευματικό επίπεδο.

ΕΜ: Σε τελική ανάλυση, εάν θα καταφέρναμε ποτέ, έστω και για μια στιγμή, να πετάξουμε από πάνω μας γλώσσα, θρησκεία, έθνος, οικογένεια και κάθε άλλη πίστη, δόγμα ή ιδεολογία που έχουμε, τι θα έμενε πίσω για να μας προσδιορίζει, να μας δίνει μια οποιαδήποτε ταυτότητα; Έχω την εντύπωση, ότι ο κεντρικός στόχος ζωής τού Γκοϊτισόλο υπήρξε ο εξής: πώς μπορούμε να απαλλαγούμε από αυτό που ονομάζουμε ταυτότητα, το εγώ, τη συνείδησή μας. Γράφει για παράδειγμα σε κάποιο σημείο στον Δον Χουλιάν: “ : όλα να τα βγάλουμε στο σφυρί : ιστορία, πίστεις, γλώσσα : παιδική ηλικία, τοπία, οικογένεια : να απορρίψουμε την ταυτότητα, να ξαναξεκινήσουμε από το μηδέν : Σίσυφος μαζί και Φοίνικας που αναγεννάται από τις ίδιες του τις στάχτες : ”[12]

Όμως αυτό το ίδιο το αίτημα για την ολική εκμηδένιση του εγώ – η ‘fanā,’ για να χρησιμοποιήσω τον όρο των Σούφι, – δεν υπήρξε μήπως και το κύριο ζητούμενο του Σουφισμού, του οποίου ο Γκοϊτισόλο υπήρξε σοβαρός μελετητής και γνώστης; Γνωρίζεις μήπως κάποιες παραπάνω λεπτομέρειες γύρω από τις έρευνες που έκανε ο Γκοϊτισόλο σχετικά με τις διδασκαλίες των Σούφι και την ενδεχόμενη πρόοδο που είχε επιτύχει στον δρόμο, κατά τη διάρκεια των πολλών ετών που έζησε μέσα στους κόλπους τού αραβικού κόσμου;

ΧΒ: Ο Σίντι Χουάν δεν αποκήρυξε ποτέ την ατομικότητά του, αντιθέτως έζησε πάντα ως οργανικό μέρος αυτού που μπορούμε να αποκαλέσουμε ανθρωπότητα. Δεν λέω φυλή, έθνος ή θρησκευτική κοινότητα, αλλά ανθρωπότητα, κάτι το οποίο, πέρα από τα κάθε λογής τεχνητά σύνορα, μας καθιστά όλους απολύτως ίσους ως προς τη βασική μας επιθυμία για ελευθερία, αξιοπρέπεια και υλική ευημερία. Ένιωθε αυτήν την ιδέα τής ανθρωπότητας, περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, στην πλατεία Τζμα ελ Φνα,[13] μέσα στη διαρκή κίνηση – σαν αυτή των περιστρεφόμενων δερβίσηδων – του πλήθους που την κατέκλυζε ακατάπαυστα.

ΕΜ: Ένας άλλος άξονας αυτής της ταυτότητας για την πλειοψηφία των ανθρώπων είναι η πολιτική τους ιδεολογία. Φυσικά, ο Γκοϊτισόλο έκλινε εξαρχής προς τις αριστερές ιδέες, αλλά και σ’ αυτό το επίπεδο απείχε εμφατικά από κάθε λογής δογματισμούς κι ιδεολογικές ακαμψίες. Είμαι βέβαιος, ότι ήδη από τη δεκαετία του ’60, αφότου είχε απογοητευθεί κι από την περίπτωση της Κούβας, ο Γκοϊτισόλο συμπεριέλαβε και την πολιτική ιδεολογία στα συστατικά στοιχεία τής ταυτότητας των ανθρώπων, από την οποία ο ίδιος σίγουρα ήθελε να απαλλαγεί. Γνωρίζουμε φυσικά πόσο μισούσε το φασιστικό καθεστώς τού Φράνκο, όμως ταυτόχρονα, δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι σταδιακά απογοητεύθηκε και από τον χώρο τής Αριστεράς. Είναι σωστός αυτός ο συλλογισμός για τη στάση του απέναντι στην πολιτική;

