συνέντευξη στην Έλενα Χουζούρη
Μετά την «Φόνισσα» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και το «Ζ» του Βασίλη Βασιλικού, η Εθνική Λυρική Σκηνή συνομιλεί και πάλι με την λογοτεχνία, αυτήν τη φορά με την «Κερένια Κούκλα» του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου [1867-1911]. Μυθιστόρημα με έντονα τα στοιχεία του μελοδράματος η «Κερένια Κούκλα» ίσως προσφέρεται περισσότερο από τα δύο προηγούμενα μυθιστορήματα στην μεταγραφή της ως όπερα. Ωστόσο το μυθιστόρημα του Χρηστομάνου κρύβει και πολλά άλλα μυστικά. Τα φανερά προκάλεσαν τριγμούς στην αθηναική συντηρητική κοινωνία του 1911, έτος κυκλοφορίας του μυθιστορήματος. Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Ίνσμπρουκ, και δάσκαλος της νεοελληνικής γλώσσας της Αυτοκράτειρας Ελισάβετ της Αυστρίας, Χρηστομάνος δεν καινοτόμησε μόνον ως δημιουργός της εμβληματικής για τα νεαρά, θεατρικά, αθηναικά δεδομένα, «Νέας Σκηνής», αλλά δεν δίστασε να σκανδαλίσει τα ήθη της πρωτεύουσας γράφοντας για τον σαρκικό έρωτα και τους πόθους που αυτός προκαλεί. Δεν δίστασε να θέσει στο επίκεντρο του μυθιστορήματος του ένα ménage a troi, ένα ιψένικο τρίγωνο δηλαδή, με δύο γυναίκες, την Βεργίνα και την Λιόλα που διεκδικούν έναν άντρα, τον Νίκο. Δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει μια χυμώδη, γεμάτη χρωματισμούς δημοτική γλώσσα, για να δημιουργήσει ένα πλούσιο, θερμό και ζωντανό σύμπαν, όπου κώδικες της ποίησης, , όπως ο συμβολισμός και η μεταφορά, δίνουν απλόχερα το παρόν. Τα κρυφά λοιπόν του νεωτερικού για την εποχή του μυθιστορήματος του Χρηστομάνου κρύβονται ακριβώς πίσω από αυτούς τους συμβολισμούς τους οποίους θα συναντήσουμε μια δεκαετία αργότερα στην ελληνική ποίηση. Ο ίδιος χαρακτήριζε το μυθιστόρημα του ως αθηναικό κι αυτό γιατί τα σκηνικά της «Κερένιας Κούκλας» είναι κυρίως η αθηναική αυλή και η ατμόσφαιρα της λαικής συνοικίας. Όπως σημειώνει σχετικά η Λίζυ Τσιριμώκου «ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι ξεναγείται σε μια γραφική Αθήνα, όπου ακόμη και η αθλιότητα, η κραυγαλέα στέρηση ή η βάναυση καθημερινότητα έχουν τη δική τους χάρη και ποίηση». Οι κριτικοί βέβαια της εποχής του καταβαράθρωσαν το μυθιστόρημα, γιατί εκτός του ότι ήταν πολύ μπροστά από τα αθηναικά δεδομένα, κατόρθωνε να συνομιλήσει με τα καινούργια καλλιτεχνικά ρεύματα που είχαν ήδη αρχίσει να εμφανίζονται στην Ευρώπη από τις αρχές του 20ου αιώνα και που οι εντόπιοι πνευματικοί ταγοί αγνοούσαν. Αργότερα άλλοι κριτικοί το χαρακτήρισαν ως το πρώτο, κοινωνικό, μαύρο μυθιστόρημα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Μια, σε βάθος, σπουδή της «Κερένιας Κούκλας, με στόχο να αναδείξει όλες τις πλευρές της , επιχειρεί η Αγγέλα Καστρινάκη, στην επανέκδοση του μυθιστορήματος, το 2014, από τις «Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης».
Και έπειτα από όλες αυτές τις συστάσεις ακολουθεί το ερώτημα: Πώς η μυθιστορηματική «Κερένια Κούκλα» μετατρέπεται σε όπερα; Τον λόγο έχει ο συνθέτης του έργου Τάσος Ρωσόπουλος ο οποίος απαντά σε μια σειρά ερωτήσεων της Έλενας Χουζούρη.
