του Αλέξη Πανσέληνου
Η αντικριστή ανάγνωση δύο πρόσφατων εκδόσεων (2019), πρώτα της “Σεροτονίνης” του Ουελμπέκ (ΕΣΤΙΑ) και κατόπι του “Κοντσέρτο μπαρόκ” του Καρπεντιέρ (ΕΞΑΝΤΑΣ), μου έδωσε αναδρομικά μια έντονη αίσθηση της απόστασης που χωρίζει το μακρινό πια 1974 του δεύτερου βιβλίου από το 2019 του πρώτου. Στη διάρκεια του 20ου αιώνα ένα ανάλογο διάστημα δεν θα έκανε την εντύπωση τόσο μεγάλης απόστασης.
Πρέπει πριν απ’ όλα να επισημάνω πως η αναγνωστική απόλαυση οφείλεται στις υποδειγματικές μεταφράσεις, του Γιώργου Καράμπελα για τη “Σεροτονίνη” και της Μελίνας Παναγιωτίδου για το “Κοντσέρτο μπαρόκ”. Ο πρώτος με άψογο ύφος, εύστοχες επιλογές και πνεύμα σύγχρονο, απόλυτα ταιριαστό με του συγγραφέα, η δεύτερη με μια αξιοθαύμαστη φινέτσα στο εξαιρετικά απαιτητικό από κάθε άποψη – υφολογικά και πραγματολογικά – κείμενο του Καρπεντιέρ. Δεν συναντιέται τόσο συχνά τελευταία τόσο απόλυτη μεταφραστική επάρκεια.
Στη “Σεροτονίνη” του Ουελμπέκ ο συγγραφέας περιγράφει την πτώση ενός άνδρα που δεν μπορεί να κρατήσει δίπλα του τίποτα. Ούτε την επαγγελματική του απασχόληση, ούτε τις γυναίκες της ζωής του, ούτε καμία άλλη σχέση φιλίας. Αργά και βασανιστικά ο ήρωας-αφηγητής μας ξετυλίγει την πορεία του προς την άβυσσο, τις χαμένες ευκαιρίες, την αδυναμία να προσφέρει αγάπη και να δεσμευτεί, τον φόβο του πως οι στιγμές του ενθουσιασμού, στη σχέση του με μια γυναίκα, αναπόφευκτα θα εκλείψουν και τη θέση τους θα πάρουν οι τετριμμένες καθημερινότητες του “εγγάμου” βίου, ενώ πολεμά την κατάθλιψη με φάρμακα που του αποστερούν βαθμιαία την λίμπιντο ίσαμε το σημείο που του είναι πλέον αδύνατο να διεγερθεί ερωτικά και – άρα – να προσεγγίσει οποιαδήποτε γυναίκα. Βεβαίως οι, δυο κυρίως, μεγάλες του αγάπες δεν έχουν απομακρυνθεί εξαιτίας αυτού. Η στάση του, η αδυναμία του να αντιπροσφέρει όσα δέχεται από την πλευρά τους, να δεσμευτεί και να τολμήσει τη μετάβαση από τον ενθουσιασμό του πρώτου καιρού στη ρουτίνα της αποκατεστημένης σχέσης και, ίσως, της οικογένειας – αυτά είναι που τις απομακρύνουν από δίπλα του.
Οι γονείς του έχουν πεθάνει μαζί, για να μη χωρίσουν, σε μια προγραμματισμένη αυτοκτονία, όταν διαπιστώνεται πως ο πατέρας (σε κάπως προχωρημένη ηλικία) έχει προσβληθεί από ασθένεια που δεν θεραπεύεται. Το οικογενειακό παρελθόν του αφηγητή είναι μεν “άψογο”, αλλά η αφοσίωση που έχουν οι γονείς του ο ένας στον άλλο, τον έχει αφήσει έξω από την αγάπη τους. Η αποστέρηση της “ατελείωτης γιορτής της αγάπης” που βιώνει (ή υποτίθεται πως βιώνει) κάποιος κατά την παιδική του ηλικία, καθώς οι γονείς θέτουν (ή υποτίθεται) το παιδί ως προτεραιότητα, κάνει τον ήρωα της “Σεροτονίνης” να την αποζητά παντού θεωρώντας την και ως αποκλειστική έκφανση της ερωτικής σχέσης με τις γυναίκες με τις οποίες σχετίζεται. Και η ιδέα, ο φόβος ή μάλλον η εκ προοιμίου βεβαιότητά του πως κάτι τέτοιο δεν μπορεί να διαρκέσει για πάντα, τον αφοπλίζει συναισθηματικά και παραμένει αμήχανος, ανενεργός, ουδέτερος όταν οι απαιτήσεις των γυναικών για μια διάρκεια αρχίζουν να προβάλουν. Ακόμα και πριν συμβεί κάτι τέτοιο.
