Η προσφώνηση του Αριστοτέλη Σαΐνη στον Τηλέμαχο Κώτσια – Βραβείο Νίκου Θέμελη από τον Αναγνώστη.
Η πρώτη εμφάνιση του Τηλέμαχου Κώτσια, ένα χρόνο μετά τη μόνιμη εγκατάστασή του στην Αθήνα με τη συλλογή διηγημάτων «Περιστατικό τα μεσάνυχτα» (1991) έκανε αμέσως εμφανείς τις προθέσεις του: να μιλήσει με απλό και άμεσο τρόπο για την ιστορία και τις περιπέτειες της ελληνικής κοινότητας της Αλβανίας.
Σήμερα το στίγμα του στο συνεχές της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας είναι ευδιάκριτο. Διηγήματα, νουβέλες και αργότερα μυθιστορήματα, αντλώντας από την ηθογραφία, τη μαρτυρία, το ιστορικό, πολιτικό (κάποτε και κατασκοπικό) μυθιστόρημα αναζητούν με θερμή, πλην νηφάλια, ματιά, μακριά από πολιτικά ή ιδεολογικά χαρακώματα, την «ανθρωπινότητα» πίσω από τα ατομικά πάθη και τις προσωπικές ιστορίες. Βορειοηπειρώτες, Αλβανοί και Έλληνες οι πρωταγωνιστές των κειμένων του, όλοι τους αθύρματα της μεγάλης Ιστορίας που τους ξεπερνά διαρκώς και εξακολουθητικά.
Αν στις πρώτες του νουβέλες εστίασε στις ανελεύθερες συνθήκες διαβίωσης της ελληνικής κοινότητας («Τραγούδι της νύχτας», 1998) και στις δυσκολίες ενσωμάτωσης στην Ελλάδα («Το τελευταίο καναρίνι», 1995), στο πρώτο του μυθιστόρημα, «Τεκμήριο αθωότητας» (2007), αντιπαρέβαλε τη διαφθορά της Αλβανίας στη διαφθορά της σύγχρονης Ελλάδας. Με το μυθιστόρημα «Ο χορός της νύμφης» (2011) απογειώθηκε στην επικράτεια του θρύλου, στο «Κώδικα τιμής» (2013) διερεύνησε αιματηρές περιπτώσεις αυτοδικίας, ενώ, τέλος, στις νουβέλες του τόμου «Οι δεινόσαυροι των Αθηνών. Ταξίδι σε λάθος χώρα» (2015) διακωμώδησε, με φόντο την οικονομική κρίση, την αθηναϊκή πραγματικότητα μιας κοινωνίας που έχει φτάσει από καιρό στα όριά της
Οι κοινές χρονοτοπικές συντεταγμένες, η θεματική, κάποτε και επανεμφανιζόμενοι χαρακτήρες δημιουργούν αναδρομικά ένα συνεκτικό, στο μεγαλύτερο μέρος του έργο, που έχει αναπτυχθεί συνειδητά σε βάθος χρόνου. «Προσπαθώ να συνθέσω ένα μεγάλο μυθιστόρημα γράφοντας μικρότερα», υποστήριξε πρόσφατα ο ίδιος.
Αυτό είναι ολοφάνερο στο τελευταίο του μυθιστόρημα, «Σινική μελάνη», που φαίνεται να ολοκληρώνει την άτυπη «Τριλογία της Δρόπολης», η οποία άρχισε με «Tα εφτά παράθυρα» (2002) και συνεχίστηκε με το «Στην απέναντι όχθη» (2009). Όσο για τη συλλογή «Τρεις γενιές Αμερικάνοι» (2004) αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως προέκταση της τριλογίας, δηλώνει ο ίδιος.
