O Κυριάκος Κατζουράκης εξομολογείται..

0
2102

taxi-sto-xaosΤο “Τάξη στο χάος” γράφτηκε τα τελευταία δύο χρόνια και περιλαμβάνει αυτοβιογραφικά στοιχεία, σκέψεις για τη σχέση της τέχνης με τη ζωή, αναλύσεις έργων και πολλά άλλα στοιχεία που προέκυψαν στη διαδρομή που αφορούν την ιστορία όπως την βιώνω. Φυσικά και δεν υπάρχει Τάξη στο Χάος με τη συμβατική σημασία, κατά ένα περίεργο τρόπο όμως η ίδια η όψη ενός βιβλίου είναι μια μορφή Τάξης εν Αταξία.

Δεν μπαίνει κανείς στον κόπο να γράψει, γράφει γιατί το θέλει. Γράφει γιατί γράφει. Είναι σαν τη ζωγραφική, όσο κοπιαστική κι αν είναι ποτέ δεν βαρυγκωμά,  δεν δυσανασχετεί ο ζωγράφος. Η περιγραφή του δυσάρεστου κόσμου διατρέχει όλη την αφήγηση και με έναν περίεργο τρόπο φαίνεται σαν ευχάριστη οδύνη και ίσως σαν μαζοχισμός ή σαν αυτομαστίγωση. Δεν είναι τίποτα απ’ αυτά, είναι όπως όταν ζωγραφίζεις μια ανοιχτή πληγή, αντί να προσπαθείς να αποδώσεις το αίμα που αχνίζει, ψάχνεις να βρεις το σωστό κόκκινο και μετά έρχονται όλα τα άλλα. Η δομή προηγείται γιατί εμπεριέχεται στην εσωτερική ανάγκη. Ένα έντονο συναίσθημα δεν περιγράφεται, δεν ζωγραφίζεται, δεν γίνεται κάτι άλλο απ’ αυτό που είναι. Πρέπει να ταξιδέψεις πολύ στα ανοιχτά νερά, στις άγνωστες θάλασσες, να απομακρυνθείς από την αιχμαλωσία της έντασης αυτού του έντονου συναισθήματος για να καταφέρεις να το μεταπλάσεις σε κάτι άλλο. Δύσκολα πράγματα κι ακόμα πιο δύσκολο για κάποιον που δεν έχει συνηθίσει να γράφει κατ’ επάγγελμα.

Παραθέτω ένα μέρος του κεφαλαίου “Ο Άγγελος”. Αρχικά ήταν κάτι σαν πρόλογος του βιβλίου σαν προμετωπίδα και τελικά το ενέταξα στον κορμό των μικρών κεφαλαίων. Το κοιτάζω και μου φαίνεται σαν οδηγός για τον αναγνώστη.

” Δεν γράφω για να βάλω τάξη στα ζητήματα της ζωγραφικής. Γράφω για να καταλάβω πλευρές της τέχνης που «αρνείται» να εξηγηθεί ή να ερμηνευτεί.

Το βιβλίο αυτό περιέχει σημειώσεις που ταξινομήθηκαν τα τελευταία δύο χρόνια. Πάντα κρατούσα σημειώσεις, απλώς κάποια στιγμή αποφάσισα να τις οργανώσω. Έτσι, δίχως να το καταλάβω, απέκτησαν αρχή, μέση και, κατά κάποιο τρόπο, τέλος. Θα ’θελα το βιβλίο να σταθεί χρήσιμο, όχι μόνο στους καλλιτέχνες, αλλά σε όλους όσοι πασχίζουν να καταλάβουν στην τέχνη, την αμοιβαία σχέση του παρελθόντος με το σήμερα· όχι σαν συνεχόμενη ιστορία αλλά σαν «τόπο» όπου συναντώνται οι κανόνες με τις ρήξεις τους και, μερικές φορές, με την πλήρη ανατροπή τους.

Προσπάθησα τα μικρά κεφάλαια να έχουν μια χρονική κατάταξη, που ξεκινάει από τα χρόνια των σπουδών μου. Αλλά σε μερικά θέματα προτίμησα την εσωτερική συνέχεια. Αν  και γνωρίζω πως οι επαναλήψεις κουράζουν, σε αρκετά σημεία επανέρχομαι. Αφορούν κυρίως ζητήματα μαθημένα στο ημίφως. Έτσι κι αλλιώς, το ημίφως είναι το βασικό αντικείμενο της ζωγραφικής.

