Του John.
Το παπούτσι μπορεί να ξέρει περισσότερα απ’ όσα το πόδι.
G.C. Lichtenberg
H Beverly από το Beverly της Μασαχουσέτης ανηφόριζε τρέχοντας την Ισαύρων όπως κάθε πρωί στις 7, από τη Ζωοδόχου Πηγής έως την Ασκληπιού συν διακόσια τόσα σκαλιά μέχρι τη Σαραντάπηχου ή αλλιώς Περιφερειακό Λυκαβηττού, καίγοντας το αλκοόλ από το προηγούμενο βράδυ στο Χίλτον, το γειτονικό Steak Room, ή το R.I.P speakeasy της Κανάρη, όπου τακτική πολιτική ομήγυρη οι διαχρονικοί Σάιρους, Κέιτ και Νικ με τους καλοθελητές δορυφόρους φίλα προσκείμενοι με την εφτάχρονη στρατιωτική φαγούρα στην εξουσία. Τους ανακύκλωνε στο νου της από χούι και μετά, κατεβαίνοντας, τους άφηνε σκαλί σκαλί στα μετόπισθεν δίχως γνώμη ή σκασίλα, εστιάζοντας στο πρόγραμμα και τις επαφές της ημέρας.
Πιο κάτω, ανάμεσα Δαφνομήλη και Νικηφόρου Ουρανού σταματούσε να πάρει ανάσα, αφήνοντας το βλέμμα να πλανηθεί στο μικρό παράθυρο που δεν ήταν παράθυρο λίγο πιο χαμηλά από τα σκαλιά που πατούσε, ημιυπόγειο διαμέρισμα Ισαύρων 11Α.
Μόνο ένα πρωί Σαββάτου τον πήρε το μάτι της, μια σκιά φευγαλέα ή αντανάκλαση ανάμεσα στα επίμονα λευκά της πικροδάφνης με την αντηλιά από κάποιο τζάμι πολυκατοικίας. Ήταν ή δεν ήταν ο Σκάρος, ήταν ή δεν ήταν το απόγευμα που ετοίμαζε αποσκευές για την πτήση του στην Κυρήνεια, που όπως υπέθετε η Beverly δε θα ήταν για πολύ πια Κυρήνεια.
Αναπάντεχα, εκείνη τη στιγμή άκουσε να τρίζει και είδε ν’ ανοίγει προς τα μέσα το μικρό παράθυρο που έμοιαζε πιο πολύ με φεγγίτη και κάτι να γυαλίζει ανάμεσα στα φύλλα – κανάτι ήταν; – κι ένα χέρι να ποτίζει τα γεράνια κάτω απ’ το περβάζι, στο στενόμακρο παρτέρι του δήμου.
Τώρα βρήκες να αδειάσεις το ουροδοχείο σου; του είπε μέσα της να τον πειράξει κι εκείνος δίχως να σηκώσει το κεφάλι απάντησε, Σα να το ’ξερα πως θα περνούσες.
Η Beverly τίναξε τα μαλλιά της να το διώξει.
Πρώτη φορά που χαμογέλασε με τη γνωριμία του ιδρώτα του ήταν το απόγευμα όταν πέρασε πλάι της σκοτεινιασμένος με προορισμό μια ευτραφή κυρία μέσης ηλικίας στο Désirée της Δημοκρίτου μεταξύ Σούτσου και Σόλωνος. Μαμά του; Βρες άκρη. Όταν όμως δυο τραπεζάκια πιο πίσω ένιωσε το βλέμμα του να περνάει ξυστά, κόβοντας την, η Beverly ήξερε πως δε θα αργούσε να βρει μέσες άκρες.
