«Ο αποτυχημένος», Τ. Μπέρνχαρντ: «χορογραφημένος» μονόλογος για τέσσερις φωνές κι ένα πιάνο (της Όλγας Σελλά)

0
391

της Όλγας Σελλά

Εντάσσεται στην ενότητα «Ημέρες Μουσικού Θεάτρου» της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Έτσι «Ο αποτυχημένος», η παράσταση του Έκτορα Λυγίζου που για πρώτη φορά παρουσιάζει στην Ελλάδα το έργο ενός συγγραφέα, τον οποίο πολύ αγαπούν οι Έλληνες σκηνοθέτες και θεατές, του Αυστριακού Τόμας Μπέρνχαρντ, έχει τη μουσική παρούσα στη σκηνή μ’ έναν λοξό αλλά διαρκή τρόπο. Κι όχι μόνο επειδή καταπιάνεται με στιγμές από τη ζωή ενός από τους πλέον σημαντικούς πιανίστες του 20ού αιώνα, του Καναδού Γκλεν Γκουλντ –ο οποίος χαρακτήριζε τον εαυτό του κλειδοκυμβαλιστή. Ούτε γιατί ο Γιάννης Νιάρρος που τον υποδύεται επί σκηνής παίζει πιάνο.  Αλλά γιατί η παράσταση που έστησε ο Έκτορας Λυγίζος στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής χαρακτηρίζεται πρωτίστως από ενορχήστρωση και μουσικότητα, τόσο σε ό,τι αφορά τον λόγο (τον λόγο του Μπέρνχαρντ) όσο και σε ό,τι αφορά την εκφορά του, την κίνηση και τη συνύπαρξη (κυριολεκτικά) των ηθοποιών.

Όλα συμβαίνουν σ’ ένα παρηκμασμένο ξενοδοχείο στην αυστριακή επαρχία και το σκηνικό της Μυρτώς Λάμπρου κερδίζει το βλέμμα του θεατή με την είσοδό του στην Εναλλακτική Σκηνή, καθώς είναι ρεαλιστικότατο και λεπτομερέστατο. Στη μιαν άκρη της σκηνής ο χώρος μελέτης και δουλειάς του Γκλεν Γκουλντ, στο ενδιάμεσο το λόμπι αυτού του επαρχιακού ξενοδοχείου, ένας φροντισμένος κήπος με πυκνά φυτά έξω από τα παράθυρα, μια περιστρεφόμενη πόρτα (η είσοδος) και η ρεσεψιόν. Εκεί φτάνει, λίγο μπερδεμένος, λίγο διστακτικός, ίσως λίγο απρόθυμος ο αφηγητής (Έκτορας Λυγίζος) λίγες μέρες μετά το τηλεγράφημα που έλαβε ότι ο παλιός του φίλος, Βερτχάιμερ (Άρης Μπαλής) αυτοκτόνησε. Έναν χρόνο πριν είχε πεθάνει από αποπληξία (λογοτεχνική αδεία) ο Γκλεν Γκουλντ. Οι τρεις αυτοί άνδρες, επίδοξοι πιανίστες και οι τρεις, είκοσι οκτώ χρόνια πριν, είχαν βρεθεί να σπουδάζουν μαζί στον κύκλο μαθημάτων του  Ρώσου πιανίστα Βλαντίμιρ Χόροβιτς. Το ταλέντο όμως του Γκουλντ και κυρίως ο τρόπος που έπαιζε τις «Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ» του Μπαχ, που αποτελούνται από ένα σύντομο μουσικό θέμα και τριάντα παραλλαγές του, κάνει τους άλλους δύο να παρατήσουν το πιάνο: «Αν συναντήσουμε τον πρώτο, τον καλύτερο, είμαστε υποχρεωμένοι να τα παρατήσουμε». Ο αφηγητής μας καταπιάνεται, σκίζοντας και γράφοντας για χρόνια, χωρίς ποτέ να την ολοκληρώσει, με μια μελέτη «Για τον Γκλεν Γκουλντ», ενώ ο Βερτχάιμερ, κρατάει διαρκώς σημειώσεις για ένα δοκίμιο που θέλει να γράψει με τον τίτλο «Ο αποτυχημένος», το προσωνύμιο που του είχε προσάψει ο Γκουλντ από τότε που γνωρίστηκαν. Ο χρόνος του κειμένου του Μπέρνχαρντ διαρκεί όσο και οι αναμνήσεις του αφηγητή, όσο διήρκεσε η γνωριμία των τριών ανδρών. Ξεκίνησε τη δεκαετία του ‘50 και έφτασε περίπου στο 1980.

