Ο «Αράφ» ήταν σκύλος ή μήπως όχι; Μια εύστοχη αλληγορία του Γ. Τσίρου (της Όλγας Σελλά)

0
356

της Όλγας Σελλά

Είναι πολλά πράγματα που όταν ειπωθούν κατευθείαν, με ρεαλιστικό τρόπο, μπορεί να γίνουν διδακτικά, βερμπαλιστικά, ακαδημαϊκά, βαρετά ίσως. Κι όταν τα ίδια πράγματα, σε ό,τι αφορά το κείμενο, σε ό,τι αφορά την τέχνη γενικότερα, σχολιάζονται μέσω της αλληγορίας, κι όταν αυτή η αλληγορία υπογράφεται από έναν ταλαντούχο τεχνίτη –του λόγου, της εικόνας, του καμβά- μπορεί το μήνυμα να γίνει πιο δυνατό. Αυτό έκανε ο θεατρικός συγγραφέας Γιάννης Τσίρος με το νέο του έργο, το «Αράφ» που παρουσιάζεται αυτή τη σεζόν στο θέατρο «Αποθήκη». Έχω δει τα περισσότερα από τα πρόσφατα έργα του Γιάννη Τσίρου: «Αόρατη Όλγα»  (το 2012 στο Εθνικό Θέατρο), την «Ημέρα Κυρίου» (το 2022 στο θέατρο «Σταθμός»), «Τα μάτια τέσσερα» (το 2022 επίσης, στο θέατρο «Ιλίσια-Βολανάκης»), «Τα αξύριστα πηγούνια» (το 2021, στο θέατρο «Χορν»). Και είχα σε όλα την ίδια εντύπωση, την ίδια γεύση: ότι είναι έργα ενός συγγραφέα με πολύ ευαίσθητες κεραίες, που αγγίζει τις μικροϊστορίες με ευαισθησία και διεισδυτικότητα, περιγράφοντας μέσα από αυτές τη μεγάλη εικόνα. Και το κάνει με ευστοχία και ευαισθησία, μέσα από τους χαρακτήρες που δημιουργεί σε κάθε έργο του, μέσα από την προσπάθεια επικοινωνίας αυτών των διαφορετικών ανθρώπων, που εικονοποιούν κοινωνικές συμπεριφορές, παθογένειες, στρεβλώσεις και πάθη  (της οικογένειας, των φύλων, της κοινωνίας)

Και φέτος ήρθε ο «Αράφ». Ένας σκύλος, που διασώθηκε από τη θάλασσα στα παράλια ενός νησιού (που δεν κατονομάζεται). Ενός τουριστικού νησιού, που επενδύει πολλά στον τουρισμό. Άλλωστε αυτός που τον έσωσε είναι ένας ξενοδόχος (Ιωσήφ Πολυζωίδης), ένας από τους πολλούς που ζουν από τον τουρισμό στα ελληνικά νησιά. Το ξενοδοχείο του βέβαια δεν είναι πολλών αστέρων, λίγο καλύτερο από τα παλιά rooms to let είναι, με ρουστίκ επίπλωση και τις απαραίτητες νέες τεχνολογίες να κοντράρουν. Και παρότι αυτός ο ξενοδόχος δεν είναι διόλου φιλόζωος, αξιοποιεί την πράξη του (που έγινε και είδηση στα κανάλια) για να γεμίσει το επόμενο καλοκαίρι το ξενοδοχείο του με φιλόζωους τουρίστες. Στο… φουαγιέ καταφθάνουν ο άνθρωπος που φροντίζει τον κήπο και τα φυτά του ξενοδοχείου (Φώτης Λαζάρου) και η κτηνίατρος του νησιού (Ράνια Σχίζα). Ο ξενοδόχος δεν θέλει άλλο τον σκύλο. Η κτηνίατρος επιμένει να τον στειρώσουν και να τον πάνε στο καταφύγιο που υπάρχει στο νησί. Ο κηπουρός αντιδρά γιατί μένει δίπλα στο καταφύγιο ζώων που δεν το θέλουν στη γειτονιά τους. Αντιδρά, βέβαια, και στην προοπτική της στείρωσης του σκύλου, γιατί ταυτίζει την αρσενική του υπόσταση μ’ εκείνην του σκύλου. Κι όλο προσπαθούν να καταστρώσουν σχέδια μεταφοράς του σκύλου στο καταφύγιο, κι όλο διαφωνούν, κι όλο βρίσκουν άκρη. Όλες αυτές τις μέρες ο σκύλος είναι κλεισμένος σε μια αποθήκη του ξενοδοχείου, χωρίς να βγαίνει βόλτα, και μόνο φαΐ και νερό του βάζουν. Και γρυλλίζει, συνέχεια γρυλλίζει…

Το πρώτο επίπεδο του έργου είναι εκεί μπροστά μας, ζωντανό, αναγνωρίσιμο: η φιλοζωΐα, οι ακτιβισμοί, οι υπερβολές –κάποιες φορές- από τη μια, η καχυποψία, η η αδιαφορία, η σκληρότητα και η βαναυσότητα των πολλών απέναντι στα ζώα από την άλλη. Ο διάλογος απουσιάζει συχνά, οι φωνές, οι διαπληκτισμοί, οι αγενείς συμπεριφορές κυριαρχούν: «Αναγκάζομαι να πηγαινοφέρνω την κόρη μου στο σχολείο, λες και ζούμε στην Αθήνα», λέει σε μια στιγμή ο Φώτης. Και στη μέση οι νόμοι, που γίνονται λάστιχο, ή μέσον εκφοβισμού, ή μέσον επίδειξης ισχύος και εξουσίας. Και κάπου στην άκρη, υπάρχει και ο χρηματισμός που όλα τα ξεμπερδεύει και όλα τα βολεύει.

