της Όλγας Σελλά
Ιδιαίτερο είδος, αγαπημένο. Μαύρη κωμωδία. Κάποιοι είναι βιρτουόζοι του είδους. Άλλοι επιχειρούν να το κατακτήσουν, αλλά η μαύρη κωμωδία δεν είναι μια εύκολη υπόθεση. Κυρίως όταν καταπιάνεται (και συνήθως καταπιάνεται) με πολύ δύσκολα θέματα. Με θέματα που αν τα διαχειριστείς σοβαρά θα απελπιστείς –τουλάχιστον. Θέματα που κυριαρχούν σε συμπεριφορές, επιλογές και στάσεις κοινωνικές, πολιτικές, πολιτισμικές, προσωπικές.
Κατά σύμπτωση είδα διαδοχικά δύο έργα μαύρης κωμωδίας, γραμμένα από δύο πολύ σημαντικούς συγγραφείς. Το πρώτο είναι «Ο Άσχημος», γραμμένο από τον άνθρωπο που συνέδεσε το όνομά του μ’ ένα ιστορικό γερμανικό θέατρο, τη Schaubühne: τον Marius Von Mayenburg, με έργο του οποίου για δεύτερη φορά καταπιάνεται ο σκηνοθέτης Γιώργος Κουτλής (στο Νέο Θέατρο Κατερίνας Βασιλάκου), ένας καλλιτέχνης που νομίζω ότι την αποζητά τη μαύρη κωμωδία στα έργα που επιλέγει. Το δεύτερο είναι ενός πολύ σημαντικού σύγχρονου Ρώσου συγγραφέα, τον οποίο, κατά σύμπτωση, πάλι ο Γιώργος Κουτλής μας σύστησε: τον Ντμίτρι Ντανίλοφ, που γνωρίσαμε πέρυσι με το πρώτο του έργο που τον έκανε γνωστό και πέρα από τα όρια της Ρωσίας: «Ο άνθρωπος από το Παντόλσκ». Φέτος, ακόμη ένα έργο του, με τίτλο «Ο Σεργκέι είναι και πολύ βλάκας» μετέφρασε και σκηνοθέτησε η Ταμίλα Κουλίεβα στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης. Δύο σημαντικά έργα, με γενναίες δόσεις μαύρου χιούμορ.
Η σαγηνευτική παγίδα της ομοιομορφίας
Σ’ ένα αποστειρωμένο περιβάλλον, που μετατρέπεται εύκολα σε γραφείο σύγχρονης επιχείρησης, σ’ ένα εξίσου σύγχρονο σπίτι, σ’ ένα ιατρείο αισθητικών επεμβάσεων και σε ένα μεγαλοαστικό σπίτι-μαυσωλείο (απολύτως εναρμονισμένα με το έργο και τη σκηνοθετική ματιά τα σκηνικά του Κωνσταντίνου Σκουρλέτη) εκτυλίσσεται η ιστορία του «Άσχημου», του Λέττε, (Ορφέας Αυγουστίδης), ενός επιτυχημένου νέου επιστήμονα, που είναι όμως αποκρουστικός. Η γυναίκα του, η Φάννυ (Μαίρη Μηνά) δεν τον κοιτάζει στα μάτια γιατί δεν αντέχει την ασχήμια του, παρότι τον αγαπά και εκτιμά όλα τα άλλα του χαρίσματα. Όμως η εξωτερική του εμφάνιση γίνεται εμπόδιο και στην επαγγελματική του ανέλιξη, και ένας κατώτερος υπάλληλος, ο Κάρλμαν (Ηλίας Μουλάς), που εποφθαλμιά τη θέση και τις επιστημονικές του επιτυχίες, αναλαμβάνει, στη θέση του, τη σημαντική επιστημονική παρουσίαση σ’ ένα διεθνές συνέδριο στο εξωτερικό. Ήδη ο Μάγιενμπουργκ έχει θίξει τον ανταγωνισμό στις τάξεις των επιστημόνων, τον συνεδριακό τουρισμό, το συνεδριακό lifestyle. Και είμαστε μόνο στην αρχή. Ο Λέττε παίρνει την απόφαση να πάει σ’ έναν ειδικό στις αισθητικές επεμβάσεις, τον Σέφλερ (Γιάννης Κλίνης) για να διορθώσει την όψη του. Στην ουσία ο γιατρός αυτοσχεδιάζει, όμως το τελικό αποτέλεσμα ξεπερνά τις προσδοκίες του (εντελώς κατά τύχη, γιατί στο πρόσωπο του Σέφλερ σχολιάζεται η αμφιλεγόμενη επιστημονική αρτιότητα, που συνοδεύεται από εκκεντρικότητα και επίδειξη, στοιχεία που τονίζονται σπαρταριστά από τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη και από τον Γιάννη Κλίνη). Και ο Λέττε γίνεται πανέμορφος. Γίνεται το πρόσωπο που όλοι θέλουν να έχουν. Και επιδιώκουν να το αποκτήσουν… Και ο ίδιος ο Λέττε δεν είναι σίγουρος αν είναι εκείνος που ήταν. Και μονολογεί: «Μοιάζω με κάποιον που πάντα θα τον ζηλεύω, μόνο που δεν ξέρω, αν αυτός είμαι εγώ»!