Είχαν κλείσει κοντά δυο χρόνια από την εξαφάνιση του Duong στον υγρό λαβύρινθο του Μεκόνγκ κι από τότε δεν είχε ρίξει δεύτερη ματιά σε αρσενικό. Το όνομα του, «Καρπερός» στα Βιετναμέζικα, δεν ήταν τυχαίο. Για τους ακροατές στο National Public Radio, τα ρεπορτάζ του από τη γραμμή του πυρός θα άφηναν εποχή στη ραδιοφωνία των ΗΠΑ, λίγο πολύ όπως άφησαν και τα φιλιά του στα χείλη της, στο κορμί της.
Από άλλον, κάποιον αδέσποτο ξερόλα περίμενε η Beverly να πάρει αναφορά στο Désirée κι άλλον κατέληξαν να καταγράφουν οι αισθήσεις κι ο τεχνικός εξοπλισμός της: Μαυριδερός, ψηλόλιγνος, «spindly» θα τον περιέγραφε ο LeCarre, είχε μια αύρα που χαστούκιζε τις αισθήσεις της πέρα απ’ τις όποιες καλοκαιρινές φερομόνες του. Μιλάμε για Μάιο 1974 όταν γυρόφερνε την όψη του ένα επίμονα αναποφάσιστο σούρουπο ψιθυρίζοντας στη Beverly «Επικίνδυνος», ή «Αντιστασιακός», στη νοηματική «Παρακρατικός», ή ίσως δρομέας μυστικής υπηρεσίας όπως η υπερατλαντική «Εταιρία» που γοργοπόδιζε την ίδια στην Αθήνα, ή ακόμα κι η τοπική θυγατρική της Εταιρίας, η ΚΥΠ.
Λανθασμένη αίσθηση ή άρνηση να διακρίνει με ακρίβεια; Ίσως είχε τη μύγα: Όταν έπαιξε τη μικροκασέτα της στιχομυθίας του με τη μεσήλικα γυναίκα στο Désirée, «Ηoly,» αναπήδησε, πώς της ξέφυγε; «Δημοσιογράφος».
Ένα τηλ. απ’ το περίπτερο κι ο αχερένιος της στη Γενική Ασφάλεια συνόψισε: Η γυναίκα, «Συγγραφεύς». Τρίκερι. Παλιά ψαροκασέλα, παροπλισμένη. Ανακυκλώνει μαρξιστικά τσιτάτα για ανερχόμενα (αναρριχώμενα) υβρίδια στον ημερήσιο τύπο. Το περί ου ο λόγος (Ιωάννης Σκάρος του Θεοδώρου): Διαβασμένο, πανταχού παρών, γραφίδα σκληρή νούμερο 4, Βήμα. Συνοδοιπόρος. Υπόσχεται μέλλον.
Αλλά ποιος είχε μέλλον σε μια Αθήνα που δε θα άφηνε ποτέ το παρόν; Ποτέ χωρίς αίματα; Η Beverly έκλεισε, πήρε άλλο αριθμό.
«Business or pleasure, my dear;” ήθελε να μάθει η Κέιτ.
Fucking nosy, double-crossing bitch, έβρισε μέσα της εκείνη και στην ίδια, «Know ye: curiosity kills».
«No, shit.» Η Κέιτ ακουγόταν πιωμένη.
Η Beverly θα την παραπλανούσε χωρίς να ξεστρατίσει απ’ την αλήθεια: «Το δεύτερο», απάντησε, «αλλά διά ροπάλου απόρρητο. Πόσο τον ξέρεις»;
«Λίγο, όπως όλοι: Ανέραστος. Αγέλαστος. Δαρμένος. Dry».
«Dry!»
Αλλά ποιος είχε μέλλον σε μια Αθήνα που δε θα άφηνε ποτέ το παρόν; Ποτέ χωρίς αίματα;
«Και άκαπνος. Sorry, Meg,» έκανε μια προσπάθεια να σοβαρέψει η Κέιτ και αναφέρθηκε στην έρευνα και τα ρεπορτάζ του Σκάρου που αναβαθμίστηκαν με τον καιρό – για τους Τουρκοκυπρίους στην περιοχή της Κυρήνειας, πιο πρόσφατα για τους Πομάκους της Ξάνθης και τις κινήσεις των Τούρκων να τους προσεταιριστούν. «I warn you, though,» άλλαξε τόνο, χωρίς ωστόσο να προλάβει να ολοκληρώσει.