Προσπάθησα επίσης να αποφύγω αναφορές στη θεωρία της αισθητικής και της ψυχολογίας της τέχνης: Κυρίως, να αποφύγω τεχνικούς όρους, για να μη σταθούν εμπόδιο σε όσα πραγματικά επιθυμώ να γίνουν κατανοητά. Ελπίζω το κείμενο να το διατρέχει ένα νήμα συνδετικό – έστω με κάποιους κόμπους.

Η ψυχική δημιουργικότητα δεν χωρίζει το χρόνο σε παρελθόν και παρόν· έχει την τάση να πλησιάσει το όνειρο, να φυτέψει φτερά στον άνθρωπο, για να πετάξει στο μέλλον του.

Προσπαθώ να καταλάβω τη λειτουργία της εσωτερικής διαδικασίας στη ζωγραφική – διόλου εύκολο να παρατηρείς τον εαυτό σου – γι’ αυτό και κατέγραψα σταδιακά αυτή την προσπάθεια, με πολλές αμφιβολίες.

 

Δεν είμαι θεωρητικός, δεν φιλοδοξώ να καλύψω κενά που σαφώς υπάρχουν. Αγνοώ το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη, αγνοώ τη φύση, αγνοώ τη φύση της τέχνης. Επιθυμώ διακαώς να διδάσκομαι, ώστε να μπορώ να μεταδίδω τις εμπειρίες μου στην τέχνη και την κατανόηση του δυσνόητου αλλά ενός και μοναδικού κόσμου. Και θέλω, τέλος, να υπερασπιστώ την ψευδαίσθησή μου: «Δεν βάζω ούτε μία πινελιά, αν εκείνη τη στιγμή δεν πιστεύω ότι θα αλλάξει τον κόσμο».

Κυκλοφορώ, όπως όλοι, σε χώρους κατοικημένους από άδεια και αδιάφορα βλέμματα. Ο ζόφος και η ανέχεια έχουν βρει κατοικία στα πρόσωπα αυτά, με μια αίσθηση μόνιμης απειλής και απαξίωσης. Πώς να είσαι δημιουργικός; Το αίσθημα του πόνου περιέχει ανάμεικτες περιοχές κατανόησης και φόβου. Κάθε φορά που κοιτάζω αντίστοιχες αποτυπώσεις/διατυπώσεις στην τέχνη (Μπος, Μπρέγκελ, Γκαίτε, Δάντης, ακόμα και στη νεότερη τέχνη όπως στον Τόμας Μαν ή τον Μπέκετ) επιστρατεύω τη θετική σκέψη πως αυτοί διέθεταν το στοιχειώδες: την πίστη στον άνθρωπο, ανεξάρτητα από τις πράξεις του. Το έργο τέχνης δεν σχολιάζει, ούτε καταγράφει τις πράξεις, γιατί τότε μετατρέπεται είτε σε σοσιαλιστικό ρεαλισμό, είτε σε διδακτισμό εκ του ασφαλούς. Η πίστη αυτών των δημιουργών είναι επομένως υπέρβαση των πράξεων και άλμα στο μέλλον, απόσταση που τους επιτρέπει να σκάβουν στην ανθρώπινη ψυχή, σαν αρχαιολόγοι που δεν επαναπαύονται στα αρχικά ευρήματα αλλά επιμένουν να ερευνούν τα δυσερεύνητα μέρη του χθόνιου εσωτερικού κόσμου.

Tο αντικείμενο που επί χρόνια επεξεργάζομαι είναι: το «Πρόσωπο», ο Άλλος, ο εν εξελίξει Άλλος, ο ζωντανός καθημερινός Άλλος, που στην ουσία είναι ο καθρέφτης μου. Αυτός σήμερα περιφέρεται ανυπεράσπιστος, όσο κι αν κρύβεται από συστολή και ντροπή για την κοινωνία στην οποία ανήκει. Πώς να κοιτάξεις τα δάκρυα στα μάτια του που σου θολώνουν την όραση, το βασικό εργαλείο του ζωγράφου; Πώς να μιλήσεις και να γράψεις με ελπίδα, σ’ ένα περιβάλλον που οι μόνοι που θα μπορούσαν να αλλάξουν τη φρίκη της πολιτικής εξουσίας, οι αριστεροί, ζουν και ανέχονται τον εφιάλτη της κατακερματισμένης Aριστεράς.

