O Νίκος στη Νέα Υόρκη (του Φίλιππου Φιλίππου)

0
610

Φίλιππος Φιλίππου.

«Η δική μου Νέα Υόρκη είναι αληθινή, γιατί είναι πραγματικά βιωμένη, θεμελιωμένη στις εμπειρίες μου…», γράφει ο Νίκος Μπακουνάκης στο βιβλίο του Ταξίδι στη Νέα Υόρκη, ένα οδοιπορικό στη μυθική πόλη που οι περισσότεροι την γνωρίζουν από τον κινηματογράφο ή τα βιβλία του Νόρμαν Μέιλερ, του Τρούμαν Καπότε, του Πόλ Όστερ. Ζώντας εκεί το εαρινό εξάμηνο της ακαδημαϊκής χρονιάς 2016-2017, κάνοντας έρευνα ως fellow του Προγράμματος Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Columbia, o αρχισυντάκτης των πολιτιστικών σελίδων και των «Βιβλίων» του Βήματος, καθηγητής Πρακτικής Δημοσιογραφίας και Τεχνικών Αφήγησης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, είχε τα μάτια και αφτιά ανοιχτά. Έτσι, μετέφερε στο χαρτί τα βιώματά του, τις καθημερινές, ανθρώπινες στιγμές του στο Μανχάταν, κυρίως, μα και στις άλλες συνοικίες της πόλης, το Μπρούκλιν και το Κουίνς. Ορισμένες από αυτές τις αναρτούσε στο Facebook μαζί με κάποιες φωτογραφίες. Όπως θα παρατηρήσει ο αναγνώστης του παρόντος οδοιπορικού-αφηγήματος, ο συγγραφέας από την αρχή του βιβλίου δίνει μεγάλη έμφαση στις εμπειρίες του από τα διάφορα στέκια της Νέας Υόρκης που επισκέφτηκε, εστιατόρια, μπαρ, και βιβλιοπωλεία, μιλώντας για τους ανθρώπους που γνώρισε σε αυτά, τους διαλόγους τους, τις σκέψεις που έκανε, τους συνειρμούς του. Επί παραδείγματι, στο «Waverly Inn» στο Γουέστ Βίλατζ του Μανχάταν, ένα στέκι διανοουμένων, πίνοντας ουίσκι από σίκαλη δίπλα στο τζάκι, μιλάει με τον Πίτερ, τον μπάρμαν, ενώ κοιτάζει στους τοίχους μια τεράστια τοιχογραφία με τις μορφές που σημάδεψαν την ιστορία του Γκρίνουιτς Βίλατζ: Έντγκαρ Άλαν Πόου, Ντίλαν Τόμας, Άντι Γουόρχολ, Ουόλτ Ουίτμαν, Τζακ Κέρουακ, Ευγένιο Ο’ Νίλ, Ντάσιελ  Χάμετ και άλλους πολλούς.

Ο συγγραφέας-περιηγητής προτιμάει να συχνάζει στο Βίλατζ, την πιο μποέμ, ας πούμε, περιοχή του Μανχάταν. «Το πνεύμα του Βίλατζ, παντού», γράφει. Στο ιταλικό εστιατόριο «Μorandi», όπου πίνει μια μπίρα στο μπαρ, συναντάει μια κυρία, η οποία διαβάζει όπως αυτός, και αποδεικνύεται πως είναι και ελληνικής καταγωγής και –περιέργως– έχει μια φάρμα όπου εκτρέφει κατσίκες. Με την ευκαιρία, μαθαίνουμε πως ο μέσος όρος κατανάλωσης αρνίσιου κρέατος στην Αμερική είναι μισό κιλό το χρόνο – οι Αμερικανοί καταναλίσκουν κυρίως χοιρινό κρέας, μοσχαρίσιο και κοτόπουλα. Οπότε για να φάει αρνίσια παϊδάκια έπρεπε να μεταβεί σε κάποιο ελληνικό εστιατόριο, επέλεξε το «Pylos» στο Ιστ Βίλατζ.