«Θα λάβουμε την προτροπή σας σοβαρά υπόψιν,» την ειρωνεύτηκε η Beverly και πήρε το Σκάρο στο Βήμα. Έλειπε. Άφησε το τηλ. τού σπιτιού της να την πάρει εκείνος.
Τον συνάντησε στου Zonars. «Margaret Alcorn, US News and World Report,» του σύστησε το επαγγελματικό της άλλοθι.
«Γιατί με παρακολουθείτε;» o Σκάρος ανέκφραστος πίσω από ένα ζευγάρι αδιαπέραστα Polaroid. Φορούσε μαύρα: πουκάμισο, παντελόνι, παπούτσια.
Καθόλου απίθανο και μαύρο εσώρουχο, σκέφτηκε η Beverly.
«Désirée, Τετάρτη 28 Μαΐου, 7:15 μμ.» συνέχισε εκείνος και παρήγγειλε στο σερβιτόρο που περίμενε, «Νερό».
Όπως πολλοί Έλληνες, οι λεπτοί φοράνε μαύρα για να δροσίζουν λέει το φως στο άμεσο περιβάλλον τους, οι γεμάτοι για να βυθίζουν το στομάχι τους στη σκιά, θυμήθηκε η Beverly και παρήγγειλε βότκα και τόνικ. Έπειτα στράφηκε σ’ εκείνον. «Impressed,» τον παραδέχτηκε κι αμέσως άλλαξε θέμα. «Μιλάω και ελληνικά, είπε. Ξέρεις, σπασμένα, ξανακολλημένα»… Φορούσε Meiko Aalto batique, μπόλικα στη μέση, το ίδιο διακριτικό μακιγιάζ, το ίδιο άρωμα Charlie by Revlon όπως στο Désirée. Το είδωλο της στα γυαλιά του την έδειχνε πρόωρα αναπαλαιωμένη.
«Ελληνο-»
«Τρίτη γενιά. Σικάγο».
«Γιατί στην Αθήνα; Tι ψήνεται»;
Τoν κοίταξε. Γάτα, τον παραδέχτηκε, ο νους του στο σαργό. Ξερόβηξε να ξεκινήσει σωστά την επόμενη μη απάντηση. «Tο Désirée ήταν τυχαίο», μίλησε χαμηλόφωνα, «είχα να συναντήσω έναν περιφερόμενο ξερόλα. Με έστησε. Όταν σε είδα τον ξέγραψα. Ξέγραψα πολλά που με απασχολούσαν. Θα σου μιλούσα, αλλά δεν ήσουν μόνος. Σ’ έψαξα μετά. Πού να φανταστώ πως είσαι στο συνάφι. Ήθελα να σε γνωρίσω. Θέλω ακόμα».
Ο Σκάρος άδειασε το ποτήρι του. Αργά.
Η Beverly κατέβασε το μισό. Τoν κοιτούσε. Eπίμονα. «Αν δε σ’ αρέσουν οι καστανές, υπάρχει λύση,» αστειεύτηκε. Αν δε με βρίσκεις αρκετά λεπτή, αντέχω στη δίαιτα. Όμως φαντάσου το θόρυβο με δυο σκελετούς στο κρεβάτι.» Περίμενε. Άλλαξε τόνο. «Θέλω να σε γνωρίσω, Σκάρο», επανέλαβε και δείχνοντας του τα χέρια της, «Κοίταξε», είπε «είμαι νέα, επαγγελματίας, αδέσμευτη. Σοβαρά, τώρα».
