Του Βασίλη Βασιλικού.
Η ποίηση για να σε “καταλάβει” / για να σε κατακτήσει πρέπει να είσαι έτοιμος να της δοθείς. Σύσσωμα και σύψυχα. Να έχεις ξυπνήσει το πρωί, να έχεις βάλει μια ώρα μπροστά την ώρα λόγω εαρινής ισημερίας, (Παγκόσμια Ημέρα της Ποίησης) να έχεις πιεί τον καφέ σου, να έχεις καπνίσει (αν καπνίζεις) το πρώτο τσιγάρο σου ή την πρώτη πίπα σου, να έχεις γυρίσει ανάποδα το χαρτί που έχεις καταγράψει τις δόσεις που πρέπει να πληρώσεις στο τέλος του μήνα με το μισθό ή τη σύνταξή σου, και προπαντός να μην έχεις διαβάσει εφημερίδα, να μην έχεις ανοίξει την τηλεόραση ή το ραδιόφωνο και να μην έχεις ενεργοποιήσει τον υπολογιστή σου. Δηλαδή, με άλλα λόγια, η Ποίηση απαιτεί να της δοθείς παρθένος από τις λέξεις που χρησιμοποιείς στον έμπρακτο βίο σου και να της επιτρέψεις έτσι να εισχωρήσει στον άπρακτο ακόμα εαυτό σου.
Σε μια τέτοια ακριβώς ιδανική για την ποίηση στιγμή βρέθηκα κι εγώ όταν ξάκρισα τις σελίδες της τελευταίας ποιητικής συλλογής της Νατάσας Χατζιδάκι «Via Dolorosa» στην υπέροχη -όπως πάντα- έκδοση του Gutenberg, με την πολυτονική σφραγίδα του τελευταίου των Γουτεμβεργιανών εραστών του, Γιάννη Μαμάη. Κατακτημένος σιγά-σιγά από την άυλη μαγεία των ποιημάτων φορτίστηκε η μπαταρία μου με ό,τι αγαπώ πιο πολύ: την ίδια τη γλώσσα, μια που η ποίηση, η μεγάλη ποίηση, ανήκει αποκλειστικά στη μαγεία της γλώσσας που όταν τυχαίνει να είναι η ελληνική, προσλαμβάνει κυματισμούς απροσμέτρητους, λαγαρή σαν το Αιγαίο Πέλαγος, διάφανη, με φαράγγια ωστόσο στους βυθούς της απ’ όπου αναδύεται το αρχαίον κάλλος.
Δεν είναι ωστόσο μόνο αυτό: κάθε ποίημα-μπαλάντα της συλλογής, μοιάζει με χορικό αρχαίας τραγωδίας, πολύ κοντά στις συγκλονιστικές άριες του bel canto. Κάθε ποίημα ξεκινά με 3 ή 4 πρώτους στίχους που σε καθηλώνουν. Κι από εκεί ανυψώνεται σ’ αυτό που ναι μεν δεν απευθύνεται στη Λογική, ωστόσο διεισδύει μέσα στην φωσφορική προσωπική σου ύπαρξη, σε ανεξερεύνητα, κι από εσένα τον ίδιο, μυστικά μονοπάτια. Και διαπιστώνεις έτσι, σιγά-σιγά, από ποίημα σε ποίημα, την αναρρίχησή σου στα σκαλοπάτια μιας πυραμίδας των Ίνκα στο Μεξικό, ώσπου φτάνοντας στην κορυφή, αναφωνείς: είδα το φως το αληθινό, κατάλαβα γιατί η ποίηση, η μεγάλη ποίηση εξισούται με το άπειρο, δηλαδή με το διαχρονικό υπόστρωμα της φθαρτής ύπαρξής μου. Γιατί μόνο η ποίηση με το ηχόχρωμα της γλώσσας μπορεί να θεραπεύει τον ανθρώπινο πόνο, όπως συμβαίνει με τη μουσική. Κανένα άλλο είδος του έντεχνου λόγου.