Aσφαλώς, πήγε και σινεμά. Μάλιστα εκτιμά ότι η τοπογραφία του Βίλατζ σηματοδοτείται από τις κινηματογραφικές του αίθουσες. Μπήκε σε κινηματογράφους για σινεφίλ και πρόσεξε τους θαμώνες τους, άκουσε ως ωτακουστής και ως συζητητής στα διαλείμματα τις απίθανες ιστορίες τους. Θεωρεί πως στη Νέα Υόρκη η καθημερινότητα αποδεικνύει  ότι η ζωή είναι ανώτερη από τη μυθοπλασία. Βεβαίως , πήγε σε βιβλιοπωλεία, κατά προτίμηση το «Barnes and Noble», στην ατμοσφαιρική Γιούνιον Σκουέαρ, αλλά και στο «Three Lives», επειδή απέναντί του βρίσκεται ένα μαγαζί με τα καλύτερα παγωτά στη Νέα Υόρκη.

Οι παρατηρήσεις του συγγραφέα για τη ζωή στην μυθική πόλη είναι πολλές και χρήσιμες, ο αναγνώστης είναι δύσκολο να τις βρει αλλού, σε βιβλία μυθοπλασίας ή σε ρεπορτάζ. Διαπιστώνει, λοιπόν, πως οι Νεοϋορκέζοι αγαπούν πολύ το έξω. Μόλις το θερμόμετρο δείξει 68 βαθμούς Φαρενάιτ (20 βαθμοί Κελσίου), τα τραπεζάκια βγαίνουν έξω στα πεζοδρόμια ενώ ανοίγουν οι κλιματισμοί στα βαγόνια του μετρό. Το μετρό της Νέας Υόρκης είναι μια άλλη ενδιαφέρουσα περίπτωση.

Από τις σελίδες του βιβλίου περνούν στέκια, ονόματα μαγαζιών, περνούν και ονόματα ανθρώπων, αρκετά εβραϊκής καταγωγής. Όπως η Λόρνα που τη γνώρισε στη Μετροπόλιταν Όπερα στο διάλειμμα της παράστασης του Ιδομενέα, η Ρεβέκκα (με απώτερη καταγωγή με την οικογένεια του Αλμπέρ Κοέν των Ιωαννίνων και της Κέρκυρας), που τη συνάντησε σ’ ένα σταθμό του μετρό, η Πόλα που έπινε μόνη σ’ ένα  μπαρ και του εξομολογήθηκε πως ο άντρας της την εγκατέλειψε επειδή τη βαρέθηκε. Περνούν ακόμα και Έλληνες, όπως ο Τζορτζ Καψής, εκδότης της free press H φωνή του Γουέστ Βίλατζ, και η Αγγέλα Καλομοίρη, φωτογράφος (απεβίωσε το 1995), πληροφοριoδότρια του FBI τη δεκαετία του ’40, που κατέθετε στα δικαστήρια εναντίον αμερικανών κομμουνιστών

Επίσης, δεν λείπουν από την περιπλάνηση κάποιες περίεργες συναντήσεις (ο Αλβανός αρχιθυρωρός μιας πολυκατοικίας), μερικά ευτράπελα (η ιερέας μιας εκκλησίας που ευλογεί τα κατοικίδια μέσω των φωτογραφιών που της δείχνουν οι ιδιοκτήτες τους), ή τρομαχτικά (οι μεγαλόσωμοι αρουραίοι που έχουν το βασίλειό τους στο δίκτυο του υπόγειου σιδηροδρόμου). Ακόμα, μαθαίνουμε πως ο αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ δεν είναι καθόλου δημοφιλής, αντιθέτως είναι αντιπαθής, στη Νέα Υόρκη, οι γκάφες του κάνουν τους ανθρώπους να ντρέπονται.

Κλείνοντας το βιβλίο του, ο Νίκος Μπακουνάκης κάνει μια επισήμανση: «Η Νέα Υόρκη είναι ποιητική πόλη. Ακόμα και ο κυνισμός της, που για μερικούς είναι μια πλευρά  του επαγγελματισμού της, έχει τρυφερότητα». Πιθανότατα, όσοι έχουν επισκεφτεί την πόλη, μπορούν να πουν τα ίδιο και μάλιστα να τη νοσταλγήσουν ακριβώς όπως αυτός.

 

 

info: Νίκος Μπακουνάκης, Ταξίδι στη Νέα Υόρκη, Εκδόσεις Πόλις, 2007, σελ. 108, τιμή 10 ευρώ

Προηγούμενο άρθροΗ «Πολιτεία» μετακομίζει σε μια νέα εποχή (του Γιάννη Ν. Μπασκόζου)
Επόμενο άρθροΝ.Γ. Πεντζίκης – Νικηφόρος Βρεττάκος: στις παρυφές ενός επιστημονικού/ φυσιολατρικού νατουραλισμού (της Σταυρούλας Γ. Τσούπρου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