Της Κατερίνας Σχινά.
Εκατό χρόνια συμπληρώνονται από την έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου φέτος – ένας ολόκληρος αιώνας. Μνημειώδης στην έκταση και την έντασή του, κολοσσιαίος σε απώλειες, τραγικός στην απόλυτη εξάντληση ανθρώπινων, οικονομικών, πνευματικών πόρων, μοναδικός στον τρόπο με τον οποίο ενέπνευσε την λογοτεχνική φαντασία, ο πρώτος μεγάλος πόλεμος του 20ου αιώνα θα τραυματίσει την ευρωπαϊκή ευαισθησία και καθώς έγραψε ο Έρικ Χοπσμπάουμ θα σημάνει το τέλος του προηγούμενου διανοητικού σύμπαντος. Ο κόσμος, μετά τον πόλεμο δεν θα είναι πια ο ίδιος.
Αλλά, αν επισήμως ο Μεγάλος Πόλεμος, όπως, δικαίως, τον είπαν, ανήκει στην ιστορία, εντελέστερα αποτυπώθηκε στις τέχνες, και ιδίως στη λογοτεχνία. Από τον αρχικό ενθουσιασμό (ή μήπως θα ήταν καλύτερα να μιλήσουμε για μαζική ψύχωση;) που καταλαμβάνει ακόμη και τον Τόμας Μαν, όταν τον Νοέμβριο του 1914 γράφει “Πόλεμος! Νιώσαμε εξαγνισμένοι, απελευθερωμένοι, πλημμυρισμένοι από ελπίδα”, ως την οδυνηρή διάψευση. Από την ομαδική φαντασίωση νικητήριων προελάσεων, ώς την ουσιαστική ήττα και των δύο πλευρών. Γιατί κανείς δεν φανταζόταν πόσο ανθρωποβόρα θα αποδεικνυόταν η σύγκρουση, πόσα εκατομμύρια θα ήταν οι νεκροί, οι επιζήσαντες με τα διαλυμένα πρόσωπα και τα κατεστραμμένα πνευμόνια, οι ψυχικά διαταραγμένοι.
Μισόν αιώνα αργότερα, το 1964, ο Φίλιπ Λάρκιν θα μετέγραφε ποιητικά μια γνωστή φωτογραφία, όπου ένα πλήθος νεαρών στο Λονδίνο τον Αύγουστο του 1914 πληροφορείται την κήρυξη του πολέμου. Στο ποίημά του με τίτλο MCMXIV (1914) θα μιλούσε για τον βίαιο στραγγαλισμό της προπολεμικής αθωότητας :
Εκείνες οι ακανόνιστες, ατέλειωτες σειρές
που υπομονετικά στημένες
θαρρείς και μάκραιναν
έξω απ’ το γήπεδο Όβαλ ή το Βίλα Παρκ
Οι κορυφές των καπέλων, ο ήλιος
πάνω πρόσωπα αρχαϊκά, μυστακοφόρα
που μειδιούν, λες κι όλα αυτά
δεν είναι παρά χωρατό πανηγυριού του Αυγούστου (…)
Ποτέ πια τέτοια αθωότητα
ούτε πριν, ούτε μετά
καθώς γινόταν παρελθόν
δίχως μια λέξη
(…) ποτέ τέτοια αθωότητα ξανά.
Η δίχως προηγούμενο κλιμάκωση, έκταση και ματαιότητα της αιματοχυσίας χάρισε στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο τη φήμη του μεγάλου αντιρομαντικού πολέμου. Ο ιστορικός Πωλ Φάσελ στο βιβλίο του “Ο μεγάλος πόλεμος και η σύγχρονη μνήμη” σημειώνει ότι η φρίκη των χαρακωμάτων εξαφάνισε από το αγγλικό λεξιλόγιο τις λέξεις που συνέδεαν τον πόλεμο με την τιμή. Ο Χέμινγουεϊ κάνει μια ανάλογη παρατήρηση στον “Αποχαιρετισμό στα όπλα”: “Υπήρχαν πολλές λέξεις που δεν άντεχες ν’ ακούς και στο τέλος μόνο τα ονόματα των τοποθεσιών διατηρούσαν κάποια αξιοπρέπεια… Αφηρημένες λέξεις όπως δόξα, τιμή, θάρρος ήταν άσεμνες πλάι στα συγκεκριμένα ονόματα των χωριών, των οδών, των ποταμών, των αριθμών των ταγμάτων και των ημερομηνιών”.