Κι εκεί που μεθάς με τις σύνηχες / ομόηχες λέξεις, παρεισφρέει μια λέξη της καθημερινότητας, κοινή, κοινότατη, για να σε αφυπνίσει. Να σε κάνει να θυμηθείς ότι ανήκεις στη γη και όχι στον ουρανό, αλλά κι αυτό διαρκεί ένα δευτερόλεπτο το πολύ, και ξανά χάνεσαι στην αλχημεία μιας γλώσσας όπως είναι η ελληνική που με το ίδιο αλφάβητο, εδώ και 3000 χρόνια, επιζεί σε πέντε ομόριζες μεν αλλά διαφορετικές εκδοχές.
Είμαι σίγουρος ότι θα υπάρχουν στα συρτάρια της πρόωρα χαμένης αντάρτισσας κρητικιάς ποιήτριας, όπως είναι όλες οι συμπατριώτισσες της -αντάρτισσες από το νησί του Θεοτοκόπουλου και του Καζαντζάκη (Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Μάρω Δούκα, Ρέα Γαλανάκη και παλαιότερα Γαλάτεια Καζαντζάκη, Έλλη Αλεξίου, Λιλή Ζωγράφου και άλλες, σύγχρονες και παλαιότερες, ων ουκ έστιν αριθμός) λέω θα υπάρχουν σίγουρα και άλλα ανέκδοτα πεζά ή ποιήματά της, που εύχομαι κι ελπίζω να δουν κι αυτά σύντομα το “σκότος” της δημοσιότητας. (Πάψαμε μα λέμε «φως» εδώ και αρκετά χρόνια με την εισβολή του ηλεκτρόνιου).
Κι εκεί που μεθάς με τις σύνηχες / ομόηχες λέξεις, παρεισφρέει μια λέξη της καθημερινότητας, κοινή, κοινότατη, για να σε αφυπνίσει. Να σε κάνει να θυμηθείς ότι ανήκεις στη γη και όχι στον ουρανό
Χωρίς να είμαι κριτικός της λογοτεχνίας, διαπιστώνω με τα χρόνια ότι η αποκαλούμενη «ποιητική γενιά του ’70», αυτή που πράγματι έφερε το καινούργιο στην ήδη πάμπλουτη ποίησή μας και εμφανίζεται εν μέσω Χούντας των Συνταγματαρχών, συμπίπτει με τα 100χρονα της τόσο άδικα ξεχασμένης γαλλικής κομμούνας του 1870-71 που ξεκίνησε κι αυτή όταν το Παρίσι ήταν πολιορκημένο από τους Γερμανούς, με τη νόμιμη κυβέρνηση της χώρας εξαφανισμένη στα παλάτια των Βερσαλλιών, ίδια με ότι συμβαίνει στις μέρες μας με την Ελλάδα πολιορκούμενη και τους πολιτικούς μας στον κόσμο τους, όχι πλέον στρατιωτικά αλλά μέσω της στρατευμένης οικονομίας. Η Ένωση της Ευρώπης από όραμα έγινε παρόραμα, με την Κοινοπραξία Άνθρακα και Χάλυβα -γιορτάζοντας φέτος τα 60 της χρόνια- όπου αποδείχτηκε μέσα στα χρόνια αυτά «άνθρακας ο θησαυρός» και “χαλβάς” ο χάλυβας. Και η «Κοινή Αγορά» κατάντησε “κυνική αγορά” ή καλύτερα «κενή» περιεχομένου και «αγοραίας» ποιότητος.
Η Νατάσα Χατζιδάκι, η πολύτιμη φίλη μου, εντάχθηκε πλέον στο ιερατείο της Σαπφούς. Να και ένα ποίημα της συλλογής «Via Dolorosa» :
ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ
Και τι καν ήσουνα Νεκρή
Κανένα Νόημα δεν είχε.
Στέκεσαι Εκεί. Πανέμορφη.
Ευθυτενής.
Γεμάτη Μορφασμούς της Νιότης.
Μια Πανθολογούμενα Αυθάδης Νεαρά.
Εις Συριστικά Σιφόν Αποσαφηνισμένη.
Κι ενώ Εγώ Αγωνιούσα τον Ύπνο μου Να Βρω.
Είχα Ημέρες Να τον Δω.
Να τον Αγγίξω.