Χωρίς έρωτα, χωρίς οικογένεια, χωρίς φίλους πραγματικούς, χωρίς ενδιαφέρον για την επαγγελματική του απασχόληση, η οποία επίσης αποδεικνύεται αναποτελεσματική ως προς τις στοχεύσεις της, περιπλανιέται στην γαλλική επαρχία, και γίνεται μάρτυρας της διάλυσης της χώρας καθώς ο τεράστιος αγροτικός τομέας της Γαλλίας υποκύπτει στις ποσοστώσεις που επιβάλλουν οι Βρυξέλλες, οδηγώντας τους αγρότες και τους κτηνοτρόφους – τον κορμό της εθνικής οικονομίας της – σε μαρασμό και απελπισία.
Το χτύπημα της σφύρας που ακούμρ στο τελευταίο μέρος της 6ης του Μάλερ και συμβολίζει τον θάνατο, στη “Σεροτονίνη” ηχεί εκκωφαντικά στο κεφάλαιο με την αυτοκτονία του Αιμερίκ (του μοναδικού φίλου του αφηγητή) στη διάρκεια μιας σύγκρουσης των κτηνοτρόφων της Νορμανδίας με τις δυνάμεις της αστυνομίας που έχει φτάσει εκεί για να αποτρέψει τα χειρότερα.
Η απελπισμένη πορεία του προς την άβυσσο ολοκληρώνεται με το παράτολμο και ανεδαφικό σχέδιο της τελευταίας στιγμής, να ξαναποκτήσει την αγαπημένη του, αναβιώνοντας τη σχέση που είχαν προτού χωρίσουν, αφού πρώτα σκοτώσει το μικρό παιδί της από κάποιον τυχαίο εραστή, σκοπεύοντας από μια οικοδομή σε απόσταση από το σπίτι της, κάτι που φυσικά δεν είναι σε θέση να πραγματοποιήσει και εν τέλει αποτελεί την τελευταία απελπισμένη προσπάθειά να ανακτήσει κάτι που, τώρα, πολύ αργά πια, αναγνωρίζει ως πολύτιμο αλλά έχει χάσει προ πολλού και οριστικά.
Μια τελευταία συνάντηση με τον εκπληκτικό χαρακτήρα του γιατρού Αζότ, τον πληροφορεί ότι πάσχει από ασθένεια που δεν θεραπεύεται ουσιαστικά, εφόσον τα χάπια της σεροτονίνης που παίρνει για την αντιμετώπιση της κατάθλιψης, αντιμάχονται την θεραπεία που θα μπορούσε να λάβει ενώ αντιθέτως επιτείνουν την κακή κατάσταση του οργανισμού του. Πεθαίνετε από λύπη, φίλε μου, τον πληροφορεί ο έμπειρος και εξαιρετικής αντίληψης και συναίσθησης γιατρός Αζότ.
Και αυτό συμβαίνει εν τέλει – αν και ο συγγραφέας αφήνει να εννοήσουμε πως ο ήρωας ενδεχομένως θα αυτοκτονήσει αφού ολοκληρώσει την αφήγησή του.
Το πολυσυζητημένο βιβλίο του Ουελμπέκ είναι γραμμένο σε απολύτως παραδοσιακό ύφος, με όλη την βαρειά σκευή της γαλλικής πεζογραφίας πίσω του. Το σύγχρονο στοιχείο του δεν βρίσκεται στο ύφος και στο στυλ της γραφής αλλά στο περιεχόμενο. Ο συγγραφέας ανιστορεί την πορεία ενός χαρακτηριστικού σύγχρονου ανθρώπου όταν όλα γύρω του έχουν καταρρεύσει και ο ίδιος ακολουθεί μια αντίστοιχη πτωτική πορεία στην προσωπική του ζωή. Είναι ο σημερινός τεχνοκράτης που αντιλαμβάνεται το αναποτελεσματικό των επαγγελματικών του εφοδίων σε μια κοινωνία και μια οικονομία που καθορίζεται από ξένα κέντρα, στα πλαίσια μιας επώδυνης και μακρόσυρτης παγκοσμιοποίησης, που αποδυναμώνει τις εθνικές οικονομίες και τις κοινωνικές δομές οι οποίες την στήριξαν στο παρελθόν, αλλά σήμερα ξεψυχούν έχοντας χάσει την raison d’être τους. Είναι ο σημερινός αστός (ή μικροαστός) που παράλληλα έχει χάσει κι αυτός κάθε σεβασμό στις παραδοσιακές αξίες