Κύριε Ρωσόπουλε, μετά τη παπαδιαμαντική «Φόνισσα» που ανέβηκε ως όπερα στην ΕΛΣ, σε μουσική του Γώργου Κουμεντάκη και λιμπρέτο του Γιάννη Σβώλου, έρχεται τώρα η σειρά του, εμβληματικού για την εποχή του, μυθιστορήματος «Η κερένια κούκλα» του Κων. Χρηστομάνου, να μεταπλαστεί σε όπερα, σε δική σας μουσική και λιμπρέτο, επίσης του Γ. Σβώλου. Να υποθέσω ότι πρόκειται για μια τάση της ΕΛΣ προς την οπερατική μετάπλαση σπουδαίων έργων της ελληνικής λογοτεχνίας;
Νιώθω πολύ χαρούμενος και τυχερός που συμμετέχω,με την Κερένια Κούκλα, στην προσπάθεια και το όραμα της Λυρικής Σκηνής για δημιουργία νέου ρεπερτορίου. Η συνέπεια και η συνέχεια είναι η μόνη λύση στην πορεία προς μια συνολική εξέλιξη και βελτίωση δημιουργών, ακροατηρίου και θεσμών. Δεν γνωρίζω αν η οπερατική μετάπλαση σπουδαίων έργων της ελληνικής λογοτεχνίας αποτελεί καταγεγραμμένη τάση, είναι όμως κάτι συνηθισμένο στην όπερα με εν γένει πλεονεκτήματα αλλά και δύσβατα πεδία.
Πώς και γιατί επιλέχτηκε η «Κερένια κούκλα»; Ποια είναι εκείνα τα στοιχεία με τα οποία είναι δομημένη η μυθιστορηματική «Κερένια κούκλα» που συνηγορούν στο να μεταπλαστεί σε όπερα;
Η μυθιστορηματική Κερένια Κούκλα περιέχει μεγάλο λυρισμό, υπερβολή, συμβολισμό και ποιητικότητα, στοιχεία ικανά και βασικά για μια όπερα. Η ιστορία είναι μια τρυφερή και τραγική ιστορία τριών νέων η οποία διανθίζεται από την ποιητική παρέμβαση του Χρηστομάνου, μας προτρέπει στην αγάπη της Φύσης και του Έρωτα ως έναν τρόπο κατανόησης της μη λογικής Μοίρας.
Δεν είναι κάπως παρακινδυνευμένη η μετάπλαση ενός μυθιστορήματος που βασίζεται στο λόγο σε όπερα που βασίζεται κυρίως στη μουσική και στους κανόνες που έτσι κι αλλιώς έχει το μελόδραμα;
Είναι σίγουρα παρακινδυνευμένη η μετάπλαση με πρώτο εμπόδιο τον μεγάλο όγκο του κειμένου και δεύτερο τον ρυθμό του λόγου που πρέπει να μελοποιηθεί. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, σε συμφωνία με τον Γιάννη Σβώλο που έγραψε το λιμπρέτο, κρατήθηκε ως βάση τόσο η γλώσσα όσο και ο ρυθμός του μυθιστορήματος. Δημιούργησα δύο διαφορετικούς τρόπους εξιστόρησης, ο ένας ακολουθεί αυστηρά τον λόγο και μας εξελίσσει τον μύθο ενώ ο άλλος , ο ποιητικός είναι λυρικός και πιο μουσικός. Η γλώσσα του μυθιστορήματος , μια θαρραλέα δημοτική μιας δύσκολης εποχής με το γλωσσικό σε έξαρση, αποτέλεσε σε πολλά σημεία οδηγό για την μελοποίηση, ακροβατώντας μεταξύ λυρισμού και γλωσσικού ρυθμού, αναζητώντας την κρυφή μελωδία που η ίδια η γλώσσα μεταφέρει αιώνες τώρα.