Αυτόν τον Έφηβο. Τον Έκφυλο.
Τον Γηραιό.
Που σαν Αγρίμι Χρεμετίζει.
Στεφανωμένος με Κλαδιά Ελιάς.
Σε κήπους Ανθισμένους τριγυρίζει.
Σαν Νήπιος τσακώνεται με τους Περαστικούς
Που έχουν την Τύχη να τον Συναντήσουν.
Πρέπει να τον περιμαζέψω.
Να του πω.
Πόσο κοστίζει ο Εμπαιγμός του.
Πόσο είναι Αδιανόητο Κενό ο Αποχωρισμός.
Πώς ο Χαμός του Γλίσχρος Μη και Μη Αναιμικός
Σε Λανθασμένη Συχνότητα Εκπέμπει.
Πόσο ένας Συγχρωτισμός Μιας Ενδοδίκου Αγκαλιάς Επω-
Φελείται.
Πόσο Αυτό το Εξώδικο θα Επιφέρει Χαλασμό.
Μια Επιλήψιμη Κακοδικία.
Πώς Ένας Στρεψοδίκης Εραστής
Θέτει Εν Αμφιβόλω
Το Εποικοδόμημα Ερωτικής Ζωής.
Τα Στάσιμα των Ψαλμωδών
Και των Κανόνων.
Σε κήπο Πράσινο ο Ύπνος μου παρωδεί.
Τις Ερωτικές Υπερτροπίες μας Αναπαράγει.
Τις Στάσεις μας τις Ενορατικές τις Αναπαριστά.
Τους Έρωτες μας τις Ενορατικές τις Αναπαριστά.
Τους Έρωτες μας περιγράφων παρακμάζει.
Κόρες Αναζητά Ενθουσιαστικές.
Παραγραφές Ανοσιουργημάτων
Να του Προσαχθούν.
Καινούργιες Ερωμένες Να Εγγραφούν.
Τις Ερυθρές τους Δέλτους
Να Πλουτίσουν.
Δεν Ξέρει ο Άμυαλος πως
Αυτό Δεν θα κατορθωθεί.
Πως Αποκλειστικά Δικός μου Είναι.
Πως Τα Αμαρτήματα του θα Διαγραφούν.
Παραγραφούν. Μόνο
Με την Προσωπική Παρέμβασή μου.
Σαν Μια Παράταση Αληθείας
Παρεκβατική.
Ηδονιστής και Ηδονισμένος.
Σαν Ένας Γέρων Παρασφυκτικός.
Σαν Ένας Νεαρός Αφιονισμένος.
Σ΄έναν Παράκτιο Παράδεισο
Έψαχνα Να Βρω.
Αυτό το Δροσερό Παιδί το Εξακοντισμένο.
Γυμνό. Σε Παραλία Τροπική
Με Άμμο Λευκή Πασπαλισμένο.
Κάτω από Φοινικόδεντρα Λιγνά.
Με Ουρανούς Γαλάζιους Στολισμένο.
Με Αφρισμένα Κύματα στο Νου.
Βελούδινα Φτερά της Θάλασσας
Στα Φρένα.
Του Απόλλωνα Φτερούγες
στους Ταρσούς.
Του Ερμή Πτερύγια Στις Πτέρνες.
Ήσουνα- λένε- μια παλιά Ηθοποιός
Που το Τραγούδι των Σειρήνων Τραγουδούσε.
Γέννημα Θρέμμα Θάμβους Παραβατικού.
Μια Πράξης Ύστατης Κεπαραφρονημένης.
Και Τι κι αν ήσουνα Νεκρή.
Κανένα Νόημα Δεν Είχε.
Στέκεσαι. Εδώ. Πανέμορφη.
Εριστική.
Γεμάτη Μορφασμούς της Νιότης.
Μια Πανθολογούμενα Αυθάδης Νεαρή.
Που τον Αιώνιο Ύπνο της
Ενοσταλγούσε Αναζητούσε.
Και για τον Λόγο και Σκοπό Αυτό.
Ράβδο της Κίρκης Εκρατούσε.
15.11.2011
Info: Νατάσα Χατζιδάκι «Via Dolorosa», εκδόσεις Gutenberg