ΧΒ: Πιστεύω ότι μέχρι τέλους υπήρξε προοδευτικός, εάν με τον όρο αυτό εννοούμε, – όπως το εννοώ εγώ, – την επιθυμία μας για έναν κόσμο που θα βασίζεται στο τρίπτυχο της Γαλλικής Επανάστασης: ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη, Απογοητεύθηκε από τον κομμουνισμό μετά από ένα ταξίδι που είχε κάνει στη Σοβιετική Ένωση, από το πόσο μουντή και μέτρια ήταν εκεί η ζωή των ανθρώπων, όπως επίσης κι από ένα άλλο ταξίδι του στην καστρική Κούβα, όπου είχε την ευκαιρία να διαπιστώσει τη βάναυση καταπίεση που ασκούσε το καθεστώς στους ομοφυλόφιλους. Όμως, παρά τις απογοητεύσεις αυτές, ο Γκοϊτισόλο δεν υιοθέτησε ποτέ του δεξιές απόψεις. Ούτε έγινε ένας κυνικός. Μέχρι τις τελευταίες του μέρες συνέχισε να αγανακτεί από την αδικία, την οποία ο ίδιος πολέμησε με τα μέσα που διέθετε, το στυλό και τις λέξεις. Κατά την άποψή μου, ο Γκοϊτισόλο υπήρξε ο τελευταίος μεγάλος Ισπανός διανοούμενος, με τη σημασία που απέδωσαν στον όρο ο Βολτέρος, ο Ζολά κι ο Καμύ: του συγγραφέα δηλαδή, ο οποίος δεν ζει απομονωμένος σε κάποιο φιλντισένιο κάστρο, αλλά συμμετέχει ενεργά σε όλους τους προοδευτικούς αγώνες τής εποχής του.

ΕΜ: Και φτάνουμε αισίως σ’ αυτό που, σύμφωνα με τον ίδιο τον Γκοϊτισόλο, αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες απελευθερωτικές δυνάμεις για το ανθρώπινο ον: το σεξ. Γνωρίζουμε κάποια πράγματα για τις σεξουαλικές του προτιμήσεις – υπήρξε ομοφυλόφιλος ή πιθανότατα ένας αμφιφυλόφιλος. Σε κάθε περίπτωση, ένας από τους βασικούς λόγους που τον οδήγησαν στο Μαρόκο, μακριά από μια Ισπανία φασιστική, υπερσυντηρητική κι αφόρητα θρησκόληπτη, θα πρέπει να ήταν ακριβώς η σεξουαλική καταπίεση που ένιωσε όλα εκείνα τα χρόνια που έζησε στη φρανκική Ισπανία. Πώς θα σχολίαζες τον ρόλο που έπαιξε το σεξ γενικά στη ζωή τού Γκοϊτισόλο και ειδικότερα, τον τρόπο με τον οποίο αποτυπώθηκε στο λογοτεχνικό του έργο και στον Δον Χουλιάν;

ΧΒ: Χα, χα. Εννοείται ότι μιλούσε συχνά για το σεξ. Δεν έκρυβε την ομοφυλοφιλία του ή μάλλον, έχεις δίκιο, την αμφιφυλοφιλία του. Στην τελευταία συνέντευξη που του πήρα στο Μαρρακές, για λογαριασμό τού λογοτεχνικού περιοδικού Mercurio, τότε που του είχε απονεμηθεί το Βραβείο Θερβάντες, μόλις τελείωσα με τα ερωτήματά μου και σταμάτησα την ηχογράφηση της συνομιλίας μας, μου λέει: “Άκου Χαβιέρ. Αυτό που θα σου πω τώρα μην το συμπεριλάβεις σ’ αυτήν τη συνέντευξη, δημοσίευσέ το όταν εγώ θα έχω πεθάνει: δεν έχω πάει ποτέ μου με χριστιανό ή χριστιανή. Όλοι οι άντρες με τους οποίους έχω πάει ήταν μουσουλμάνοι και όλες οι γυναίκες εβραίες.” Γελάσαμε και οι δύο με την ψυχή μας.