Κι από αυτό το σημείο ξεκινούν τα ευτράπελα, που όμως είναι θλιβερά, και που η μαύρη κωμωδία αναλαμβάνει να τα σχολιάσει μέσω του γέλιου και του υπονομευτικού χιούμορ. Και ο Μάγιενμπουργκ, στο έργο που πρωτοπαρουσιάστηκε το 2007 στη Γερμανία και έκτοτε έχει ανεβεί σε περισσότερες από 30 χώρες, είχε διακρίνει –τότε που μάλλον ξεκινούσε- όλα όσα έγιναν συνηθισμένα πλέον: το κυνήγι της ομορφιάς, το κυνήγι της διατήρησης της νεότητας, την εμφάνιση ως προϊόν, τη σημασία που δίνεται στην εξωτερική εικόνα, την επικράτηση της επιφάνειας, τη δύναμη της μόδας, τον οδοστρωτήρα της ομοιομορφίας, που όταν εξαπλώνεται γίνεται εφιάλτης. Και τον τρόπο που η διαφήμιση γητεύει και διαβρώνει. Τόσα πολλά, τόσο γνωστά!
Και ο Γιώργος Κουτλής έστησε, πάλι, μια παράσταση που είχε ρυθμό, καλοκουρδισμένο και καλοσχεδιασμένο ρυθμό –χάρη και στην κίνηση της Χαράς Κότσαλη-, καθοδήγησε εξαιρετικά τους τέσσερις ηθοποιούς του, (είναι στα μεγάλα ατού του η καθοδήγηση των ηθοποιών), και έδωσε μια παράσταση σύγχρονη, ζωντανή, με διαυγή την παρουσία του έργου. Πραγματικά δεν μπορώ να ξεχωρίσω κανέναν από τους τέσσερις εξαιρετικούς ηθοποιούς της παράστασης, όμως θα δώσω έξτρα εύσημα στη Μαίρη Μηνά, κυρίως γιατί δεν είχαμε αντιληφθεί το τεράστιο (και) κωμικό της ταλέντο. Οι Ορφέας Αυγουστίδης, Γιάννης Κλίνης και Ηλίας Μουλάς έχουν αποδείξει ότι μπορούν να κάνουν τα πάντα. Όλα λειτούργησαν στην εντέλεια στο Νέο Θέατρο Βασιλάκου, εκτός ίσως από την τελευταία σκηνή του έργου, όταν ο Λέττε έρχεται αντιμέτωπος με όσα έχουν συμβεί. Υπήρχε συγγραφική αμηχανία; Υπήρχε σκηνοθετική αμηχανία; Εκείνη η σκηνή (που υπερασπίστηκε εξαιρετικά ο Ορφέας Αυγουστίδης) ερχόταν λίγο κόντρα, ήταν λίγο ξένη με όλη την υπόλοιπη παράσταση. Και μια σκέψη για τον Γιώργο Κουτλή, τον οποίο παρακολουθώ από την πρώτη του παράσταση στην Ελλάδα, και συγκαταλέγεται, όχι άδικα, στους σημαντικότερους σκηνοθέτες της νεότερης γενιάς: είναι σαφές ότι προτιμά έργα με έμφαση στο παράλογο και στο μαύρο χιούμορ. Και του πάνε πολύ, και τα διαχειρίζεται θαυμάσια. Απλώς κάποιες φορές ο ρυθμός αυτών των έργων τον παρασύρει σε μια πλημμελή εμβάθυνση σε σημεία των έργων.