«Ένας αδέσμευτος τύπος… Ξέχνα το, πάμε αλλού. Δεν είναι αυτοί καιροί για κλάψε γέλασε. Τι άλλο ξέρεις; Ti ψήνεται; Tο US News and World Report δεν είχε ποτέ μόνιμο ανταποκριτή στην Αθήνα – πώς έτσι τώρα»;
«Παζαρεύεις σα γύφτος», απάντησε η Beverly και κούνησε το κεφάλι δίνοντας του πόντους. «Ειλικρινά, δεν ξέρω». Και ύστερα από σύντομη παύση, «Αλλά και να ήξερα», κι άφησε τρεις αόρατες τελείες να αιωρούνται. Ύστερα βιαστικά, «Γιατί σε λένε Σκάρο, τι όνομα! Και ποιο είναι το όνομα του πένθους σου; Πες».
«Μου αρέσουν οι κολοκυθοκορφάδες. Όπως και στο σκάρο, το ψάρι», απάντησε εκείνος με μια ματιά στο ρολόι του.
«Touché,» χαμογέλασε η Beverly.
«Impasse,» ο Σκάρος, βάζοντας τέλος στη συζήτηση, στη γλώσσα της, και σηκώθηκε.
«Περίμενε. Σου την πέφτω και κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις. Εδώ οι άντρες με γδύνουν και με τρώνε με τα μάτια τους. Στο δρόμο μού πιάνουν τον κώλο. Είσαι νορμάλ; Είσαι Έλληνας εσύ, ή WASP;»
«WASP»;
«White Anglo Saxon Poustis».
Πλησίασε ο σερβιτόρος θορυβημένος από τα ελληνικά της κυρίας, κοίταζε πότε εκείνη πότε τον άλλο. O Σκάρος έβγαλε να πληρώσει. Δεν ήταν ακριβώς χαμόγελο, κάτι σαν σύσπαση, αριστερά στο κάτω του χείλι. Θα συνέχιζαν άλλη φορά, της είπε.
Της ήρθε να τον φτύσει. Ο πρώτος που θα επικοινωνούσε, έπρεπε τώρα να κάνει κάποια στρατηγική υποχώρηση, υποτίθεται από θέση ισχύος, λογάριασε η Beverly.
Δεν είναι αυτοί καιροί για κλάψε γέλασε
Συναντήθηκαν άλλες δυο φορές. Η μόνη πρόοδος που σημειώθηκε, μια αόριστη συναίνεση εκ μέρους του να συνεχίσουν. Η Κέιτ είχε ένα δίκιο για τον Σκάρο. Φαινόταν δαρμένος. Ήταν σχεδόν ακέραιος. Τσιμπούσε χαλαρά στη διεθνή επικαιρότητα, έμοιαζε να αδιαφορεί για το καρναβάλι των στρατιωτικών, απέφευγε τα προσωπικά. Οι μέρες έφευγαν, η Beverly ετοιμαζόταν να του μιλήσει ανοιχτά, να του γλιστρήσει μια άκρη του νήματος. Έτσι κι αλλιώς η απόρρητη καλούμπα στην τσάντα της είχε ημερομηνία λήξης, διέτρεχε τον κίνδυνο να την ξετυλίξουν τα γεγονότα πριν αμοληθεί ο χαρταετός.
Απόγευμα Δευτέρας τον περίμενε στο Dolce, Σκουφά. Μισή ώρα. Δεν πίστευε τους τύπους που σύχναζαν στα εντάφια βάθη του μαγαζιού, στην καπνιά του. Τον πήρε τηλ στην εφημερίδα. Στο σπίτι. Δεν απαντούσε. Σταμάτησε ταξί.
Ισαύρων 11Α χτύπησε το κουδούνι, ύστερα την παλιά ξύλινη πόρτα τoυ. Ένας λαγός αλαφιασμένος πήδηξε απ’ τις παραφυάδες μιας συκιάς. Ήταν γάτος. Η Beverly κοίταξε στο παράθυρο. Πίσω απ’ το τζάμι μια φευγαλέα φιγούρα ανάμεσα στα φυτά του πεζόδρομου. Άκουσε την πόρτα να ανοίγει. Βρήκε το Σκάρο να ετοιμάζει βαλίτσες. Της είπε ότι δεν είχε χρόνο. O Λέων τον έστελνε στην Κυρήνεια. Θα πετούσε το πρωί με την Ολυμπιακή.
