O θάνατος του θεού και των ιδεών( του Γιάννη Ν. Μπασκόζου)

0
793
"Ο τυφλός οδηγεί τους τυφλούς", πίνακας του Robert Lenkiewicz. Καταστράφηκε από πυρκαγιά το 2012.

Γιάννης Ν. Μπασκόζος.

«Οι τυφλοί»  του Νίκου Α. Μάντη είναι  μυθιστόρημα επικό ως προς την έκτασή, τη θεματολογία αλλά και την πολυσημία του. Είναι αδύνατον να το τελειώσεις και να μην αισθανθείς  δέος μπροστά σε αυτό το πλούσιο υλικό που σε κατακλύζει, σε περικυκλώνει, σε καταπιέζει, σε ενοχλεί μερικές φορές και σε κυριεύει άλλες.

Ο Νίκος Μάντης βραβευμένος  για το «Άγρια Ακρόπολη» (Βραβείο Αναγνώστη 2013)  έδειξε ότι κινείται με άνεση στο χώρο της πολιτικής αλληγορίας και του φανταστικού ενώ στο επίσης διακριθέν «Πέτρα Ψαλίδι, χαρτί» ανέδειξε τις ικανότητες του σε μια ρεαλιστική γραφή, δίνοντας  ένα από τα καλύτερα δείγματα σπονδυλωτού πεζογραφήματος με θέμα την κρίση (από τα πιο δύσκολα θέματα όπως έχει φανεί στους σύγχρονους συγγραφείς). Η ικανότητα του αυτή να κινείται σε διαφορετικά λογοτεχνικά είδη  μας υποψιάζει ότι τίποτα σε αυτή την τοιχογραφία δεν είναι βαλμένο στην τύχη.

Το «Οι τυφλοί» είναι δύσκολο να το κατατάξεις σε μια συγκεκριμένη αισθητική κατηγορία.  Ρεαλιστικό, ιστορικό, μπορχεσιανό, μεταμοντέρνο, ότι επίθετο και να βάλεις μπροστά θα είσαι μέσα . Δύσκολα θα το περιγράψεις, δύσκολα θα κάνεις κατανοητό σε κάποιον που δεν το έχει διαβάσει τι είδους μυθιστόρημα είναι αυτό. Αν όμως μπορείς να πεις κάτι είναι ότι πρόκειται για απαιτητικό μυθιστόρημα, σύγχρονης γραφής, εκτεταμένου ρίσκου (κάτι που δεν μας συνήθιζε η παλιότερη πεζογραφία μας), που απευθύνεται σε συνειδητοποιημένους και επαρκείς αναγνώστες.

Το μυθιστόρημα «Οι τυφλοί» είναι σπονδυλωτό καθώς χωρίζεται σε  διακριτές   ενότητες. Χρονικά καταλαμβάνει την εποχή που εξελίσσεται από τα χρόνια της δικτατορίας έως τους αγανακτισμένους και τη σημερινή εποχή.  Ο συγγραφέας κινείται μπρος – πίσω, σε κάθε ενότητα φανερώνει και νέους ήρωες , οι  οποίοι  στη συνέχεια εμπλέκονται με τις ιστορίες των προηγουμένων.

Στην πρώτη ενότητα υπάρχει μια ερωτική ιστορία στο φόντο των αγανακτισμένων της πλατείας Συντάγματος. Ο Ισίδωρος, ένας ήρωας που θα διατρέξει το βιβλίο, ερωτεύεται την Σοφία, την οποία στη συνέχεια την χάνει, και γνωρίζει τον Κλεάνθη , πρώην λογοκριτή επί χούντας , που αναζητά το «βιβλίο των πάντων» . Από αυτόν μαθαίνει για  τον Βάσο Μεθενίτη , επικεφαλής μιας εθνικιστικής / φασιστικής οργάνωσης με τον διακριτό τίτλο «Διπλούς πέλεκυς» ,(αναφορά στη Χρυσή Αυγή)  η οποία με κάποιον τρόπο συμπλέει με μια πιο μυστήρια οργάνωση με τον τίτλο «Ραδάμανθυς».

Στη δεύτερη ενότητα μεταφερόμαστε στη διάρκεια της χούντας και γνωρίζουμε τον Γιώργο Καρζή ή Κατσή , ένα εύζωνα που έχει τηλεπαθητικές ιδιότητες.  Ένας παρακρατικός μηχανισμός θα προσπαθήσει να εκμεταλλευθεί την ιδιότητά του  για να ελέγχει τον νου των άλλων. Ο Καρζής θα συμμετάσχει στην γιορτή της χούντας στο Καλλιμάρμαρο μέσα από μια ντελιριακή αφηγηματική ροή που σε καθηλώνει.

Στην τρίτη μεγάλη ενότητα βρισκόμαστε στη δεκαετία του ΄80, εποχή ΠΑΣΟΚ και τρομοκρατίας.  Ο Νέιτ , ελληνοαμερικανός που δουλεύει στο ΔΝΤ, έχει πατέρα με παρελθόν, δολοφονημένο, πιθανά, από τρομοκράτες.  Βρίσκεται με τη φίλη του Έρμα στο σπίτι των γονιών, στη Νάξο, εκεί όπου πέθανε μυστηριωδώς ο πατέρας του. Δοκιμάζει κι αυτός, όπως προηγουμένως ο Κατσής, την άκυνθο ένα φυτό που προξενεί ψυχολογικές και σωματικές παρενέργειες για να βρεθεί τελικά ανακρινόμενος και εκβιαζόμενος από «μυστήριους» ανθρώπους.

