«Ο άντρας μου» μέσα από γυναικείες φωνές χωρίς ταμπού και μισόλογα (της Όλγας Σελλά)

0
525

 

της Όλγας Σελλά

Το 1995 καθιερώθηκε, όπως ασφαλώς θυμάστε αρκετοί, το ετήσιο βραβείο Balkanika, με σκοπό την προσέγγιση των χωρών της Βαλκανικής χερσονήσου μέσω των λογοτεχνικών τους βιβλίων. Από την Ελλάδα το στήριξε με πάθος και μετείχε στη διοργάνωσή του η αξέχαστη εκδότρια του «Κέδρου», Κάτια Λεμπέση. Γνωρίσαμε πολλά και ενδιαφέροντα βιβλία για κάμποσα χρόνια,  γνωρίσαμε τον τρόπο που σκέφτονται και γράφουν σύγχρονοι Βαλκάνιοι συγγραφείς, γνωρίσαμε τον τρόπο που επιλέγουν να μιλήσουν για την ιστορία και την καθημερινότητά τους, για τις πληγές της ιστορίας τους και τις αγωνίες του μέλλοντός τους. Μαθαίνω ότι το ο θεσμός ατόνησε και καταργήθηκε.  Παρ’ όλα αυτά οι δρόμοι αλληλογνωριμίας με συγγραφείς της Βαλκανικής χαράχτηκαν, και τα βιβλία των Βαλκάνιων συγγραφέων μας βρίσκουν και μέσω άλλων οδών. Μέσω του θεάτρου, για παράδειγμα. Και αυτή την περίοδο, παρουσιάζονται στο θέατρο τρία κείμενα, θεατρικά ή λογοτεχνικά, προερχόμενα από χώρες των Βαλκανίων: «Η λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα» του Ρουμάνου Ματέι Βόζνιεκ, το εμβληματικό «Undergroud» του Ντούσαν Κοβάσεβιτς που όλοι γνωρίσαμε μέσω από την ομώνυμη ταινία του Εμίρ Κουστουρίτσα και μια παράσταση που βασίζεται στα διηγήματα μιας πολύ σημαντικής δημιουργού από τη γειτονική, και σχεδόν άγνωστη για τα πολιτιστικά της, Βόρεια Μακεδονία: της Ρουμένα Μπουζάροφσκα.

Στο θέατρο «Θησείον», λοιπόν, εδώ και λίγες μέρες, παρουσιάζεται η παράσταση «Ο άντρας μου», που μας γνωρίζει κείμενα από το ομώνυμο βιβλίο της Ρουμένα Μπουζάροφσκα, σε σκηνοθεσία Μαρίας Μαγκανάρη. Διαδοχικοί μονόλογοι διαφορετικών γυναικών, κάθε ηλικίας και στυλ, που με τρόπο άλλοτε πληθωρικό, άλλοτε τρυφερό, άλλοτε οργισμένο, άλλοτε μελαγχολικό, άλλοτε (συχνά) σκωπτικό μεταφέρουν στιγμές από τη ζωή τους, από την καθημερινότητά τους, από τη σχέση με τον άντρα τους, το παιδί τους, την οικογένειά τους, τον εαυτό τους, από τον τρόπο που διαχειρίζονται τις σχέσεις τους, από τον τρόπο που οι αντιλήψεις ή τα στερεότυπα που κυριαρχούν γύρω τους, κατευθύνουν τις αποφάσεις, τις αντιδράσεις, τις συμπεριφορές τους.

Η Μαρία Μαγκανάρη έκανε κάτι απλό και απολύτως θεατρικό. Άφησε το κείμενο ατόφιο και το έντυσε με μικρές, αλλά καθοριστικές, πινελιές θεατρικότητας, όπως τα στοιχεία του σκηνικού (ένα τραπέζι -ο χώρος της καθημερινής συνάντησης, μια ηλεκτρική κουζίνα με τα απαραίτητα κουζινικά, την ποδιά και το γάντι, ένα κρεβάτι με ουρανό –το σημείο της τρυφερότητας, αλλά και της βίας και της μοναξιάς, μερικά σκόρπια ρούχα κι ένα υπερμεγέθες λούτρινο –που ίσως να ήταν η ανάγκη για τρυφερότητα που μεγάλωνε μαζί με τις ίδιες τις γυναίκες και ταυτοχρόνως τρόμαζε). Και βεβαίως εστίασε στις ερμηνείες της  παράστασης: της Μαρίας Σκουλά, της Αμαλίας Καβάλη και της ίδιας της Μαρίας Μαγκανάρη, οι οποίες εναλλάχθηκαν στην ερμηνεία των ηρωίδων του κάθε διηγήματος της Μπουζάροφσκα. Κι έτσι απλά, χωρίς πολλά πλουμίδια, ζωντάνεψαν τις γυναίκες αυτών των ιστοριών, μας αφηγήθηκαν τις αγωνίες τους, τις φοβίες τους, τις ζήλιες τους, τους ανταγωνισμούς τους, την απόγνωσή τους, την αναμέτρησή τους με τα «πρέπει» και τα «θέλω» τους. Κι έτσι, με απλότητα και αμεσότητα, η Ρουμένα Μπουζάροφσκα μας δίνει με ευφυέστατο, λογοτεχνικό όσο και θεατρικό τρόπο όψεις της σύγχρονης Βόρειας Μακεδονίας, τη ζωή στις πόλεις ή στην επαρχία της, τις προκαταλήψεις που πολλά καθορίζουν και δεν παύουν να υπάρχουν, τον νεοπλουτισμό που εξαπλώνεται. Κι όλα αυτά μέσα από τις σχέσεις ανδρών και γυναικών. Όψεις που δεν είναι άγνωστες και στα καθ’ ημάς. Οι επτά γυναίκες, στις επτά ιστορίες της παράστασης (το βιβλίο περιέχει ένδεκα ιστορίες γυναικών) μέσα από την αφήγησή τους κοιτούν κατάματα και τον εαυτό τους και τους άντρες τους και τους εραστές τους και τα παιδιά τους, και τους γονείς τους και το περιβάλλον στο οποίο κινούνται. Τα αποκαλύπτουν και αποκαλύπτονται. Χωρίς ταμπού, χωρίς μισόλογα. Με πάθος, αμεσότητα, αλήθεια και χιούμορ.