         Ο Άγγελος Ελεφάντης ήταν πάντα ο «αριστερός αρχάγγελος», ακριβώς όπως τον ζωγράφισα στο Τέμπλο. Το περιοδικό, Ο Πολίτης, έσβησε μαζί του, και μαζί τους έσβησε και μέσα μου ένας βασικός αποδέκτης της προσωπικής μου έρευνας – που ποτέ δεν προσπάθησα να κρύψω πόσο ατελής και αδιαμόρφωτη ίσως ήταν – γύρω από το ζήτημα της σχέσης της τέχνης με την κοινωνική ανατροπή.

Η αισθητική του Άγγελου ήταν απροσποίητη και απλόχερη· προέτρεπε τον άλλον να γίνεται κατανοητός, όσο περίπλοκα κι αν σκεφτόταν.

Πολλοί ορφανέψαμε με την απουσία του. Αν είχε ζήσει σ’ άλλη χώρα θα ορκίζονταν στ’ όνομά του, θα αναπαρήγαγαν και θα διέδιδαν τη σκέψη του.

Δεν είμαι ο μόνος που του λείπει το κριτικό και συχνά επικριτικό βλέμμα του αριστερού αρχάγγελου.

Δεν είμαι ο μόνος που νοσταλγεί την αντίσταση του στην ευκολία, μέχρις εσχάτων.”

 

Θα πρόσθετα εδώ στο τέλος του κεφαλαίου αυτού, πόσο ατελής είναι η αριστερά χωρίς αυτά τα ιδιαίτερα και, περιέργως, φυσικά προσόντα του Άγγελου να δεσπόζουν στους προβληματισμούς και στις επιλογές της. Αλλά όπως δεν είμαι συγγραφέας, έτσι λέω και ότι δεν είμαι πολιτικός. Ούτε ο Άγγελος ήταν πολιτικός, πάντα μέχρι το τέλος απέφευγε να παίζει ρόλους. Δεν ήταν πολιτικός αλλά ασκούσε πολιτική ως Πολίτης.

 

Φρόντισα να συμπέσει η έκδοση του βιβλίου με την αναδρομική έκθεση της δουλειάς μου στο μουσείο Μπενάκη. Ο λόγος είναι απλός: Η δουλειά μου, εκτός της ζωγραφικής απλώνεται στον κινηματογράφο και στο θέατρο. Αυτό αναλύεται εκτενώς στο βιβλίο – για την ακρίβεια εξηγείται η σχέση των πραγμάτων που με οδήγησαν σ’ αυτές τις επιλογές – μαζί με όλα τα άλλα που περιλαμβάνει.

Αυτό που εισέπραξα από την όλη διαδικασία του γραψίματος είναι κάτι τελείως καινούριο που δεν το προσχεδίασα: Μπορώ να γράφω επιτρέποντας να υπάρχουν και να κατοικούν στη γραφή όλες οι εκκρεμότητες που επιθυμούσα να παραμένουν ως εκκρεμότητες. Ακόμη και σημειώσεις με τη μορφή ετικέτας παρέμειναν ανεξήγητες, περιμένοντας αιωνίως και υπομονετικά κάπου στο ημίφως. Είναι ακριβώς όπως στη ζωγραφική ή στον κινηματογράφο, μερικές διατυπώσεις είναι πιο ακριβείς όταν παραμένουν δυσεξήγητες ή ακόμα και ανεξήγητες. Ηχεί μεταφυσικό αλλά δεν υπάρχει φυσικότητα στην μετάπλαση της ζωής σε κάτι άλλο. Και δεν το κρύβω καθόλου ότι, σχεδόν πάντα, όταν φτιάχνω κάποιο έργο προσπαθώ να ξεπεράσω τη ζήλια μου για τις άπειρες ποικιλίες που περιέχει η ίδια η ζωή. Δε ξέρω τι είναι τέχνη, αυτό το λέω και το γράφω και το ξαναγράφω, ούτε ξέρω αν η τέχνη είναι μέρος της ζωής. Ίσως η τέχνη περιέχει το ανέφικτο μέρος της ζωής.

Μπορεί κάποιος να ταξιδεύει σε άγνωστα μέρη χωρίς να πηγαίνει σ’ αυτά, όπως ο Ιούλιος Βερν και αυτό δεν είναι μεταφυσική. Η ζωγραφική έχει την υλική πλευρά που την καθορίζει, είναι ορατή και απτή, αλλά περιέχει την επιδίωξη του ανέφικτου.

 

INFO:

Κυριάκος Κατζουράκης. Έργα 1963-2013, Μουσείο Μπενάκη,
25/04/2013 – 28/07/2013

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΑστυνομικά έργα στο ελληνικό θέατρο-O Γιάννης Μαρής και οι άλλοι
Επόμενο άρθροΜην πυροβολείτε τις βιβλιοθήκες…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