Αν η ιστορία στο μυθιστόρημα «Στην απέναντι όχθη» έφτανε στη δεκαετία του 1950, όταν το Αλβανικό Κόμμα Εργασίας μετέτρεψε όλη τη χώρα σε ένα απέραντο στρατόπεδο, και οι ερωτικές αναζητήσεις μιας παρέας μαθητών Γυμνασίου στα «Εφτά παράθυρα» αποτύπωναν την ανελεύθερη Αλβανία του 1960, το νέο μυθιστόρημα καλύπτει τις σκοτεινές δεκαετίες του 1970 και του 1980 αλλά και το πέρασμα στην Ελλάδα το 1991-1992 που δημιουργεί κάποιες αχτίδες φωτός.
Στο «Σινική μελάνη» τρεις νεαροί από τη Δερβιτσάνη που φοιτούν στο λύκειο του Αργυροκάστρου αποφασίζουν να χτυπήσουν «τον τοίχο με το κεφάλι τους» μοιράζοντας αντικαθεστωτικές προκηρύξεις. Συλλαμβάνονται ως «εχθροί του λαού» και μεταφέρονται στα υπόγεια της Ασφάλειας, έπειτα στο μπουντρούμι του μεσαιωνικού κάστρου του Αργυροκάστρου και στη συνέχεια σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας.
Στις πονηρές εποχές το μυθιστόρημα μάς θυμίζει ότι η τρομοκρατία είναι η ουσία της ολοκληρωτικής διακυβέρνησης. Ότι η τρομοκρατία είναι ο φόβος που επεκτείνεται προς όλες τις κατευθύνσεις, απειλεί όλους τους ανθρώπους και όχι μόνο αυτούς που εναντιώνονται. Το στρατόπεδο, και σήμερα γνωρίζουμε πλέον όλες του τις εκδοχές, είναι απλώς το αποκορύφωμα της βασικής αρχής της τρομοκρατίας.
«Το στρατόπεδο ήταν το μεγεθυμένο αντικαθρέφτισμα της ζωής έξω από το συρματόπλεγμα» έγραφε ο Βασίλη Γκρόσμαν.
Κάτι ανάλογο συνέβη δίπλα μας, στην Αλβανία.
«Ολόκληρο το τοπίο ήταν μια φυλακή, όπως και ολόκληρη η Αλβανία» διαβάζουμε στο δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος του, όταν φτάνουμε ακριβώς στην καρδιά του σκότους: «ένα τεράστιο πείραμα απανθρωπιάς», «το φόβητρο κάθε φυλακισμένου», το στρατόπεδο του Σπατς, ένα ορυχείο στα σπλάχνα της γης στο οποίο δούλευαν πάνω από χίλιοι πολιτικοί κρατούμενοι, με ποινές που ξεκινούσαν από τα οκτώ χρόνια κι έφταναν τα είκοσι πέντε.
Βασισμένος σε μαρτυρίες και αληθινά γεγονότα, ισορροπώντας ανάμεσα στη βιωματική αντίληψη της στρατοπεδικής πραγματικότητας και στη σύλληψή της μέσα από τη φαντασία και την ενσυναίσθηση, ο Τηλέμαχος Κώτσιας υπογράφει ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα. Το αντιδραματικό του ύφος και τα ολοζώντανα ελληνικά του, αποτέλεσμα μακρόχρονης τριβής με τις ίδιες τις προφορικές κοιτίδες της γλώσσας, καταφέρνουν να εκφράσουν έναν εφιάλτη απερίγραπτου ζόφου και απέραντου ηθικού και σωματικού πόνου.
Για τους λόγους αυτούς η κριτική επιτροπή, θεωρώντας ότι τόσο το συνολικό του έργο όσο, κυρίως, το τελευταίο του μυθιστόρημα ανταποκρίνεται στον κεντρικό άξονα που διέπει το έργο του μυθιστοριογράφου Νίκου Θέμελη (την αναζήτηση της εθνικής ταυτότητας ευρύτερων τμημάτων του ελληνισμού σε ένα ρευστό ιστορικό περιβάλλον), κατέληξε στην ομόφωνη απόφαση για την απονομή του «Βραβείου Νίκος Θέμελης 2018» στο μυθιστόρημα «Σινική Μελάνη» του Τηλέμαχου Κώτσια.