Της Λίλας Κονομάρα.
Θυμάμαι καλά ένα μόνο περιστατικό από τα πρώτα μου χρόνια. Μια νύχτα, κλαίγοντας συνεχώς, ζητούσα νερό. Φυσικά δεν διψούσα πολύ, αλλά ήθελα να σας εκνευρίσω και να περάσω την ώρα μου. Ύστερα από μερικές άγριες απειλές, οι οποίες έμειναν χωρίς αποτέλεσμα, αρπάζοντάς με από το κρεβάτι με έσυρες στο μπαλκόνι και με άφησες για λίγο εκεί, με το νυχτικό μου, μπροστά στην κλειστή πόρτα. … Σύμφωνα με τον χαρακτήρα μου, δεν μπόρεσα ποτέ να συνδυάσω το γεγονός του να ζητώ νερό χωρίς αιτία, – μου φαινόταν πολύ φυσικό – με το άλλο, ιδιαίτερα τρομερό, να με πετούν έξω. Τα χρόνια πέρασαν, αλλά εγώ υπέφερα πάντοτε από την φρικιαστική εικόνα ενός τεράστιου πατέρα, που ήταν για μένα η ενσάρκωση της δικαιοσύνης, να έρχεται την νύχτα κατά πάνω μου και χωρίς αιτία να με πετά από το κρεβάτι στο μπαλκόνι. Έτσι αποδείκνυε πόσο μηδαμινός φάνταζα στα μάτια του. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε τότε μια μικρή αρχή, όμως το αίσθημα της μηδαμινότητας, που τόσο συχνά με κυριεύει, οφείλει πολλά στην επιρροή σου.( Φραντς Κάφκα Γράμμα στον πατέρα, μτφρ. Φαίδων Καλαμαράς, εκδ. Νεφέλη)
Το απόσπασμα αυτό, το οποίο αποτελεί μία από τις πρώτες αναμνήσεις του Φραντς Κάφκα φωτίζει με τρόπο απλό αλλά εξόχως αποκαλυπτικό τη σχέση του με τον πατέρα του και τον τρόπο που αυτή θα καθορίσει τόσο τον χαρακτήρα του όσο και όλο το έργο του. Σε όλο το βιβλίο, ο πατέρας περιγράφεται ως αυστηρός και αυταρχικός, μόνιμη πηγή απαγορεύσεων, απειλών και ματαιώσεων. Ο Κάφκα φοβάται τον ανταγωνισμό μαζί του και έχει διαρκώς το αίσθημα ότι ταπεινώνεται ή ότι απειλείται από τα υποτιμητικά σχόλια εις βάρος του. Από πολύ νωρίς, η πατρική εστία του δημιουργεί έντονα αισθήματα έλξης και απώθησης ταυτόχρονα. Διακατέχεται από το φόβο ότι θα εκδιωχθεί απ’ αυτήν, ότι θα χάσει την αγάπη, τη φροντίδα και την προστασία του πατέρα ενώ παράλληλα ποθεί να αποδεσμευτεί απ’ αυτόν. Είναι δυνατή η σύγκριση με την περίπτωση ενός φυλακισμένου, ο οποίος θέλει να δραπετεύσει, πράγμα που ίσως είναι εφικτό – αλλά επίσης σχεδιάζει, και αυτό ταυτοχρόνως, να μετατρέψει την φυλακή σε πύργο αναψυχής για δική του χρήση. Αλλά αν επιθυμεί να δραπετεύσει δεν μπορεί να αρχίσει τα έργα διαμορφώσεως και αν τα αρχίσει δεν μπορεί να δραπετεύσει.