Η Beverly ένιωσε να χάνει το χρώμα της. «Ποιος είναι ο Λέων; Ο προϊστάμενος σου»; ψέλλισε, ασθμαίνοντας ακόμα απ’ τα σκαλιά του πεζόδρομου. «Πότε σε ειδοποίησε; Δε θα πας».
Ο Σκάρος την κοίταζε. Της εξήγησε ότι ο διευθυντής του τον έστελνε στην Κυρήνεια για μια νέα σειρά ανταποκρίσεων και δεν τρελάθηκε να μην πάει.
«Α, ναι; Αυτό θα το δούμε. Τι άλλο ξέρει ο Λέων; Ή μιλάμε για διαβολικές συγκυρίες»; Θα πήγαινε μαζί του αν δεν είχε να καλύψει την Αθήνα για το δικό της έντυπο τις επόμενες μέρες. Αλλά η Beverly θα έκανε – και τι δε θα έκανε να τον αποτρέψει. Τον έπιασε απ’ το μπράτσο. «Σοβαρά, Σκάρο, μείνε κοντά μου. Το σόου είναι αλλού», είπε ψέματα.
«Εσύ δεν έχεις τίποτ’ άλλο στο νου σου; Τι εννοείς ‘Αλλού’»;
«Καρσί».
«Δηλαδή».
«Απέναντι: Σελεύκη. Μερσίνα. Άδανα… Rent a car. Rent a Turk. Get the scoop».
Ο Σκάρος την κοίταζε ανέκφραστος.
Τον κοίταξε κι εκείνη. Θυμωμένη. «Παραβιάζω τους κανονισμούς», του είπε, «για να μην πας» και πρόσθεσε, «άδικα». «Μαλάκα», του είπε, «Σκέψου. Η εφημερίδα σου έχει φροντίσει για εισιτήριο, ξενοδοχείο, φωτογράφο – κι εσύ είσαι έτοιμος να πας. Τυφλός στον Άδη».
«Καθησυχαστικό όταν διακεκριμένη δημοσιογράφος, και μάλιστα με proficiency στα νέα ελληνικά, δεν καλλιεργεί αυταπάτες», μουρμούρισε ο Σκάρος και γύρισε στη βαλίτσα του.
«Δεν ξέρω αν είναι ιδιαίτερα κολακευτικό να στο αναγνωρίζει συνάδελφος τόσο συγκρατημένης νοημοσύνης», απάντησε η Beverly, «αλλά για τη λειψή αντίληψη του Σκάρου, υπάρχει η υπερεπάρκεια του Λέων – δεν ακούγεται σωστό, του Λέοντα», είπε και με μια βίαια κίνηση τον έσπρωξε με το πρόσωπο στον τοίχο, περνώντας χειροπέδες στους καρπούς πίσω απ’ την πλάτη του. Έπειτα τον γύρισε προς το μέρος της. «Μην ταράζεσαι, ‘δε θα σε βιάσω,’ όπως είπε ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ στη Φέι Ντάναγουέι, στο ‘Τρεις Μέρες του Κόνδορα’, χα χα χα», έκανε να τον καθησυχάσει. Και καλά.
Ο Σκάρος είχε παγώσει. Όταν βρήκε την ψυχραιμία του είπε «‘The night is young,’ όπως απάντησε η Ντάναγουεϊ στον Ρέντφορντ» – κάνοντας μάταιες προσπάθειες να ελευθερώσει τα χέρια του.
«Tοuché.»
«Impasse,» ανάμεσα στα δόντια του ο Σκάρος και «Εσύ είσαι για δέσιμο. Λύσε με!»