Η ταυτότητα της παράστασης
Μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας,Σκηνοθεσία: Γιώργος Κουτλής
Σκηνικά: Κωνσταντίνος Σκουρλέτης, Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Μουσική Σύνθεση: Γιάννης Αγγελόπουλος (Γιαν Βαν), Κίνηση: Χαρά Κότσαλη
Φωτισμοί: Δημήτρης Κασιμάτης, Βοηθός Σκηνοθέτη: Γιάννης ΑποσκίτηςKey Visual Illustrator: Daniel Egneus, Φωτογραφίες: Χρήστος Συμεωνίδης, Γραφιστικές προσαρμογές: Indigo Creative
Παραγωγή: Prime Entertainment
Παίζουν: Ορφέας Αυγουστίδης, Γιάννης Κλίνης, Μαίρη Μηνά, Ηλίας Μουλάς
Νέο Θέατρο Κατερίνας Βασιλάκου (Προφήτου Δανιήλ 3, Αθήνα)
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη & Κυριακή στις 20:00
Πέμπτη, Παρασκευή & Σάββατο στις 21:00
«Ο Σεργκέι είναι και πολύ βλάκας»
Αυτό είναι το δεύτερο έργο του Ντμίτρι Ντανίλοφ, γραμμένο το 2018 ή το 2019. Ακολουθεί πιστά τα βήματα, το ύφος και το θεματικό πλαίσιο του πρώτου έργου του, «Ο άνθρωπος από το Παντόλσκ». Μια παράλογη κατάσταση όπου εμπλέκεται ένας κοινός θνητός και ένας τεράστιος μηχανισμός, ο οποίος μπορεί να έχει πολλά ονόματα, πολλούς φορείς. Σ’ αυτό το δεύτερο έργο του, «Ο Σεργκέι είναι και πολύ βλάκας» συμβαίνουν απίστευτα πράγματα (ή πράγματα που κάποιοι τα θεωρούν απίστευτα) και θίγονται πάρα πολλά.
Ένας νέος άνθρωπος, πληροφορικάριος, ο Σεργκέι (Πάνος Ζυγούρος), δουλεύει από το σπίτι, σ’ ένα περιβάλλον inox μοντέρνας επίπλωσης. Ξαφνικά τον καλούν στο τηλέφωνο και του λένε ότι θα έρθει ένα κούριερ να του παραδώσει ένα δέμα. «Θα είμαστε στο σπίτι σας στη διάρκεια μιας ώρας» είναι η τελική συνεννόηση. Δέχεται την ώρα που συμφωνούν και σε λίγο χτυπάει το κουδούνι του. Μπαίνουν τρεις άντρες (Σαμουήλ Ακίνολα, Γρηγόρης Καραντινάκης, Παναγιώτης Μπουγιούρης), φορούν τα ποδονάρια τους, τακτοποιούν τα πράγματά τους, κάθονται και αρνούνται να του παραδώσουν το δέμα πριν τη λήξη της μιας ώρας, κατά την οποία θα παραμείνουν στο σπίτι του, γιατί αυτό… συμφώνησαν. «Σας είπαμε, όταν σας πήραμε τηλέφωνο, ότι θα είμαστε στο σπίτι σας στη διάρκεια μιας ώρας. Και τώρα πρέπει να μείνουμε μαζί σας μια ώρα». Η στείρα γραφειοκρατική αντίληψη, η τήρηση του γράμματος του νόμου, η απόλυτη απουσία ευελιξίας είναι παρούσες. Αλλά δεν είναι μόνο αυτά που σχολιάζει ο Ντανίλοφ. Αυτά είναι τα προφανή. Οι κούριερ φορούν στρατιωτικές στολές (δεν ξέρω αν αυτό ήταν επιλογή της σκηνοθέτριας) και θέλουν να επιβάλουν και να επιδείξουν ότι νοιάζονται και φροντίζουν για τους συνανθρώπους τους. Φροντίδα πατρική, γονεϊκή, κρατική με το ζόρι. Οι τρεις κούριερ κάνουν αυτή τη δουλειά από γενιά σε γενιά, έχουν ακολουθήσει όλοι τα ίδια βήματα στην επαγγελματική τους διαδρομή, ακριβώς τα ίδια, ονειρεύονται την ίδια διαδρομή για τα παιδιά τους, παντρεύονται συναδέλφους τους από την ίδια υπηρεσία, έχουν γεννηθεί όλοι σε μια πόλη που έχει το όνομα Λάσπη και