Οι ποιητές ήταν οι πρώτοι που μίλησαν για έναν πόλεμο πρωτοφανέρωτο, για την κατάρρευση των αξιών του σεβασμού του αντιπάλου και του «έντιμου παιχνιδιού» στα πεδία των μαχών και στα χαρακώματα. Τα ανθρώπινα σώματα είχαν γίνει τροφή για τα κανόνια· αιώνες ολόκληροι πολέμου, στιλιζαρισμένου σε πρότυπα σχεδόν ομηρικά, είχαν καταπέσει σε ερείπια. Και απ’ αυτήν τη συγκλονιστική διάψευση γεννήθηκε μια λογοτεχνία πικρή, καταγγελτική, ειρωνική ή πενθούσα. Ο Τσέχος Γιαροσλάβ Χάσεκ και ο στρατιωτάκος του ο Σβέικ, που κάνει τη μία γκάφα πάνω στην άλλη, ένας συνδυασμός ηλιθιότητας και κουτού υπολογισμού, ένας Σάντσο Πάντσα ο οποίος επιβιώνει σε μια εποχή που δεν είναι πια επική αλλά ούτε και κωμική. Οι ήρωες του Εριχ Μαρία Ρεμάρκ, που βιώνουν στωικά τη φρίκη των χαρακωμάτων, χωρίς ελπίδα διαφυγής, χωρίς διέξοδο. Τα μνημονικά αφηγήματα του Ρόμπερτ Γκρέιβς και του ε.ε.κάμινγκς, εθελοντή του Ερυθρού Σταυρού στη Γαλλία, που λόγω “απειθαρχίας” θα εγκλειστεί επί τέσσερις μήνες σε γαλλικό στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Νορμανδία. Η ποίηση του Τόμας Χάρντι (“Channel Firing”) και του Τ.Σ. Έλιοτ (“Η έρημη χώρα”). Oι στίχοι του “ωραιότερου άνδρα της Αγγλίας” σύμφωνα με τον Γ.Μπ.Γέητς, του τρυφερού Ρούπερτ Μπρουκ, που πέθανε από σηψαιμία στον δρόμο για την Καλλίπολη τον Φεβρουάριο του 1915: “Κι αν θα πεθάνω να σκεφτείς μονάχα αυτό για μένα/ Ότι σ’ ενός ξένου πεδίου μάχης τη γωνιά/ για πάντα θα υπάρχει η Αγγλία. Θα’ ναι εκεί / στο πλούσιο χώμα σφραγισμένη μια πιο πλούσια τέφρα/ Τέφρα που την εξέθρεψε, την μόρφωσε η Αγγλία/ δίνοντας άνθη ν’ αγαπά, δρόμους για να πλανιέται/ ένα κορμί βρετανικό, που ήπιε αγγλικόν αέρα/ που λούστηκε στους ποταμούς, στον ήλιο της πατρίδας.” Οι ημερολογιακές σημειώσεις ενός άλλου “ποιητή του πολέμου”, του Ζίγκφριντ Σασσούν, που γράφει τον Ιούνιο του 1917: “Μακάρι να μπορούσα να πιστέψω ότι η Αρχαία Πολεμική Ιστορία δικαιώνει την ατέρμονη παράταση αυτού του πολέμου (…) Οι στρατιώτες που επιστρέφουν στην πατρίδα είναι αποσβολωμένοι απ’ όσα χρειάστηκε να υπομείνουν… Μόνο να μπορούσαν να μιλήσουν και να πετάξουν τα μετάλλιά τους στα μούτρα των αξιωματικών τους· μόνο να μπορούσαν να ρωτήσουν τις γυναίκες τους γιατί τις συναρπάζει η ιδέα ότι αυτοί, οι ατρόμητοι πολεμιστές, έχυσαν το αίμα των Γερμανών”.
