Χρήστος Τσιάμης (γράμμα από το Μανχάταν).
Μπήκαν οι γιορτές. Μπαίνω στην ‘Ταβέρνα το Άσπρο Άλογο’. Περπατάω παράλληλα στον μακρύ πάγκο με τα σκαμπό, όπου κάθονται κάμποσοι θαμώνες φωνακλάδες με τις πλάτες προς την πόρτα την εξωτερική και τα πρόσωπα τους διάσπαρτα (έτσι τα θωρώ) ανάμεσα στα μπουκάλια του αλκόλ μπροστά στου μπαρ τον πελώριο καθρέφτη. Ανεβαίνω το σκαλί και μπαίνω στην ενδιάμεση την αίθουσα τη μικρή (ένα σκαλί πιό κάτω από την άλλη μεριά ζωηρεύουν της τρίτης αίθουσας τα φώτα και ο σαματάς). Ανασκουμπομένος κάθομαι σ’ έναν σκούρο ξύλινο πάγκο ασορτί με τους ξύλινους τοίχους τριγύρω. Μέσα από τη θαμπή τζαμαρία ο δρόμος Χάτσον λαμπαδιάζει από τους προβολείς των αυτοκινήτων που ανεβαίνουν το Μανχάτταν. Ομως το κρύο τρυπάει το κόκαλο. Με ανακούφιση την αράζω. Σηκώνω το βλέμμα και κοιτάζω πελώριον στον τοίχο τον Ντύλαν Τόμας (μια τοιχογραφία σε γκρίζο), που με κοιτάζει με μια παγωμένη, λοξή ματιά. Εδώ ήταν που έκλεισε τα μάτια πάνω από μισόν αιώνα πρίν. Κοιτάζω μέσα μου κατόπιν και βλέπω τον Ντύλαν Τόμας παιδί σ’ εκείνη την όμορφη μικρή του δημιουργία: ‘Τα Χριστούγεννα ενός παιδιού στην Ουαλία’. Κοιτάω ακόμη πιό βαθιά και βλέπω, διαδοχικά, τα Χριστούγεννα ενός παιδιού, ενός εφήβου, ενός νεαρού, και συνεχίζοντας στα χρόνια προς τα εδώ βλέπω μια σειρά από Χριστούγεννα σε μια ατμόσφαιρα ζεστασιάς που ξεπηδάει μέσα από το κάθε βιβλίο που έχει γίνει συντροφιά. Κι έτσι ξαναζώ μια Χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα μύθου μέσα στην ατμόσφαιρα του ζύθου σε τούτο εδώ το υπεραιωνόβιο μπαρ.
Η εποχή των γιορτών, με ξεχωριστή θέση στη φαντασία των παιδιών, για μένα έπαιρνε έναν πιό εντονον ακόμα χαρακτήρα από μια συγκυρία: μέσα σε δυο βδομάδες γιόρταζα γενέθλια, ονομαστική γιορτή, και του Αϊ Βασίλη τον ερχομό με τον καινούργιον χρόνο! Και αφότου έβαλα στην άκρη τα πλαστικά τα στρατιωτάκια και τα αυτοκινητάκια, η ευχαρίστηση μου άρχισε να επικεντρώνεται στα βιβλία (κι αργότερα, όταν αποκτήσαμε στο σπίτι την απαιτούμενη συσκευή, στους δίσκους μουσικής). Οταν ανακαλώ το βιβλίο των γιορτών κάθε χρονιάς από εκείνα τα χρόνια, ξαναζώ κάθε φορά της παρέας τους τη ζεστασιά. Τη μια χρονιά ήταν ο ‘Μιχαήλ Στρογκώφ’ του Ιουλίου Βερν, και την επόμενη ήταν του Ντίκενς τα ‘Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα.’ Ακολούθησε το ‘Για Ποιόν Χτυπάει η Καμπάνα’ του Χέμινγουεϊ, (που με οδήγησε αμέσως μετά στο μικρό του αριστούργημα ‘Ο Γέρος και η Θάλασσα’). Τώρα που το σκέφτομαι, είναι περίεργο πως όλα εκείνα τα βιβλία που διάλεγα για να αισθανθώ με τον δικό μου τρόπο το πνεύμα των γιορτών είχαν κάθε άλλο παρά μια γιορταστική ατμόσφαιρα. Γιατί στα δεκαπέντε μου, στις γιορτές, διάβαζα τον ‘Ζητιάνο’ του Ανδρέα Καρκαβίτσα, στα δεκαέξη μου τα Ποιήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη, και την επόμενη χρονιά εκείνο που μου τράβηξε την προσοχή στη βιτρίνα ενός βιβλιοπωλείου ήταν το ‘Φονικό στην Εκκλησιά’ του Τ.Σ. Έλιοτ στη μετάφραση του Γιώργου Σεφέρη. Με μάγεψε αμέσως η γλώσσα του Σεφέρη σ’ εκείνη την ανάγνωση και όταν ξαναπήγα στο βιβλιοπωλείο ήταν για τα δικά του τα Ποιήματα.