ΕΜ: Υπάρχουν σίγουρα και πολλά άλλα πράγματα που θα μπορούσαμε να πούμε για μία τόσο σημαντική μορφή σαν τον Γκοϊτισόλο. Μέχρι αυτό το σημείο τής κουβέντας μας προσπάθησα ν’ ακολουθήσω τους βασικούς μόνο άξονες, γύρω από τους οποίους αναπτύσσεται το αριστούργημά του, ο Δον Χουλιάν, ελπίζοντας ότι έτσι θα αποκαλύπτονταν παράλληλα και οι σημαντικότερες πλευρές τής ζωής και της προσωπικότητάς του. Φυσικά, εσύ θα ξέρεις καλύτερα εάν αυτή η στρατηγική μου ήταν η καταλληλότερη ή αν μας λείπουν ακόμη σημαντικά στοιχεία που διαμόρφωσαν τη ζωή, το έργο και την κοσμοθεωρία τού Χουάν Γκοϊτισόλο…

ΧΒ: Εγώ απλώς θα προσέθετα, ότι ο Γκοϊτισόλο θεωρούσε τον Δον Κιχώτη και τις Χίλιες και μία νύχτες ως τα δύο πιο σημαντικά βιβλία στην ιστορία τής ανθρωπότητας. Ίσως με αυτό το στοιχείο να εξηγούνται και όλα τα υπόλοιπα.

ΕΜ: Ήταν μεγάλη μου χαρά που κάναμε αυτή την κουβέντα για τον αγαπημένο μας Χουάν Γκοϊτισόλο!

Ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σου και τις τόσο ενδιαφέρουσες απαντήσεις σου!

[1] Στα ελληνικά: ελεύθεροΜελάνι.

[2] Ο αρχικός τίτλος τού Δον Χουλιάν ήταν Η Διεκδίκηση του δον Χουλιάν, υπό την έννοια της (επανα)διεκδίκησης εκ μέρους τού Γκοϊτισόλο, του μυθικο-ιστορικού προσώπου τού προδότη δον Χουλιάν – του ανθρώπου, που σύμφωνα με την παράδοση πρόδωσε την Ισπανία στους Άραβες κατακτητές.

[3] Benedict Anderson, Imagined Communities. Reflections on the Origin and Spread of Nationalism (London UK, New York USA: Verso, 2006), 5-6.

[4] Ernest Gellner, Thought and Change (London: Weidenfeld and Nicolson, 1964), 169, αναφέρεται στο Anderson, Imagined Communities, 6.

[5] Κορνήλιος Καστοριάδης, Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας (Αθήνα: Εκδόσεις Ράππα, 1985), 220.

[6] Η λέξη Sidi στα αραβικά της περιοχής τού Μαγκρέμπ – στην οποία ανήκει και το Μαρόκο – αποτελεί προσφώνηση που δηλώνει σεβαστό προς το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται. Μπορεί να σημαίνει Δάσκαλος, Σοφός, Άγιος κλπ.

[7] Ivan Čolović, The Balkans: The Terror of Culture. Essays in Political Anthropology (Baden-Baden: Nomos, 2011), 9.

[8] Σύνολο προσευχών των καθολικών που απαγγέλλονται με το κομποσκοίνι στα χέρια.

[9] Όρος που αναφέρεται σε συγκεκριμένες κοινωνικές, θρησκευτικές ή πολιτικές ομάδες, οι οποίες πρεσβεύουν την πιστή τήρηση ενός συνόλου κανόνων και δογμάτων, την προσκόλληση στην παράδοση και την άρνηση κάθε είδους αλλαγής̇ ο φονταμενταλισμός.

[10] Ranko Bugarski, “Language, identity and borders in the former Serbo-Croatian area,” Journal of Multilingual and Multicultural Development, Vol. 33-No. 3 (2012), 219-235.

[11] Ο όρος ανήκει στον Τζον Κένεθ Γκάλμπρεϊθ και στο ομότιτλο βιβλίο του Η Κοινωνία Της Αφθονίας (Αθήνα: Παπαζήσης, 1970).

[12] Χουάν Γκοϊτισόλο, Δον Χουλιάν (Θεσσαλονίκη: Νησίδες, 2022), 162.

[13] Πλατεία τού Μαρρακές, η οποία το 2001 ανακηρύχθηκε Μνημείο Προφορικής και Άυλης Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας από την UNESCO, χάρη στις ενέργειες του ίδιου του Γκοϊτισόλο, ο οποίος μάλιστα διετέλεσε και Πρόεδρος της σχετικής Κριτικής Επιτροπής.

 

 

Χουάν Γκοϊτισόλο, Δον Χουλιάν, μτφρ. Λ.Μακεδόνας, Νησίδες

 

Προηγούμενο άρθροΈτσι αλλάζει ο κόσμος… Διήμερο Εκδηλώσεων για το Παιδικό Βιβλίο 2-3 Απριλίου 2022
Επόμενο άρθροΠολιτική δημοκρατία με κοινωνική δικαιοσύνη (του Στέφανου Δημητρίου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