Ο Κάφκα θα περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην πατρική εστία, στην παλιά πόλη της Πράγας, βιώνοντας συνεχώς τα αντικρουόμενα αυτά αισθήματα, ποθώντας δηλαδή να την εγκαταλείψει αλλά και αναζητώντας σ’ αυτήν ένα καταφύγιο. Σιωπηλός, ακοινώνητος, υποχόνδριος, ζει τον περισσότερο καιρό αποκομμένος από φίλους και συγγενείς, αποφεύγει τις συναναστροφές, αποζητά μια ζωή ασκητική. Όπως ομολογεί ο ίδιος απευθύνει σπάνια το λόγο ακόμα και στην ίδια του την οικογένεια. Τα γράμματά του στη Φελίτσε, τη γυναίκα με την οποία θα συνδεθεί κατά την περίοδο 1912-1917 αποκαλύπτουν την εσωτερική του σύγκρουση ανάμεσα στον πόθο του να ζήσει μαζί της και την αδυναμία του να βγει από την απομόνωσή του. Ανέκαθεν μου ήταν δυσάρεστο, της εξομολογείται, ή τουλάχιστον εκνευριστικό να έχω στο δωμάτιό μου έναν ξένο ή ακόμα και ένα φίλο, εσένα βέβαια σου αρέσουν οι άνθρωποι, ίσως και οι παρέες, όμως εγώ θα έπρεπε να καταβάλλω τεράστια προσπάθεια, σχεδόν να πονέσω, για να το ξεπεράσω και να δέχομαι συγγενείς ή ακόμα και φίλους στο σπίτι μου ή – τολμώ τη λέξη – στο σπίτι μας. Προσωρινά λοιπόν, θα επιδίωκα να αποκτήσω ένα διαμέρισμα όσο γίνεται προς τα όρια της πόλης, δηλαδή πραγματικά απρόσιτο… (Γράμματα στη Φελίτσε, μτφρ. Στέλλα Κουνδουράκη, εκδ. Γαβριηλίδης)
Ο Κάφκα αντιλαμβάνεται την ιδαιτερότητά του και συχνά στα γράμματά του την προειδοποιεί για την αδυναμία του να γίνει πιο κοινωνικός αλλά και γενικότερα να ασπαστεί έναν αστικό τρόπο ζωής. Αυτοί οι άλλοι, επισημαίνει, είναι σχεδόν κορεσμένοι όταν παντρεύονται, και ο γάμος είναι γι’ αυτούς η τελευταία, μεγάλη μπουκιά. Όχι όμως για εμένα, εδώ δεν είμαι κορεσμένος, δεν έχω ιδρύσει κάποια επιχείρηση που να αναπτύσσεται χρόνο με το χρόνο, δεν χρειάζομαι μια μόνιμη κατοικία για να διευθύνω την επιχείρηση αυτή έχοντας ως βάση την εύτακτη γαλήνη του οίκου μου – και δεν είναι μόνο ότι δεν χρειάζομαι μια τέτοια κατοικία, αλλά μου προκαλεί και φόβο.
Μέσα από την ογκώδη αλληλογραφία τους, το σπίτι αναδεικνύεται ενίοτε ως φυλακή, ένα ασφυκτικό περιβάλλον από το οποίο δεν μπορεί να ξεφύγει και ενίοτε ως ένα προστατευτικό κέλυφος που τον κρατάει μακριά από διάφορους περισπασμούς, είτε ανώφελους και ενοχλητικούς είτε τρομακτικούς. Γιατί ο μοναστικό αυτός τρόπος ζωής που υιοθετεί οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και στη γραφή. Σύμφωνα με το καθημερινό πρόγραμμα που παρουσιάζει στη Φελίτσε και από το οποίο ελάχιστα παρεκκλίνει, η λογοτεχνία είναι εκείνη που καθορίζει τις επιλογές του και τον τρόπο διαβίωσης. Τι λες όμως, πολυαγαπημένη Φελίτσε, για έναν έγγαμο βίο, όπου τουλάχιστον κατά τη διάρκεια μερικών μηνών το χρόνο ο άντρας έρχεται από το γραφείο στις 2 και μισή ή στις 3 το μεσημέρι, τρώει, ξαπλώνει, κοιμάται μέχρι τις 7, 8 το βράδυ, τρώει κάτι βιαστικά, πηγαίνει μια ώρα περίπατο, έπειτα κάθεται να γράψει και γράφει μέχρι τη μία ή τις 2 τη νύχτα; Θα μπορούσες άραγε να το αντέξεις; Η μόνη εικόνα που θα έχεις για τον άντρα σου να είναι ότι κάθεται στο δωμάτιο και γράφει; Ο φόβος του ότι η Φελίτσε δεν θα μπορέσει να προσαρμοστεί σ’ αυτόν τον τόσο κλειστό τρόπο ζωής που του υπαγορεύει η γραφή επανέρχεται σε πολλά γράμματά του. Για το γράψιμό μου χρειάζομαι απομόνωση, όχι «όπως ένας ερημίτης», αυτό δεν θα αρκούσε, αλλά όπως ένας νεκρός. Το γράψιμο υπ’ αυτή την έννοια είναι ένας βαθύτατος ύπνος, δηλαδή θάνατος, κι όπως δεν μπορείς ούτε πρόκειται να τραβήξεις το νεκρό από τον τάφο του, έτσι δεν μπορείς να τραβήξεις ούτε κι εμένα απ’ το γραφείο μου τη νύχτα.