και βλέπει τη ζωή και τους ανθρώπους με σαρκασμό, καθώς διαπιστώνει ότι και εκείνη και αυτοί έχουν αδειάσει από νοήματα και απλώς επαναλαμβάνουν μηχανικά, με κεκτημένη από το παρελθόν ταχύτητα, χειρονομίες κενές χωρίς αντίκρυσμα στην πραγματικότητα. Απομυθοποιημένα τα πάντα : η οικογένεια, τα επαγγέλματα, οι ανθρώπινες σχέσεις, φιλίες και έρωτες, επιτρέπουν στον ήρωα του μυθιστορήματος να σαρκάζει και να ισοπεδώνει μέσα του τα πάντα, αντιδρώντας στο κενό κάθε ουσίας που διακρίνει ολόγυρα στα πάντα. Ο Ουελμπέκ δεν προσπαθεί να σοκάρει τον αναγνώστη. Κρατά απέναντί του έναν καθρέφτη μέσα στον οποίο ο καθένας μπορεί να διακρίνει την δική του έκπτωση από τα ιδανικά με τα οποία ξεκίνησε η ζωή του. Είναι πολύ έξυπνος για να κάνει πως δεν βλέπει καθαρά τον περίγυρό του και πολύ εκλεπτυσμένος για να καταφύγει σε τεχνάσματα προσπαθώντας να ξαφνιάσει. Είναι σπαρακτικός περισσότερο απ’ όσο είναι προκλητικός και χωρίς να καταδέχεται να ερεθίσει τους δακρυγόνους αδένες μας, σαρκάζει για να μην κλάψει. Εναπόκειται στην ευαισθησία του αναγνώστη, να αναγνωρίσει τη βαθειά λύπη που σκοτώνει τον ήρωά του.
Ο Αλέχο Καρπεντιέρ, λιγότερο γνωστός σήμερα, Κουβανός μουσικολόγος και πεζογράφος, έγραψε το “Κοντσέρτο μπαρόκ” το 1974. Το 1989 γυρίστηκε σε φιλμ από τον Πωλ Λεντύκ, σίγουρα δεν έφτασε ποτέ στις ελληνικές αίθουσες (καταλαβαίνει κανείς γιατί !) και το είχα δει κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 90 στην τηλεόραση. Το κατέγραψα σε βίντεο και το ξαναείδα αρκετές φορές, γοητευμένος από την ιστορία αλλά και από το γύρισμα. Μου μιλούσε ιδιαίτερα καθώς η ιστορία είχε να κάνει με τη μουσική, αλλά δεν είχα διαβάσει ποτέ το μυθιστόρημα το οποίο πρόσφατα κυκλοφόρησε. Και το έκανα μόλις τελείωσα την ανάγνωση της “Σεροτονίνης”.
Η αντικριστή αυτή ανάγνωση δυο τόσο διαφορετικών βιβλίων είχε σαν αποτέλεσμα να συγκρίνω και τους συγγραφείς και τις εποχές κατά τις οποίες γράφτηκαν.
Αν και επιστρέφει στο ύφος του μπαρόκ ο Καρπεντιέρ, η γραφή του μοιάζει πολύ πιο “μοντέρνα” από του Ουελμπέκ – μοντέρνα με την έννοια μιας αφήγησης πολύ πιο ρευστής, η οποία του επιτρέπει να ενσωματώνει στις μακρές, γεμάτες παρενθετικές, περιόδους της ένα πλήθος στοιχεία και της καθαυτό αφήγησης αλλά και των παρεκβάσεων που χρειάζονται για να δημιουργήσει την ρευστή ατμόσφαιρα των χρονικών παλινδρομήσεων ενός μεταμοντέρνου μυθιστορηματικού κόσμου, κόσμου που κοιτά το παρελθόν μιλώντας για το παρόν – και κυρίως για την παρουσία του παρελθόντος στο παρόν.
Το εύρημα της επίσκεψης ενός πάμπλουτου Μεξικάνου του 18ου αιώνα, ισπανικής καταγωγής, εραστή της τέχνης και της μουσικής, στην Ισπανία αρχικά και εν τέλει στη Βενετία, στη διάρκεια των καρναβαλικών εορτασμών των Επιφανείων, με τις διαχρονικές αναφορές στους συνθέτες του ιταλικού και του γερμανικού μπαρόκ δίπλα-δίπλα με τον Στραβίνσκι και τον Βάγκνερ αλλά και τον Λούις Άρμστρονγκ, με καταβύθισε στην Ιστορία και στην Τέχνη αιώνων.
