O φόνος του λευκού (της Βαρβάρας Ρούσσου)

0
363

 

της Βαρβάρας Ρούσσου

Ήδη από την πρώτη του συλλογή ο Παναγιώτης Δημητριάδης (γ. 1982) επιδιώκει να  κυνηγήσει την διαρκώς μετατοπιζόμενη απάντηση στο πάντα καίριο ερώτημα «τι κάνει και πώς ο ποιητής και πώς βλέπει τον κόσμο;».

Ας δούμε αναλυτικότερα λοιπόν πώς επιχειρεί να δομήσει τα 23 ποιήματα στο Φόνο του λευκού, τίτλο που δεν αφήνει ιδιαίτερα περιθώρια για αισιόδοξη προοπτική. Το πρώτο ποίημα «στον δρόμο με τα παλαιά σπίτια» εισάγει στοιχεία της μορφολογικής πρότασης του ποιητή: διαρκής χρήση β΄ ενικού προσώπου, μερική αστιξία, έλλειψη κεφαλαίων, πλαγιογραφημένοιοι καταληκτήριοι (Italics), αλλά και εντός του ίδιου ποιήματος («θνητό στοιχειό», «ο φόνος»), στίχοι στην πλειονότητα των ποιημάτων, ένα είδος αποστροφής εις εαυτόν και προς αναγνώστη ως συμμέτοχο. Ενεργοποιεί δηλαδή δυναμικά ο Δημητριάδης τον μπωντλαιρικό «όμοιο, αδελφό» και συνάμα «υποκριτή» αναγνώστη, αλλά και τον εαυτό στον καθρέφτη, εισάγοντας τη διαλεκτική στα ποιήματά του, πράγμα που ισχυροποιεί και η διαρκής παρουσία του β΄ ενικού προσώπου που επιτείνει  το εξομολογητικό ύφος. Επιπλέον, επιλέγει να στηρίξει το εγχείρημά του στην επεξεργασμένη γλώσσα του, τους φειδωλούς μορφικούς συνδυασμούς και τη διακειμενικότητα, σαφή ή υπόρρητη, προϊόν των ποιητικών αναγνώσεων του δημιουργού. Η γλώσσα του διαστέλλει το γλωσσικό παρόν καταλήγοντας στο καθαρευουσιάνικο παρελθόν («νύσσοντας τας χείρας» στο «κατάνυξις», «λευκοδίαιτη» στο «λευκή σιωπή», «ήλπιζες», «θραύσε» στο «αγάπα κι εαυτόν ως αλλήλους», «ψαθυρά» στο «αστική μόδα»). Παράλληλα, οι λεξιλογικές επιλογές και οι λεκτικοί συνδυασμοί συχνά επιδιώκουν την ανάδυση του λυρικού στοιχείου. Δεν λείπει επίσης και η προβολή του ρυθμικού βαδίσματος με την ενθυλάκωση εμπρόθετα έμμετρων στίχων («η σκέψη σου στριμώχτηκε/σε κύτταρα κορνίζες/συμβολικά αναίσθητων/κρυστάλλων δακρυσμένων»/ στο «υπό-λογισμός» όπου μάλιστα οι εμφανώς έμμετροι στίχοι αντιτίθενται σε στίχους περιορισμένης ρυθμικότητας και το σύνολο λειτουργεί αντιστικτικά ως προς το θέμα του ποιήματος.