Οι δύο ήδη νεκροί φίλοι, τα χρόνια της γνωριμίας τους, οι διαδρομές που ο καθένας τους χάραξε στο μεταξύ έρχονται γλαφυρά, άλλοτε επιθετικά, άλλοτε αναστοχαστικά, στο μυαλό του αφηγητή και μέσα από αυτό το εύρημα ο Τόμας Μπέρνχαρντ γράφει ένα συναρπαστικό κείμενο για το φθόνο, τη φιλοδοξία, τη φήμη, την ιδιοφυΐα, την τελειοθηρία, την εμμονή ή τις εμμονές, τη ματαίωση, τη διστακτικότητα, την καθήλωση, τους ψυχαναγκασμούς. Έναν μονόλογο για τρεις φωνές στην ουσία, αφού στη μνήμη του αφηγητή ζωντανεύουν διάλογοι, δηλώσεις, επιστολές. Και δίπλα στους διαλόγους του νου, υπάρχουν και οι διάλογοι της πραγματικότητας, αφού το μόνο πρόσωπο με το οποίο ζωντανά συνομιλεί ο αφηγητής είναι η ξενοδόχος (Αμαλία Μουτούση), μια λαϊκή  γυναίκα και περιστασιακή ερωμένη του Βερτχάιμερ, που είναι η φωνή της πραγματικότητας, της πρακτικότητας, της αφέλειας, της καθημερινής ζωής, της στωικότητας σε ό,τι φέρνει η ζωή (σε αντίθεση με την «πολυτέλεια» των εμμονών και των ψυχαναγκασμών που ταλαιπωρούσαν τους τρεις παλιούς φίλους). Οπωσδήποτε τα πρόσωπα και αυτού του έργου συμβολίζουν συμπεριφορές, στάσεις, επιλογές των  ισχυρών και των αδύναμων, των νικητών και των ηττημένων. Ο σκηνικός χώρος παρέθετε τις σκηνές, τους χώρους της μνήμης, ανακάτευε το παρόν και το παρελθόν όπως ακριβώς και το κείμενο. Και ο Έκτορας Λυγίζος, με την καθοριστική συμβολή του Χαράλαμπου Γωγιού, ενορχήστρωσε και χορογράφησε γοητευτικά αυτή τη δύσκολη και μακροπερίοδη αφήγηση, με τους πολλούς διαλόγους, τις μπερδεμένες μνήμες, τις αμφιβολίες (που αποτυπώνονται από την αρχική είσοδο του αφηγητή στην περιστρεφόμενη πόρτα), τα ερωτήματα που ποτέ δεν απαντήθηκαν, τη διαρκή και ανακατεμένη περιγραφή γεγονότων, συμπεριφορών και χαρακτήρων και την πανταχού παρούσα υπόγεια ειρωνεία: «Πεθαίνει σχεδόν αδιάλειπτα από οίκτο για τον εαυτό του». «Ο αποτυχημένος μας είναι ερωτευμένος με την αποτυχία του. Θα ήταν ακόμα πιο δυστυχισμένος αν έχανε τη δυστυχία του». «Οι εκλεπτυσμένοι κύριοι που έχουν αρκετό χρόνο και αρκετά χρήματα, μιλούν συνήθως για τη δυστυχία τους». «Ο αποτυχημένος γίνεται πολυλογάς, μόνο και μόνο από φόβο μην δεν τον πάρουν στα σοβαρά».

