του Γιώργου Χωματηνού
Γράφω αυτό το κείμενο με αφορμή την έκδοση του έκτου και τελευταίου τόμου των διηγημάτων του Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλου, Ο θησαυρός των αηδονιών, από τις Εκδόσεις Κίχλη. Πριν αναφερθώ στον Παπαδημητρακόπουλο και το έργο του, όμως, είναι ανάγκη να παρουσιάσω έναν από τους σημαντικότερους σύγχρονους Γάλλους εικαστικούς καλλιτέχνες: τον Κριστιάν Μπολτανσκί. Γιατί κάθε φορά που πιάνω να διαβάσω τον Η.Χ.Π., ο Μπολτανσκί μού έρχεται αυτόματα στον νου.
Ήταν γόνος εβραϊκής οικογένειας, ένας καλλιτέχνης σημαδεμένος από τη Σοά, την τραγωδία του εβραϊκού λαού. Είχε εμμονή με τη μνήμη, την απώλεια, το τραύμα, μολαταύτα το έργο του δεν αποπνέει τίποτα το βαρύ ή καταθλιπτικό. Θα αναφέρω δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα εικαστικών εγκαταστάσεων του Μπολτανσκί. Το πρώτο είναι η υπαίθρια εγκατάσταση «Animitas» στη Χιλή. Η λέξη animitas αναφέρεται σε μικρούς βωμούς πλάι στους δρόμους της Χιλής, στα σημεία όπου έχει συμβεί κάποιο δυστύχημα, όπως ακριβώς τα δικά μας προσκυνητάρια (τα οποία παρουσιάζονται λεπτομερώς από τον Παπαδημητρακόπουλο στον Οβολό). Η εγκατάσταση έγινε στην έρημο Ατακάμα, σε υψόμετρο 4.000 μέτρων, από όπου η θέα του έναστρου ουρανού λέγεται πως είναι η καλύτερη στον κόσμο, γιατί ο αέρας είναι πολύ ξηρός και δεν υπάρχει υγρασία. Επιπλέον, είναι το μέρος όπου εγκαταλείφθηκαν και πέθαναν κρατούμενοι του καθεστώτος Πινοσέτ – για χρόνια, μητέρες, χήρες και παιδιά πήγαιναν εκεί για να αναζητήσουν τα οστέινα λείψανα των αγαπημένων τους. Η εγκατάσταση αποτελούνταν από εκατοντάδες παραδοσιακές ιαπωνικές καμπανίτσες – κάτι αντίστοιχο με τους μελωδούς που κρεμάμε στα μπαλκόνια – κρεμασμένες σε λεπτούς συρμάτινους μίσχους φυτεμένους στην άνυδρη γη˙ αρκούσε ένα απαλό αεράκι για να ακουστεί η «μουσική των ψυχών», όπως την αποκαλούσε ο Μπολτανσκί. Το δεύτερο παράδειγμα είναι η εγκατάσταση «Les archives du coeur» (Τα αρχεία της καρδιάς), η οποία στεγάζεται μόνιμα στο ακατοίκητο ιαπωνικό νησί Τεσίμα και περιλαμβάνει ηχογραφημένους καρδιακούς παλμούς δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων – πρόκειται για εν εξελίξει εγκατάσταση, καθώς οποιοσδήποτε βρεθεί εκεί μπορεί να ηχογραφήσει και τη δική του καρδιά.
Με λίγα λόγια, ο Μπολτανσκί γοητευόταν από τη μοναδικότητα των ανθρώπινων εμπειριών και το εφήμερο της ανθρώπινης ζωής. Τον ενδιέφερε η «μικρή μνήμη», μια συναισθηματική μνήμη, μια καθημερινή γνώση, το αντίθετο, δηλαδή, της Μνήμης με Μ κεφαλαίο που διατηρείται στα βιβλία της Ιστορίας – γι’ αυτό και κάποιοι τον αποκαλούν μεγάλο αρχειοθέτη του ανθρώπινου ίχνους.