Να μείνουμε κάπως περισσότερο στους κινδύνους της μετάπλασης από το ένα είδος στο άλλο. Συγκεκριμένα στο λιμπρέτο, που στην όπερα πρέπει να υπηρετεί την μουσική και όχι το αντίθετο. Θυμάμαι ότι στη «Φόνισσα» -κατά την άποψή μου- η ισορροπία λιμπρέτου-μουσικής είχε αρκετά διαταραχθεί σε βάρος της δεύτερης. Εσείς πώς έχετε αντιμετωπίσει αυτήν την …επικίνδυνη σχέση;
Μελετώντας πολλά σύγχρονα οπερατικά έργα διαπιστώνω πως η σχέση λόγου και μουσική είναι πρωτίστως έκρυθμη. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν λύσεις ή τρόποι συνδυασμού ώστε το αποτέλεσμα να ενοποιεί, όπως είναι και ο στόχος. Η ελληνική γλώσσα , τα τελευταία χρόνια , δεν είχε την τύχη να σμιλευτεί αρκετά με την μουσική σε ένα πλαίσιο μουσικού θεάτρου κι έτσι ζητούν ακόμη εξέλιξη θέματα όπως η εκφορά , η τεχνική και η άρθρωση που μόνο με νέα έργα θα λυθούν. Η Φόνισσα άφησε ισχυρό αποτύπωμα στην σχέση μουσικής – λόγου και επανεκκίνησε τον δημιουργικό διάλογο διαμόρφωσης αυτής της σχέσης. Στην Κερένια Κούκλα πέραν της μουσικής αφήγησης θέτω κι εγώ , υποχρεωτικά , αυτά τα ζητήματα, ελπίζω και με κάποιες λειτουργικές λύσεις.
Ποιες ήταν οι προκλήσεις που συναντήσατε στην «Κερένια κούκλα» και πώς απαντήσατε α’ αυτές;
Μια «ωραία» πρόκληση ήταν η αποτύπωση του δίπολου Ζωής και Θανάτου που διατρέχει όλο το έργο. Προσπάθησα να είναι όσο το δυνατό πιο δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ τους με συνέχεις ηχητικές μεταπλάσεις. Έτσι το υλικό που συνοδεύει την Βεργινία στην θανατερή της κάμαρα, με μια μικρή μουσική αναστροφή, προτρέπει τη Λιόλια και τον Νίκο στο ερωτικό παιχνίδι τους στους κάμπους της Καλλιθέας. Ένας δεύτερος άξονας ανάγνωσης είναι ο χρόνος. Ένας ασταμάτητος χρόνος, ένα συνεχές μέτρημα στιγμών και επιμέρους λεπτομερειών. Ένας ενιαίος χρόνος για όλους. Ο ίδιος χρόνος γι’ αυτούς που χαίρονται την ζωή , ο ίδιος χρόνος και γι’ αυτούς που την χάνουν. Έτσι ο ρυθμός της μουσικής είναι επίμονος , επαναληπτικός, σταθερός και οι εναλλαγές του πάντα σχετικές με την αντίληψη της ροής του χρόνου κάθε φορά.
Μιλήστε μας για τα στάδια που ακολουθήσατε από την στιγμή που σας ανατέθηκε η σύνθεση της όπερας έως τότε που βάλατε την τελευταία τελεία.
Ξεκινώντας αντίστροφα, η τελευταία τελεία μπήκε στις τελευταίες μεγάλες πρόβες γιατί πιστεύω πως το κάθε έργο πρέπει να προσαρμόζεται στις συνθήκες παρουσίασής του. Έτσι , προσαρμόστηκαν στις πραγματικές συνθήκες της παράστασης τόσο η διάρκεια του έργου όσο και κάποια ειδικά σημεία, πράγμα που βρίσκω πολύ δημιουργικό και ουσιαστικό. Πριν ξεκινήσω με την μελοποίηση του λιμπρέτου είχα δημιουργήσει πολλά μουσικά σχέδια τα οποία αποτέλεσαν τον καμβά των σκηνών. Πολύ δημιουργική ήταν επίσης και συνεργασία με τον Γιάννη Σβώλο κατά τη διάρκεια της κυρίως σύνθεσης. Σημαντικότερο όμως στάδιο θεωρώ πως υπήρξε η πρώτη περίοδος εκπαίδευσης των σπουδαίων μονωδών, όπου εκεί ήρθα αντιμέτωπος με το έργο και τα προβλήματα που έχριζαν πρακτικής λύσης.