Στην όμορφα στολισμένη Χριστουγεννιάτικη Νέα Υόρκη γιόρτασα τα δεκαοχτώ μου χρόνια (και τις γιορτές) για πρώτη φορά χωρίς τη θαλπωρή της οικογένειας. Φρόντισα όμως με τις οικονομίες μου να πάρω δώρο στον εαυτό μου ένα βιβλίο που το είχα επισκεφθεί πολλές φορές στα ράφια του όμορφου ιστορικού βιβλιοπωλείου Σκρίμπνερς στην Πέμπτη Λεωφόρο. (Το βιβλιοπωλείο δεν υπάρχει πιά. Ο χώρος έχει διατηρηθεί, όμως αντί για βιβλία φιλοξενεί…καλλυντικά). Πήγα λοιπόν στο Σκρίμπνερς και αγόρασα το βιβλίο “T.S. Eliot, The Complete Poems and Plays, 1909-1950”. Και το βιβλίο εκείνο μου ζέσταινε την ψυχή κάθε φορά που γύριζα απ’ τη βόλτα μου τη μοναχική στην πολύβουη πόλη και ανοίγοντας το έμπαινα σιγά σιγά στα δικά του κατατόπια. Από κεί και πέρα αυτό έγινε μια παράδοση: τις γιορτές, δηλαδή, να πηγαίνω στα βιβλιοπωλεία και να αγοράζω για τον εαυτό μου δώρα βιβλία. (Κάπως στο κλίμα του “I celebrate myself” του Γουόλτ Γουίτμαν…)
Τα τελευταία χρόνια το έχω βάλει σκοπό, κατά την περίοδο των γιορτών, να απομονώνομαι σε κάποιο δωμάτιο, ειδικά όταν ο καιρός απέξω είναι άγριος, και να διαβάζω (ή να ξαναδιαβάζω μετά από χρόνια) ένα ογκώδες βιβλίο κι έτσι επί μέρες να ζώ στο δικό του κόσμο. Με την ευκαιρία νέων μεταφράσεων, έχω περάσει γιορτές με τον ‘Πόλεμο και Ειρήνη’ και με την ‘Αννα Καρένινα’ του Τολστόυ, με τους ‘Δαιμονισμένους’ και με τον ‘Ηλίθιο’ του Ντοστοέβσκι, ‘Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο’ παρέα με τον Προυστ, και απολαμβάνοντας τις περιπέτειες του ‘Δον Κιχώτη’. Φέτος σκεφτόμουνα να ξαναρχίσω τους μισοτελειωμένους ‘Αδερφούς Καραμαζώφ’. Κι αν πέφτει χιόνι τότε τόσο το καλύτερο!