Φέρνω, λοιπόν, στον νου μου τον Μπολτανσκί όταν διαβάζω τον Ηλία Παπαδημητρακόπουλο, γιατί, κατ’ αναλογία, ο Παπαδημητρακόπουλος αποτελεί μεγάλο αρχειοθέτη της (ευτράπελης-δραματικής-μετέωρης-φασματικής) νεοελληνικής περίπτωσης – έναν «Στρατηγό» που, στο όνομα των φίλων, των συγγενών, των γειτόνων, των απλών εν γένει ανθρώπων, κηρύσσει πόλεμο ενάντια στη λήθη. Χαριτολογώντας συνηθίζω να λέω ότι αν δοκιμάζαμε να χωρέσουμε όλες τις συλλογές του σε έναν τόμο, θα έπρεπε να του δώσουμε τον τίτλο της τρίτης συλλογής: Ο Γενικός Αρχειοθέτης.
Όλες αυτές οι εικαστικές εγκαταστάσεις του Μπολτανσκί που ανέφερα προηγουμένως αποτελούν, τρόπον τινά, ένα επέκεινα. Το ίδιο ακριβώς πιστεύω και για τα διηγήματα του Παπαδημητρακόπουλου˙ ο αστικός Πύργος της Ηλείας, άλλωστε, στον οποίο ως επί το πλείστον αναφέρεται, δεν υφίσταται πλέον – «κατά κάποιον τρόπο ανελήφθη…» γράφει ο ίδιος στο Τόποι τέσσερις συν τρεις. Έτσι μάλλον εξηγείται το κρύο, σχεδόν αδιάφορο μάτι με το οποίο αντικρίζει παιδιά να σακατεύονται παίζοντας με ιταλικές νάρκες (στο διήγημα «Η οβίς» της συλλογής Θερμά θαλάσσια λουτρά), ανθρώπους να ξεθάβουν πεθαμένα μουλάρια για να χορτάσουν την πείνα τους στην Κατοχή (στο διήγημα «Ο Αμερικάνος» της συλλογής Ο Οβολός), αχλαδιές, αμυγδαλιές και συκιές της πατρογονικής γης να μετατρέπονται σε ξεραμένα παλούκια από το πέρασμα των Ιταλών (στο διήγημα «Η δεκαοχτούρα» της συλλογής Ο Θησαυρός των αηδονιών) και πολλά ακόμα τεκμήρια ανηλεούς ζωής των «ανοιχτών ψυχών, του Νότου». Έτσι μάλλον εξηγείται το γεγονός ότι κεντάει τα ανθρώπινα πάθη, τα όνειρα, τις επιθυμίες με το σπαθάκι της λεπτής ειρωνείας του ανθρώπου που έχει συμφιλιωθεί με τη ματαιότητα των πραγμάτων και την έχει αγκαλιάσει. Δεν υπερασπίζεται καν την ανάμνηση την ίδια, πάει να πει, το κυτταρικό υλικό του: δεν το έχει σε τίποτα, ας πούμε, να κάνει την περιλάλητη ανθομύριστη αυλή του αστικού σπιτιού να ζέχνει από τον βόθρο˙ δεν κρίνει ούτε δικάζει, απλώς καταχωρεί με ακραία ακρίβεια.
Στο έργο του, η ατομική μνήμη ανυψώνεται στο επίπεδο της συλλογικής – θα μπορούσε κανείς να το χαρακτηρίσει ως μια «αρχαιολογία της λήθης». Διότι ο Παπαδημητρακόπουλος συναισθάνθηκε σε απόλυτο βαθμό αυτό για το οποίο μας προειδοποιεί ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, στο δοκίμιο Για την έννοια της Ιστορίας: ότι μια εικόνα του παρελθόντος που δεν μπορεί να επανέλθει κινδυνεύει με εξαφάνιση σε κάθε παρόν που θεωρεί ότι δεν εμπεριέχεται σε αυτήν – σαν το δικό μας παρόν, όπου «κανείς δεν ρωτάει πια για τέτοια», όπως γράφει στη Ροζαμούνδη. Γι’ αυτό και τάχθηκε, σταθερά και μονότονα, να ξυστρίζει την Ιστορία ανάτριχα.