Δεν ήταν διόλου εύκολο αυτό που έστησε ο Έκτορας Λυγίζος στη σκηνή. Και παρότι το κείμενο απαιτούσε τη συνεχή προσοχή και εγρήγορση του κοινού, παρότι οι επί τούτου επαναλήψεις γεγονότων ή λέξεων και τα φαρσικά στοιχεία που ο Μπέρνχαρντ έβαλε στο κείμενο, ήταν ικανά να βαρύνουν τη θέαση, ο Έκτορας Λυγίζος κατάφερε να συνομιλήσει πολύ εύστοχα με το σύμπαν και το ύφος του Μπέρνχαρντ, να δώσει τις απαιτούμενες πινελιές χιούμορ, να ζωντανέψει τους χαρακτήρες του έργου, να «χορογραφήσει» την εκφορά του δύσκολου λόγου του Μπέρνχαρντ, χάρη και στις εξαιρετικές ερμηνείες όλων των ηθοποιών, και να μας δώσει μία από τις καλύτερες παραστάσεις του, ίσως και την καλύτερή του ως τώρα. Ιδανικός Γκουλντ ο Γιάννης Νιάρρος, με σωστές δόσεις παραίτησης, ανίας και χιούμορ ο «αποτυχημένος» του Άρη Μπαλή, με τον γοητευτικό τρόπο που αποδίδει τις κωμικές καταστάσεις ερμήνευσε την ξενοδόχο η Αμαλία Μουτούση, ιδανικός αφηγητής, σ’ έναν πολύ δύσκολο ρόλο ο Έκτορας Λυγίζος.

Εκτός από τον Μπέρνχαρντ όμως, ο Έκτορας Λυγίζος «συνομίλησε» και μ’ έναν ακόμη απόντα: τον Λευτέρη Βογιατζή. Δεν είναι μόνο δική μου εντύπωση ότι τόσο η όψη της παράστασης όσο και το ύφος, και οι λεπτομέρειές της, και η φινέτσα της, αλλά και αυτή καθεαυτή η φιγούρα του Λυγίζου, ανέσυραν, συγκινητικά και τρυφερά, κάτι από τον τρόπο του θεάτρου που ο Λευτέρης Βογιατζής μας έδειξε.

 

Η ταυτότητα της παράστασης

Μετάφραση: Βασίλης Τομανάς, Θεατρική διασκευή, σκηνοθεσία: Έκτορας Λυγίζος, Μουσικός σύμβουλος, φωνητική διδασκαλία: Χαράλαμπος Γωγιός, Σκηνικό: Μυρτώ Λάμπρου, Κοστούμια: Άλκηστη Μάμαλη, Χορογραφίες, συνεργασία στην κίνηση: Δημήτρης Μυτιληναίος, Σχεδιασμός φωτισμών: Δημήτρης Κασιμάτης, Σχεδιασμός μακιγιάζ, κομμώσεων: Ιωάννα Λυγίζου, Σχεδιασμός ήχου: Μπράιαν Κουν, Πιανιστική διδασκαλία: Χρήστος Σακελλαρίδης, Βοηθός σκηνοθέτη: Εύα Βλασσοπούλου, Βοηθός σκηνογράφου: Φιλάνθη Μπουγάτσου, Βοηθός φωτιστή: Σοφία Αδαμοπούλου, Φωτογραφίες: Ανδρέας Σιμόπουλος.

 

Παίζουν

Βέρτχαϊμερ: Άρης Μπαλής
Γκλεν Γκουλντ: Γιάννης Νιάρρος
Ξενοδόχος: Αμαλία Μουτούση
Αφηγητής: Έκτορας Λυγίζος

Επόμενες παραστάσεις: 19, 20, 21, 24, 25, 26 Απριλίου 2024. Ώρα έναρξης στις 8.30μ.μ. Την Κυριακή 21 Απριλίου στις 7.30μ.μ.

 

Προηγούμενο άρθροΓιάννης Παπαδόπουλος: “Ο νέος αναγνώστης στην Ελλάδα είναι μια κατηγορία ολιγοπληθής” (συνέντευξη στον Γιάννη Ν.Μπασκόζο)
Επόμενο άρθροΈρευνα – «Παιδί και ανάγνωση»

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