Αυτό είναι το πρώτο επίπεδο. Αλλά πολύ εύκολα μπορείς να σκεφτείς τη μεγάλη εικόνα. Νησί, θάλασσα, διάσωση, όπου καταφύγιο βάζουμε δομή, διαμαρτυρίες, καχυποψία και φόβος, άρνηση για όσους είναι στη δομή. Οι κανόνες και οι νόμοι που επιχειρούν να βάλουν πλαίσιο υποδοχής και διαμονής, η αλληλεγγύη, οι συγκρούσεις. Μετανάστες. Ίσως είναι το πιο πλήρες κείμενο για τον τρόπο που οι πλευρές της ελληνικής κοινωνίας αντιμετωπίζουν το θέμα μετανάστευση και μετανάστες. Ίσως το πιο πλήρες έργο του Γιάννη Τσίρου απ’ όσα έχω δει.

Η παράσταση ακολούθησε τον ρεαλιστικό δρόμο τον οποίο υπηρέτησε άψογα. Και στα σκηνικά (εξαιρετική η απόδοση του επαρχιακού ξενοδοχείου με την επίπλωση να έχει ξεμείνει από τα ‘80’s). Οι τρεις ηθοποιοί απέδωσαν εύστοχα τους τρεις διαφορετικούς χαρακτήρες, που είναι από τη μια καθημερινοί άνθρωποι και από την άλλη συμβολίζουν κατηγορίες κοινωνικών συμπεριφορών. Ιδιαίτερα θα σταθώ στο ρόλο που ενσαρκώνει ο Φώτης Λαζάρου, ένας λαϊκός  άνθρωπος, ημιμαθής, παρορμητικός, που πασχίζει να τα φέρει βόλτα όπως μπορεί, που παρανομεί όπου μπορεί, που είναι ξεροκέφαλος με οτιδήποτε καινούργιο, αλλά εντέλει καλόψυχος. Σε αντίθεση με τον ξενοδόχο που είναι η επιτομή της διπλωματίας και του καιροσκοπισμού, σε αντίθεση με την παθιασμένη, ορθολογική και αρραγή κτηνίατρο. Ενδεχομένως η παράσταση να ήταν εντελώς διαφορετική αν δεν είχε ακολουθηθεί ο ρεαλιστικός σκηνοθετικός δρόμος, που είναι σήμα κατατεθέν του Γιώργου Παλούμπη, με τον οποίον είναι φανερό ότι ο Γιάννης Τσίρος έχει αποκτήσει κώδικες επικοινωνίας και εμπιστοσύνης. Σκέφτομαι, όμως, ότι μια πιο «λοξή» σκηνοθετική ματιά να αναδείκνυε με άλλον τρόπο την αλληγορία του έργου, βαδίζοντας παράλληλα με την αλληγορία του κειμένου.

Το όνομα του σκύλου, που είναι Αράφ (και δίνει και τον τίτλο στο έργο του Γιάννη Τσίρου), ακούγεται μόνο στην τελευταία φράση του έργου. Και συνέχεια γρυλλίζει, και οι άνθρωποι τον φοβούνται: «Επειδή κι εκείνος μας φοβάται», όπως λέει η κτηνίατρος. Κανείς δεν ξέρει τα ονόματα των ανθρώπων που φτάνουν εδώ, που σώζονται στη θάλασσα. Στο όνομά τους γίνονται πολλά, αλλά δεν γνωρίζουμε το δικό τους όνομα.

 

 

Η ταυτότητα της παράστασης

Κείμενο: Γιάννης Τσίρος, Σκηνοθεσία: Γιώργος Παλούμπης, Σκηνικά–Κοστούμια:  Νατάσσα Παπαστεργίου, Φωτισμοί: Βασίλης Κλωτσοτήρας, Μουσική σύνθεση: Κώστας Νικολόπουλος, Βοηθός σκηνοθέτη: Παναγιώτα Παπαδημητρίου, Βοηθός σκηνογράφου – ενδυματολόγου: Μαριάνθη Ράδου, Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή, Video promo: Θωμάς Παλυβός, Μακιγιάζ/Hair Styling φωτογράφισης- Σχεδιασμός Μακιγιάζ παράστασης: Διονυσία Κωνσταντίνου

Οργάνωση παραγωγής: Χρυσαντίνα Κουλουμπού, Εκτέλεση παραγωγής: Ρίτα Κώνστα

Παραγωγή : Αθηναϊκά Θέατρα & Artinfo

Παίζουν: Ράνια Σχίζα, Ιωσήφ Πολυζωίδης, Φώτης Λαζάρου

 

Θέατρο «Αποθήκη» (Σαρρή 40, Αθήνα)

Ημέρες & Ώρες Παραστάσεων

Τετάρτη 8μ.μ., Πέμπτη και Παρασκευή 9μ.μ., Σάββατο 9.15μ.μ., Κυριακή 6μ.μ.

 

 

Προηγούμενο άρθροΗ θνητότητα του χώρου μέσα από τον φακό τού Φώτη Θαλασσινού (γράφει ο Luis Lopes)
Επόμενο άρθροΜαριανίνα  Κριεζή: καταφύγιο αθωότητας ή αλλιώς ένα μάθημα ερωτικής αγωγής (της Έφης Κατσουρού)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