«Σταθερά και μονότονα», έγραψα προηγουμένως, γιατί πολλοί ήταν εκείνοι, τον καιρό που πρωτοκυκλοφόρησαν οι συλλογές του, που μάταια περίμεναν από αυτόν «κάποια εξέλιξη», μια «διαφοροποίηση» από συλλογή σε συλλογή, κάτι «νέο»: Δεν είχαν ακόμη συνειδητοποιήσει την αρχειακή παρόρμηση του Παπαδημητρακόπουλου, η οποία απαιτούσε σταθερό σύστημα και απόλυτη προσήλωση στην καταγραφή (η εισβολή της καθαρεύουσας στα κείμενά του υπογραμμίζει αυτή την «υπηρεσιακού τύπου» προσήλωση), χωρίς καμία επιθυμία να γαλβανίση την περιέργειαν του αναγνώστου, που έλεγε κι ο Παπαδιαμάντης. Το «σύστημα Παπαδημητρακόπουλου», βέβαια, δεν έγκειται μόνο στην εξόρυξη υλικού από το ορυχείο της μνήμης, αλλά και στο ότι αποδίδει έναν δυναμικό, ποιητικό χαρακτήρα στο έργο, με τον οποίο αναδεικνύεται η ίδια η φύση του αρχειακού υλικού, ως εύρημα αλλά συνάμα και ως κατασκευή, ως υλικό που είναι ταυτόχρονα πραγματικό και πλασματικό, ταυτόχρονα ιδιωτικό και δημόσιο.
Εντέλει, το ιδιαίτερο που κόμισε στην πεζογραφία μας ο Παπαδημητρακόπουλος είναι αυτό το καθαρό χνάρι ενός αστικού κόσμου που χάθηκε από τα μάτια μας («σαν καράβι που ξεμακραίνει χωρίς να αφήνει ίχνος», λέει ο στίχος του Εκκλησιαστή που παραθέτει στο τέλος της «Ερωτικής ιστορίας» στη συλλογή Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη, ή σαν εκείνο το κλιμάκιο της φιλαρμονικής, που έκανε μεταβολή κι έφυγε υπό τον ριγηλό ήχο του ταμπούρλου, στο πολύ αγαπημένο διήγημα «Η φιλαρμονική» της συλλογής Ο Γενικός Αρχειοθέτης), χνάρι αποτυπωμένο με τρόπο διακριτικό και σύντομο, δημιουργώντας την αίσθηση ότι δεν τα έχει πει όλα, παρέχοντας έτσι χώρο στους επόμενους που θα ψήνονται από τον ίδιο «αρχειακό πυρετό» (κατά Ντεριντά) να συμπληρώσουν τα κενά, να χρησιμοποιήσουν και, κυρίως, να καταχραστούν το «σύστημά» του. Ή αλλιώς, όπως το θέτει ο Αμερικανός κριτικός τέχνης και ιστορικός Χαλ Φόστερ, «να μετατρέψουν τη στασιμότητα του παρελθόντος σε δυνατότητα δημιουργίας, σε γίγνεσθαι, σε διάθεση επανοικειοποίησης αποτυχημένων οραμάτων και μετάπλασής τους σε πιθανά σενάρια εναλλακτικών μορφών κοινωνικών σχέσεων, μεταμορφώνοντας έτσι τον μη-τόπο του αρχείου σε μια νέα ουτοπία».
Γιατί, με τι άλλο μοιάζει, πέρα από ουτοπία, η επαναφορά της γειτονιάς ως κοινού μας παρονομαστή;