Πώς συνεργαστήκατε με τον σκηνοθέτη Σίμωνα Κακάλα; Έχουμε περιπτώσεις στην ιστορία της όπερας, μια σκηνοθεσία να έχει προδώσει ανεπανόρθωτα τον συνθέτη του συγκεκριμένου έργου;
Με τον Σίμο γνωριστήκαμε με σκοπό το ανέβασμα της Κερένιας Κούκλας και είμαι τελικά πολύ χαρούμενος γιατί δεν ταυτιστήκαμε αλλά αλληλοσυμπληρωθήκαμε. Έτσι το αποτέλεσμα, πιστεύω, πως είναι πιο διευρυμένο από αυτό που από μόνη της η μουσική περιέχει ή η σκηνοθεσία περικλείει.
Στη δική σας μετάπλαση ποιους χαρακτήρες-ρόλους και ποια σημεία του μυθιστορήματος αναδεικνύετε περισσότερο;

Ο Χρηστομάνος , ως ρόλος πλέον, είναι ένας χαρακτήρας στον οποίο στηρίζεται η μεταφορά σε όπερα. Είναι από την μια αφηγητής του έργου του, γνωρίζει εμφανώς την εξέλιξη του μύθου, από την άλλη όμως είναι και ένας συμβολιστής ποιητής που δίνει βαθύτερο νόημα σε μια ιστορία ταπεινών και καταφρονεμένων. Όλοι οι χαρακτήρες, έκτος από τις κουτσομπόλες, αντιμετωπίζονται από τον Χρηστομάνο , και εν συνέχεια και από εμένα, με μεγάλη αγάπη και όλοι έχουν ένα δίκαιο με το μέρος τους. Μαζί με τον Χρηστομάνο , οι τρεις νέοι Βεργινία – Νίκος – Λιόλια μαζί με την θεία Ελέγκω συμπληρώνουν τους βασικούς ρόλους και σε όλους προσπάθησα να δώσω ιδιαίτερα μουσικά χαρακτηριστικά. Η πιο χαρακτηριστική σκηνή είναι ίσως η διπλή σκηνή, από συνένωση δύο κεφαλαίων του βιβλίου, της Αποκριάς και του «βασανισμού» της Βεργινίας από τις γειτόνισσες. Μια σκηνή που όπως σας είπα νωρίτερα εδραιώνει το δίπολο ζωής και θανάτου. Για τον ίδιο λόγο σημαντικό σημείο είναι και η σκηνή που ερωτοτροπούν ο Νίκος με την Λιόλια στους κάμπους της Καλλιθέας.
Τέλος, όσον αφορά τη μουσική σας, ακουμπάτε κάπου; Έχετε κάποιες επιρροές; Πού θα κατατάσσατε την μουσική που θα ακούσουμε αλλά και γενικότερα;
Προσπάθησα να συνθέσω μια μουσική που ο ακρατής να νιώθει ότι είναι σημερινή και ταυτόχρονα να λειτουργεί κάθε στιγμή η ανάμνηση και συγκίνησή του. Δεν εντάσσω σε κάποια τεχνοτροπία την μουσική της Κερένιας Κούκλας και όλες οι συνθετικές τεχνικές χρησιμοποιήθηκαν για την λειτουργία της δραματουργίας. Με ενδιέφερε πολύ η μουσική που περιέχει η ίδια η γλώσσα καθώς και η αφαίρεση , μινιμαλισμός, που περιέχεται στην παραδοσιακή μας μουσική χωρίς αυτό να γίνει φολκλόρ.
Info: Η Κερένια Κούκλα ανέβηκε στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ σε μουσική Τάσου Ρωσόπουλου, λιμπρέτο Γιάννη Σβώλου, σκηνοθεσία Σίμωνος Κακάλα, σκηνικά Κένυ Μακ Λέλλαν, κοστούμια Κλαιρ Μπρέισγουελ, και μάσκες Μάρθας Φωκά. Ερμηνεύουν οι: Αρκάδιος Ρακόπουλος τον Κωνσταντίνο Χρηστομάνο, η Θεοδώρα Μπάκα την Βεργινία, ο Γιάννης Καλύβας τον Νίκο , η Στέλλα Αποστολοπούλου την Λιόλια. Συμμετέχει το Ergon Ensemble.
Ημέρες παραστάσεων: 7,8,15,16,17,21,22,23 Μαρτίου.