Ο ήρωάς του συναντιέται ένα βράδυ, έπειτα από τα ξέφρενα γλέντια στους δρόμους και στα κανάλια της Βενετίας, με τρεις αγνώστους μασκαράδες, οι οποίοι αποκαλύπτεται πως δεν είναι άλλοι από τον Αντόνιο Βιβάλντι, τον Ντομένικο Σκαρλάτι και τον Γκέοργκ Φρίντριχ Χέντελ. Ο Βενετσιάνος Βιβάλντι τους οδηγεί στο μοναστήρι Οσπεντάλε ντέλλα Πιετά, στο οποίο στεγάζονται οι ορφανές κόρες που τους διδάσκει μουσική και έχουν σχηματίσει την βιρτουόζικη ορχήστρα με την οποία παίζει τις συνθέσεις του . και αφού τρων και πίνουν, ρίχνονται και οι τρεις μαζί σε ένα αυτοσχέδιο κοντσέρτο μπαρόκ, συμβάλλοντας, καθένας με τις αυτοσχεδιαστικές του δυνάμεις, ο Βιβάλντι στο βιολί, ο Σκαρλάτι στο τσέμπαλο και ο Χέντελ στο εκκλησιαστικό όργανο, ενώ οι νεαρές καλόγριες-μουσικοί του Οσπεντάλε συμμετέχουν με την ορχήστρα σε ένα μεθυστικό μουσικό όργιο.
Όλοι μαζί σχολιάζουν τον Ιγκόρ Στραβίνσκι που είναι θαμμένος στο νεκροταφείο του νησιού Σαν Μικέλε, το οποίο επισκέπτονται για ένα πικνίκ, με τον σκοπό να συνέλθουν από τη φασαρία του καρναβαλιού, ενώ λίγο αργότερα παρακολουθούν από εκεί τη μαύρη γόνδολα που μεταφέρει την σωρό του Βάγκνερ στον σιδηροδρομικό σταθμό για να επιστρέψει στη Γερμανία και να ταφεί.
Ο μαύρος υπηρέτης του Μεξικανού αριστοκράτη αποσπά στο τέλος της μουσικής βραδιάς στο Οσπεντάλε από τη μοναχή τρομπετίστα (με την οποία αφήνεται να εννοηθεί πως έχει μια ερωτική επαφή) την τρομπέτα της και αποχαιρετά τον κύριό του οριστικά στον σιδηροδρομικό σταθμό της Βενετίας, με προορισμό το Παρίσι, όπου πηγαίνει για να ακούσει τη νέα μουσική της τζαζ που αναδύεται, με λαμπρό εκπρόσωπό της τον σπουδαίο Λούις Άρμστρονγκ. Και η μετάβαση από τον 18ο στον 20ο αιώνα έχει πραγματοποιηθεί στη διάρκεια της αφήγησης μέσα από τις πρωθύστερες αναφορές πραγματολογικών στοιχείων – αλλά κατά βάση μέσα από την διαχρονία της κουλτούρας που ανιστορείται στη νουβέλα.
Πρόκειται για ένα μικρό αριστούργημα (μόλις 120 σελίδες μαζί με τον πρόλογο της μεταφράστριας) που όμως απαιτεί από τον αναγνώστη μια ευρύτερη γνώση των τεχνών στις οποίες αναφέρεται, για να απολαύσει πραγματικά την έμπνευση και τη μαεστρία της εκτέλεσης ενός πεζογραφικού κοντσέρτου μπαρόκ που εδώ αυτοσχεδίασε ο Κουβανός συγγραφέας. Ό,τι απουσιάζει από το βιβλίο του Ουλεμπέκ (ή – για να είμαι πιο δίκαιος – από την κοσμοαντίληψη του ήρωά του), είναι διαρκώς παρόν στο “Κοντσέρτο μπαρόκ” του Καρπεντιέρ : η πίστη στη ζωή, της οποίας η συντομία μας καθιστά ικανούς να την απολαμβάνουμε. Ο Καρπεντιέρ ανήκει σε έναν αιώνα κατά τον οποίο επιζεί η κουλτούρα με την παράδοσή της και με την αλληλουχία των επιστρώσεών της, που τροφοδοτούν την πίστη του ανθρώπου στην ομορφιά. Ο Ουελμπέκ αντίθετα ζωγραφίζει τις διαλυμένες ύπάρξεις του 21ου αιώνα, κατά τον οποίο όλα εκείνα φαίνονται να έχουν καταρρεύσει.
Σκέφτομαι τώρα ότι αυτή η πραγματικότητα του 21ου, για κάποιους από εμάς που βίωσαν σε μεγάλο μέρος του τον προηγούμενο, κάνει λιγότερο οδυνηρή την ιδέα να τον εγκαταλείψουμε μια μέρα σύντομα, κάπως όπως το κάνει ο ήρωας της “Σεροτονίνης”. Από θλίψη.
info:
Μισέλ Ουελμπέκ, Σεροτονίνη, μτφρ. Γ.Καράμπελας, Εστία
Αλέχο Καρπεντιέρ, Κοντσέρτο μπαρόκ, μτφρ. Μελίνα Παναγιωτίδου, Εξάντας