O ποιητικός κόσμος του Αλέξανδρου Ίσαρη

0
2638

Του Γιώργου Κοκορέλη.

 

Στην ελληνική μυθολογία, στο αρχετυπικό αυτό παλίμψηστο που εμπεριέχει αρχές, αξίες και δοξασίες από το απώτατο παρελθόν, εντοπίζεται, κοντά σε άλλα, η διαπάλη δυνάμεων που η ανθρώπινη εμπειρία είναι δύσκολο να προσεγγίσει. Τέρατα και τερατόμορφες εικόνες εναλλάσσονται με μεταφυσικά και υπερφυσικά όντα, κοινοί θνητοί, αναμετρώνται με τους θεούς. Κυρίαρχα στοιχεία η απέραντη αγάπη, τα ανελέητα μαρτύρια, οι ακυρωμένοι έρωτες, η προδοσία, η εξαπάτηση,η επιβολή, ο καθαγιασμός,η εξιλέωση,η κάθαρση.

Ένας κόσμος ολόκληρος, που με όλον τον σπαραγμό και την ανυπέρβλητη βιωτή ανάγκη που εμπεριέχει, εξαίρει, ταυτόχρονα, το πρόβλημα και τη λύση του, που τις περισσότερες φορές δεν είναι άλλο από τη ζωή και τον θάνατο. Ένας διλημματικός κόσμος που παραπαίει διαρκώς ανάμεσα σε δίσημες συμπληγάδες, προκαλώντας μας έκπληξη, ευχαρίστηση, δυσθυμία, συμπόνια, φόβο, δοκιμάζοντας ταυτόχρονα όρια και αντοχές σε ένα σκληρό αγώνα επικράτησης. Κοινό μοτίβο, όμως, η διατήρηση της τάξεως. Και συνισταμένη των μύθων στην όποια μορφή τους, το αυστηρό ζητούμενό τους, να μην διασαλευθεί η τάξη των πραγμάτων του σύμπαντος κόσμου. Μια περιδιάβαση στον κόσμο που εμπλέκονται οι ήρωες των ομηρικών επών, κάτι τέτοιο δεν καταδεικνύει;

Η πιο πάνω, συνοπτική αναφορά δεν γίνεται μόνο επειδή, στον καλαίσθητο τόμο «Εγώ ένας Ξένος, Ποιήματα 1967-2011» όπου με περισσή φροντίδα αποτυπώνεται το σύνολο του ποιητικού έργου του Ίσαρη, υπάρχει η Μυθογραφία με αυτονόητες παραπομπές καθώς και πλήθος ποιημάτων με  πάμπολλες αναφορές, αλλά και κυρίως, γιατί, ολοκληρώνοντας την ανάγνωση του τόμου, ένιωσα την έκπληξη που αισθάνεται κανείς μόλις έρθει σε επαφή με έναν κόσμο οικείο μαζί και ανοίκειο, που δεν χαλιναγωγείται, σκοτεινός τη μια στιγμή και φωτεινός την άλλη. Ο κόσμος αυτός, όπως αποτυπώνεται στον παρόντα τόμο και με τη σειρά που τοποθετούνται οι εκδοχές του, εκτινάσσει τις αισθήσεις και εξοβελίζει τα όρια, ενώ ταυτόχρονα καθηλώνει τη σκέψη στις ασαφείς διαδρομές του ανθρώπινου πάθους. Από το ζόφο και το σκοτάδι στην εξύψωση και στο φως, με ρυθμό, αλλά χωρίς μέτρο. Όπως άμετρη είναι η ανθρώπινη επιθυμία, αλλά και ο ανθρώπινος πόνος. Και η Τάξη;

Αν λοιπόν στην αρχετυπική της μορφή, η παράδοση των μυθολογικών αποτυπώσεων με τους συμβολισμούς της, διαχεόταν ανάμεσα σε ένα αυστηρό δίπολο, κι αν η Τάξη υπηρετείτο μέσα από τις διάφορες εκδοχές των μύθων, σήμερα, στον αποδομημένο, άτακτο κόσμο, χωρίς αυτό το δίπολο να έχει εκλείψει, έχουν πολλαπλασιαστεί οι εκδοχές και οι προσεγγίσεις της. Σε αυτήν την πορεία εντάσσεται και η προσπάθεια του Ίσαρη να βάλει τη δική του προοπτική στην  αναζήτηση της Τάξης στον κόσμο του – και γιατί όχι και στον κόσμο μας; – καταθέτοντας, την πιο προσωπική, την πιο αληθινή ομολογία, το σκοπό της ποιητικής του τέχνης:

 

Πρέπει να βρω μια γλώσσα

Πού να ενώνει τα σύννεφα

Να χωρίζει τη θάλασσα

Να οξύνει τον πόνο

[…]

Πρέπει να βρω μια γλώσσα

Που να ταιριάζει στις φωνές

Όταν θα δύουν οι αισθήσεις

Και θα ξυπνά το αίσθημα.