Ενδιάμεσα υπάρχουν μικρές και μεγάλες ιστορίες για την εκκλησία και την εθελοτυφλία της, την μουσική των σκινχεντς και των πανκ, το θέατρο στη διάρκεια της χούντας , τις καταστασιακές ομάδες των Εξαρχείων, τους ζιγκολό και τους σταρ της δικτατορίας κ.ά. Όλες οι ιστορίες του Μάντη ανεξάρτητα αν διαπλέκονται ή όχι διαθέτουν κάτι ημιτελές. Είναι η γοητεία αυτού του τελευταίου που παρακινεί την αναγνωστική απόλαυση και την αναζήτηση της «παρακάτω» αλήθειας που συνήθως δεν υπάρχει.  Η αφήγηση του , χαρακτηριστικά μεταμοντέρνα, διαπλέκεται με πλήθος μικρών ιστοριών, οι οποίες σχηματίζουν έναν λαβύρινθο χωρίς έξοδο. Το τέλος με την περιήγηση του Κλεάνθη και του Ισίδωρου σε μια μυστική Αθήνα που βρίσκεται στις υπόγειες στοές της πόλης (εμφανής παραπομπή σε όλες τις μυστικιστικές αιρέσεις) εξελίσσεται σε μια κάθοδο στη δαντική κόλαση, έναν κόσμο όπου κυριαρχούν οι τυφλοί. Η αναφορά του συγγραφέα στην τυφλότητα (δηλωτική και από τον τίτλο του μυθιστορήματος) παραπέμπει στην εθελοτυφλία, την αδυναμία να δεις τι συμβαίνει γύρω σου, να ερμηνεύσεις τον κόσμο, την κοινωνία, τις ιστορικές εξελίξεις. Να τοποθετήσεις τη χώρα σου στο σημερινό παγκόσμιο γίγνεσθαι. Είναι η άλλη εικόνα της ελληνικής παράνοιας που κατατρέχει μια κοινωνία με βαρύ παρελθόν που αδυνατεί να το διαχειριστεί. Είναι κι ένα πολιτικό σχόλιο σε όλες τις συνωμοσιολογικές ερμηνείες που ανθούν στον τόπο μας και προσπαθούν σε πείσμα της πραγματικότητας να την ερμηνεύσουν.

Φυσικά όλο το μυθιστόρημα είναι ταυτόχρονα ένα παιχνίδι του συγγραφέα με τους ήρωες του μέσα στο οποίο θέλει να εμπλέξει και τον αναγνώστη.  Σε διαφορετικά μέρη του βιβλίου με σημειώσεις, υπονοούμενα, παραπομπές,χειρόγραφα γραφομηχανής και άλλα τερτίπια του δίνει έναν μίτο για το ποιος αφηγείται κάθε φορά και λίγο μετά τον αναιρεί οδηγώντας τον σε άλλον «ύποπτο» ως αφηγητή. Το παιχνίδι γίνεται επίσης με τη γλώσσα που πολλές φορές διαψεύδεται και διαψεύδει, υπονομεύει όχι μόνον το νόημα της κάθε λέξης αλλά και το νόημα της γλώσσας ως στοιχείο αντίληψης της πραγματικότητας.

Οι ήρωες του εξάλλου κινούνται σε καλειδοσκοπικές  πραγματικότητες, υπαρκτές, άυλες, φανταστικές, κατασκευασμένες σε παραλληλία με γλώσσες που άλλες διακρίνονται και άλλες όχι. «Το πραγματικό είναι αυτό που αντιστέκεται», λέει ο γάλλος φιλόσοφος Μαιν ντε Μπιράν και επαναλαμβάνει ο συγγραφέας ως ένα από τα χαρακτηριστικά μότο του.  «Οι τυφλοί» υπονομεύουν κάθε πραγματικότητα, γι αυτό και με ρεαλιστικούς όρους είναι δύσκολο να πλησιάσεις αυτό το έργο.  Μερικές φορές το υλικό του Μάντη τον παρασύρει , του αλλάζει τη ρότα –  ίσως είναι κι αυτό μέσα στο παιχνίδι –  αν και μερικές φορές (όπως π.χ. το εκτεταμένο μουσικό ιντερμέδιο) δεν προσθέτει στη μυθοπλασία.

Είναι αδύνατον να δεις το όλο εγχείρημα του Μάντη ορθολογικά, το ακατανόητο κυριαρχεί, οι αυταπάτες (ηρώων, συγγραφέα και αναγνωστών) καταρρέουν, αλλά στη θέση τους έρχονται άλλες, εξίσου εμβληματικές και  παραπλανητικές.  Ένα εγχείρημα όπου το τέρμα είναι η αρχή με κυρίαρχη τη γλώσσα που μπορεί να καταφέρει τα πάντα και να επιβάλλει την απουσία των πάντων – να σημαίνει το θάνατο.

Ίσως το αρχικό μότο του βιβλίου δίνει ένα στίγμα της συγγραφικής προσπάθειας του Μάντη:  «Είναι πιο δύσκολο να σκοτώσεις τις ιδέες από τους θεούς, αλλά στο τέλος κι αυτές μπορούν να σκοτωθούν».

 

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΑναγνωστικές προσδοκίες, λογοτεχνικές βραβεύσεις και διαψεύσεις (του Χρήστου Δανιήλ)
Επόμενο άρθροΗ Ζυράννα που πάει παντού (του Λευτέρη Ξανθόπουλου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