Το επισφράγισμα, φυσικά, μιας αναγνωστικής εμπειρίας την περίοδο των γιορτών θα ήταν ένα βιβλίο που η πλοκή του εξελίσσεται μέσα στο κλίμα αυτό. Κι όταν σκέφτομαι αγαπημένα κείμενα με αυτού του είδους τις ιστορίες πάντα επιστρέφω στις ίδιες ‘ρίζες.’ Στα ‘Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα’ του Ντίκενς και στο διήγημα του Ντύλαν Τόμας ‘Τα Χριστούγεννα ενός παιδιού στην Ουαλία.’ Μαζί τους υπάρχει στον νού μου και κάποια ιστορία του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη που δεν την θυμάμαι, ούτε είμαι σίγουρος άν υπάρχει (δεν έχω εδώ που είμαι του συγγραφέα τα βιβλία), αλλά υπάρχει στον νού μου σαν μια αίσθηση ζωηρή: η ανάμνηση μιας ξεχωριστής ευλάβειας στη γλώσσα που κάνει κάθε του ιστορία να ταιριάζει στο πνεύμα αυτής της εποχής. Τέλος θα προσθέσω και το διήγημα ‘Ο Νεκρός’ από τους Δουβλινέζους του Τζέϊμς Τζόυς. Θα το παραδεχτώ πως είναι περίεργο να συμπεριλαμβάνω αυτό το διήγημα στο αγαπημένα μου κείμενα περί Χριστουγέννων δεδομένου του κεντρικού του θέματος. Κι ακόμα πιό περίεργο είναι ότι η απόλαυση μου του Χριστουγεννιάτικου χαρακτήρα του κειμένου αυτού οφείλεται σε μια καινούργια ανάγνωση αφότου είχα απολαύσει την μεταφορά του στην οθόνη από τον αμερικάνο σκηνοθέτη Τζόν Χιούστον. Οντως όμως είναι, με τον δικό του τρόπο, ένα ξεχωριστό Χριστουγεννιάτικο κείμενο.
Η νύχτα έχει προχωρήσει. Βγαίνω από το μπαρ. Η θερμοκρασία έχει πέσει αισθητά. Λίγοι κυκλοφορούν σ’ αυτή τη γειτονιά. Ομως το ένα μετά το άλλο, μέσα από τις χριστουγεννιάτικες διακοσμήσεις στις τζαμαρίες τους, φαίνονται γεμάτα τα μπαρ. Κάποιος βαδίζει στο οδόστρωμα, σύρριζα στο πεζοδρόμιο. Στο ένα του χέρι κρατάει ένα μικρό σακούλι από πανί. Με το άλλο χέρι παίζει μια τρομπέτα – όχι κάποιον σκοπό αναγνωρίσιμο, κάποια μελωδία, ούτε όμως και κακοφωνία. Μοιάζει σαν να μην είναι ο άνθρωπος που περπατάει αλλά η ίδια η τρομπέτα κι αυτό που ακούω να είναι η ανάσα της. Κάτι με το κλίμα των εορτών και της δικής μου ευθυμίας από το αλκόλ, στον δικό μου το νού αυτή η μορφή γίνεται ένα μίγμα αγγέλου και Αϊ Βασίλη. Και αυτό με κάνει να θυμηθώ ένα επίσης θαυμάσια παράξενο περιστατικό απ’ τη Χριστουγεννιάτικη ιστορία του Ντύλαν Τόμας: εκεί που στέκονταν οι τρείς ψηλοί πυροσβέστες, ανάμεσα στ’αποκαίδια, στους καπνούς, και στις λιωμένες χιονόμπαλες, αφού είχαν σβήσει στο ισόγειο της οικογένειας Πρόθερο κάποια μικρή φωτιά, η Δεσπονίς Πρόθερο που είχε κατέβει απ᾽ τον επάνω όροφο, τους ρωτά: ‘Would you like anything to read?’ Να σας προσφέρουμε κάτι να διαβάσετε; Είναι κι αυτό ένα είδος φιλοξενίας!
Μανχάτταν, 14-15 Δεκεμβρίου, 2016