του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου.
Υπάρχει κάτι το οποίο μπορούμε να προσδοκούμε όντως από την ποίηση; Ποια είναι τα όρια της ποιητικής γραφής και πότε ακριβώς εξαντλούνται οι αντοχές της; Πώς θα σταθεί ο ποιητής απέναντι στο φάσμα του χρόνου που καταπίνει την ύπαρξη; Κι επιπλέον, είναι άραγε σε θέση ο οποιοσδήποτε στίχος (ακόμα κι ένα σπάραγμά του) να διαπεράσει το παχύ στρώμα κενού το οποίο καλύπτει την πραγματικότητα, αν υποθέσουμε ότι υφίσταται κάποια πραγματικότητα;
Ερωτήματα σαν κι αυτά κατακλύζουν τα ποιήματα του Αντώνη Φωστιέρη εδώ και πάνω από σαράντα χρόνια και δεν έχουν τεθεί ποτέ, όπως έχω γράψει και άλλοτε, για να απαντηθούν, παρά μόνο για να επαναφέρουν κάθε φορά που διατυπώνονται την ίδια, ανυποχώρητη απορία για το μηδέν του κόσμου. Η διαφορά με τα Τοπία του Τίποτα είναι η μορφή που θα πάρει το μηδέν ενόσω η επανάληψη των ερωτημάτων θα το εγκαταστήσει ξανά στο κέντρο της προβληματικής του ποιητή.
Με κρυμμένο τον φιλοσοφικό εξοπλισμό του, ο οποίος ουδέποτε αποτέλεσε παρόλα αυτά ποτέ βαρίδι για την τέχνη του, με ανεσταλμένες τις περισσότερες από τις αφηρημένες του έννοιες, οι οποίες παρά τη γενικότητά τους λειτούργησαν πάντοτε σαν σπινθήρας για την πυροδότηση του συγκινησιακού μηχανισμού του, αλλά και με δραστικούς περιορισμούς στον δοκιμιακό του λόγο, ο οποίος κόντρα στην πολύπλοκη αρματωσιά του δεν έχει εκπέσει ούτε προς στιγμήν στην ποιητική λογιοσύνη, ο Φωστιέρης θα κατορθώσει με το καινούργιο του βιβλίο μιαν εξαιρετικά αποσταγμένη έκφραση, που θα συγκεράσει αίφνης στο εσωτερικό της ολόκληρο το έργο του χωρίς να προδώσει κατά το παραμικρό με τις σπαρακτικές πυκνώσεις της το κλίμα και το πνεύμα του.
Όλα είναι πάλι εδώ: το νήμα του χρόνου που κινδυνεύει να κοπεί από τη γέννησή του (αν δεχτούμε πως ο χρόνος γεννιέται και πεθαίνει), το συριστικό πλησίασμα του θανάτου, που θα αποχαιρετήσει τη νιότη ήδη από την εποχή της εφηβείας, όπως και η συνακόλουθη αδυναμία να αντληθεί η οιαδήποτε παρακαταθήκη από το παρελθόν ή να προβληθεί η οιαδήποτε προοπτική στο μέλλον. Η απόλυτη, ωστόσο, τώρα γύμνια του ποιητικού τοπίου θα επιτρέψει στην εκ των προτέρων σπαταλημένη ζωή να μας ξεκουφάνει με τους σπασμούς του επίμονου παραδαρμού της, προτιμώντας αντί για την παλαιότερη νοηματική περιπλοκή και έκπληξη έναν καθαρώς γλωσσικό αιφνιδιασμό, έτοιμο να ξεθεμελιώσει αμέσως ό,τι έχει τυχόν απομείνει από το σύμπαν:
Αυτός ο βράχος με το αλάτι του
Δεν είναι τόπος. Χρόνος σου είναι.
Και το νερό του
Που σε ράντισε ασαράντιστο,
Πρώτο μετά το αμνιακό,
Κάτι αρμέγει μαύρο στ’ όνομά της
Α μ ο ρ γ ό ς
Η ενότητα μέσα στη συνέχεια, η συνέχεια μέσα στην ενότητα. Μοίρα της ποίησης είναι να επανέρχεται εμμονικά στον εαυτό της. Στόχος του δοκιμασμένου τεχνίτη είναι να μη μετατρέψει την έμμονη ποιητική ιδέα σε αισθητική ιδεοληψία. Προχωρώντας στην ωριμότητά του, ο Φωστιέρης δείχνει πως η ποίηση δεν γράφεται με ιδεοληψίες, αλλά με λέξεις: λέξεις ικανές να γκρεμίσουν κι ύστερα να χτίσουν εκ νέου τον κόσμο, ακόμα κι αν ο κόσμος είναι καταδικασμένος να διαγράφει επ’ άπειρον τον κύκλο της εκμηδένισής του.
INFO
Αντώνης Φωστιέρης: Τοπία του Τίποτα, εκδόσεις Καστανιώτη. Σελ. 91.
Με αφορμή το εξαιρετικό άρθρο του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου, θέλω να αναφέρω ότι είχαμε την ευκαιρία πριν λίγες μέρες εδώ στη Θεσσαλονίκη, να ακούσουμε τον Αντώνη Φωστιέρη στη παρουσίαση του βιβλίου του που έγινε στη Κεντρική βιβλιοθήκη του Δήμου Θεσσαλονίκης , σε μια εφ όλης της ύλης συζήτηση για τη ποίηση του, με το δημοσιογράφο Στέλιο Λουκά και αφού προηγουμένως οι δυό ομιλητές, Ζωή Σαμαρά και Τόλης Νικηφόρου αναφέρθηκαν αναλυτικά στο έργο του. Ήταν μια πολύ όμορφη βραδιά όπου ο Φωστιέρης μας άπλωσε τον φιλοσοφικό του στοχασμό αιφνιδιάζοντας μας ευχάριστα με την αμεσότητα του λόγου του, ένα λόγο καθημερινό και φιλικό, πάντα ποιητικό με «λέξεις ικανές να γκρεμίσουν κι ύστερα να χτίσουν εκ νέου τον κόσμο, ακόμα κι αν ο κόσμος είναι καταδικασμένος»