Κι ακόμη, ο Γκιγιόμ Απολινέρ, που απλώς επιβεβαιώνει το μακάβριο σουρεαλισμό κάθε πεδίου μάχης. Ο Ανρί Μπαρμπύς, με τον αψύ και ωμό ρεαλισμό της «Φωτιάς» του, που κυκλοφόρησε το 1916– ένα βιβλίο γραμμένο σε ημερολογιακή μορφή, μια εικονογραφία θανάτου στα χαρακώματα. Ο Ντόναλντ Τράμπο με το “Ο Τζώνι πήρε το όπλο του”. Ο Σελίν με το “Ταξίδι στην άκρη της νύχτας”. Και πάνω απ’ όλους ο Γουίλφρεντ Όουεν, ο εμβληματικός ποιητής του δυτικού μετώπου, όπου και θα χάσει τη ζωή του μία μόλις εβδομάδα πριν υπογραφεί η ανακωχή. Το ποίημά του “Dulce et decorum est”, όπου περιγράφει μια ομάδα εξουθενωμένων Βρετανών μαχητών που καταλαμβάνονται εξαπίνης στη διάρκεια μιας επίθεσης με αέρια για την οποία δεν είναι προετοιμασμένοι, θυμίζει εξπρεσιονιστικό ζωγραφικό πίνακα. Είναι η πιο σπαρακτική αντιπολεμική κραυγή του καιρού του· δεν υπάρχει εδώ δόξα, αξιοπρέπεια, τιμή· ο πόλεμος είναι άσεμνος και παράλογος:
Αέρια! Γρήγορα παιδιά! Σ’ έκσταση ψηλαφώντας
τα κράνη αδέξια βάλαμε την τελευταία στιγμή
μα κάποιος δίπλα ουρλιάζοντας, τυφλά παραπατώντας
σφαδάζει, λες και σε φωτιά ή ασβέστη έχει ριχτεί.
Θολό το τζάμι και παντού μια πράσινη αχλή
μα να, τον βλέπω, πνίγεται, σαν μέσα σε βυθό
σε κάθε μου όνειρο έρχεται, μου κλέβει τη ματιά
βουλιάζει μπρος μου, ασφυκτιά, σε ρόγχο τρομερό.
Αν ίσως, μέσα σε βραχνά, βαλθείς ν’ ακολουθήσεις
το τρένο όπου τον ρίξαμε μ’ απελπισμένη βία
και τ’ άδεια μάτια, τα τρελά μπορέσεις ν’ αντικρίσεις
σε πρόσωπο όμοιο δαίμονα, άρρωστου απ’ αμαρτία
κι ακούσεις καθώς ξεψυχά το αίμα του ν’ αναβλύζει
απ’ τα άρρωστα πνευμόνια του, ζεστό, γουργουριστό,
άσεμνο σαν καρκίνος, σαν κρούστα που πικρίζει
κρούστα απ’ απαίσια πληγή σε στόμα τρυφερό
Φίλε μου, δεν θα ξαναπείς ποτέ με τέτοια ζέση
σ’ ένα παιδί που φλέγεται για δόξα ή τιμή
το ψέμα το παλιό: Dulce et decorum est
pro patria mori.
Όχι, δεν είναι γλυκύ και σωστό να πεθαίνεις για την πατρίδα πνιγμένος από αέρια μουστάρδας. Δεν έχουν θέση σε πολέμους σαν κι αυτόν του Ορατίου οι Ωδές.