Καθώς η συλλογή ξεκινά με την οπτικά παράξενη δόμηση του πρώτου ποιήματος (σε 4στιχες -πλην της 3στιχης πρώτης, ως είδος εισαγωγής- στροφές ζιγκ-ζαγκ τοποθετημένες (που θα μπορούσαν να υποστηρίζουν και διαφορετικές αναγνώσεις), εισάγεται η προσδοκία των μορφικών δοκιμών, αίσθηση που στη συνέχεια σχεδόν ακυρώνεται, καθώς τα ποιήματα διατηρούν μια «τυπική» φόρμα (ανισόστιχες στροφικές ενότητες με κυμαινόμενο, συνήθως μέσο μήκος στίχων), δηλαδή δεν διαφέρουν οπτικά από οποιαδήποτε άλλα ελευθερόστιχα.  Μόνον το «ανάμνηση μελό μιας χώρας» έχει κατά κύριο λόγο μορφή πεζού υπενθυμίζοντας τη διάθεση για μορφικό πειραματισμό. Ωστόσο, αν συνδυάσουμε αυτήν την περιορισμένη τάση εναλλακτικών μορφών με τα έμμετρα στοιχεία και τα λυρικά πετάγματα, διάσπαρτα σε όλο το βιβλίο, μπορούμε να κάνουμε λόγο για μια διστακτική μάλλον διάθεση για απόδραση από κλισέ φόρμες (όσο κλισέ επιτρέπει η ελευθερόστιχη ποίηση). Τέλος, ο διάλογος με τον εαυτό και τον αναγνώστη στο τώρα επεκτείνεται στο παρελθόν υπό την έννοια του διαλόγου με σημαντικούς ποιητικούς πατέρες. (αίφνης αναγνωρίζει κανείς στο πρώτο ποίημα το σεφερικό ξενιτεμένο, την καρυωτακικής καταγωγής μελαγχολία στο «καταραμένη λάμψη του ήλιου» κ.ά.).

Έτσι λοιπόν καταθέτει τα ερωτήματά του για την ποίηση και ιδίως για το υλικό της ( βλ. «η διδαχή των λέξεων»), τις λέξεις (έννοια-λέξη συχνά επανερχόμενη στο βιβλίο και συναπτόμενη με ποικίλους προβληματισμούς (π.χ. λέξεις δίχως κόκκαλα που έκρυψα», «μια λέξη κρίνει τον παράδεισο») ο Δημητριάδης, γίνεται «άυπνος ονειροπόλος» στο διαρκώς επαναλαμβανόμενο λευκό (η λέξη εμφανίζεται πάνω από 15 φορές σε διαφορετικό συγκείμενο δημιουργώντας πάντως  με την πολυσημία της ένα βασικό μοτίβο που επιστρέφει τον αναγνώστη στον προβληματισμό για το φόνο του λευκού όπως αναφέρεται στον τίτλο). Λευκό προκλητικό για τη γραφή, για τις λέξεις να ξαναδιαβαστούν, να σημάνουν ξανά άλλο από αυτό που ξέρει ο ίδιος («ώρες κοινής συνωμοσίας»). Λέξεις που επιδιώκουν να αποτυπώσουν την πληθωριστικά αυξανόμενη μελαγχολία του θραυσματικού, ρευστού σχεδόν, υποκειμένου της γραφής. Γιατί παρά το λευκό, που αγωνίζεται να συντονιστεί με το γαλάζιο,  παραπέμποντας στην «άχωρη χώρα» και τους γαλανόλευκους κατοίκους της, η φωνή εκφοράς   κραυγάζει την ασφυκτική αστική συνθήκη και όσα αυτή επιβάλλει, δυσανασχετεί και θλίβεται για την εναγώνια καθημερινότητα και τη φθορά (βλ. «ξύπνημα πρωινής πόλης», «πείραγμα των άκρων», «αστική μόδα» κ.ά.). Τη δολοφονία του λευκού, στην οποίαν παραπέμπει ο τίτλος της συλλογής, την αφήνει ο Δημητριάδης στην προσοχή του αναγνώστη να την ερμηνεύσει, προσοχή που δίκαια ζητά ποιητής με την πρώτη του ενδιαφέρουσα εμφάνιση.

 

info:Παναγιώτης Δημητριάδης, Ο φόνος του λευκού, θράκα 2017

Προηγούμενο άρθροΒιβλία γνώσεων στα βιβλιοπωλεία (της Μαρίζας Ντεκάστρο)
Επόμενο άρθροΤο τεχνολογικό άνθος στο μεταίχμιο μεταξύ έκλαμψης και λήθης (του Θ.Παπαϊωάννου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