«Αν τα βραχιόλια δε σου φτάνουν και παραείσαι ανήσυχος, έχουμε εδώ και το μικρό», η Beverly κι έβγαλε από τη τσάντα της ένα πλακέ Colt Junior. Έσπρωξε το Σκάρο να καθίσει στον καναπέ και τράβηξε μια καρέκλα απέναντί του. «Look, idioti», πήρε βαθιά ανάσα, ξεφύσησε και του γέμισε τα αυτιά με Βιετνάμ και Λάος, Ισραήλ και Άραβες, Κίσινγκερ και Τουρκιά, μίλησε για κάποιον Ελληνο- Υπαρχηγό Επιχειρήσεων στην Εταιρία κι άλλον ένα λεχρίτη και μισό που ύστερα από δυο, τρία μπάχαλα τον μπατάρισαν στο Βιετνάμ, μα τι τα θες, ο κύβος είχε ήδη πέσει. Είπε και μια δυο αλήθειες για τον εαυτό της. Ήταν καταπονημένη με τις επιχειρήσεις που την έστελναν να αξιολογεί όπου γης και πατρίς. Είχε πάθει και μάθει. Είχε πάρει το ψαλίδι κι έκοψε τα μαλλιά της. Ξόδεψε το πένθος της όλο. Ξεθώριασε τα μαύρα της για το χαμό του Duong. Ήθελε ξανά τη ζωή της. Εντάξει, αισθαντικά κλισέ το ένα μετά το άλλο, τι να πει; Είπε κάτι ακόμα: Εσύ Σκάρο τι τα κάνεις τα πένθη σου όταν ξεθωριάζουν; Τα ξαναβάφεις;»
Αργά τη νύχτα η Beverly πήγε στην τουαλέτα κι έριξε στο πρόσωπο της νερό. Γυρίζοντας πήρε τηλ κι ανέφερε ένα πενταψήφιο αριθμό με κάτι αρχικά. Σε μισή ώρα στη διασταύρωση Νικηφόρου Ουρανού και Ισαύρων τους περίμενε υπηρεσιακό αυτοκίνητο της Αμερικανικής Αεροπορικής Βάσης στο Ελληνικό. Όπου και αποχαιρέτισε το Σκάρο μ’ ένα φιλί στο μάγουλο λέγοντας του ότι ο Λέων είχε μόλις αλλάξει τη δημοσιογραφική αποστολή του και μάλιστα με μια μικρή αύξηση μισθού.
Από την τρίτη εβδομάδα του Ιουλίου κάθε πρωί γύρω στις 7 η Beverly από το Beverly της Μασαχουσέτης σταματούσε να πάρει ανάσα μεταξύ Δαφνομήλη και Νικηφόρου Ουρανού αφήνοντας το βλέμμα της να πλανηθεί στο μικρό παράθυρο που δεν ήταν παράθυρο, λίγο πιο χαμηλά απ’ το σκαλί που πατούσε, στο ημιυπόγειο Ισαύρων 11Α.
Ο Σκάρος είχε καλύψει τον απόπλου των Τουρκικών αποβατικών σκαφών από τη Μερσίνα με προορισμό την Κυρήνεια και η ανταπόκριση του δημοσιεύθηκε στο Βήμα με τις πρώτες ειδήσεις των διεθνών πρακτορείων για την Τουρκική εισβολή στην Κύπρο.
Οι προσπάθειες της Beverly να τον εντοπίσει τις επόμενες μέρες ήταν άκαρπες. Πέρασε μήνας. Ένα Σάββατο πρωί πήρε το μάτι της μια φευγαλέα σκιά ή αντανάκλαση στο μικρό παράθυρο ανάμεσα στα επίμονα λευκά της πικροδάφνης με την αντηλιά από κάποιο τζάμι πολυκατοικίας. Ήταν και δεν ήταν o Σκάρος
Στρατής Χαβιαράς
(*) H φωτό είναι έργο του Dan Panosian (Mad Men by ‘Urban Barbarian’)