[…]

Πρέπει να βρω μια γλώσσα

Για να σου μιλήσω.

 

Ο Ίσαρης μετά το γιατί, φανερώνει το πώς:

Τις ώρες της αναμονής

Τρίβεις τα κόκαλα

Με σάλια νιότης

Σηκώνεις πλάκες

Κι όταν γεμίσεις στάχτες

Που σου κλέβουνε το φως

Γράφεις τον πρώτο στίχο:

Χωρίς ολόκληρες αναπνοές.

Τα άλλα έρχονται σαν τη βροχή.

 

«Έτσι γίνεται το ποίημα». Πρώτα η βασανιστική αναμονή, ο χρόνος που δεν μετριέται, που κουβαλά «ξεθωριασμένα πρόσωπα» και «καμπυλωτά αισθήματα», η κόλαση και ο παράδεισος των λέξεων κι ο Ίσαρης ανάμεσα,  να αναμετράται με δυνάμεις άνισες, να ψάχνει  συμπαραστάτες στο μακρύ ταξίδι. Πού θα τους βρει, ξένος αυτός;   Μα στα έργα των μεγάλων δημιουργών και των καλλιτεχνών που θαυμάζει και  με τους οποίους, όταν επικοινωνεί, δεν νιώθει ξένος, όπως ο ίδιος  ομολογεί.

Η βαθιά σχέση του Ίσαρη με την Τέχνη, από την παιδική του ηλικία ακόμη, αντικατοπτρίζεται σε όλο του το έργο. Όταν έφηβος ακόμη χωνόταν –παρά την απαγόρευση-  στον κινηματογράφο για να δει και να ξαναδεί τη ζωή των άλλων στην οθόνη, πιστεύω ότι ένιωθε πως διαπλάθει τη δική του ζωή. Η αστική του καταγωγή τον εφοδίασε με την πρέπουσα σκευή και τον βοήθησε να μάθει πώς να μαθαίνει, να ακούει και να βλέπει. Όταν αργότερα, στα χρόνια των σπουδών του,  ήρθε σε επαφή με τους σημαντικότερους κεντροευρωπαίους συγγραφείς και καλλιτέχνες, ο σπόρος άρχισε να καρπίζει.

Στα πενήντα περίπου χρόνια δημιουργίας, ο Αλέξανδρος Ίσαρης, ποιητής, συγγραφέας, ζωγράφος, γραφίστας, μεταφραστής, φωτογράφος, υπηρέτης της τέχνης. Ταυτόχρονα διαβάζει ακατάπαυστα.  Μελετά, ανιχνεύει, αφομοιώνει, αφουγκράζεται, εμπλέκει τον Σαίξπηρ, τον Όμηρο, τον Μούζιλ, τον Ζέμπαλντ, τον Σελίν. Αναγνώστης-ποιητής ο Ίσαρης, περιπλέκει αγαπημένους συγγραφείς με σεβασμό, με λεπτότητα και διάκριση στον καμβά της ποίησής του. Με βαθιά προσήλωση που απορρέει από τη συνεχή προσπάθεια να προσεγγίζει την ουσία

 

Στις φωτιές και στις λέξεις.

Στα σκοτάδια, στους σπόρους, στα σπέρματα.

Στους ναούς, στα φιλιά, στην αρχή και στο τέλος.

Στην ηχώ, στον ατμό και στο αίμα.

Στους λαούς, στις φυλές, στον καθένα.

 

Καθένας, λοιπόν, μπορεί να ακολουθήσει τον ποιητή στα μακρά ταξίδια του σε αγαπημένους προορισμούς. Αναγέννηση και  Αρχαιότητα, αναμεμειγμένες εύστοχα με χρωματική ποικιλία, σε ευρυχωρία εκδοχών. Παράλογες ή απόκοσμες αποτυπώσεις με ίχνη θρησκευτικού μυστικισμού. Στίχοι εικαστικά τοποθετημένοι που αφηγούνται περιγραφικά. Λέξεις πεζές που συνθέτουν προσφιλή  θέματα και συγκροτούν αντιθέσεις για να εκφράσουν βαθύ πόνο, τη θλίψη των Τριστάνων, την έλλειψη όσων απουσιάζουν, την απόγνωση του θανάτου, τη μοίρα του ατελούς ανθρώπου:

 

Να τι σημαίνει να σαι άνθρωπος:

Χούφτες γεμάτες φρίκη.

