Ο Αναγνωστάκης εντός κι εκτός λογοτεχνίας

0
299

Του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου.

 

Βρέθηκα πριν από μερικές ημέρες στην έκθεση για τον Μανόλη Αναγνωστάκη που θα λειτουργεί στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού της Θεσσαλονίκης έως τα μέσα του Δεκέμβρη. Η έκθεση διοργανώνεται στο πλαίσιο του αφιερωματικού έτους που έχει προκηρύξει ο Δήμος Θεσσαλονίκης με αφορμή τη συμπλήρωση ενενήντα χρόνων από τη γέννηση και δέκα χρόνων από τον θάνατο του ποιητή. Σ’ έναν χώρο όπου επικρατούν η λιτότητα και οι χαμηλοί τόνοι παρακολουθούμε χειρόγραφα, φωτογραφίες, οπτικοακουστικά ντοκουμέντα, εκδόσεις, έγγραφα και σημειώσεις.  Με τίτλο «Μιλώ… Τεκμήρια και μαρτυρίες» η έκθεση είναι οργανωμένη σε επτά ενότητες οι οποίες συνδέονται με καθοριστικές περιόδους της πορείας του Αναγνωστάκη: από τα χρόνια της πρώιμης νιότης, της Κατοχής και του Εμφυλίου μέχρι τη δικτατορία και τα χρόνια της μεταπολίτευσης.

Ο Αναγνωστάκης είναι ένα πρόσωπο που σημάδεψε τη νεανική μου ζωή. Τον γνώρισα ως νεαρός συντάκτης στην Αυγή της δεκαετίας του 1980 και το ενδιαφέρον του για την κριτική, που δεν τον εγκατέλειψε ούτε στην ωριμότητά του, είχε τις ευεργετικές του επιδράσεις και σ’ εμένα αφού ύστερα από δική του πρωτοβουλία ανέλαβα στην εφημερίδα τη στήλη της λογοτεχνικής κριτικής. Περιδιαβαίνοντας τα εκθέματα και ανακαλώντας τη μεταπολιτευτική παρουσία του Αναγνωστάκη, σκέφτομαι το επίμονο αίσθημα συλλογικότητας που τον διακατείχε σε όλη αυτή την περίοδο. Και μιλώ επίτηδες για επιμονή και όχι για πολιτική ένταξη ή για αγωνιστικό φρόνημα. Γιατί ο Αναγνωστάκης δεν είχε τίποτε το κανονιστικό και το από καθέδρας – κι αυτό για τους νέους του είδους μου αποτελούσε σωστή αποκάλυψη. Ακόμα κι όταν έκανε μαθήματα στο κομματικό Κέντρο Μαρξιστικών Σπουδών, σε μιαν αίθουσα με θέα την είσοδο του Πολυτεχνείου, όπου συχνά τον συνόδευα για λογαριασμό της Αυγής, ο λόγος του δεν ήταν ο λόγος της διδασκαλίας, αλλά μια ζωντανή και ανοιχτή συνομιλία, που κινητοποιούσε αμέσως τον ακροατή. Ακροατής που γινόταν έτσι ένας καθ’ όλα ισότιμος συνομιλητής κι όχι ένα πρόσωπο καθισμένο άβολα στην καρέκλα του, ανυπόμονο να τρέξει προς την έξοδο μόλις θα τελείωνε η προκαθορισμένη ώρα.

Δεν πρόκειται, όμως, μόνο γι’ αυτό. Θυμάμαι τον Αναγνωστάκη όταν έμπαινε στα γραφεία της Αυγής, και άλλαζε πάραυτα τη διάθεση όλων μας με το ευφρόσυνο χιούμορ του. Ένα χιούμορ ασεβές, σχεδόν άθεο, που δεν υποκλινόταν σε καμία ιεραρχία, πολιτική ή λογοτεχνική. Θυμάμαι, ωστόσο, τον Αναγνωστάκη και σε άλλες στιγμές, όταν το χιούμορ όφειλε να παραχωρήσει τη θέση του στην καίρια, άμεση παρέμβαση, όπως ένα βράδυ σε μια δημόσια συζήτηση την οποία είχε διοργανώσει το ΚΚΕ Εσωτερικού στο Πολυτεχνείο. Αντιδρώντας εκεί σε μια περίεργη διατύπωση ενός εκ των εισηγητών ότι η Αριστερά πρέπει να ορίσει αξίες για τη λογοτεχνία, ο Αναγνωστάκης έσπευσε να ξεκαθαρίσει πως η Αριστερά είχε προδικτατορικά πληρώσει πανάκριβα ανάλογες αντιλήψεις και πως τέτοια ζητήματα ανήκαν οριστικά στο παρελθόν.

Αυτόν τον Αναγνωστάκη μού θύμισε η έκθεση στο Βυζαντινό Μουσείο της Θεσσαλονίκης, κι εκεί νομίζω πως βρίσκεται κι η επιτυχία της: στο ότι δεν επιδιώκει μιαν ακαδημαϊκή παρουσίαση, την προβολή ενός ποιητή δαφνοστεφούς μέσα στον χρόνο, αλλά, αντιθέτως, μας συστήνει μια δυναμική, αεικίνητη και πάντοτε αδογμάτιστη προσωπικότητα – τον Αναγνωστάκη όπως τον γνωρίσαμε εντός αλλά και εκτός λογοτεχνίας.

 

Προηγούμενο άρθροΗ λογοτεχνία στο θέατρο
Επόμενο άρθροTo τραγούδι της “Ναυτίας”

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