είναι περήφανοι που δουλεύουν στην Υπηρεσία Παράδοσης αρχικά Υ ΠΗΠΑ, όπως οι ίδιοι την ονομάζουν για συντομία). Μικροαστοί, που ακολουθούν πιστά, με φανατισμό μάλλον, τους κανόνες, τους τύπους, τις παραδόσεις, τα μεγάλα λόγια, που ερμηνεύουν τα πράγματα όπως θέλουν. Πώς μπορεί ν’ αντιδράσει απέναντι σ’ αυτή τη λαίλαπα ένας άνθρωπος που σκέφτεται λογικά και έχει άλλες προτεραιότητες και αξίες; Πώς μπορεί να συνεννοηθεί; Πώς μπορεί να βάλει όρια; Κάποια στιγμή μπαίνει στο σπίτι η νεαρή γυναίκα του Σεργκέι, η οποία αντιδρά εντελώς διαφορετικά απ’ ό,τι ο σύζυγός της. Εκείνη τους καλοδέχεται, δείχνει να μην εκπλήσσεται από το παράλογο, πηγαίνει με τα νερά τους, που λέμε. Μια κορυφαία στιγμή του έργου: η διαφορετική αντιμετώπιση απέναντι στο παράλογο, στη βία, στην καταπίεση, στην καταπάτηση των ελευθεριών: κάποιοι ασφυκτιούν και αντιδρούν, κάποιοι δείχνουν να συμφωνούν (για να επιβιώσουν). Γι’ αυτό και του λέει με πάθος «Θα ζήσουμε, δεν θα ψοφήσουμε» -μια πλάγια συνομιλία με τη Σόνια του «Θείου Βάνια» ασφαλώς. Και λίγο αργότερα, μόλις ο Σεργκέι βγαίνει από το σπίτι για να πετάξει το δέμα που τελικά τους άφησαν οι κούριερ, η γυναίκα του μονολογεί με θυμό: «Ο Σεργκέι είναι και πολύ βλάκας»! Όμως παρά τη στάση της, οι τοίχοι, που μέχρι εκείνοι τη στιγμή δεν υπήρχαν ορθώνονται ένας ένας, και κλείνουν κάθε διέξοδο. Παρότι ο Σεργκέι έχει διακρίνει κάτι ζωντανό μέσα στο δέμα που υπάκουσε να μην κρατήσει…
Ένα ακόμα σπουδαίο κείμενο του Ντμίτρι Ντανίλοφ, που περιγράφει μ’ έναν ξεχωριστό δικό του ύφος τη συνθήκη της καθημερινότητάς του. Τόσο που η Ταμίλα Κουλίεβα ενέταξε και σ’ αυτό το έργο το περίφημο τραγούδι «Αϊ Λιολιέ Λιολιέ» που ακούσαμε στον «Άνθρωπο από το Παντόλσκ». Ανέδειξε εύστοχα όλους τους υπαινιγμούς του, το βιτριολικό χιούμορ του, τα παιχνίδια της γλώσσας, τον φρενήρη ρυθμό του κειμένου. Οι ηθοποιοί υπηρέτησαν επαρκώς τη συνθήκη του έργου. Ξεχώρισαν ο Πάνος Ζυγούρος ως Σεργκέι, ο Γρηγόρης Καραντινάκης και η Αλίκη Κακολύρη.
Η ταυτότητα της παράστασης
Μετάφραση – Σκηνοθεσία: Ταμίλλα Κουλίεβα, Σκηνικά: Γιώργος Γαβαλάς, Κοστούμια: Περικλής Κονδυλάτος, Βασίλης Ζούλιας, Μουσική: Dof Twogee , Τραγούδια: ΛΕΞ, Σχεδιασμός φωτισμών: Έλενα Πετροπούλου, Κινησιολογία, χορογραφία: Κική Μπάκα, Βοηθός σκηνοθέτη: Ιάσονας Βροχίδης, Μουσική διδασκαλία: Λία Βίσση
Ελεύθερη απόδοση των στίχων του τραγουδιού: Στρατής Πασχάλης, Εικαστικό αφίσας – Γραφιστικά: Νίκος Τσουκνίδας, Φωτογράφιση: Μαριλένα Αναστασιάδου
Παίζουν: Παναγιώτης Μπουγιούρης, Σαμουήλ Ακίνολα,
Πάνος Ζυγούρος, Αλίκη Κακολύρη και ο Γρηγόρης Καραντινάκης
Παραγωγή: Θεατρικές Επιχειρήσεις Τάγαρη – Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης
Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης (Πειραιώς 206, ύψος Χαμοστέρνας)
Κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 9μ.μ.