Η αναντιστοιχία ανάμεσα στην πραγματικότητα και την επιθυμία του να μοιραστεί τη ζωή του με τη Φελίτσε θα τον ταλανίσει για χρόνια, η σχέση τους θα διακοπεί και θα ξαναρχίσει έως ότου η επιδείνωση της υγείας του τo 1917 οδηγήσει στην οριστική διάλυσή της.
Γνωρίζουμε ότι ο Κάφκα ήταν ενήμερος για τις μελέτες του Φρόιντ σχετικά με το οιδιπόδειο, τον ανταγωνισμό με τον πατέρα. Η αρχική εκείνη ανάμνηση που αποτυπώνει τα ασύμβατα αισθήματά του ως προς την πατρική εστία ανιχνεύεται σε όλα τα έργα του. Χαρακτηριστικά στοιχεία η αναληθοφάνεια και το παράλογο ορισμένων πράξεων τις οποίες όμως ο ήρωας όχι μόνο δεν αμφισβητεί αλλά συμμορφώνει τη ζωή του προς αυτές, το μόνιμο αίσθημα ενοχής σε «μια φοβερή δίκη, η οποία παραμένει πάντα χωρίς κατάληξη», το εξίσου αβάσταχτο αίσθημα ιδιομορφίας, μηδαμινότητας και αδυναμίας να ξεφύγει που κάνει τον Γκρέγκορ Σάμσα να κλείνεται στο δωμάτιό του, σε απόλυτη μοναξιά και απόγνωση, αποκλεισμένος διπλά από τον οικογενειακό και κοινωνικό περίγυρο και λόγω της απώλειας του λόγου που συνεπάγεται η μεταμόρφωσή του. Αναφερόμενος στον Κ. της Δίκης, και συγκεκριμένα στη σκηνή όπου ο Κ. μπαίνει σε μια αυλή και παρατηρεί τους ανθρώπους, ο Κούντερα μιλάει γι’ αυτή την «περιγραφική δύναμη που μας κάνει να νιώσουμε ως ποιο βαθμό διψά για την πραγματικότητα ο Κ., πόσο άπληστα ρουφάει τον κόσμο που, μια στιγμή πιο πριν, είχε επισκιαστεί από τις έγνοιες της δίκης», στάση δηλωτική ενός ανθρώπου «που έχασε την κανονική ζωή του και μόνο στα κλεφτά μπορεί να επικοινωνήσει πια μαζί της μέσα από ένα παράθυρο» (Μίλαν Κούντερα Οι προδομένες διαθήκες, μτφρ. Γιάννης Π. Χάρης, εκδ. Εστία).
Ωστόσο, θα ήταν σφάλμα να περιορίσει κανείς το έργο του Κάφκα σε ψυχολογικές ερμηνείες. Όπως στην περίπτωση κάθε πραγματικού λογοτέχνη, ο συγγραφέας δεν αυτοβιογραφείται, οι ήρωές του δεν είναι ομοιώματά του. Ο συγγραφέας υπερβαίνει το προσωπικό, τα όποια αυτοβιογραφικά στοιχεία μεταπλάθονται, έτσι ώστε το έργο διευρύνεται και σημασιοδοτείται ποικιλοτρόπως. Οι εικόνες, τα σύμβολα, οι ιστορίες του Κάφκα έχουν αποτελέσει αντικείμενο πληθώρας ερμηνειών – κοινωνιολογικών, φιλοσοφικών, θεολογικών -εκφράζοντας ακριβώς τα πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης του έργου του αλλά και της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο Κάφκα μεταμορφώνει, αναπλάθει την πραγματικότητα που βιώνει δημιουργώντας, σύμφωνα με τον Κούντερα, «την άκρως ποιητική εικόνα ενός άκρως α-ποιητικού κόσμου».
ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΌ!!!!