Και η παράσταση της Μαρίας Μαγκανάρη, ακολουθώντας το δικό της προσωπικό ύφος, που δίνει έμφαση στις μικρές σκηνικές λεπτομέρειες, στις ερμηνείες και στην ατμόσφαιρα, ταίριαξε απολύτως με το ύφος των διηγημάτων της Ρουμένα Μπουζάροφσκα, που κι εκείνο σαν αστόλιστο έμοιαζε, αλλά ήταν τόσο στέρεο, τόσο φρέσκο και τόσο διεισδυτικό. Και είχε στη διάθεσή της τη Μαρία Σκουλά (νομίζω στην καλύτερη στιγμή της μετά από την έξοχη ερμηνεία της στον «Οδυσσέα» του Τζέιμς Τζόις στο Φεστιβάλ Αθηνών το 2018, στην παράσταση των Elephas Tiliensis) η οποία ζωντάνεψε τρία από τα διηγήματα του βιβλίου, την Αμαλία Καβάλη που πατάει στέρεα και στο κωμικό και στο δραματικό στοιχείο ενώ η ίδια η Μαρία Μαγκανάρη μας υποδέχθηκε στο φουαγιέ του θεάτρου, απ’ όπου ξεκίνησε η παράσταση μ’ ένα από τα πιο δηκτικά διηγήματα του Μπουζάροφσκα στο οποίο ήταν απολαυστική. Η μόνη παρατήρηση που θα είχα να κάνω ήταν ότι θα έπρεπε να έχουν μοιραστεί κάπως αλλιώς οι ιστορίες που ερμήνευσαν η Αμαλία Καβάλη και η Μαρία Μαγκανάρη. Η Αλεξάνδρα Ιωαννίδου μετέφερε απολύτως το ύφος της Ρουμένα Μπουζάρεφσκα σε πολύ ζωντανή και θεατρική γλώσσα, και όλοι οι υπόλοιποι συντελεστές της παράστασης (μουσική, φώτα, κοστούμια, σκηνικά, κίνηση) πλαισίωσαν επιτυχώς το πλαίσιο και στο ύφος που η Μαρία Μαγκανάρη έδωσε στην παράσταση.

Ήταν μια παράσταση με έμφαση στο θέατρο και στο κείμενο, που άφησε ν’ ακουστεί η φωνή των γυναικών, έτσι όπως την μετέφερε και την ανέδειξε μια πολύ σημαντική συγγραφέας της γειτονικής μας χώρας.

Η ταυτότητα της παράστασης

Μετάφραση: Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, Δραματουργία, Σκηνοθεσία: Μαρία Μαγκανάρη, Μουσική: Θοδωρής Οικονόμου, Σκηνικά: Μαρία Μαγκανάρη, Παύλος Θανόπουλος, Κοστούμια: Παύλος Θανόπουλος, Φώτα: Μαρία Γοζαδίνου, Κίνηση: Σεσίλ Μικρούτσικου, Βοηθός σκηνοθέτη: Πάολα Καλλιγά, Βοηθός σκηνογράφου: Κατερίνα Αριανούτσου, Κατασκευή κοστουμιών: Φανή Τσιάμη, Ντόρα Τεμπέλη, Ειδικές κατασκευές: Δήμητρα Καίσαρη, Παραγωγή: προτσές, Φωτογραφίες: Μαρία Τούλτσα

 

Παίζουν:

Μαρία Σκουλά, Aμαλία Καβάλη, Μαρία Μαγκανάρη

Θέατρο Θησείον (Τουρναβίτου 7, Ψυρρή)

Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 9μ.μ., Κυριακή στις 6μ.μ.

 

  • Τα βιβλία της Ρουμένα Μπουζάροφσκα «Ο άντρας μου» και «Δεν πάω πουθενά» κυκλοφορούν από τις «Gutenberg» σε μετάφραση της Αλεξάνδρας Ιωαννίδου.

Προηγούμενο άρθρο«αδυσώπητες διαδοχές» (  επιτέλεση στο Κέντρο Τεχνών Δήμου Αθηναίων)
Επόμενο άρθροΗ αφηγηματική φωνή στην ελληνική λογοτεχνία (της Ελισάβετ Κοτζιά) 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