 

Τον άνθρωπο που ανηλεώς δοκιμάζεται, έχει στο επίκεντρο της προσοχής του ο Ίσαρης. Τον αχρονικά εκπίπτοντα και ουδόλως αναπίπτοντα, αλλά και τον τολμώντα που καταφάσκει στη ζωή, γιατί πώς αλλιώς ηττάται κάποιος αν δεν πολεμήσει; Το αιώνιο παιχνίδι της πάλης του ανθρώπου με τον ορατό και τον αόρατο εχθρό, που εγκιβωτίζει τις αναστολές του και διαστρέφει την υπόστασή του. Ο θάνατος και η ζωή και ο κοινός τους παρονομαστής, ο άνθρωπος που, με καταλύτη το θνητό του σώμα, αναδεικνύεται σε πολλαπλό σύμβολο.

Το ανθρώπινο σώμα στην ποίηση του Ίσαρη γίνεται κάδρο, πίνακας ζωγραφικής. Το πάσχον σώμα τέμνεται και συγχρόνως υμνείται, εμποτίζεται με τη μεταφυσική ματιά του ποιητή και διαχέεται σε ένα αόριστο –φαινομενικά – υπερκείμενο που ορίζεται, στην πραγματικότητα, από την αέναη προσαρμογή της ζωής στο θάνατο και αντίστροφα. Αλλά και από την ιδιότυπη παρεμβολή του έρωτα και της αγάπης.

 

Αγαπήσατε;

Εμείς θλιμμένοι όσο ποτέ

Γέρνοντας το κεφάλι

Θα πούμε ναι

Πολύ

Πολύ!

 

Το ανθρώπινο σώμα αγαπιέται ως φορέας της ζωής. Η αγάπη αυτή, όμως, διακόπτεται διαρκώς από το απροσδόκητο που η μοίρα, το πεπρωμένο, η σύμπτωση, το πάθος, ή η γνώση τής επιφυλάσσει. Το σώμα φέρεται αλλά και μεταφέρει με το μέσα και το έξω του. Από τη μια το φθαρτό και το εφήμερο που χάνεται, κυριολεκτικά ή μεταφορικά, από την άλλη το άφθαρτο του εναπομείναντος πόθου, το αποτύπωμα του ακυρωμένου έρωτα, η διαπίστωση του αποτρόπαιου ψεύδους, η διαλεύκανση του ονείρου που πέταξε, η αποστροφή του αγοραίου που βιώθηκε, η διάψευση της αίσθησης έναντι του αισθήματος.

Ο Πάτροκλος, που χάθηκε άδικα, ίσως και για την οικονομία του έπους. Η αδειανή θέση δίπλα του, που περιμένει τον Αχιλλέα. Το τρανζίστορ που συντροφεύει το νεκρό. Το μοιρολόι των εταίρων. Η παρηγοριά στο ταπεινωμένο σώμα που μάταια αναζητά συντροφιά. Η ανυπόφορη αγωνία της μοναξιάς του νεκρού Πάτροκλου:

 

Σήκω τώρα, έλα ν αγκαλιαστούμε

Και τον πικρό το θρήνο μας

Μαζί ας τον χαρούμε.

[…]

Άπλωσε τα χέρια και με απερίγραπτη λαχτάρα πήγε να αγκαλιάσει τον Αχιλλέα, μα δεν μπόρεσε να τον αγγίξει, γιατί εκείνος ήταν ζωντανός, ενώ αυτός αέρας, σύννεφο, αντάρα. Τότε ο Πάτροκλος έβγαλε μια κραυγή, που αντήχησε σ όλο τον Κάτω Κόσμο. Μα εκεί έξω στους ζωντανούς δεν ακούστηκε άχνα.

 

Με αυτή την τελευταία συλλογή, Ένα ποίημα για τον Πάτροκλο, ολοκληρώνεται η παρούσα έκδοση, με την κορύφωση του θρήνου της απουσίας στην ποίηση του Ίσαρη. Η ατομικότητα της απουσίας παραπέμπει άραγε στην ατομικότητα και στη μοναξιά της ποίησης και του υποκειμένου της; Ή στην απουσία της λέξης που δεν ειπώθηκε; Ή στην απουσία του ατομικού συναισθήματος μόλις αυτό γίνει λέξη; Όπως και να ναι, ο Ίσαρης, που δηλώνει πως νιώθει ξένος, έχει βρει τον τρόπο να μας μιλά, έχοντας, όπως λέει ο Μούζιλ, συνειδητοποιήσει με τη μεγαλύτερη δριμύτητα την αθεράπευτη μοναξιά του εγώ μέσα στον κόσμο και τους ανθρώπους.

Μήπως αυτό θα έπρεπε να τον κάνει να νιώθει λιγότερο ξένος;

 

 

 

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΒάρναλης,Καρυωτάκης,Κάλλια Παπαδάκη,Χάρης Ψαρράς
Επόμενο άρθροΝα συνομιλείς με τα ψάρια σαν να ήταν οι δικοί σου

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